Σελίδες

28 Νοεμβρίου 2013

Το Κρυστάλλινο Παλάτι μας


«Κύριοι, εγώ βέβαια αστειεύομαι και το ξέρω και ο ίδιος, πως αστειεύομαι αποτυχημένα, μα βλέπετε δεν είναι δυνατόν όλα τα να παίρνουμε γι’ αστεία. Μπορεί εγώ ν’ αστειεύομαι τρίζοντας τα δόντια. Κύριοι, εμένα με βασανίζουν διάφορες ερωτήσεις. Δώστε μου τις απαντήσεις. 

Να, σεις π.χ. θέλετε τον άνθρωπο να τον ξεμάθετε από τις παλιές συνήθειες, και τη βούλησή του να τη διορθώσετε ανάλογα με τις απαιτήσεις της επιστήμης και της λογικής. Μα πώς ξέρετε, ότι τον άνθρωπο όχι μονάχα μπορεί, μα και πρέπει έτσι να τον αλλάξουμε; Από τι συμπεραίνετε, πως τόσο απαραίτητα πρέπει η βούληση η ανθρώπινη να διορθωθεί; Μ’ ένα λόγο, πώς ξέρετε πως τέτοια διόρθωση θα φέρει ωφέλεια στον άνθρωπο; Και για να τα πούμε όλα, γιατί είστε τόσο θετικά πεπεισμένοι πως το να μην εναντιώνεται στα πραγματικά, τα κανονικά συμφέροντα, τα εγγυημένα με τα πορίσματα της διάνοιας και της αριθμητικής, είναι πραγματικά για τον άνθρωπο πάντοτε ωφέλιμο κι είναι νόμος για όλη την ανθρωπότητα; Αυτό, βλέπετε, για την ώρα ακόμη είναι μοναχά δική σας παραδοχή. Ας πούμε λοιπόν πως είναι νόμος της λογικής, όχι όμως και της ανθρωπότητας. Ίσως να σκεφτόσαστε, κύριοι, πως είμαι τρελός; Πρέπει να εξηγηθώ.

Είμαι σύμφωνος: ο άνθρωπος είναι ζώο κατά το πλείστο δημιουργικό, καταδικασμένο να τείνει στο σκοπό συνειδητά και ν’ απασχολιέται με τη μηχανική επιστήμη, δηλαδή αιώνια κι αδιάκοπα ν’ ανοίγει το δρόμο του, κι ας είναι και στα τυφλά. Μα να, ίσως ακριβώς για τούτο και κάπου κάπου του καπνίζει να στρίψει, γιατί είναι καταδικασμένος ν’ ανοίγει δρόμο κι ακόμα ίσως γιατί, παρ’ όλη του τη βλακεία, ο άνθρωπος της άμεσης δράσης γενικά, σκέφτεται κάποτε πως αυτός ο δρόμος σχεδόν πάντα πάει στα τυφλά, και πως η κύρια υπόθεση δεν έγκειται στο καταπού πάει, μα απλώς στο να τραβάει μπροστά, και πως ένα καθωσπρέπει παιδί δεν πρέπει να περιφρονεί την επιστήμη και να παραδίνεται στην καταστρεπτική αργία, που όπως ξέρουμε είναι μήτηρ πάσης κακίας. Του ανθρώπου του αρέσει να δημιουργεί και ν’ ανοίγει δρόμους, αυτό είναι αναμφισβήτητο. Γιατί όμως φτάνει ο ίδιος ίσαμε του ν’ αγαπάει με πάθος το χάος και την καταστροφή; Να, τούτο αν μου το λέγατε!

