Σελίδες

31 Δεκεμβρίου 2009

Ισοζύγιο ερωτήσεων-απαντήσεων



Καλή Χρονιά
με λιγότερα φαντάσματα, περισσότερο θάρρος
και με ένα ... καλό ισοζύγιο ερωτήσεων-απαντήσεων
για όλες και όλους!



22 Δεκεμβρίου 2009

Η χαρά και το σκοτάδι



- Σταμάτα να χρησιμοποιείς τον οίκτο, τη συμπόνια των άλλων ανθρώπων, με λάθος τρόπο. Όλοι το έχουμε κάνει αυτό λιγάκι στη Γη, ξέρεις. Η συμπόνοια προοριζόταν να είναι ένα κίνητρο που φέρνει τη χαρά, καταπολεμώντας την δυστυχία. Μπορεί όμως να χρησιμοποιηθεί και με λάθος τρόπο. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για ένα είδος εκβιασμού. Αυτοί που επιλέγουν τη δυστυχία, μπορούν να κρατούν αιχμάλωτη την χαρά με όπλο τον οίκτο. Βλέπεις, τώρα ξέρω. Ακόμη και σαν παιδί το έκανες. Αντί να πεις συγγνώμη, πήγαινες και κλειδωνόσουν στην αποθήκη... γιατί ήξερες, ότι αργά ή γρήγορα μια από τις αδερφές σου θα έλεγε: «Δεν αντέχω να σκέφτομαι ότι είναι εκεί μέσα μόνος του και κλαίει». Χρησιμοποιούσες τον οίκτο τους για να τις εκβιάσεις. Κι αυτές στο τέλος υποχωρούσαν. Και αργότερα, όταν ήμασταν παντρεμένοι... Ω, μα δεν έχει σημασία, αρκεί να το σταματήσεις.

- Αυτό λοιπόν, είπε ο Ηθοποιός, αυτό κατάλαβες από μένα έπειτα από τόσα χρόνια;-

- Όχι, Φρανκ, όχι εδώ, είπε η Κυρία. Άκουσε την λογική. Φαντάστηκες πως η χαρά δημιουργήθηκε για να είναι πάντα κάτω από αυτή την απειλή; Πάντα ανυπεράσπιστη απέναντι σ’ εκείνους, που θα προτιμούσαν να είναι δυστυχισμένοι παρά να πνίξουν τον εγωισμό τους; Γιατί ήταν πράγματι δυστυχία. Τώρα το ξέρω. Ήσουν αξιοθρήνητος. Μπορείς να συνεχίσεις έτσι. Αλλά δεν μπορείς πια να μεταδίδεις την μιζέρια σου. Όλα βρίσκουν το τέλος τους. Εδώ είναι η χαρά που τίποτα δεν μπορεί να ταράξει. Το φως μας μπορεί να καταπιεί το σκοτάδι σας, αλλά το σκοτάδι σας δεν μπορεί πια να μολύνει το φως μας. Όχι, όχι, όχι. Έλα σε μας. Δεν θα έρθουμε εμείς σε σένα. Νόμιζες αλήθεια πως η αγάπη και η χαρά θα ήταν για πάντα στο έλεος της κατσουφιάς και των στεναγμών; Δεν ήξερες πως ήταν δυνατότερες από τα αντίθετά τους;

- Αγάπη; Πώς τολμάς εσύ να χρησιμοποιείς αυτή την ιερή λέξη; Δεν με αγαπάς, είπε ο Ηθοποιός με ψιλή φωνή και τώρα ήταν δύσκολο να τον διακρίνει κανείς.

- Δεν μπορώ ν’ αγαπάω ένα ψέμα, είπε η Κυρία. Δεν μπορώ να αγαπάω κάτι που δεν υπάρχει. Είμαι μέσα στην Αγάπη και έξω από αυτή δεν πρόκειται να βγω.

