Σελίδες
▼
20 Απριλίου 2016
18 Απριλίου 2016
Μελαγχολία και Οικονομία | Κρίση 27
Καθώς οι αλαζόνες ηγέτες
της ευρωπαϊκής Καρχηδόνας περνούν τις ώρες τους παίζοντας με τα μπακαλοτέφτερά
τους ενώ ο κόσμος καίγεται, νομίζουμε πως αξίζει να ρίξουμε ακόμα μια ματιά στη
σκέψη ενός από τους πιο εξέχοντες προπάτορές τους. Σε τελική ανάλυση, για μια
κληρονομιά πολύ συχνά μαθαίνεις περισσότερα ρωτώντας τον παππού παρά τα
βουτυρόπαιδα τρισέγγονά του. Άλλωστε, ποτέ δεν χάνεις μελετώντας τους Κλασσικούς.
Παρουσιάζουμε λοιπόν μια δική μας περίληψη από το άρθρο
«L’
homo oeconomicus
peut-il être mélancolique?»,
της Céline Spector, στο εξαιρετικό φιλοσοφικό περιοδικό Klesis (2012). Οι επιμέρους τίτλοι είναι δικοί μας. - Σημ. HS
* * *
Από το 19ο αιώνα, η ιστοριογραφία καταπιάστηκε με το λεγόμενο «πρόβλημα Άνταμ Σμιθ». Είναι το εξής: ενώ στον Πλούτο των Εθνών (στο εξής ΠτΕ), που κυκλοφόρησε το 1776, ο Σμιθ ορίζει το ιδιοτελές συμφέρον ως θεμελιακό κίνητρο της κοινωνικής τάξης πραγμάτων, η κατά 20 χρόνια νεώτερη Θεωρία των Ηθικών Συναισθημάτων (ΘΗΣ) στηρίζεται στην έννοια της συμπόνιας και της ενσυναίσθησης, της ικανότητας «να μπαίνεις στη θέση του άλλου», η οποία απαγορεύει να σκεφτόμαστε τον άνθρωπο σαν ένα υπολογιστικό κι εγωϊστικό πλάσμα, οχυρωμένο μέσα στην υποκειμενικότητά του. Η φράση με την οποία ξεκινάει η ΘΗΣ είναι σαφέστατη:
«Όσο εγωϊστή κι αν θεωρήσουμε τον άνθρωπο, υπάρχουν χωρίς αμφιβολία μέσα στη φύση του ορισμένα στοιχεία, που τον οδηγούν να νοιάζεται για τη μοίρα των άλλων και κάνουν αναγκαία γι’ αυτόν την ευτυχία των άλλων, έστω κι αν δεν αποκομίζει από αυτό τίποτε άλλο πέρα από το να τους βλέπει ευτυχισμένους. Τέτοιου είδους στοιχεία είναι το έλεος και η συμπόνια» (μέρος Α’, κεφ. 1) .
Με δυο λόγια, ο Σμιθ φαίνεται να
πλάθει δυο διαφορετικούς τύπους ανθρώπου: ο ένας τύπος ανάγει όλα τα πάθη στην
επιθυμία βελτίωσης της ατομικής μοίρας, βεβαιώνοντας ότι η κοινωνία μπορεί να
επιβιώσει χωρίς να υπάρχει καθόλου καλοσύνη και αρετή∙ ο άλλος θεωρεί αποφασιστικής
σημασίας τα ηθικά συναισθήματα.
Είναι όμως έτσι;
Είναι γνωστό ότι ο ΠτΕ δεν είναι εγχειρίδιο ηθικής
φιλοσοφίας. Θέματά του είναι το ύψος των μισθών, η συσσώρευση του κεφαλαίου και
το ποσοστό κέρδους. Εδώ, ο Σμιθ υποστηρίζει πως οι άνθρωποι, στην τεράστια
πλειοψηφία τους, αγωνίζονται να βελτιώσουν τη μοίρα τους «μέσα από την αύξηση
της ατομικής περιουσίας τους»∙ και πως «από εδώ προκύπτει τόσο ο δημόσιος κι ο
εθνικός όσο και ο ιδιωτικός πλούτος» (ΠτΕ, μέρος Β’, κεφ. 3).
Ωστόσο, ούτε η ΘΗΣ αποκλείει τα ιδιοτελή κίνητρα.
Υποστηρίζει μάλιστα ότι, παρ’ όλο που μια κοινωνία ευημερεί περισσότερο και είναι πιο ευτυχισμένη όταν ανθίζουν εντός της
«οι αρετές», αυτές δεν είναι αναγκαίες
για να επιβιώσει ως κοινωνία.
Στην πραγματικότητα, ο Σμιθ τηρεί
στη ΘΗΣ αποστάσεις τόσο από τον
επικούρειο ή χομπσιανό αναγωγισμό (που ανάγουν όλες τις αρετές στην φιλαυτία
και την ιδιοτέλεια), όσο και από τον ηθικισμό του Φράνσις Χάτσεσον (που
υποστήριζε την πανανθρώπινη και παντελώς ανιδιοτελή καλοσύνη)∙ και μάλιστα
καταγγέλλει την άποψη ότι «η ιδιοτέλεια δεν μπορεί να είναι ενάρετη ποτέ, σε
κανένα βαθμό και σ’ οποιαδήποτε κατεύθυνση κι αν στραφεί» (μέρος Β', κεφ.