Μα για τούτο θέλω να πω ο ίδιος δυο λόγια ιδιαιτέρως. Μήπως τάχα του αρέσει το χάος κι η καταστροφή (βλέπετε είναι αναμφισβήτητο, πως καμιά φορά να του αρέσει υπερβολικά, αυτό έτσι είναι), γιατί ο ίδιος από ένστιχτο φοβάται να φτάσει στο σκοπό και ν’ αποτελειώσει το χτίριο που οικοδομεί; Πού ξέρετε; Μπορεί ν’ αγαπάει το χτίριο μονάχα από μακριά, κι από κοντά καθόλου. Μπορεί να του αρέσει μονάχα να το χτίζει κι όχι να κατοικεί μέσα σ’ αυτό∙ να το χτίζει και να το προορίζει κατόπιν στα κατοικίδια ζώα, στα μυρμήγκια, στα πρόβατα, κ.λπ., κ.λπ. Να, τα μυρμήγκια έξαφνα, είναι εντελώς αλλιώτικα. Αυτά έχουν ένα καταπληχτικό παρόμιο χτίριο, αιώνια ακατάλυτο∙ τη μυρμηγκοφωλιά.

Από τη μυρμηγκοφωλιά άρχισαν τα σεβάσμια μυρμήγκια και με τη μυρμηγκοφωλιά θα τελειώσουν ασφαλώς, πράγμα που τιμάει πολύ τη σταθερότητα και τη θετικότητά τους. Μα ο άνθρωπος είναι ον επιπόλαιο κι ίσως να του αρέσει μοναχά η υπόθεση της επίτευξης του σκοπού κι όχι ο ίδιος ο σκοπός, όπως συμβαίνει στον παίκτη του σκακιού. Και ποιος ξέρει (δεν μπορεί κανείς να εγγυηθεί) ίσως ίσως όλος ο σκοπός της ανθρωπότητας να περικλείνεται μονάχα σ’ αυτή την αδιάκοπη υπόθεση της επίτευξης∙ μ’ άλλα λόγια στην ίδια τη ζωή κι όχι κυρίως στο σκοπό που, εννοείται, πρέπει να μην είναι άλλος από τα δυο και δυο τέσσερα, δηλαδή μια φόρμουλα, ένα τύπος. Όμως το δυο και δυο τέσσερα δεν είναι πια ζωή, κύριοι, μα η αρχή του θανάτου. Τουλάχιστον ο άνθρωπος πάντα κάπως το φοβόταν αυτό το δυο και δυο τέσσερα∙ κι εγώ τώρα το φοβάμαι. (...)


Εσείς πιστεύετε το κρυστάλλινο παλάτι, το αιώνια ακατάλυτο, δηλαδή τέτοιο που μήτε τη γλώσσα κρυφά να μην μπορεί κανείς να του δείξει, μήτε μια πρόστυχη χειρονομία να του κάνει. Ε, λοιπόν εγώ, για τούτο ακριβώς ίσως και να φοβάμαι αυτό το χτίριο, γιατί ξέρω πως είναι κρυστάλλινο κι αιώνια ακατάλυτο και πως δεν θα ’ναι δυνατό μηδέ κρυφά να του βγάλεις τη γλώσσα.»


Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Το Υπόγειο (1864)



24 Νοεμβρίου 2013

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ:12 ΧΡΟΝΙΑ HAPPY FEW!


ΦΙΛΕ ΚΑΙ ΦΙΛΗ ΒΙΑΣΟΥ!
ΕΝΑΝΤΙΩΣΟΥ ΜΕ ΘΑΡΡΟΣ 
ΜΗΝ ΤΡΩΣ ΤΑ ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ
ΠΟΥ ΠΕΤΑΝΕ  ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΣΟΥ
ΜΗΝ ΠΑΡΑΔΙΝΕΣΕ ΣΤΑ ΤΕΤΡΙΜΕΝΑ
DANGER.FEW!

