|
Λουί Ντυμόν (1911-1988)
|
Η κυρίαρχη σήμερα δοξασία του homo œconomicus, δηλαδή
η ιδέα ότι αυτό που παρακινεί κατά βάση τον άνθρωπο και θεμελιώνει τις
κοινωνίες είναι η λεγόμενη «οικονομική δραστηριότητα», είναι ένα γέννημα της
κεφαλαιοκρατικής εποχής απολύτως σύμφωνο με τα δικά της, ιδιαίτερα συμφέροντα,
που για να επιβληθεί ιδεολογικά χρειάστηκε να παρουσιαστεί σαν καρπός μιας
«επιστημονικής ανατομίας» της ανθρώπινης δραστηριότητας, η οποία υποτίθεται
ότι ανέδειξε την «οικονομία» ως μια ιδιαίτερη, και μάλιστα «καθοριστική»,
πραγματική δομή των ανθρώπινων κοινωνιών.
Τα όσα διαδραματίζονται σήμερα στη χώρα μας και
στην παγκόσμια σκηνή, όπου οι πιο αυταρχικές πολιτικές επιλογές παρουσιάζονται
σαν επιβεβλημένη εφαρμογή της εμβριθούς μελέτης των «νόμων της οικονομίας» ─δηλαδή όχι ως επιλογές, αλλά σαν η φωνή της πραγματικότητας
καθεαυτής!─, έχουν σε μεγάλο βαθμό εκθέσει
δημόσια αυτή τη φάρσα. Ωστόσο, είναι
μια ιδέα τόσο διαδεδομένη και βαθιά ριζωμένη ακόμα και στα μυαλά όσων αντιτίθενται σε αυτές τις
πολιτικές, που πραγματικά χρειάζεται πολλή πολλή δουλειά για να μαραθεί.
Σε συνάρτηση λοιπόν με όσα έχουμε ήδη παρουσιάσει γύρω
από αυτό το ζήτημα, δίνουμε σήμερα το λόγο στον ανθρωπολόγο Louis
Dumont, γνωστό εδώ από τα Δοκίμια για τον Ατομικισμό, μια ανθρωπολογική οπτική πάνω στην οικονομική ιδεολογία και την Εισαγωγή σε δυο θεωρίες της κοινωνικής ανθρωπολογίας. Όπως θα διαπιστώσετε, 300 χρόνια μετά τους πρωτεργάτες του homo œconomicus, η Αλίσια Ρόζενμπάουμ δεν πρωτοτύπησε ιδιαίτερα: απλώς, τράβηξε τη βασική ιδέα τους στα άκρα.
Ο Ντυμόν γεννήθηκε το 1911
στη Θεσσαλονίκη. Μαθητής του Μαρσέλ Μος στο Παρίσι, το 1948 πηγαίνει στην Ινδία
για έρευνα πεδίου στους Πραμαλάι Καλλάρ. Από το 1951 έως το 1955 διδάσκει στο
πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και στη συνέχεια, πίσω στο Παρίσι, στην EPHE. Περίφημη
είναι η μελέτη του Homo Hierarchicus (1971) όπου, στηριγμένος στις
έρευνές του πάνω στην ινδική κοινωνία και τη συγκριτική μελέτη του πάνω στο σύγχρονο
δυτικό πολιτισμό, διατυπώνει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα θεωρία για την
ιεραρχική σχέση από μια «ολιστική-στρουκτουραλιστική» οπτική. Πέθανε το 1998 στο Παρίσι.
Σχετικά
τη «χειραφέτηση» της οικονομίας από την πολιτική, βλ. τις αναρτήσεις μας Οικονομία vs Δημοκρατία 1 και 2. Για τη διπλή επιχειρηματολογία
του Άνταμ Σμιθ, δείτε και την ανάρτησή μας Μελαγχολία και Οικονομία. ─ Σημ. HS
*
«Για να παρουσιαστεί η οικονομική διάσταση σαν μια
ανεξάρτητη σφαίρα, ήταν αναγκαίο να χειραφετηθεί από το πολιτικό ─κι αυτό είναι
ξεκάθαρο ήδη από τον καιρό που ήταν αξεχώριστη από την πολιτική. Ότι χρειάστηκε
να γίνει ένα παρόμοιο άλμα σε σχέση και με την ηθική, αυτό είναι λιγότερο
ευδιάκριτο και πρακτικά έρχεται στο φως μόνο μετά τον τελικό καρπό αυτής της
διεργασίας, τον Πλούτο των Εθνών [του
Άνταμ Σμιθ]. Βέβαια, είναι αρκετά απλουστευτικό και μάλλον υπερβολικό και
ανεπαρκές να μιλάμε για χειραφέτηση σε αυτή την περίπτωση, διότι εδώ η σχέση
μεταξύ οικονομίας και ηθικής είναι πολύ πιο λεπτή. Υπάρχει ασφαλώς χειραφέτηση σε σχέση με τη γενική και κοινή πορεία της ηθικής, αλλά
συνοδεύεται από την ιδέα ότι η οικονομική δραστηριότητα είναι από μόνη της, αυτή καθαυτή, προσανατολισμένη
προς το καλό, δηλαδή ότι έχει ένα εντελώς
δικό της ηθικό χαρακτήρα, χάρη στον οποίο της επιτρέπεται να
ανεξαρτητοποιηθεί από τη γενική μορφή του ηθικού κριτήριου. Σύμφωνα με αυτή την
ιδέα, η οικονομική δραστηριότητα δεν είναι παρά μια εξειδίκευση της ηθικής, ή
μάλλον το οικονομικό δεν ξεφεύγει από τους φραγμούς της γενικής ηθικής αλλά
απλώς έχει το δικό του κανονιστικό χαρακτήρα.