3). Ίσα-ίσα, λέει, δεν πρέπει να υπερτιμάται η καλοσύνη και να υποτιμάται η
ιδιοτέλεια: «Σε πολλές περιπτώσεις, το να νοιάζεται κανείς για το συμφέρον του
και την ατομική του ευτυχία μπορεί να είναι ένα αξιοσέβαστο κίνητρο δράσης»
(στο ίδιο).
Επομένως, αν κάτι αξίζει να μας προβληματίσει
στο πέρασμα από το συμπονετικό κόσμο της ΘΗΣ
στον ανελέητο κόσμο της ΠτΕ, δεν
είναι τόσο η εξαφάνιση της έννοιας της συμπόνιας, όσο η εμφάνιση ενός στοχασμού
πάνω στις ανορθολογικές συνέπειες της
απληστίας, ειδικά στην πιο στενή ή πρωτογενή μορφή της. Και είναι
χαρακτηριστικό ότι, εδώ, πολύ περισσότερο απ’ τους έμπορους –οι οποίοι
νοιάζονται μόνο για το πώς θα επικρατήσουν στον ανταγωνισμό, ακόμα και σε βάρος
του δημόσιου συμφέροντος–, ο Σμιθ δείχνει με το δάχτυλο τους Κονκισταδόρες, που
τυφλωμένοι από την απληστία, έτρεχαν ν’ ανακαλύψουν το μυθικό Ελντοράντο χωρίς
να σκέφτονται ότι, όσο περισσότερο χρυσάφι ανακάλυπταν, τόσο περισσότερο θα
υποτιμούνταν και θα έπεφτε η τιμή του χρυσού (ΘΗΣ, μέρος Α’, κεφ. 11)! Οι άνθρωποι λοιπόν, συμπεραίνει, αφήνονται
συχνά να παρασυρθούν από «παράξενες ψευδαισθήσεις».
Η μελαγχολία ως αποκάλυψη
Προκύπτει έτσι το ερώτημα: μήπως θα ήταν σωστότερο να πούμε ότι ο Άνταμ Σμιθ δεν έβλεπε καμιά αντίθεση μεταξύ συμφέροντος και συμπόνιας, ή μεταξύ οικονομίας και ηθικής, αλλά μάλλον μια αντίθεση μεταξύ δυο διαφορετικών τύπων συμφέροντος; Από τη μια, δηλαδή, ένα συμφέρον ενσυνείδητο και διαυγές, έστω κι αντίθετο καμιά φορά προς το δημόσιο συμφέρον, και από την άλλη ένα συμφέρον τυφλό και επιρρεπές σε ψευδαισθήσεις;
Τα ερωτήματα αυτά μας επιβάλλουν να ξαναγυρίσουμε τη ΘΗΣ για να δούμε μήπως μπορούμε να διακρίνουμε σε αυτήν μια συγκεκριμένη άποψη πάνω στην κοινωνία και τη λειτουργία της εμπορευματικής τάξης πραγμάτων στο εσωτερικό της. Αν η οικονομία είναι απλώς ένας τομέας της κοινωνίας στον οποίο δεν βασιλεύει η συμπόνια, τότε μήπως θα πρέπει να εξετάσουμε και να κρίνουμε τις οικονομικές συμπεριφορές μέσα από τη σκοπιά του κοινωνικού; Τι ρόλο παίζει εδώ το ιδιοτελές συμφέρον;
Προκύπτει έτσι το ερώτημα: μήπως θα ήταν σωστότερο να πούμε ότι ο Άνταμ Σμιθ δεν έβλεπε καμιά αντίθεση μεταξύ συμφέροντος και συμπόνιας, ή μεταξύ οικονομίας και ηθικής, αλλά μάλλον μια αντίθεση μεταξύ δυο διαφορετικών τύπων συμφέροντος; Από τη μια, δηλαδή, ένα συμφέρον ενσυνείδητο και διαυγές, έστω κι αντίθετο καμιά φορά προς το δημόσιο συμφέρον, και από την άλλη ένα συμφέρον τυφλό και επιρρεπές σε ψευδαισθήσεις;
Τα ερωτήματα αυτά μας επιβάλλουν να ξαναγυρίσουμε τη ΘΗΣ για να δούμε μήπως μπορούμε να διακρίνουμε σε αυτήν μια συγκεκριμένη άποψη πάνω στην κοινωνία και τη λειτουργία της εμπορευματικής τάξης πραγμάτων στο εσωτερικό της. Αν η οικονομία είναι απλώς ένας τομέας της κοινωνίας στον οποίο δεν βασιλεύει η συμπόνια, τότε μήπως θα πρέπει να εξετάσουμε και να κρίνουμε τις οικονομικές συμπεριφορές μέσα από τη σκοπιά του κοινωνικού; Τι ρόλο παίζει εδώ το ιδιοτελές συμφέρον;
Στο τέταρτο μέρος της ΘΗΣ, με τίτλο «Η επίδραση
της χρησιμότητας στο αίσθημα της επιδοκιμασίας», ο Σμιθ εξηγεί ότι η απόλαυση
που νιώθει ένας φτωχός όταν βλέπει αντικείμενα τέχνης και χλιδής, μπορεί να
εξηγηθεί αν τη δούμε σαν μια έκφραση της ικανότητας «να μπαίνεις στη θέση του
άλλου» –εν προκειμένω, του πλούσιου. Έτσι ο φτωχός νιώθει, προς
στιγμήν, πλούσιος. Όμως την ίδια στιγμή, ο Σμιθ τονίζει πόσο ανορθολογική είναι
η ματαιοδοξία που συνδέεται με την κατοχή αυτών των συμβόλων πλούτου: η
απόκτηση ενός σωρού επιπόλαιων μπιχλιμπιδιών δεν μπορεί ποτέ να φέρει την
ποθούμενη ευδαιμονία.