ΦΙΛΕ ΚΑΙ ΦΙΛΗ ΣΤΑΣΟΥ!
DANGER.FEW!
ΚΕΙΜΕΝΑ ΠΟΥ ΣΕ ΕΞΟΠΛΙΖΟΥΝ ΜΕ ΥΠΟΜΟΝΗ
ΚΑΙ ΚΟΥΡΑΓΙΟ ΓΙΑ ΝΑ ΠΑΡΑΜΕΙΝΕΙΣ ΟΡΘΙΟΣ
ΚΑΙ ΕΝΑΡΓΗΣ ΣΤΟΝ ΣΤΡΟΒΙΛΟ ΤΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΥ

ΦΙΛΕ ΚΑΙ ΦΙΛΗ
ΑΓΑΠΗΣΕ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ
ΜΗΝ ΤΟΝ ΘΥΣΙΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ
ΣΤΟΧΑΣΟΥ ΚΑΙ ΣΥΝΕΚΡΙΝΕ
DANGER.FEW!

Δεν μπορούμε και ούτε θέλουμε να υποσχεθούμε την ευτυχία
αλλά συνεχίζουμε να το συζητάμε.

DANGER.FEW!ΜΕΙΝΕ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΚΟΥΒΕΝΤΑ!

21 Νοεμβρίου 2013

Μελαγχολία, Σοφία και Ελπίδα στο τέλος ενός Κόσμου


Μελαγχολία
Albrecht Duhrer, 1514
«Κάθε εποχή αποβλέπει σε ένα καλύτερο κόσμο. Όσο πιο ζοφερό και μπερδεμένο είναι το παρόν, τόσο βαθύτερος είναι αυτός ο πόθος.

Στο φθινόπωρο του Μεσαίωνα η ζωή κατακλύστηκε από μια σκοτεινή μελαγχολία. Η χαρά της ζωής και η θαρραλέα εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του ανθρώπου, που αντηχούν σε ολόκληρη την περίοδο της Αναγέννησης, μετά βίας ακούγονται στην Βουργουνδία του 15ου αιώνα. Άραγε αυτό σημαίνει πως εκείνη η εποχή ήταν πιο δυστυχισμένη από άλλες; Αυτό συνηθίζουμε να πιστεύουμε. Σε όσα μας μεταφέρει η παράδοση εκείνης της εποχής, από τις μαρτυρίες των χρονογράφων και τους ποιητές έως τα εκκλησιαστικά κηρύγματα, τα θρησκευτικά εγχειρίδια και τις επίσημες πηγές, δεν βρίσκουμε παρά μίσος, έριδες, εγκλήματα, απληστία, βαρβαρότητα και μαύρη δυστυχία. 

Αναρωτιέται λοιπόν κανείς αν η ζωή εκδηλωνόταν τότε μόνο στην άγρια χαρά της έπαρσης, της σκληρότητας και της ασωτείας, Υπήρχε πουθενά χώρος για την απλή χαρά της ζωής; (...)

Είναι αλήθεια οτι κάθε εποχή αφήνει περισσότερα ίχνη από τις συμφορές της παρά από τις χαρές της. Οι δοκιμασίες είναι το υλικό της ιστορίας. Υπάρχει βέβαια και η παράλογη ιδέα, που λέει ότι το ποσό χαράς και ειρήνης στην ανθρώπινη ζωή είναι τελικά το ίδιο σε όλες τις εποχές. 

Είναι βέβαια αλήθεια πως η χαρά του Μεσαίωνα εξακολουθούσε κάπως να αντηχεί και τώρα, στο φθινόπωρό του. Επιζούσε μέσα στο δημοτικό τραγούδι, στην μουσική, σε πίνακες που απεικόνιζαν όμορφα και ειρηνικά τοπία ή γαλήνια πρόσωπα. Σε κάθε περίπτωση ωστόσο, το να εγκωμιαζει η ζωή δεν ήταν της μόδας κατά το 15ο αιώνα  ούτε και θεωρούνταν πρέπον. Το πρέπον ήταν να μιλάει κανείς μόνο για βάσανα και απελπισία. (...) 

Αξίζει πράγματι να σημειώσουμε ότι εκείνη την εποχή η λέξη μελαγχολικός άρχισε να παίρνει μια νέα σημασία. Σε αυτήν, η θλίψη συνδυάστηκε με τη στοχαστική βαθύτητα, λες και σοβαρή πνευματική δουλειά δεν μπορεί να υπάρξει δίχως ψυχική μαυρίλα. (...) 

