«Κύριοι, εγώ βέβαια αστειεύομαι και το ξέρω και ο ίδιος, πως αστειεύομαι αποτυχημένα, μα βλέπετε δεν είναι δυνατόν όλα τα να παίρνουμε γι’ αστεία. Μπορεί εγώ ν’ αστειεύομαι τρίζοντας τα δόντια. Κύριοι, εμένα με βασανίζουν διάφορες ερωτήσεις. Δώστε μου τις απαντήσεις.
Να, σεις π.χ. θέλετε τον άνθρωπο να τον ξεμάθετε από τις παλιές συνήθειες, και τη βούλησή του να τη διορθώσετε ανάλογα με τις απαιτήσεις της επιστήμης και της λογικής. Μα πώς ξέρετε, ότι τον άνθρωπο όχι μονάχα μπορεί, μα και πρέπει έτσι να τον αλλάξουμε; Από τι συμπεραίνετε, πως τόσο απαραίτητα πρέπει η βούληση η ανθρώπινη να διορθωθεί; Μ’ ένα λόγο, πώς ξέρετε πως τέτοια διόρθωση θα φέρει ωφέλεια στον άνθρωπο; Και για να τα πούμε όλα, γιατί είστε τόσο θετικά πεπεισμένοι πως το να μην εναντιώνεται στα πραγματικά, τα κανονικά συμφέροντα, τα εγγυημένα με τα πορίσματα της διάνοιας και της αριθμητικής, είναι πραγματικά για τον άνθρωπο πάντοτε ωφέλιμο κι είναι νόμος για όλη την ανθρωπότητα; Αυτό, βλέπετε, για την ώρα ακόμη είναι μοναχά δική σας παραδοχή. Ας πούμε λοιπόν πως είναι νόμος της λογικής, όχι όμως και της ανθρωπότητας. Ίσως να σκεφτόσαστε, κύριοι, πως είμαι τρελός; Πρέπει να εξηγηθώ.
Είμαι σύμφωνος: ο άνθρωπος είναι ζώο κατά το πλείστο
δημιουργικό, καταδικασμένο να τείνει στο σκοπό συνειδητά και ν’ απασχολιέται με
τη μηχανική επιστήμη, δηλαδή αιώνια κι αδιάκοπα ν’ ανοίγει το δρόμο του, κι ας
είναι και στα τυφλά. Μα να, ίσως
ακριβώς για τούτο και κάπου κάπου του καπνίζει να στρίψει, γιατί είναι
καταδικασμένος ν’ ανοίγει δρόμο κι ακόμα ίσως γιατί, παρ’ όλη του τη βλακεία, ο
άνθρωπος της άμεσης δράσης γενικά, σκέφτεται κάποτε πως αυτός ο δρόμος σχεδόν
πάντα πάει στα τυφλά, και πως η κύρια
υπόθεση δεν έγκειται στο καταπού πάει, μα απλώς στο να τραβάει μπροστά, και πως
ένα καθωσπρέπει παιδί δεν πρέπει να περιφρονεί την επιστήμη και να παραδίνεται
στην καταστρεπτική αργία, που όπως ξέρουμε είναι μήτηρ πάσης κακίας. Του
ανθρώπου του αρέσει να δημιουργεί και ν’ ανοίγει δρόμους, αυτό είναι
αναμφισβήτητο. Γιατί όμως φτάνει ο ίδιος ίσαμε του ν’ αγαπάει με πάθος το χάος
και την καταστροφή; Να, τούτο αν μου το λέγατε!
Μα για τούτο θέλω να πω ο ίδιος δυο λόγια ιδιαιτέρως.
Μήπως τάχα του αρέσει το χάος κι η καταστροφή (βλέπετε είναι αναμφισβήτητο, πως
καμιά φορά να του αρέσει υπερβολικά, αυτό έτσι είναι), γιατί ο ίδιος από
ένστιχτο φοβάται να φτάσει στο σκοπό και ν’ αποτελειώσει το χτίριο που
οικοδομεί; Πού ξέρετε; Μπορεί ν’ αγαπάει το χτίριο μονάχα από μακριά, κι από
κοντά καθόλου. Μπορεί να του αρέσει μονάχα να το χτίζει κι όχι να κατοικεί μέσα
σ’ αυτό∙ να το χτίζει και να το προορίζει κατόπιν στα κατοικίδια ζώα, στα μυρμήγκια, στα πρόβατα, κ.λπ., κ.λπ. Να, τα
μυρμήγκια έξαφνα, είναι εντελώς αλλιώτικα. Αυτά έχουν ένα καταπληχτικό παρόμιο
χτίριο, αιώνια ακατάλυτο∙ τη μυρμηγκοφωλιά.
Από τη μυρμηγκοφωλιά άρχισαν τα σεβάσμια μυρμήγκια και με
τη μυρμηγκοφωλιά θα τελειώσουν ασφαλώς, πράγμα που τιμάει πολύ τη σταθερότητα
και τη θετικότητά τους. Μα ο άνθρωπος είναι ον επιπόλαιο κι ίσως να του αρέσει
μοναχά η υπόθεση της επίτευξης του σκοπού κι όχι ο ίδιος ο σκοπός, όπως
συμβαίνει στον παίκτη του σκακιού. Και ποιος ξέρει (δεν μπορεί κανείς να
εγγυηθεί) ίσως ίσως όλος ο σκοπός της ανθρωπότητας να περικλείνεται μονάχα σ’
αυτή την αδιάκοπη υπόθεση της επίτευξης∙ μ’ άλλα λόγια στην ίδια τη ζωή κι όχι κυρίως στο σκοπό που, εννοείται, πρέπει να
μην είναι άλλος από τα δυο και δυο τέσσερα, δηλαδή μια φόρμουλα, ένα τύπος.
Όμως το δυο και δυο τέσσερα δεν είναι πια ζωή, κύριοι, μα η αρχή του θανάτου. Τουλάχιστον
ο άνθρωπος πάντα κάπως το φοβόταν αυτό το δυο και δυο τέσσερα∙ κι εγώ τώρα το
φοβάμαι. (...)
Εσείς πιστεύετε το κρυστάλλινο παλάτι, το αιώνια
ακατάλυτο, δηλαδή τέτοιο που μήτε τη γλώσσα κρυφά να μην μπορεί κανείς να του
δείξει, μήτε μια πρόστυχη χειρονομία να του κάνει. Ε, λοιπόν εγώ, για τούτο
ακριβώς ίσως και να φοβάμαι αυτό το χτίριο, γιατί ξέρω πως είναι κρυστάλλινο κι
αιώνια ακατάλυτο και πως δεν θα ’ναι δυνατό μηδέ κρυφά να του βγάλεις τη
γλώσσα.»
Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Το Υπόγειο (1864)