Γράφει πάνω σ’ αυτό:
«(…) με την κατάπτωση που φέρνουν η αρρώστια και τα γερατειά, χάνεται και η κενοδοξία του μεγαλείου. Δεν λέει πια τίποτα στον άρρωστο και το γέρο. Ο γιός του φτωχού που μεγαλοπιάστηκε, κακολογεί μες στην καρδιά του τη φιλοδοξία και μετανιώνει για τη ραθυμία της νιότης του, για τις οποίες μάταια θυσιάστηκε κυνηγώντας αυτά που τώρα πια, που τα ‘χει αποκτήσει, δεν του δίνουν καμιά αληθινή ικανοποίηση. Όποιος χτυπιέται απ’ τη μελαγχολία ή την αρρώστεια, παύει να μεγαλοπιάνεται και προσέχει τώρα να εξετάσει προσεκτικά την κατάσταση στην οποία έχει βρεθεί, ώστε να δει τι είναι αυτό που πραγματικά του λείπει για να είναι ευτυχισμένος. Τότε, ο πλούτος και η ισχύς φανερώνουν το αληθινό τους πρόσωπο: δεν είναι τίποτε άλλο παρά τεράστιες πολύπλοκες μηχανές, καμωμένες από τα πιο λεπτά κι ευαίσθητα κίνητρα, για να παράγουν μάταια υλικά μπιχλιμπίδια κυρίως για την ικανοποίηση του σώματος.»
Αυτή είναι η μεγάλη ψευδαίσθηση,
λέει ο Σμιθ, πάνω στην οποία θεμελιώνεται η εμπορική-εμπορευματική
κοινωνία. Ο γιός του φτωχού τσακίζεται στη δουλειά όλη του τη ζωή
ελπίζοντας να γλυτώσει απ’ τα δεινά που γεννάει η ίδια του η δουλειά. Κι όπως
ονειρεύεται ν’ αποκτήσει όλα εκείνα που πιστεύει πως υπόσχονται την υπέρτατη
ευδαιμονία, στο τέλος τού απομένουν
μόνο βάσανα, έγνοιες και ταλαιπωρίες. Κοιτάζοντας έτσι προς τα πίσω τη ζωή του,
ο γιός του φτωχού καταλαβαίνει πως ο φρενιτιώδης αγώνας του ήταν εντελώς μάταιος.
Η πολύπλοκη και σπάταλη «μηχανή» του πλούτου δεν παράγει παρά κάποια επιδερμικά
μπιχλιμπίδια, για το σώμα περισσότερο παρά για το πνεύμα. Τότε, συνεχίζει, εμφανίζεται η μελαγχολία, αποκαλύπτοντας την αλήθεια των πραγμάτων
κι εξανεμίζοντας τις ψευδαισθήσεις: χάρη στη μελαγχολία, το άτομο
συνειδητοποιεί στο τέλος της ζωής του πως το κυνήγι του πλούτου και του
μεγαλείου δεν μπόρεσε να του προσφέρει τα αγαθά, την ασφάλεια και τη χαρά που
τόσο ποθούσε.
Με άλλα λόγια, η μελαγχολία
φαίνεται πως αποκαλύπτει την αλήθεια του homo oeconomicus, ο οποίος δουλεύει ασταμάτητα και
ξεθεώνεται για να «πετύχει». Αυτό που μας δείχνει η μελαγχολία, είναι η
αδυσώπητη αποτυχία ενός τέτοιου σχεδίου και οράματος ζωής –άρα, με μια έννοια, τη βαθιά ανορθολογικότητα της οικονομικής
ορθολογικότητας.
