Σελίδες
▼
29 Ιανουαρίου 2016
28 Ιανουαρίου 2016
Ο πολιτικός και επιχειρηματικός μας κόσμος
Ένα σπάνιο ενσταντανέ από το κυρίαρχο πολιτικό-οικονομικό σκηνικό, με συναρπαστικές εναλλαγές προσώπων και υπνωτιστικά πυροτεχνήματα νέων ιδεών, όπως καταγράφτηκαν από τον ειδικό χρονοτηλεφακό που εγκαταστήσαμε δοκιμαστικά στην ταράτσα του κεντρικού επιτελείου μας:
27 Ιανουαρίου 2016
Φιλοκαλούμεν γαρ μετ' ευτελείας
24η εκπομπή - Ατομική ελευθερία και συλλογική ευημερία. Είναι από τη φύση τους αλληλοσυγκρουόμενες;
Διαλεκτικές προσεγγίσεις, τριλεκτικές απαντήσεις σ' ένα θέμα που καίει. Η περιοχή Τ και τα μυστικά μιας ασταθούς ισορροπίας. Και ξαφνικά, Λουπάσκο!
Φιλοκαλούμεν γαρ μετ' ευτελείας και φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας.
23 Ιανουαρίου 2016
Βλαντίμιρ Λένιν (1870-1924)
«Εφόσον η επανάσταση στη Γερμανία καθυστερεί, καθήκον μας είναι να μαθητεύσουμε στο γερμανικό κρατικό καπιταλισμό, να κάνουμε κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να τον αφομοιώσουμε, να πολλαπλασιάσουμε τις δικτατορικές μεθόδους προκειμένου να επιταχύνουμε την αφομοίωση του δυτικισμού από τη βάρβαρη Ρωσία, χρησιμοποιώντας κάθε βάρβαρο μέσον στον αγώνα κατά της βαρβαρότητας (...) Ο κρατικός καπιταλισμός είναι ένα βήμα προς τα εμπρός σε σχέση με τη σημερινή κατάσταση πραγμάτων [στη σοβιετική Ρωσία]» - Β.Ι. Λένιν, απαντώντας στους «αριστερούς κομμουνιστές» Μπουχάριν, Οσίνσκι, κ.λπ., 5 Μαϊου 1918.
«Η παραγωγή είναι πάντοτε αναγκαία, όχι η δημοκρατία. Η δημοκρατία στην παραγωγή είναι κάτι που γεννά μια σειρά από ριζικά λαθεμένες ιδέες». - Β.Ι. Λένιν, απαντώντας στην Εργατική Αντιπολίτευση, Δεκέμβριος 1920.
... και με τα μάτια ενός αναρχικού...
«9 Μαρτίου 1920. –
[…] Ο Λένιν με υποδέχτηκε θερμά. Στο
ύψος είναι κάτω του μέσου κι είναι φαλακρός. Τα μικρά γαλάζια μάτια του έχουν
βλέμμα σταθερό μ’ ένα πονηρό παιχνίδισμα στις άκρες τους. Τυπικά Ρώσος στην
εμφάνιση, μιλάει με μια ιδιαίτερη, σχεδόν εβραϊκή προφορά. Μιλήσαμε στα ρώσικα.
Ο Λένιν με διαβεβαίωσε ότι μπορούσε να διαβάζει αλλά όχι να μιλήσει αγγλικά, αν
και τον άκουσα να συζητάει με Αμερικάνους απεσταλμένους χωρίς τη βοήθεια
διερμηνέα. Το πρόσωπό του μου άρεσε. Ήταν ανοικτό και τίμιο, και δεν είχε πάνω
του ίχνος προσποίησης. Οι τρόποι του ήταν αβίαστοι και με αυτοπεποίθηση. Μου έδωσε
την εντύπωση ενός ανθρώπου που είναι τόσο πεισμένος για το δίκαιο του αγώνα
του, ώστε στις αντιδράσεις του δεν υπάρχει χώρος για την παραμικρή αμφιβολία.