Δεν υπήρξε απάντηση. Ο Ηθοποιός είχε εξαφανιστεί. Η Κυρία ήταν μόνη στο δάσος, ενώ ένα καφετί πουλί φτερούγισε μπροστά της, λυγίζοντας με τ’ ανάλαφρα ποδαράκια του το γρασίδι που εγώ δεν μπορούσα να λυγίσω.
 
- Όμως... όμως..., είπα στον Δάσκαλό μου όταν όλες οι μορφές και τα τραγούδια τους είχαν απομακρυνθεί μακριά στο δάσος, ακόμα και τώρα δεν είμαι πολύ βέβαιος. Είναι σωστό να μένει αυτή ανέγγιχτη από τη δυστυχία του, ακόμα κι από αυτή την ηθελημένη δυστυχία;

- Θα προτιμούσες να είχε ακόμη τη δύναμη να την βασανίζει; 

- Εμ, όχι. Δεν νομίζω πως θα ήταν σωστό.

- Τότε λοιπόν;

- Δεν ξέρω, κύριε. Αυτό που λένε κάποιοι άνθρωποι στη Γη, είναι πως η τελική αποτυχία μιας ψυχής διαψεύδει όλη την χαρά αυτών που έχουν σωθεί.

- Βλέπεις πως αυτό δεν ισχύει.

- Αισθάνομαι πως ίσως θα έπρεπε να ισχύει.

- Ακούγεται πολύ φιλεύσπλαχνο, αλλά δες τί κρύβεται πίσω του.

- Τί;

- Η απαίτηση όσων δεν έχουν αγάπη και είναι φυλακισμένοι στον εαυτό τους, να τους επιτραπεί να εκβιάζουν το σύμπαν. Η απαίτησή τους, κανένας άλλος να μην μπορεί να γευτεί τη χαρά, μέχρις ότου αυτοί αποφασίσουν να είναι χαρούμενοι (με τους δικούς τους όρους φυσικά). Η απαίτηση να είναι δική τους η τελευταία λέξη και εντέλει η Κόλαση να μπορεί ν’ ασκήσει βέτο στον Παράδεισο.
 
C.S. Lewis, Το Μεγάλο Διαζύγιο (1946) 



08 Δεκεμβρίου 2009

The Duty and the Beast | Νεότητα, όνειρο, ζωή


Σκαλίζοντας τα e-mail μου, βρήκα το παρακάτω κείμενο σταλμένο προ τριετίας περίπου από τον φίλο και συνοδοιπόρο, Κωνσταντίνο Ματσούκα. Ο τίτλος του email ήταν The duty of the beast. Καθώς το ξαναδιάβαζα μου δημιουργήθηκε η επιθυμία να το κοινοποιήσω. Ίσως και επηρεασμένος από τις "επετειακές" γελοιότητες. Ζήτησα από τον Κ. την άδεια και ορίστε το κείμενο.

Η νεότητα είναι ένα όνειρο από το οποίο ελάχιστοι ξυπνούν οικειοθελώς.

Και, όταν το όνειρο τελειώσει, αντιλαμβάνεσαι δύο πράγματα: ότι υπάρχουν χιλιάδες άλλοι που συνεχίζουν και θα συνεχίζουν να το ονειρεύονται κι ότι ούτε να τους ξυπνήσεις μπορείς, ούτε είναι σκόπιμο να προσπαθήσεις.

Στα μέσα της δεκαετίας του ’90, η αγγλική τηλεόραση γύρισε μια σειρά τηλεοπτικών ντοκιμαντέρ με τίτλο «Κακές Ιδέες του 20ού Αιώνα». Η σειρά ήταν αφιερωμένη σε διάφορους –ισμούς, δηλαδή σε συστήματα πεποιθήσεων και αξιών (τουτέστιν σε ιδεολογίες) που είχαν μεγάλη πέραση αλλά έκαναν και πολύ κακό. Μία από αυτές τις ιδεολογίες ήταν ο λεγόμενος Νεολαιϊσμός (‘Youthism’), δηλ. η εξιδανίκευση και λατρεία της νεότητας ως η λαμπρή εκείνη εποχή όπου η περιπέτεια μόλις άρχιζει,

η ζωή σφύζει από δυνατότητες και όλα δείχνουν εφικτά. (“Τι ωραία που είναι όλα πριν αρχίσουν.”)