Η χρησιμότητα των ψευδαισθήσεων
Όμως αυτό σήμαινε για τον Άνταμ
Σμιθ πως η ίδια η οικονομική τάξη πραγμάτων, και επομένως η εμπορευματική
κοινωνία, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας κόσμος πλάνης και ψευδαισθήσεων, ανίκανος να εξασφαλίσει στους ανθρώπους
την ευτυχία που τους υπόσχεται; Πρότεινε μήπως μια επιστροφή στην αριστοτελική
κριτική της «χρηματιστικής», δηλαδή της επιθυμίας που καθώς συγχέει τους
σκοπούς με τα μέσα γίνεται αχαλίνωτη;
Όχι!, απαντάει ο φιλόσοφος Σμιθ τονίζοντας, απεναντίας, την
καταπληκτική χρησιμότητα αυτής της πλάνης:
«Ευτυχώς που η φύση μάς ξεγελάει με αυτό τον τρόπο. Διότι αυτή η πλάνη, αυτή η ψευδαίσθηση βάζει μπροστά και συντηρεί την αδιάκοπη κίνηση της ανθρώπινης επινοητικότητας. Αυτή παρακίνησε τους ανθρώπους να καλλιεργήσουν τη γη, να χτίσουν σπίτια, να ιδρύσουν πόλεις και Κράτη, να κάνουν εφευρέσεις και να βελτιώσουν όλες τις επιστήμες κι όλες τις τέχνες που ομορφαίνουν κι εξευγενίζουν την ανθρώπινη ζωή. Αυτή άλλαξε ολοκληρωτικά την όψη του κόσμου, μεταμόρφωσε τα φυσικά κι άγρια δάση σε γόνιμες κι ευχάριστες πεδιάδες, αυτή πήρε τον αδιάβατο κι άγονο ωκεανό και τον έκανε πηγή τροφής και γέφυρα επικοινωνίας ανάμεσα στα διαφορετικά έθνη της γης.» (ΘΗΣ, στο ίδιο κεφάλαιο)!!!
Με άλλα λόγια, αν και η
μελαγχολία αποκαλύπτει την οικονομική ανορθολογικότητα, η αλήθεια της
εμπορευματικής κοινωνίας δεν βρίσκεται στην απομάγευσή της, διότι σε τελική
ανάλυση, κατά τον Σμιθ, η μελαγχολία δεν αποτελεί τη γνήσια, ορθολογική και ηθική οπτική γωνία
από την οποία μπορούμε να κρίνουμε την εμπορευματική κοινωνία. Ίσα-ίσα, σε ένα
στάδιο της ανάπτυξής της τουλάχιστον, η κοινωνία αυτή λειτουργεί, λέει, χάρη στη
δύναμη της φαντασίας, η οποία
διεγείρει το θαυμασμό –τη μάγευση–
των συμβόλων επίδειξης του πλούτου και της επιτυχίας, και μ’ αυτό τον τρόπο
δικαιολογεί τους κόπους και τις θυσίες των ανθρώπων. Διότι,
«αμέσως μόλις μας αφήσει λίγο η μελαγχολία, μας συνεπαίρνει και πάλι ο θαυμασμός για τα πλούτη των ανακτόρων και των ισχυρών, θαυμάζουμε ξανά το πώς είναι έτσι καμωμένα ώστε να τους εξασφαλίζουν την ευδαιμονία, να προλαβαίνουν τις ανάγκες τους, να ικανοποιούν τις επιθυμίες τους, να διασκεδάζουν ακόμα και τις πιο επιπόλαιες ορέξεις τους. Βέβαια, αν εξετάζαμε αυτή καθαυτή την αληθινή ικανοποίηση που μπορούν όλ’ αυτά να τους προσφέρουν, θα βρίσκαμε πως είναι μηδαμινή και τιποτένια. Όμως πολύ σπάνια την εξετάζουμε μ’ αυτή την αφηρημένη και φιλοσοφική ματιά. Τον περισσότερο καιρό την συγχέουμε στη φαντασία μας με την τάξη, την αρμονική και ομαλή κίνηση του συστήματος, της μηχανής ή της οικονομίας, χάρη στην οποία παράγεται. Γι’ αυτό το λόγο, οι απολαύσεις του πλούτου και της ισχύος διεγείρουν τη φαντασία μας σαν να είναι αυτές οι ίδιες κάτι το σπουδαίο, το όμορφο και το ευγενές, που η απόκτησή του δικαιολογεί απόλυτα τους κόπους και το άγχος που του αφιερώνουμε» (στο ίδιο).
Ένα φατούρο από αόρατα χέρια...