Ποιοι ήταν εκείνοι που, μέσα στο φθινόπωρο του Μεσαίωνα, μιλούσαν για την εποχή τους γεμάτοι ελπίδα; Δεν ήταν ούτε οι ποιητές, ούτε οι θεολόγοι, ούτε οι κρατικοί αξιωματούχοι και οι αυλικοί, αλλά οι λόγιοι και οι ουμανιστές. Η παλλόμενη αίσθηση ότι ξαναβρήκαν την αρχαία σοφία, ήταν αυτή που τους έκανε να μιλούν με χαρά για την εποχή τους. Επρόκειτο για ένα θρίαμβο στο πεδίο της διάνοιας, της σκέψης. Τα ενθουσιώδη λόγια τους εξέφραζαν περισσότερο τον ενθουσιασμό του λόγιου παρά του ανθρώπου. 

Στις αρχές του 16ου αιώνα αφθονούν πράγματι τα εγκώμια προς το μεγαλείο των καιρών, ωστόσο (και, εδώ, είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικές οι επιστολές που έγραψε ο Έρασμος γύρω στο 1517) αφορούν σχεδόν αποκλειστικά την αναγέννηση του πνεύματος και δεν είναι διθυραμβικές εκφράσεις μιας χαράς της ζωής με την ευρύτερή της έννοια.»




Σημ. HS.  Τρομερό βιβλίο, περιμένει ακόμα να μεταφραστεί και να κυκλοφορήσει στη γλώσσα μας. Ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια: ο καινοφανης, τότε, και μάλλον παράξενος συνδυασμός της πνευματικής βαθύτητας με μια ψυχική μαυρίλα σφράγισε έκτοτε και τη σχετική αντίληψη για την τέχνη, ότι δηλαδή ο βαθύς καλλιτέχνης δεν μπορεί να είναι παρα ένας άνθρωπος σκοτεινός. 

Όσα γενικότερα επισημαίνει το απόσπασμα που μετέφρασα και παρέθεσα εδώ, νομίζω ότι, τηρουμένων των αναλογιών και της διαφοράς όρων, κάτι μπορούν να μας πουν για το σήμερα. Αν η Αναγέννηση ξεκινάει από μια αναγέννηση του πνεύματος, αξίζει να αναρωτηθούμε : πού έχει άραγε να στραφεί η εποχή μας αναζητώντας μια αναγέννηση;  

Το χαρακτικό του Ντύρερ, που φιλοτέχνησε τρία χρόνια πριν τις επιστολές του Έρασμου, μού φαίνεται ότι αποτυπώνει εκείνη τη «νέα»  σύνδεση μεταξύ μελαγχολίας και σοφίας, που αναφέρει ο Χουιζίνγκα. Ταυτόχρονα, ωστόσο, αισθάνομαι ότι αποτυπώνει, πιο ειδικά, τη μελαγχολία των «νέων χρόνων», τη δική μας κατά κάποιον τρόπο Μελαγχολία : εργαλεία, αριθμοί και μια κλεψύδρα που μετράει την τρεχάλα του χρόνου, είναι αυτά που περιτριγυρίζουν έκτοτε τη σκεπτόμενη, μελαγχολική ψυχή.




17 Νοεμβρίου 2013

Οι θρησκευτικές ρίζες του ανθρώπου

Βασική πεποίθησή μας είναι ότι ανθρώπινη κοινωνία δεν μπορεί να συγκροτηθεί χωρίς κεντρική προσανατολιστική αναφορά σε κάτι που ξεπερνάει το απλό φυσικό-βιολογικό δεδομένο, σε κάτι που συνθέτει τη φύση με την ελευθερία. Όλα τα σημάδια και τα τεκμήρια, αυτό μαρτυρούν!