Αν υπήρχε κάποιο ίχνος Άμλετ πάνω του, το έχει τιθασέψει με τη βοήθεια της
ψυχρής λογικής. Η δύναμη του Λένιν είναι στο μυαλό
του, στις στέρεες πεποιθήσεις ενός ανθρώπου που στερείται φαντασίας. […]
Η δικτατορία του
προλεταριάτου είναι ζωτική, τόνισε ο Λένιν. Είναι η εκ των ουκ άνευ προϋπόθεση
της επαναστατικής περιόδου και πρέπει να τη διευρύνουμε με κάθε δυνατό μέσον.
Στην παρατήρησή μου ότι για την επιτυχία της Επανάστασης ουσιαστικό ρόλο παίζει
η λαϊκή πρωτοβουλία και η ενεργός συμμετοχή, μου απάντησε πως μόνο το
Κομμουνιστικό Κόμμα μπορεί να οδηγήσει τη Ρωσία έξω από το χάος των αντικρουόμενων
τάσεων και συμφερόντων. Η ελευθερία, είπε, είναι μια πολυτέλεια που δεν
επιτρέπεται στη σημερινή φάση της επαναστατικής διαδικασίας. Όταν η Επανάσταση ξεπεράσει
τον εξωτερικό κι εσωτερικό κίνδυνο, τότε θα επιτραπεί ίσως η ελευθερία του
λόγου. […]
Η συνολική εντύπωσή
μου από αυτή την επίσκεψη ήταν ότι είχα απέναντί μου έναν άνθρωπο με ξεκάθαρη
άποψη και στόχο. Όχι οπωσδήποτε κάποιο μεγάλο άνδρα, αλλά σίγουρα έναν άντρα με
άκαμπτο μυαλό κι αλύγιστη θέληση. Ένα άνθρωπο μη-συναισθηματικό, με τετράγωνο
μυαλό, ευέλικτο στο σκέψη, αρκετά τολμηρό ώστε να ξαναδουλεύει τις μεθόδους του
με βάση τις απαιτήσεις της στιγμής, αλλά έχοντας πάντα ξεκάθαρο το στρατηγικό
του στόχο. Ένα "πρακτικό ιδεαλιστή", αφοσιωμένο στη με κάθε μέσο πραγμάτωση του
Κομμουνιστικού οράματός του, βάζοντας για χάρη του σε δεύτερη μοίρα κάθε
ανθρωπιστική και ηθική επιταγή. Έναν άνθρωπο ειλικρινά πεισμένο ότι ακόμα και
οι χειρότερες μέθοδοι μπορεί να βοηθήσουν ένα καλό σκοπό αν χρειαστεί. Ένα Ιησουίτη
της Επανάστασης, που θ’ αναγκάσει την ανθρωπότητα να ελευθερωθεί σύμφωνα με τη
δική του ερμηνεία του Μαρξ. Κοντολογίς, ένα αδιάλλακτο επαναστάτη όπως το
εννοούσε ο Νετσάγιεφ, ένα επαναστάτη ικανό, αν χρειαζόταν, να θυσιάσει ακόμα
το μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπότητας προκειμένου να εξασφαλίσει το θρίαμβο της
Κοινωνικής Επανάστασης. […]
Ο Λένιν είναι ένας
μαχητής∙ κι έτσι πρέπει να είναι οι επαναστάτες ηγέτες. Με αυτή την έννοια ο
Λένιν είναι μεγάλος: μεγάλος στην αυτοσυνέπεια, στη μονοδιάστατη θέαση των
πραγμάτων∙ μεγάλος στην ψυχική θετικότητά του, που είναι τόσο αυτοθυσιαστική
όσο κι αμείλικτη με τους άλλους∙ μεγάλος στην πλήρη βεβαιότητά του πως μόνο το
δικό του σχέδιο μπορεί να σώσει την ανθρωπότητα.»