Με αυτό τον τρόπο, η ΘΗΣ σκιαγραφεί ένα μοντέλο εναρμόνισης των ιδιωτικών συμφερόντων μέσω της χλιδής, κίνητρο της οποίας δεν είναι άλλο από τη ματαιοδοξία. Διότι, λέει, μόλις οι πλούσιοι κι οι ισχυροί ικανοποιήσουν τις «ανάγκες του στομαχιού», θ’ αρχίσουν να διανέμουν το περίσσευμα σε όλους εκείνους που μετέχουν στην οικονομία του πλούτου τους (όσους φτιάχνουν τα μπιχλιμπίδια που τους αρέσουν, συγυρίζουν τα παλάτια τους, τους υπηρετούν, κ.ο.κ.). Ας είναι δηλαδή καλά οι πλούσιοι κι οι ισχυροί, που μαγεύονται από τη χλιδή, κι έτσι μένει περίσσευμα ώστε να τρώνε κάτι κι οι φτωχοί! Συμπέρασμα;
«Οδηγημένοι λοιπόν από ένα αόρατο χέρι, οι άνθρωποι πραγματοποιούν τελικά την ίδια πάνω-κάτω διανομή των απαραίτητων προς το ζην με αυτήν που θα πραγματοποιούνταν εάν η γη μοιράζονταν σε ίσα κομμάτια σε όλους τους κατοίκους της –κι έτσι, άθελά τους, οι πλούσιοι κι οι ισχυροί, υπηρετούν τα συμφέροντα της κοινωνίας και παρέχουν τα μέσα για τον πολλαπλασιασμό του ανθρώπινου είδους» (στο ίδιο)
Βρισκόμαστε με άλλα λόγια ήδη μέσα
στον κόσμο του ΠτΕ; Ναι, αλλά και όχι ακριβώς. Διότι
ενώ στη ΘΗΣ, όπως το είδαμε, το
απατηλό κυνηγητό του πλούτου και της χλιδής οδηγεί τελικά στην οικονομική ευμάρεια
της κοινωνίας, στην ΠτΕ, αντίθετα, αυτό
το ίδιο κυνηγητό οδήγησε στην κατάρρευση τη φεουδαρχία καθώς οι φεουδάρχες έπαψαν
σιγά-σιγά να συντηρούν τους υπηρέτες και τους υποτελείς τους προτιμώντας τα βιοτεχνικά
προϊόντα –με αποτέλεσμα τον πραγματικό θρίαμβο της εμπορευματικής κοινωνίας και του δικού της, «κυριολεκτικά ορθολογικού»
κατά τον Σμιθ, τρόπου διακυβέρνησης.
Παρ’ όλα αυτά, αυτή η διαφορά ανάμεσα
στη ΘΗΣ και την ΠτΕ είναι περισσότερο μια διαφορά πάνω στα μέσα επίτευξης του ίδιου
σκοπού. Επί της ουσίας, ο μελαγχολικός άνθρωπος, με τη διαυγή επίγνωση
της ματαιότητας των ακατάπαυστων κόπων του, εξαφανίζεται τελικά από τη σκέψη του Άνταμ Σμιθ για χάρη της ωδής «στην πρόοδο και την ευμάρεια της κοινωνίας»...
14 Απριλίου 2016
Η σχιζοφρένεια των καιρών μας | Κρίση 26
Αλαίν Καγιέ |
Η κοινωνία είναι κάτι το ανύπαρκτο. Αυτό που υπάρχει είναι άτομα, άντρες και γυναίκες,
και οικογένειες. - Μάργκαρετ Θάτσερ, στο Women's Own Magazine (1987)
Οι διακηρύξεις αυτές είναι τα εμβληματικά δόγματα των σημερινών κυρίαρχων. Ασφαλώς, η φιλοδοξία τους "να καταργήσουν την κοινωνική σύγκρουση και διαίρεση αντικαθιστώντας
τις με τον υπολογισμό" έχει ήδη λάβει σάρκα και οστά (αν και δεν
πρόκειται ούτε για σάρκα, ούτε για οστά) στην εγκατάσταση του τεχνικού
συστήματος μέσα στη σύγχρονη κοινωνία και την παράλληλη εγκατάσταση
της σχετικής θρησκείας, δηλαδή του τεχνολογικού μεσσιανισμού μέσα
στα μυαλά.
Έτσι όμορφα πάμε χαρούμενοι στο Μεγάλο Πουθενά: δείτε μεταξύ
άλλων την απαράμιλλη βλακεία εκείνων που εγκατέστησαν πυρηνικά εργοστάσια
π.χ. στην πυκνοκατοικημένη Ευρώπη, νομίζοντας, σε πείσμα όλων των απτών
δεδομένων της Ιστορίας, ότι δεν πρόκειται να ξαναπληγούν οι χώρες τους από τον
πόλεμο -πράγμα που μάλλον θα μετατρέψει τα εργοστάσια αυτά σε
"βόμβες" μεγατόνων εντός της επικράτειάς τους... Το ξέρουμε πια: ο εφιάλτης έρχεται
πάντοτε σφυρίζοντας γλυκά. - Σημ. HS.
*
«(…) Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι –με τη
συνδρομή της παγκοσμιοποίησης και του υπερφιλελευθερισμού– ο κόσμος μας, το
σύνολο της κοινωνικής ύπαρξής μας, τείνουν ολοένα και περισσότερο να
οργανώνονται σύμφωνα με μια πανταχού παρούσα εμπορευματική λογική και να
υποτάσσονται στις αρχές της αγοράς και της γενικευμένης οικονομίας. Προκύπτει
λοιπόν το ερώτημα, εάν ο πυρήνας αυτής της εξέλιξης είναι ο ωφελιμισμός. Θα
ήταν δύσκολο ν’ απαντήσουμε θετικά αν μέναμε σ’ ένα στενό, ή μάλλον υπερβολικά
στενό ορισμό του ωφελιμισμού.