Ωστόσο, η σύγχρονη κοινωνία θέλησε να θεσπίσει σαν κεντρική προσανατολιστική αναφορά της δεδομένα καθαρά φυσικο-βιολογικής τάξης προκειμένου να ξεφορτωθεί τις όποιες «μεταφυσικές» αναφορές. Όμως, αυτό που κατόρθωσε με αυτό τον τρόπο να στήσει σαν σύνθεση φύσης-ελευθερίας, ήταν η Τεχνική. Και ως τύπο ανθρώπου, που να αναλογεί σε τούτη την προσανατολιστική σύνθεση, τον τεχνικό άνθρωπο, το άθροισμα homo sapiens + homo faber
Και μόνο η τρομαχτική φτώχεια των γιορτών της εποχής μας αρκεί για να πάρουμε μια αίσθηση της αποτυχίας αυτής της σύνθεσης.
 

Παραθέτουμε λοιπόν δυο αποσπάσματα, τροφή για σοβαρό στοχασμό σήμερα που απαιτείται η φιλοσοφική στερέωση της σκέψης μας σχετικά με αυτό το ζήτημα. - Σημ. HS.

1.

Τι είναι λοιπόν οι πατριές, οι οποίες μας παρέχουν τις  στοιχειωδέστερες μορφές πολιτικής οργάνωσης που συναντάμε όταν ανατρέχουμε την οδό που οδήγησε στη σύναξη των ανθρώπων μέσα στις πρωτόγονες κοινωνίες;

Αντίθετα απ’ ό,τι θα νόμιζε κανείς, οι πατριές δεν είναι οργανώσεις με βάση τον τόπο, δεν είναι πρωτόγονες μορφές εδαφικής οργάνωσης. 

Πράγματι, η κοινότητα του χωριού, ή η εγγύτητα μεταξύ των ανθρώπων μέσα στο χώρο, δεν φαίνεται να είναι ο πρωταρχικός τρόπος σύναξης των ανθρώπων. Αυτό γίνεται ξεκάθαρο εάν πάρουμε υπ’ όψη μας, ότι οι αγροτικοί και μη-νομαδικοί πολιτισμοί δεν είναι οι πρώτοι πολιτισμοί που γνωρίζουμε. Επομένως, είναι αρκετά φυσικό να υποθέσουμε ότι, πριν από την εμφάνιση αυτών των πολιτισμών, ο παράγοντας κοινωνικής οργάνωσης δεν ήταν −όπως έγινε στη συνέχεια− η σχέση του ανθρώπου μ’ ένα συγκεκριμένο κομμάτι γης. 

Ένα πλήθος ενδείξεων τείνουν να μας πείσουν ότι, πριν από τη γεωγραφία, η θρησκεία ήταν εκείνη που αποφάσιζε τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι συγκροτούνταν σε ομάδες. Το πρωτόγονο Δίκαιο, άλλωστε, ήταν μυστικιστικής φύσεως: βλέπουμε καθαρά ότι αναγνωρίζει όλους τους τρόπους μετοχής και ανήκειν που χαρακτηρίζουν τη μυστικιστική σκέψη.

Επομένως, δεν έχει κανένα νόημα να στηριζόμαστε στις σημερινές κατηγορίες της σκέψης και να προσπαθούμε, με βάση αυτές, να ξεχωρίζουμε τις πολιτικές από τις οικογενειακές μορφές κοινωνίας και κατά συνέπεια να θεωρούμε π.χ. την οικογένεια σαν το πρωτόγονο κοινωνικό κύτταρο, να φανταζόμαστε κατ' εικόνα της οικογένειας τις καθαρά πολιτικές διαιρέσεις, να βλέπουμε την πόλη σαν μια επαυξημένη οικογένεια, κ.ο.κ. 