Το γράψιμο και την παρουσίαση του συγκεκριμένου –ισμού, είχε αναλάβει η πασίγνωστη ακαδημαϊκός Ζερμαίν Γκρίρ. Μεταξύ άλλων, η Γκριρ, πήρε συνέντευξη από μια τάξη φοιτητών πανεπιστημίου σχετικά με το τι σήμαινε γι’ αυτούς το να γερνάς. Η εύστροφη πενηντάρα κέρδισε αμέσως τα παιδιά με την ειλικρίνειά της, λέγοντας τα πράγματα με τ’ όνομά τους κι επίσης, φλερτάροντας μαζί τους. (Φορούσε τη δική της εκδοχή της σχολικής στολής – γκρίζα φούστα, μπλε πουκάμισο, ριγέ γραβάτα.) Παρόλο που θα μπορούσε να είναι μητέρα τους, οι φοιτητές, αγόρια και κορίτσια, ανταποκρίθηκαν θερμά τόσο στο φλερτ όσο και στις ιδέες της.

Στον πίνακα, πριν αρχίσει η συζήτηση, η Γκριρ είχε γράψει Tempus edax rerum, δηλαδή, ”Ο χρόνος τρώει τα πάντα”.

Πολύ πριν από την Γκριρ την ίδια θέση έχουν υποστηρίξει φυσικά και άλλοι, και πολύ πιο ακραία. Ήδη έναν αιώνα πριν, για παράδειγμα, ο Γερμανός φιλόσοφος Άρθουρ Σοπενχάουερ, είχε γράψει:

Στη νεότητα, καθώς φανταζόμαστε τη ζωή που έρχεται, είμαστε σαν τα παιδιά σ’ ένα θέατρο πριν σηκωθεί η αυλαία, που κάθονται ενθουσιασμένα, περιμένοντας ανυπόμονα ν’ αρχίσει το έργο. Είναι ευτύχημα που δεν γνωρίζουμε τι πρόκειται να συμβεί στην πραγματικότητα. Αν μπορούσαμε να το προβλέψουμε, τότε κάποιες φορές τα παιδιά αυτά θα έμοιαζαν με φυλακισμένους, καταδικασμένους όχι στο θάνατο αλλά στη ζωή. Και προς το παρόν, χωρίς επίγνωση του τι σημαίνει αυτή η καταδίκη τους.

Στην ίδια πάνω κάτω φλέβα, ο Μπόρχες έχει γράψει:

Δε χρειάζεται να ‘χει ζήσει κανείς πάρα πολύ καιρό για να καταλάβει ότι η μοίρα είναι αδέξια και σκληρή, ανελέητη και αθώα, σαν μια τυφλή καμήλα.

Ο μισανθρωπισμός του Σόπενχάουερ ήταν πασίγνωστος, ο Μπόρχες ήταν ο ίδιος τυφλός.

Εννοώ ότι όσα έχει να πει οποιοσδήποτε με τέσσερις, πέντε ή παραπάνω δεκαετίες στο κοντέρ του, διαμορφώνονται από τις δικές του ιδιαίτερες δυσκολίες και χαρίσματα, τα εφόδια που καβάτζωσε, το περιβάλλον όπου βρέθηκε ή επέλεξε κ.ο.κ.

Γενικά πάντως, κάποιος που έχει υπάρξει νέος και δεν είναι πλέον, τείνει να έχει μεγαλύτερη συνείδηση της ανθρώπινης φθαρτότητας και ευαλωτότητας. Τείνει, επομένως και να είναι συγκαταβατικός όχι απέναντι στους νέους, αλλά απέναντι στην ορμή της νεότητας και στις πεποιθήσεις που αυτή υπαγορεύει.