Αν λ.χ. ορίζαμε τον ωφελιμισμό του Τζέρεμι Μπένθαμ
όπως ο ιστορικός Ελί Αλεβί, δηλαδή εντοπίζοντάς τον στην ιδέα περί μιας
τεχνητής εναρμόνισης των συμφερόντων, η οποία συνεπάγεται ένα ενεργητικό
κρατικό παρεμβατισμό, τότε θα λέγαμε ότι ο ωφελιμισμός βρίσκεται στους
αντίποδες του φιλελευθερισμού και πως αντιτίθεται στην παντοκρατορία των
αγορών. Θα έμοιαζε μάλιστα πολύ πιο συγγενικός με τις σοσιαλιστικές ή
κομμουνιστικές ιδέες περί σχεδιασμού της οικονομίας. Σε τελική ανάλυση, δεν
είναι αλήθεια ότι αυτό το ιδεώδες αποτελεί την πεμπτουσία των επικλήσεων του
Μπένθαμ σ ένα ορθολογικό νομοθέτη; Αυτό ακριβώς πίστευε ο Χάγιεκ, ο
κυριότερος στοχαστής και προφήτης του σύγχρονου υπερφιλελευθερισμού, ο οποίος
κατακεραύνωνε τσουβαλιάζοντάς τους μαζί τον ολοκληρωτισμό, το Σοσιαλισμό, το
όραμα της κοινωνικής δικαιοσύνης και τον ωφελιμισμό.
Ωστόσο, τέτοιου είδους ταυτίσεις είναι πολύ
βιαστικές. Πρώτα-πρώτα δεν πρέπει να ξεχνάμε πως, σε ό,τι
αφορά την οικονομία, ο Μπένθαμ θεωρούσε τον εαυτό του απλά και σκέτα οπαδό του Άνταμ Σμιθ.
Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε πως, όπως το έδειξε ο Καρλ Πρίμπραμ μετά τον
Σουμπέτερ, τόσο η κλασική όσο και στη συνέχεια η νεοκλασική φιλελεύθερη
πολιτική οικονομία γεννήθηκαν κι αναπτύχθηκαν εντελώς μέσα στο πλαίσιο σκέψης
που είχε εγκαινιάσει ο ωφελιμισμός. Για να το πω με συντομία, εάν ο Μπένθαμ
είναι ο θεωρητικός της τεχνητής εναρμόνισης των συμφερόντων στο πεδίο του
δικαίου, της ηθικής και της νομοθεσίας, στο πεδίο της οικονομίας υποστηρίζει
σαφώς, όπως και όλοι οι φιλελεύθεροι, ότι τα επιμέρους συμφέροντα
εναρμονίζονται με τρόπο φυσικό και όχι τεχνητό.
Επομένως, ο δεσμός μεταξύ ωφελιμισμού και
φιλελευθερισμού είναι στενός –και το μαρτυρά πάρα πολύ εύγλωττα η πορεία που
ακολούθησαν ο Τζέιμς Μιλλ και ο γυιός του, ο Τζον Στούαρτ Μιλλ. Χωρίς να είναι
καθόλου μονοσήμαντος (ένα ισχυρό ωφελιμιστικό υπόστρωμα συναντάμε και στο
σοσιαλισμό), ο δεσμός αυτός εξηγείται αρκετά λογικά από το πρώτο αξίωμα του
ωφελιμισμού, σύμφωνα με το οποίο κάθε κοινωνική πράξη ανάγεται σε
υπολογισμούς ατομικών συμφερόντων, τα οποία, ακόμα κι αν δεν τα θεωρήσουμε
καθαρώς ‘‘εγωϊστικά’’, είναι πάντως εκφράσεις φιλαυτίας. Ε, λοιπόν, στην
ίδια ακριβώς αρχή στηρίζεται ο υπερφιλελευθερισμός: κατ' αυτόν, τα μόνα κίνητρα
που μετρούν και είναι πραγματικά, είναι τα κίνητρα που εδράζονται στον
υπολογισμό των αυστηρώς ατομικών συμφερόντων –επομένως, συμπεραίνει, κάθε ηθική
ή ρύθμιση που εμπνέεται από άλλου είδους κίνητρα, είναι ονειροφαντασία
καταδικασμένη στην αποτυχία. (…)
Βεβαίως, είναι σαφές ότι υπάρχει και ένας τύπος
φιλελευθερισμού που δεν στηρίζει την επιχειρηματολογία του στον ωφελιμισμό
τύπου Μπένθαμ, αλλά σε ένα πολύ διαφορετικό ύφος επιχειρημάτων. Αυτός μάλιστα
είναι εκείνος που κατά βάση εννοούμε όταν μιλάμε σήμερα για φιλελευθερισμό.