Βέβαια, ο παράγοντας που συνενώνει τα μέλη των πρώτων κοινωνικών ομαδοποιήσεων, δεν διαφέρει από αυτόν που στερεώνει την οικογενειακή συγγένεια. Ποιος είναι αυτός; Είναι το γεγονός ότι, όπως ο οικογενειακός ιστός, έτσι και ο κοινωνικός ιστός των πρώτων ανθρώπινων ομάδων υφαίνεται πάνω σε μια μυστικιστική μέθεξη, η οποία δεν είναι κατά κανένα τρόπο η φυσική κοινότητα του αίματος, όπως έχουμε την τάση να λέμε πιστεύοντας ότι πάνω της θεμελιώνονται οι πρωτόγονοι οικογενειακοί δεσμοί.

Η πρώτη συνομάδωση που συναντάμε στις αρχικές κοινωνίες, η πατριά, έχει ένα ρόλο πολιτικό και οικογενειακό ταυτόχρονα (και δεν να υπάρχει λόγος ν’ αναζητούμε τι προηγείται τίνος), αλλά πάντοτε μυστικιστικής φύσεως. 

Η συνοχή της πατριάς θεμελιώνεται στο γεγονός ότι τα μέλη της θεωρούν τους εαυτούς τους φορείς του ίδιου τοτέμ και συνεπώς ενός κοινού ονόματος
  • ενός τοτέμ που είναι καμωμένο από μια κοινή μυστικιστική «ουσία», στην οποία συμμετέχουν όλοι χωρίς να την μονοπωλεί κανείς, 
  • και εκπορεύεται από μια κοινή καταβολή, στην οποία έρχεται αργότερα η μυθολογία να δώσει τις όψεις ατομικών χαρακτηριστικών μέσ’ από τη φαντασία ότι το τοτέμ αυτό αποκαλύφθηκε, σε κάποιο ομιχλώδες παρελθόν, σ' ένα λαμπρό προπάτορα της πατριάς που, γι’ αυτό το λόγο, έγινε ο επώνυμος πρόγονος. (...)
Όσοι ανήκουν σε μια πατριά, δεν είναι συγγενείς επειδή είναι αδελφοί, πατεράδες, ξαδέλφια μεταξύ τους, αλλά επειδή φέρουν όλοι το όνομα του τάδε ζώου ή του δείνα φυτού, δηλαδή επειδή έχουν την ίδια μυστικιστική «ουσία». Με άλλα λόγια, η πρωτόγονη οικογένεια δεν είναι η περιορισμένη ομάδα, που συνήθως φανταζόμαστε και υποτίθεται ότι κατάγεται από το γάμο και χαρακτηρίζεται από μια πραγματική συγγένεια αίματος. Είναι μια πιο πλατειά οικογενειακή ομάδα η οποία, όπως είπαμε, θεμελιώνεται στην τοτεμική συμμετοχή, στο τοτεμικό ανήκειν. Συνεπώς, η πρωτόγονη οικογένεια δεν είναι παρά ένας πιο εξειδικευμένος και πιο ιεραρχημένος σχηματισμός μέσα στην πατριά. Το γεγονός αυτό φανερώνεται στις υποχρεώσεις οι οποίες προκύπτουν από τη συμμετοχή στην πατριά, τις επιτάσσει το έθιμο και δεν είναι άλλες από τις υποχρεώσεις των οικογενειακών δεσμών με τη μυστικιστική έννοια που δώσαμε σ’ αυτό τον όρο. (...)

Βλέπουμε λοιπόν, ότι σ’ αυτήν εδώ τη μορφή αλληλεγγύης δεν υπάρχει τίποτε που να αφορά στην εδαφική επικράτεια. Τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις καταβολές της, η πατριά δεν σχετίζεται ούτε με το χωριό, ούτε με τη φυλή. (...)

 G. Davy, Η τοτεμική οργάνωση,
από το A. Moret και G. Davy, Des Clans aux Empires (1923)


2.