Η ζωή τον έχει διδάξει ότι έχει πολύ λιγότερο έλεγχο επάνω της απ’ ότι πίστευε, ότι οι καλές προθέσεις δεν αρκούν, ότι τα πράγματα ξεθωριάζουν. Κι ό,τι όλα αυτά είναι αρκετά μελαγχολικά. (Όχι τραγικά, όχι καταραμένα, όχι υπερβατικά, απλά μελαγχολικά.‘Τραγωδία’ δεν είναι παρά μια ψηλομύτικη λέξη για το να χάνεις.)

Γνωρίζει επίσης, όπως η Γκιρ, ότι ούτε μπορείς, κι ούτε θα’ πρεπε να ξυπνήσεις κανέναν από το όνειρο της νιότης.

Μπορείς όμως να μιλήσεις για το όνειρο όπως το έζησε η γενιά σου.

- Πολλοί κάποτε διεκδικήσαμε για τον εαυτό μας μια αποκλειστικότητα πολύ πιο φιλόδοξη από αυτή που μας αναλογούσε.

- Πολλοί βρεθήκαμε σ’ έναν κόσμο που ήταν ολοκαίνουριος, που δεν είχε υπάρξει πριν από εμάς και που ήταν η δουλειά μας να τον επινοήσουμε από την αρχή.

- Πολλοί βαλθήκαμε να αλλάξουμε τον κόσμο μη ξέροντας ότι μαζί με το τέλος της ιδεολογίας έχει τελειώσει και η εποχή που ένας άνθρωπος μόνος του μπορούσε να “αλλάξει τον κόσμο.” (Ο βασιλιάς Αλέξανδρος, ΔΕ ζει.)

- Και πολλοί κάναμε τρόπο ζωής το χάος που ευαγγελιζόταν ο Μόρισον και η Μονρόε μέχρι να ναυαγήσουμε εκεί και να καταλάβουμε ότι μάλλον είναι νωρίς ακόμη στο εξελικτικό στάδιο των θηλαστικών όπου βρισκόμαστε για να είναι η τέχνη ταυτόσημη με τη ζωή.

Την προίκα μας την είχαμε από τους προηγούμενους που πίστευαν στην κλασσική παιδεία και ότι στη ζωή μέσα χωράει ΜΙΑ δουλειά και ΜΙΑ σχέση (γάμου). Που αγωνιούσαν για την ασφάλεια και για την κοινωνική αποδοχή. Που το ερώτημα της προσωπικής ευτυχίας (πραγμάτωσης, όπως θες, πέστο) δεν έφτασαν καν να το αρθρώσουν.

Σε απάντησή τους, λατρέψαμε τον ατομικισμό και απαξίωσαμε κάθε σύμβαση, ρομαντικοποιήσαμε την αυτοκαταστροφή, την τρέλλα, τη μόνιμη υπερδιέγερση.

Κυρίως, απαιτήσαμε το δικαίωμα να κάνουμε τα δικά μας λάθη.

Και καλά κάναμε, φυσικά.

Απ’ ότι φαίνεται η νεότητα, ότι και να τη ρωτάς, τα ίδια λέει.

(Το ίδιο, πιθανώς και η ‘ωριμότητα’...)

Είναι μάλλον κοινή διαπίστωση ότι η πρόκληση της μεταμοντέρνας εποχή είναι να παράγουμε νόημα, δηλαδή συνοχή. Κι αυτό κανείς δεν μπορεί να το κάνει μόνος του.

Στους νεοφερμένους, λοιπόν, θα ‘λεγα:

“Μη σπαταλάτε την πολύτιμη τρέλλα σας σε λάθη που έχουν ήδη γίνει. Ψάξτε για καινούργια λάθη, παιδιά, καινούργια λάθη!”

Και στους συνομηλίκους μου: “Μη χολοσκάτε, παιδιά. Η δόξα είναι καθαρά εποχιακό φαινόμενο.”


Κωνσταντίνος Ματσούκας