Πρόκειται για μια επιχειρηματολογία συμβολαιοκρατικού τύπου, ο δεσμός της
οποίας με το φιλελευθερισμό είναι ολοφάνερος στα επιχειρήματα του Λοκ παλιότερα
και σήμερα του Ρωλς. Όμως είναι ωφελιμιστική αυτή η συμβολαιοκρατία;
Ασφαλώς όχι, εάν ταυτίζουμε τον ωφελιμισμό με τον
μπενθαμισμό, διότι ο Μπένθαμ δεν έπαυε να ειρωνεύεται όσους στήριζαν τους συλλογισμούς
τους σε κάποια ανύπαρκτη ‘‘φυσική κατάσταση’’, ή σε εξωπραγματικά ‘‘ανθρώπινα
δικαιώματα’’. Παρ’ όλα αυτά, οι αξιωματικές αρχές της φιλελεύθερης
συμβολαιοκρατίας και του ωφελιμισμού είναι ίδιες: και οι δυο δίνουν τον
πρωταγωνιστικό ρόλο στα διαχωρισμένα μεταξύ τους, ρασιοναλιστικά και
υπολογιστικά άτομα. Κι αν βάλουμε στη άκρη μια σειρά από διαφωνίες τους
πάνω στον ορισμό και το μέτρο αυτού του ‘‘μεγαλύτερου δυνατού αριθμού ατόμων’’,
στα οποία ‘‘πρέπει να εξασφαλίζεται η ευδαιμονία’’ –διαφωνίες που δεν είναι και
τόσο σίγουρο κατά πόσον είναι ουσιαστικές ή απλώς τεχνικές–, τόσο οι
ωφελιμιστές όσο και οι συμβολαιοκράτες συμφωνούν ευρύτατα πάνω στον κανονιστικό
στόχο της ‘‘μέγιστης ευδαιμονίας’’. Αυτή ορίζει, σύμφωνα με αυτούς,
το τι εστί δίκαιο. Γι’ αυτό δεν είναι και τόσο παράξενο που ο σημερινός
‘‘πάπας’’ της ωφελιμιστικής παράδοσης, Τζων Χάρσανι, διακηρύσσει ότι η
επιχειρηματολογία του Ρωλς και η δική του είναι σε τελική ανάλυση
ταυτόσημες και πως κατά κάποιον τρόπο ανακάλυψε τον ρωλσισμό (και κυρίως τον
κεντρικό θεωρητικό μύθο περί ‘‘πέπλου άγνοιας’’) πριν απ’ τον Ρωλς. (…)
Όλες αυτές οι ρασιοναλιστικές κατασκευές ξεκινούν
πάντοτε κραυγάζοντας με στεντόρεια φωνή, ότι εδράζονται ‘‘στο απτό δεδομένο της
πανταχού παρουσίας του υπολογιστικού συμφέροντος’’ και ότι, επομένως, ο τρόπος
με τον οποίον προσδιορίζουν στη συνέχεια τους κανόνες της ηθικής και της
δικαιοσύνης είναι εντελώς ορθολογικός, αντικειμενικός κι επιστημονικός … για να
μπάσουν στο τέλος, μάλλον σύντομα, από την πίσω πόρτα την εικόνα των ατομικών
υποκειμένων, τα οποία υποτίθεται πώς είναι a priori ηθικά, ή που
τελοσπάντων στους υπολογισμούς τους θα πάρουν υπόψη μόνο τις δεδομένα εξαρχής
ηθικές ‘‘προτιμήσεις’’ τους. Με άλλα λόγια, ενώ ισχυρίζονται ότι οι θεωρίες
τους υπερβαίνουν χάρη στον ορθό λόγο αυτό που ο Ρώλς ονομάζει περφεξιονισμό
[προώθηση ιδανικών προτύπων ‘‘καλής ζωής’’], ξαναπέφτουν αδιάκοπα στο φαύλο
κύκλο επιμένοντας να ορίζουν ως ηθικούς και δίκαιους τους κανόνες που θα
επέλεγαν τα ηθικά και δίκαια άτομα. (…)
Όσο για τη σχέση μεταξύ ωφελιμισμού και
οικονομισμού, η απάντησή μου είναι: ναι, ασφαλώς συνδέονται! Αυτό προκύπτει από
το πρώτο αξίωμα του ωφελιμισμού, που δεν είναι άλλο από την πράξη γέννησης του homo
oeconomicus.
Υπάρχει το ερώτημα: η κριτική του οικονομιστικού
αξιώματος («ο άνθρωπος δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια αριθμομηχανή»)
καταγγέλλει επίσης το κανονιστικό αξίωμα που ταυτίζει τη δικαιοσύνη με τη
γενική ευδαιμονία; Τι μπορεί να προσάψει κανείς σ’ αυτό το αξίωμα; Πρώτα-πρώτα,
το ότι συνδέεται άρρηκτα, αν και με τρόπο παράδοξο και αντιφατικό, με το
οικονομιστικό αξίωμα. Διότι υπάρχει πράγματι παραδοξότητα και αντινομία
εδώ. Εάν θέσουμε ως δίκαιο την επιδίωξη σε κάθε περίπτωση και για το καθετί της
ευδαιμονίας του μεγαλύτερου δυνατού αριθμού ατόμων, λέγοντας ότι είναι λογική
προέκταση της υπόθεσης ότι οι άνθρωποι επιδιώκουν να ικανοποιούν αποκλειστικά
το ιδιοτελές συμφέρον τους και ότι αποκλείεται να δεχτούν οποιοδήποτε άλλο
ιδεώδες, τότε οδηγούμαστε σε μια ανυπέρβλητη αντίφαση: πώς είναι δυνατόν να
υποστηρίζουμε ταυτόχρονα τον ‘‘εγωϊσμό’’ και τον ‘‘αλτρουϊσμό’’; Και αν
πούμε ότι δεν υπάρχει καμιά σχέση ανάμεσα στο είναι και το δέον, ανάμεσα
στην περιγραφική και την κανονιστική πρόταση, τότε καταδικαζόμαστε σε
σχιζοφρένεια ή σε μόνιμη άρνηση της πραγματικότητας («Ναι, ξέρουμε ότι οι
άνθρωποι δεν είναι τίποτε άλλο παρά εγωϊστές και υπολογιστές, ευαίσθητοι μόνο
σε όσα οι ίδιοι ‘‘προτιμούν’’, αλλά δεν θα τους προτείνουμε να θυσιάσουν το
ιδιοτελές συμφέρον τους για χάρη του συμφέροντος όλων»).