Αλεξάντερ Μπέρκμαν,
Ο μπολσεβίκικος μύθος
(το ημερολόγιο του μεγάλου αναρχικού
από την
3χρονη συμμετοχή του στη ρώσικη επανάσταση)
μετάφραση HS,
στις
εκδόσεις ΠΑΝΟΠΤΙΚΟΝ
Σημ. HS In memoriam ... για όποιους τυχόν εξακολουθούν ν' αναρωτιούνται τι λογής επανάστασης ηγήθηκαν οι μπολσεβίκοι, ή από πότε στράβωσε το πράγμα. Εντυπωσιακή, άλλωστε, η διαπίστωση ότι ο ένας μετά τον άλλον οι περισσότεροι από τους πιο αποφασισμένους
μπολσεβίκους επαναστάτες του 1917 που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο
πρωταγωνιστούν στο ημερολόγιο του Μπέρκμαν, διώχτηκαν, εξορίστηκαν και θανατώθηκαν
σαν προδότες στην περίοδο των σταλινικών «εκκαθαρίσεων»: Βλάντιμιρ (Μπιλ) Σάτοφ,
Σεργκέι Ζόριν, Γκριγκόρι Ζινόβιεφ, Καρλ Ράντεκ, Λεβ Κάρακχιαν, Νικολάι Κρεστίνσκι,
Λεβ Κάμενεφ, Μιχαήλ Τόμσκι, Ευγένιος Πρεομπραζένσκι, Κριστιάν Ρακόφσκι, Μάρτιν
Λάτσις, Γιάκοφ Πέτερς, Νικολάι Μπουχάριν, Νικολάϊ Κούζμιν, Ιωσήφ Ούνσλιχτ.
Είναι λοιπόν απ’ όλες τις απόψεις ανθυγιεινό να παίρνεις σαν πρότυπο και υπόδειγμα όχι μόνο τον καπιταλιστικό «τρόπο παραγωγής» και τα «γερμανικά ταχυδρομεία», αλλά και την ίδια την αστική επανάσταση με τις αντιλήψεις και τις μεθόδους της για την κοινωνική αλλαγή.
Είναι λοιπόν απ’ όλες τις απόψεις ανθυγιεινό να παίρνεις σαν πρότυπο και υπόδειγμα όχι μόνο τον καπιταλιστικό «τρόπο παραγωγής» και τα «γερμανικά ταχυδρομεία», αλλά και την ίδια την αστική επανάσταση με τις αντιλήψεις και τις μεθόδους της για την κοινωνική αλλαγή.
19 Ιανουαρίου 2016
Ο εφιάλτης έρχεται πάντοτε σφυρίζοντας γλυκά
Έρικ Άρθουρ Μπλαιρ (1903-1950) |
Τα λόγια αυτά της θύμισαν, γράφει, ένα επιχειρηματία που
είχε γνωρίσει πρόσφατα, ο οποίος σχεδίαζε να φτιάξει ένα ‘‘τόπο αναψυχής, που
θα πιάσει όπως παλιότερα είχαν πιάσει οι κυνοδρομίες και οι αίθουσες χορού’’. (...)
Δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι σε ολόκληρο τον κόσμο σχεδιάζουν
σήμερα τέτοιου είδους τόπους αναψυχής. Δεν αποκλείεται να έχουν κιόλας φτιάξει.
Μπορεί βέβαια να μην ολοκληρωθούν –αυτό θα εξαρτηθεί από τα γεγονότα στον κόσμο–,
ωστόσο το σημαντικό είναι ότι εκπροσωπούν
στην εντέλεια την ιδέα που έχει ο σύγχρονος πολιτισμένος άνθρωπος για την
αναψυχή. (...)
Τα κύρια χαρακτηριστικά αυτών των μελλοντικών παραδείσων είναι
τα εξής:
- Ποτέ
δεν είσαι μόνος σου.