Η ανάπτυξη των ανθρώπινων συνομαδώσεων ανταποκρίνεται σε ανάγκες παρόμοιου τύπου με αυτές που βλέπουμε και σε άλλα είδη κοινωνικών ζώων. Όμως ευθύς αμέσως ανακαλύπτουμε τάσεις μιας εντελώς τάξης. Στα λείψανα που μας έχουν αφήσει οι νομαδικοί λαοί κυνηγών, εκεί όπου στρατοπέδευαν κι έφτιαχναν τα πρώτα λίθινα εργαλεία τους, βλέπουμε σημάδια από ενδιαφέροντα και αγωνίες που δεν συναντάμε σε άλλα είδη ζωντανών. Ανιχνεύουμε κυρίως την παρουσία μιας λατρείας των νεκρών, η οποία εκφράζεται μέσα από την πολλή φροντίδα με την οποία τους ενταφιάζουν και από τεκμήρια δέους και ιερού σεβασμού απέναντί τους. (...)

Η πρώτη σταθερή κατοικία που συναντάμε στη διάρκεια του παλαιολιθικού νομαδισμού, είναι η κατοικία των νεκρών: μια σχισμή πάνω στο βράχο, ένα βουναλάκι από πέτρες, ένας κοινοτικός τύμβος. Οι ζωντανοί επέστρεφαν σε αυτά τα σημεία συνάντησης και σύναξης, για να μνημονεύσουν την ψυχή των προγόνων ή για να τους προσφέρουν δώρα ώστε να γαληνέψουν την οργή τους. Η άυλη επίκληση των νεκρών ήταν εκείνη που προσέδιδε όλη τη σημασία του σ’ ένα τόπο, ο οποίος παρέμενε σταθερός ενόσω οι απαιτήσεις του κυνηγιού και της τροφοσυλλογής έστελναν τους ζωντανούς σε άλλα μέρη. (...)

Lewis Mumford, The City in History  (1961)

13 Νοεμβρίου 2013

Ο κοινωνικός θάνατος σήμερα | Κρίση 22

Άσγκερ Γιόρν και Κίρστεν Λύνμποργκ
«Για να κυριαρχήσουμε τις μηχανές, μάς προτείνουν να προσαρμοστούμε πλήρως στη φύση της μηχανής. Η πρόοδος αυτή πραγματοποιείται με λάβαρο τον εξορθολογισμό και την τυποποίηση. Και πραγματικά, έχουμε αρχίσει να προσαρμοζόμαστε και να κατανοούμε. Η σύγχρονη επιστήμη μάς κάνει να κατανοήσουμε το γνήσιο χαρακτήρα της μηχανής, του εξορθολογισμού και της τυποποίησης.

Όλα αυτά οδηγούν σε ένα μόνο πράγμα: στην οικονομία. Αλλά τι είναι τελικά η οικονομία; Η οικονομία είναι η συμμετροποίηση των δυνάμεων. Από τη στιγμή που θα αναγνωρίσουμε αυτό το γεγονός, οδηγούμαστε στη μοιραιοκρατία, σε ένα ντετερμινισμό που βάζει τέλος στην ανθρώπινη πρόοδο. Διότι ενώ η πρόοδος, κάθε πρόοδος, θεμελιώνεται στον πειραματισμό και στη χρησιμοποίηση μιας ελεύθερης, ή άχρηστης, διαθέσιμης ενέργειας, η οικονομική τάση έχει απεναντίας στόχο τον εκμηδενισμό κάθε διαθέσιμης ενέργειας μέσα από την πλήρη χρησιμοποίηση και εκμετάλλευσή της. (…)

Το χειρότερο είναι ότι μια εντελώς μηχανοποιημένη ζωή απαιτεί από όλους αυτή την οικονομία, δηλαδή την πλήρη συμμετροποίηση εσόδων και εξόδων, ή την απόλυτη ταύτιση παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος −με άλλα λόγια, την εντελώς ταυτοτική επιστροφή στο ίδιο, η οποία αποτελεί το μυστικό του τροχού, πάνω στον οποίο θεμελιώνεται όλη η μηχανική.