Όμως αυτή η σχιζοφρένεια είναι τυπική της
νεωτερικότητας,
η οποία, στο όνομα της αποτελεσματικότητας και της αποδοτικότητας, από τη
μια μεριά ευλογεί τον κυνισμό και την πιο ακραία συνεπειοκρατία [η πεποίθηση
ότι ο επιλογές θα πρέπει να αξιολογούνται με βάση τις συνέπειές τους], κι από
την άλλη παρουσιάζεται μονίμως διψασμένη για μια ολοένα και πιο καθαρή κι
εξαϋλωμένη ηθικότητα. (…)
Το πρόβλημα δεν βρίσκεται στην ιδέα της επιδίωξης
της ευδαιμονίας. Θα ήταν τρελό να προτείνει κανείς για στόχο την επιδίωξη της
μεγαλύτερης δυστυχίας του μεγαλύτερου δυνατού αριθμού ανθρώπων, έστω κι αν αυτό
τελικά ήταν το αποτέλεσμα ορισμένων πολιτικών του 20ού αιώνα. Το
πρόβλημα βρίσκεται στην υποστασιοποίηση της ευδαιμονίας, στην αφαίρεσή της, τον
ευδαιμονισμό, ο οποίος τείνει να συντρίβει τα πάντα στο πέρασμά του, και
πρώτα-πρώτα τις συγκεκριμένες και πραγματικές χαρές της ζωής. (…)
Σε ό,τι αφορά το πολιτικό πεδίο λοιπόν, το κύριο
πρόβλημα που βάζει το ωφελιμιστικό ιδεώδες βρίσκεται στο ότι θεμελιώνεται στο
φάντασμα της απόλυτης γνώσης και μιας επιθυμητής ορθολογικής καθυπόταξης του
συνόλου των παραγόντων που καθορίζουν τη δράση, έτσι ώστε να μπορεί να
διαιτητεύει more geometrico, ως μέγας γεωμέτρης του σύμπαντος, το
παιχνίδι ανάμεσα στις καλές και τις κακές προτιμήσεις. Παρουσιαζόμενος είτε σαν
βασιλέας-φιλόσοφος, ορθολογικός και καλοπροαίρετος νομοθέτης, κομισάριος του
πενταετούς πλάνου, ή αντίστροφα με τη μορφή του δίδυμου αδερφού του, σαν ο
επόπτης-δημοπράτης της βαλρασιανής
αγοράς που λύνει όλες τις εξισώσεις, ο ωφελιμισμός σφραγίζεται βαθύτατα
από τη φιλοδοξία του να καταργήσει τη σύγκρουση και την κοινωνική διαίρεση αντικαθιστώντας
τις με τον υπολογισμό.
Συνοψίζοντας την κριτική μου σε μια μόνο φράση, θα
έλεγα πως όποια επιτήδευση ή πιο λεπτοδουλεμένη παραλλαγή κι αν εισάγει κανείς
στην ωφελιμιστική σκέψη (κι είναι σχεδόν άπειρες οι τέτοιας λογής παραλλαγές
της), αυτό που θα μένει πάντοτε ως κοινός παρονομαστής θα είναι μια
απλουστευτική ανθρωπολογία, η οποία ανάγει το ανθρώπινο υποκείμενο σ’ ένα
περισσότερο ή λιγότερο καθορισμένο άθροισμα
ιδιοτελών εργαλειακών συμφερόντων κατοχής και ιδιοποίησης. […]»
Αλαίν Καγιέ, Τι θα πει να
είσαι αντι-ωφελιμιστής; (2002)
06 Απριλίου 2016
Εκπομπή #28 | Τέχνη, κοινωνία, πολιτική
Τέχνη, κοινωνία,
πολιτική.Τι κάνει ο καλλιτέχνης μέσα σ' ένα κόσμο που καίγεται.Ποια είναι η
απόσταση ανάμεσα στην ερώτηση και την απάντηση; Για την πολυτιμότητα του
παρόντος και γιατί αυτή δεν έχει καμμιά σχέση με την επιταγή "ζήσε το
παρόν". Τέχνη και Τεχνική. Πώς να μη σκεφτόμαστε μηχανικά, πώς να μην
είμαστε μηχανές, πώς να μη ζούμε σαν γρανάζια μηχανής: τρεις προσεγγίσεις
-φιλοσοφία, τέχνη, πολιτική.