- Ποτέ
δεν κάνεις κάτι για σένα.
- Ποτέ
δεν βλέπεις άγρια φύση ή φυσικά πράγματα.
- Το
φως και η θερμοκρασία ρυθμίζονται τεχνητά.
- Η
μουσική δεν σταματάει να παίζει.
Η μουσική –αν είναι
μάλιστα δυνατόν, η ίδια μουσική για όλους– είναι το πιο σημαντικό από τα παραπάνω
συστατικά. Λειτουργία
της είναι να εμποδίζει τη σκέψη και τη συζήτηση, και να σκεπάζει κάθε φυσικό ήχο,
όπως π.χ. το κελάηδημα των πουλιών ή το σφύριγμα του ανέμου. Ήδη σήμερα, άπειρος
κόσμος χρησιμοποιεί συνειδητά το ραδιόφωνο γι’ αυτό το σκοπό. Στα περισσότερα
εγγλέζικα σπίτια το ραδιόφωνο δεν κλείνει κυριολεκτικά ποτέ, απλώς ανά διαστήματα
αλλάζουν σταθμούς ώστε να μην ακούν τίποτε άλλο παρά ελαφριά μουσική.
Γνωρίζω προσωπικά ανθρώπους που ακούνε ραδιόφωνο ακόμα και
στο μεσημεριανό τραπέζι, μιλώντας ταυτόχρονα τόσο δυνατά ώστε στο τέλος δεν ακούγεται
παρά μια βαβούρα. Αυτό γίνεται με συγκεκριμένο στόχο. Η μουσική εμποδίζει το να σοβαρέψει η συζήτηση, ή
τελοσπάντων ν’ αποκτήσει ένα ειρμό, ενώ την ίδια στιγμή οι σκόρπιες κουβέντες σε εμποδίζουν ν’ ακούσεις
προσεκτικά τη μουσική και επομένως να
σκεφτείς. Η σκέψη τρομάζει:
Τα φώτα να σβήσουν δεν
πρέπει ποτέ
Κι η μουσική να παίζει
πάντοτε πρέπει
Γιατί φοβόμαστε ποιοι και πού είμαστε να δούμε
Χαμένοι σ’ ένα
στοιχειωμένο δάσος
Παιδιά τρομαγμένα απ’
το σκοτάδι
Δίχως στιγμή ευτυχίας και δίχως καλοσύνη.*
Είναι δύσκολο να μη νοιώσεις ότι ο ασυνείδητος στόχος των
τυπικών σύγχρονων τόπων αναψυχής είναι μια
επιστροφή στη μήτρα. Διότι και εκεί, μόνοι μας δεν ήμασταν ποτέ, ούτε και
βλέπαμε το φως της μέρας, η θερμοκρασία ήταν πάντοτε ρυθμισμένη, δεν μας απασχολούσε
η δουλειά ή το φαγητό, κι οι σκέψεις μας, αν σκεφτόμασταν, πνίγονταν από ένα
αδιάλειπτο ρυθμικό παλμό. (...)