Πράγματι, υπάρχουν στην Ασία και την Αμερική πολλές πολύπλοκες ή πρωτόγονες κουλτούρες, που έχουν σταθεροποιηθεί στην πλήρη άρνηση της ανανέωσης κι έχουν σαν έμβλημά τους τον τροχό. Ωστόσο, αυτό που έχει δώσει στην Ευρώπη την τάση της προς τη διηνεκή ανάπτυξη, είναι μια προοδευτική σύμβαση, η οποία καλλιεργεί το αίσθημα ενός καθήκοντος προόδου: του καθήκοντος να δίνουμε περισσότερα από όσα παίρνουμε.  

Αυτή η ιδέα της προόδου ως καθήκοντος διατυπώθηκε αρχικά με τη μορφή της πεποίθησης ότι όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται χρεωμένοι. Η ικανότητα αυτής της φαντασιακής ηθικής, που διατυπώθηκε προπαντός από τη χριστιανική θρησκεία με τη μορφή της λύτρωσης από το προπατορικό αμάρτημα, ωθούσε ασταμάτητα τους καλούς ανθρώπους στην αυθυπέρβαση μέσω του καλού και δημιούργησε, στο όνομα της φιλανθρωπίας και της συγγνώμης, μια ηθική ευελιξία που επέτρεψε μια κοινωνική ανισορροπία, η οποία παραχωρεί στους εστέτ, ή τους εγκληματίες αν θέλετε, ένα πεδίο για να ξεπερνούν τους γνώμονες.

Αυτό το μεταφυσικό ιδεαλιστικό σύστημα αντικαταστάθηκε κατά την Αναγέννηση από ένα νέο σύστημα χρέωσης, που ήταν χίλιες φορές πιο αποτελεσματικό, επειδή ήταν δομημένο ποσοτικά και κατ’ αυτό τον τρόπο διαμόρφωσε τη βάση της επιστημονικής εξέλιξης, Πρόκειται για το τραπεζικό σύστημα, που επινόησαν οι Ιταλοί και κατάληξή του είναι ο σύγχρονος καπιταλισμός.

Η εκμετάλλευση και η επένδυση στην πρόοδο, η χρέωση, είχαν με αυτό τον τρόπο βρει ένα πλήρως ελέγξιμο και ευανάγνωστο σύστημα. Όμως αυτό το σύστημα είχε για τίμημα την εγκατάλειψη όλων των αξιών που δεν μπορούσαν να μετρηθούν με χρήμα. Και δυστυχώς, το μόνο που μπορεί να μετρηθεί με χρήμα είναι η ποσοτική εργασία, η εργασία του αλόγου. Έτσι, όλες οι ανθρώπινες προσπάθειες άρχισαν να μετριούνται έκτοτε σε σύγκριση με το μόχθο του αλόγου και αργότερα με της μηχανής, πράγμα που είναι το ίδιο.»

Άσγκερ Γιόρν, Περί Μορφής |
 Σκιαγραφία μιας μεθοδολογίας των τεχνών (1954-1957)
−στα ελληνικά από τις εκδ. ΝΗΣΙΔΕΣ (2002)

Σημ. HS. Με λίγες πινελιές, όλο το ζήτημα του κόσμου μας. Στη φωτογραφία [από εδώ] ο νεαρός Άσγκερ Γιόρν με την Κίρστεν Λύνμποργκ πάνω στη μηχανή, που τον πήγγε το 1936 στο Παρίσι ... με τις γνωστές συνέπειες!

01 Νοεμβρίου 2013

Dial H-I-S-T-O-R-Y

 


Απολαύστε το "ντοκιμαντέρ" του Βέλγου Johan Grimonprez (σε συνέχεια του Raoul Vanegeim). Κι όπως έλεγε και "ο μεγάλος": Το μόνο πράγμα που μας διδάσκει η ιστορία είναι ότι τίποτε δεν μας διδάσκει η ιστορία, όπως και το πως  οι αυθεντικές τραγωδίες στη ζωή δεν είναι οι συγκρούσεις μεταξύ σωστού και λάθους, είναι οι συγκρούσεις μεταξύ δύο σωστών.