Μήπως όμως το να προτιμάει κανείς το κελάηδημα των πουλιών
από τη μουσική σουίνγκ, και να θέλει ν’ απομείνουν εδώ κι εκεί έστω κάποιες νησίδες
άγριας Φύσης πάνω στον πλανήτη αντί να σκεπαστεί ολόκληρος από αυτοκινητόδρομους
με τον τεχνητό φωτισμό τους, κρύβει κάποιο συναισθηματισμό, κάτι το σκοταδιστικό;
Η ερώτηση αυτή προκύπτει αποκλειστικά και μόνο επειδή, ενώ
εξερευνά το φυσικό σύμπαν, ο άνθρωπος δεν έχει καμιά διάθεση να ερευνήσει και
τον εαυτό του. Το μεγαλύτερο μέρος από
αυτό που αποκαλούμε σήμερα ‘‘αναψυχή’’, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια προσπάθεια
καταστροφής της συνείδησης. Αν αναρωτηθεί κανείς, τι είναι ο άνθρωπος,
ποιες είναι οι ανάγκες του και πώς μπορεί να εκφράσει καλύτερα τον εαυτό του, θ’
ανακαλύψει ότι το να σταματήσει να κοπιάζει και να περάσει όλη του τη ζωή, από
τη γέννησή του ίσαμε το θάνατό του, με φως από ηλεκτρικές λάμπες και κονσερβαρισμένη
μουσική, δεν είναι ικανοποιητική απάντηση. Ο άνθρωπος χρειάζεται ζέστη, σχόλη, ανέσεις
και ασφάλεια, όμως χρειάζεται και τη μοναξιά, τη δημιουργική εργασία και μια αίσθηση
μυστηρίου.
Αν αυτό το συνειδητοποιήσει κανείς, τότε θα μπορούσε να
χρησιμοποιεί τα προϊόντα της επιστήμης και της βιομηχανίας με τρόπο εκλεκτικό,
υποβάλλοντάς τα πάντοτε στην ίδια δοκιμασία: αυτό ή εκείνο με κάνει περισσότερο
ή λιγότερο ανθρώπινο; Θα μάθαινε τότε ότι η μεγαλύτερη ευτυχία δεν βρίσκεται
στο άραγμα, την ανάπαυση, το πόκερ, το πιοτό και το να κάνεις έρωτα, όλα αυτά
μαζί πακέτο και 24 ώρες το 24ωρο. Και θα καταλάβαινε πως ο ενστικτώδης τρόμος
που νοιώθουν όλοι οι ευαίσθητοι άνθρωποι απέναντι στην καλπάζουσα εκμηχάνιση της
ζωής, δεν προκύπτει από κάποιο συναισθηματικό αρχαϊσμό, αλλά είναι απόλυτα
δικαιολογημένος. Διότι ο άνθρωπος παραμένει
ανθρώπινος μόνο όταν καταφέρνει να βαστάει άφθονο χώρο για την απλότητα στη ζωή
του, ενώ οι περισσότερες σύγχρονες εφευρέσεις –και ιδιαίτερα ο κινηματογράφος,
το ραδιόφωνο και το αεροπλάνο– δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να αποδυναμώνουν
τη συνείδησή του, να αμβλύνουν την περιέργειά του και γενικά να τον αποκτηνώνουν.»
Ε. Ά. Μπλαιρ (Τζόρτζ Όργουελ), Τόποι αναψυχής,
Tribune, 11 Ιανουαρίου 1946
Σημ. HS. Ο εφιάλτης δεν έρχεται ποτέ σαν ξένος κι αποτρόπαιος. Σφυρίζει γλυκά αυτά που μας χαϊδεύουν τ' αυτιά. Το επιβεβαίωσε και ο Γκύντερ Στερν. Πριν λίγες μέρες έκλεισαν 70 χρόνια
από τότε που ο Μπλαιρ έγραψε τις παραπάνω σκέψεις και σε δυο μέρες κλείνουν 65
χρόνια απ’ το θάνατό του. Είναι περίεργος μήνας ο Ιανουάριος.
* Στίχοι από το πανέμορφο ποίημα «1 Σεπτέμβρη 1939» του Ουίσταν Χιού Ώντεν. Μιλάει για το ξέσπασμα του 2ου παγκόσμιου πολέμου. Ο Μπλαιρ παρέλειψε τρεις στίχους μεταξύ του δεύτερου και του τρίτου.
16 Ιανουαρίου 2016
Το όπιο είναι η θρησκεία του λαού!
«Έχουν περάσει πια οι
εποχές όπου μπορούσε κανείς να πει πως η θρησκεία είναι το όπιο του λαού. Σήμερα
αντιθέτως, το όπιο (και με αυτό εννοώ κάθε είδους ναρκωτικές ουσίες)
έχει γίνει η θρησκεία του λαού. Παρά το γεγονός ότι οι καταναλωτές τους αφήνουν
πίσω τους, προς στιγμήν τουλάχιστον, τη δυστυχία της έλλειψης νοήματος, αυτό
που αναζητούν και βιώνουν στις εκστάσεις τους δεν είναι ‘‘νόημα’’. Όταν
επιστρέφουν απ’ το ‘‘τριπάκι’’ τους, κανείς τους δεν είπε ποτέ ότι βίωσε εκειπέρα
μια απουσία της έλλειψης νοήματος, ή, θετικά μιλώντας, κάποιο ‘‘νόημα’’.
Απεναντίας, όλοι και όλες λένε μόνο πόσο ‘‘όμορφο’’ ήταν αυτό που
βίωσαν. Κι αυτό το τριπάκι είναι προφανώς κάτι το απόλυτο, δηλαδή κάτι που δεν
έχει καμιά σχέση ούτε με το νόημα, ούτε με την έλλειψη νοήματος. Δεν υπάρχει
αμφιβολία: αυτή η κατάσταση που αντιπαρατίθεται στο ανυπόφορο κενό νοήματος,
δεν λέγεται πρόσκτηση νοήματος αλλά ευτυχία, ή για να είμαστε
ακριβέστεροι τεχνητή ευτυχία. (…)
Ζούμε σε μια ευδαιμονιστική,
ή πιο σωστά ηδονιστική εποχή. Αυτό δεν είναι απλώς παράξενο, είναι
σκανδαλώδες δεδομένου ότι καθημερινά αυξάνονται οι πιθανότητες μιας παγκόσμιας
καταστροφής και δεδομένου ότι αυτό είναι κάτι που το γνωρίζει καλά ο καθένας
μας. Ο λόγος για τον οποίο οι άνθρωποι προτιμούν
να σκοτώνουν την ώρα τους ψάχνοντας την ‘‘ευφορία’’, αντί να βρίσκονται σε
κατάσταση σοκ μπροστά σε αυτή την ολέθρια πιθανότητα, δεν είναι ότι δεν καταλαβαίνουν καλά τον
κίνδυνο αλλά μάλλον επειδή τον καταλαβαίνουν.
Έτσι, την ευτυχία που οι
πατεράδες και οι παππούδες μας, αλλά κι εμείς οι ίδιοι, υποσχεθήκαμε ότι θα
έρθει με το μετασχηματισμό της απάνθρωπης κοινωνίας μας σε μια κοινωνία ανθρώπινη,
σήμερα την παρέχουν τα χάπια κι οι ουσίες που ‘‘σε ανεβάζουν’’. Κι αυτό
το ‘‘φτιάξιμο’’ δεν το ψάχνουν με δική τους πρωτοβουλία, αλλά συχνά τους το επιτρέπουν
και μάλιστα τους εξωθούν να το αναζητούν, διότι το πολιτικό κατεστημένο
δεν περιφρονεί καθόλου, ούτε κι αποστρέφεται αυτά τα αποπολιτικοποιημένα κι
αποθαρρυμένα ‘‘όμορφα παιδιά’’. Απεναντίας, τα αντιπαθεί πολύ λιγότερο απ’ όσο
αντιπαθούσε τους πολιτικούς αντιπάλους του.
Το όπιο έγινε η θρησκεία
του λαού και μάλιστα το κατεστημένο το προωθεί ακριβώς γι’ αυτό το σκοπό. Τον
πιλότο που βομβάρδισε τη Χιροσίμα τον είχαν χαπακώσει, για να μη σκέφτεται (να
μη σκέφτεται «αρρωστημένα», όπως είπαν) τις ηθικές και πολιτικές συνέπειες των
βομβαρδισμών στους οποίους συμμετείχε. Τον είχαν ‘‘φτιάξει’’ για να τον αποπολιτικοποιήσουν
και να του διαλύσουν το ηθικό. (…)
Όπως και να ‘χει, είναι
σίγουρο πως τα ναρκωτικά προωθήθηκαν για να σκεπαστεί η έλλειψη νοήματος και
χρησιμοποιήθηκαν ως μέσα για να καταλαγιάζουν κάθε διάθεση αμφισβήτησης και να
εξασφαλίζουν την άνευ όρων υπακοή, δηλαδή ως μέσα ενσωμάτωσης. (…)
Από κοντά και τα μπλιμπλίκια…
«Τι κάνει όλους τους
ανθρώπους γύρω μας να παίζουν ακατάσχετα με μηχανήματα; Τι ψάχνουν, τι
τους ικανοποιεί σ’ αυτό και δεν μπορούν να ξεκολλήσουν; Ασφαλώς, μια πολύ σωστή
απάντηση θα ήταν η εξής: το κάνουν επειδή, όπως κι εκατομμύρια άλλοι κάτοικοι
των μεγαλουπόλεων, έχουν ανάγκη από υποκατάστατα κι επειδή αυτά τα
μηχανήματα μπορούν να χρησιμοποιηθούν σαν υποκατάστατα για το κορίτσι ή το φίλο
που δεν έχουν. Ωστόσο, αυτή η απάντηση δεν μπορεί να ικανοποιήσει όποιον τους
βλέπει, άναυδος, με τα ίδια του τα μάτια καθώς παίζουν. Η ένταση του πάθους
τους, το βάθος της απορρόφησής τους και η πλήρης αδυναμία τους να διακόψουν το
παιχνίδι τους, όλα αυτά μαρτυρούν πως δεν πρόκειται για απλή υποκατάσταση.
Πράγματι, το πρώτο που
βλέπει κανείς είναι, ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι έχουν πάψει να ενδιαφέρονται
για πραγματικά κορίτσια, ή φίλους με σάρκα και οστά. Προτιμούν τα μηχανήματα
από τους ζωντανούς ανθρώπους. Η υπόθεση λοιπόν ότι έχουν τα μηχανήματα σαν
υποκατάστατα, δεν είναι μόνο ανεπαρκής, είναι και αφελής. Όχι μόνο
υποθέτει κάτι που δεν αντιστοιχεί στα πραγματικά δεδομένα, αλλά παρερμηνεύει τα
πραγματικά δεδομένα θεωρώντας πως οι ανθρώπινες σχέσεις εξακολουθούν να είναι
κατά πρώτο λόγο σχέσεις μεταξύ προσώπων. Σήμερα όμως, τις περισσότερες
φορές ισχύει το εντελώς αντίθετο: ο καθημερινός κόσμος που έχουμε μπροστά μας
είναι πρώτα-πρώτα ένας κόσμος πραγμάτων και μηχανημάτων, στον οποίον
υπάρχουν επίσης και άλλοι άνθρωποι ─δεν είναι ένας κόσμος προσώπων όπου υπάρχουν,
επίσης, πράγματα και μηχανήματα.
Αν ποτέ η ψυχολογία
πάρει είδηση αυτή την αντιστροφή, τότε θα πρέπει να ερευνήσει κατά πόσο η
ψυχική αλλά και η συναισθηματική (κυρίως αυτή) ζωή μας έχει προσαρμοστεί σε
αυτήν, ή αν βρισκόμαστε ένα βήμα πριν από την πλήρη προσαρμογή μας σε αυτήν.
Δηλαδή εάν και κατά πόσο ένα μεγάλο μέρος από τη συναισθηματική μας ενέργεια
εξακολουθεί να μην επενδύεται στα μηχανήματά μας. (…)
Πάντως ότι δεν πρόκειται
για υποκατάστατα, το βλέπει κανείς στα πρόσωπα και στις εκφράσεις αυτών που
παίζουν κολλημένοι στα μηχανήματα. Σ’ αυτά τα πρόσωπα δεν βλέπεις μόνο ν’
αντανακλώνται συγκινήσεις όπως αυτές ενός παίκτη στο καζίνο του Μόντε Κάρλο ή
οποιουδήποτε τυχερού παιχνιδιού. Βλέπεις και κάτι άλλο: οργή κι εκδίκηση.
Αλλά γιατί; Γιατί αυτοί
οι άνθρωποι είναι οργισμένοι; Με ποιον είναι θυμωμένοι; Ποιον θέλουν να
εκδικηθούν; Είναι οργισμένοι με τα μηχανήματα κι αυτά θέλουν να εκδικηθούν!
Αλλά ποια μηχανήματα;
Το τραύμα της βιομηχανικής εποχής
Όχι, δεν είναι
οργισμένοι με τα μηχανήματα με τα οποία παίζουν κολλημένοι, ούτε αυτά θέλουν να
εκδικηθούν. Αυτά τα μηχανήματα δεν του έχουν κάνει τίποτα και θα μπορούσε
κανείς να τα πει και σχεδόν αθώα. Σχεδόν και μόνο σχεδόν, διότι είναι
συνένοχα μ’ εκείνον που τους εξοργίζει και γυρεύουν να εκδικηθούν. Κι είναι
συνένοχα, διότι ο μόνος λόγος ύπαρξής τους είναι να στρέφουν την οργή των
ανθρώπων μακριά από τους πραγματικά υπεύθυνους. Είναι μηχανήματα αποπροσανατολισμού
και εξουδετέρωσης των αντιδράσεων. (…)
Ποιοι είναι όμως οι
πραγματικά υπεύθυνοι; Είναι οι μηχανές με τις οποίες οι άνθρωποι είναι
υποχρεωμένοι να περνούν τη ζωή τους και να τις υπηρετούν απ’ το πρωΐ ως το βράδι.
Προς αυτές κατευθύνεται στην πραγματικότητα η οργή των ανθρώπων κι από αυτές
ζητούν εκδίκηση. (…)
Τι εννοώ; Ότι οι εργάτες
κι οι εργαζόμενοι βαστάνε την οργή τους προς τις μηχανές και τα μηχανήματα με
τα οποία δουλεύουν 8 και 10 ώρες τη μέρα, και την αφήνουν να βγαίνει στα
μηχανήματα με τα οποία παίζουν κολλημένοι όταν αφήσουν πίσω τους τούς τόπους
δουλειάς.
Βέβαια, οι ίδιοι δεν το
καταλαβαίνουν κι είναι σημαντικό για την απρόσκοπτη λειτουργία του συστήματος
να μην το συνειδητοποιούν. Αυτό το πετυχαίνει η ‘‘ψυχοτεχολογία’’ με τη
χειραγώγηση των ψυχών μας. Τι κάνει; Ποινικοποιεί την ιδέα ενός ξεσπάσματος
εναντίον των μηχανών, ή ακριβέστερα μετατρέπει σε ταμπού ακόμα και την
απλή σκέψη ότι είναι δυνατό κάποιος να αισθάνεται άσχημα με την τεχνολογία
γενικά. Κι αυτό το ταμπού διαπερνάει όλες τις τάξεις και όλα τα
συστήματα. (…)
Αυτό το ταμπού δεν απαγορεύει
μόνο στη σκέψη να αναγνωρίσει την πραγματικότητα, αλλά και στα ίδια τα
αισθήματα να τη νιώσουν όπως είναι. Σε αυτή την κατάσταση είμαστε σήμερα σε
Δύση και Ανατολή. (…)»
Γκύντερ Άντερς, Η απαρχαίωση του ανθρώπου, τ. Β’
«Για την καταστροφή της ζωής
στην εποχή της τρίτης βιομηχανικής επανάστασης»
(κείμενα 1951-1975)
(κείμενα 1951-1975)