Εδώ αξίζει να θυμηθούμε ότι ο Άνταμ Σμιθ δεν ήταν
συγγραφέας μόνο του Πλούτου των Εθνών,
αλλά και της Θεωρίας των Ηθικών
Συναισθημάτων. Γι’ αυτόν, σε αντίθεση με τη γενική σφαίρα των “ηθικών
συναισθημάτων” η οποία θεμελιώνεται στη συμπόνια,
η οικονομική δραστηριότητα είναι η μόνη δραστηριότητα του ανθρώπου που
θεμελιώνεται στην φιλαυτία και μόνο
στην φιλαυτία. Διότι οι άνθρωποι, λέει, επιδιώκοντας να ικανοποιήσουν τα
εγωϊστικά συμφέροντά τους, εργάζονται άθελά τους για το κοινό καλό ─και εδώ
ακριβώς υπεισέρχεται το περίφημο “Αόρατο Χέρι”. (…)
Θεωρείται γενικά ότι ο Άνταμ Σμιθ δανείστηκε από τον Μάντεβιλ [1670-1733] την κεντρική ιδέα του, την ιδέα
δηλαδή ότι η φιλαυτία (self-love) εργάζεται για το κοινό καλό. Ο Έντουιν Κάναν, στην εισαγωγή του σε
δική του έκδοση του Πλούτου των Εθνών (Smith, 1904), επέμεινε σε αυτό
υποστηρίζοντας, μάλλον βάσιμα, πως ο Σμιθ είχε γνωρίσει τις ιδέες του Μάντεβιλ
όταν ακόμα ήταν μαθητής του Χάτσεσον [1694-1746] στη Γλασκώβη. Ο Μάντεβιλ ανήγε
όλα τα κίνητρα της ανθρώπινης δράσης στη φιλαυτία (την οποία ταύτιζε με τον
εγωϊσμό), μια ιδέα που ο Χάτσεσον απέρριπτε μετά βδελυγμίας κι ήθελε οπωσδήποτε
ν’ αντικρούσει ─οπότε είναι βέβαιο ότι στα μαθήματά του αναφερόταν
επανειλημμένα στον Μάντεβιλ.
Όταν με τη σειρά του ο Σμιθ απέρριψε το “φαύλο σύστημα”
του Μάντεβιλ στη Θεωρία των Ηθικών
Συναισθημάτων, πρόσθεσε κάτι το εξαιρετικά αποκαλυπτικό: “Όμως, όσο
καταστροφικό κι αν μοιάζει αυτό το σύστημα, δεν θα μπορούσε ποτέ να επιβληθεί
σε τόσο πολλούς ανθρώπους εάν δεν ήταν, από πολλές απόψεις, κοντά στην αλήθεια”.
Από ποιες ακριβώς απόψεις το σύστημα του Μάντεβιλ ήταν κοντά στην αλήθεια, αυτό
ο Σμιθ δεν το λέει εδώ, όμως ολόκληρος ο Πλούτος
των Εθνών δίνει την απάντηση: ο Μάντεβιλ είχε δίκιο σε ό,τι αφορά την
κεντρικότητα του εγωϊσμού στα οικονομικά φαινόμενα. Μάλιστα, αν σκεφτούμε πως η
“καλή θέληση” έπαιζε το σημαντικότερο ρόλο στην ηθική θεωρία του Χάτσεσον, ένα
περίφημο χωρίο του Πλούτου των Εθνών
δείχνει ότι ο Σμιθ πήρε μάλλον τη μεριά του Μάντεβιλ εναντίον του δασκάλου του:
“Το γεύμα μας δεν μας το εξασφαλίζει η καλή θέληση του χασάπη, του ζυθοποιού
και του αρτοποιού, αλλά ο αγώνας τους για να ικανοποιήσουν το ατομικό τους
συμφέρον” (ΠτΕ, Α’ 2).
Επομένως, ο Άνταμ Σμιθ μας παραπέμπει στον Μάντεβιλ ως εμπνευστή του κεντρικού επιχειρήματος του Πλούτου των Εθνών και εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με κάποια φιλολογική
λεπτομέρεια, διότι όπως θα δούμε, αυτό που τέθηκε με οξύτητα, ή μάλλον
εκρηκτικά, από τον Μάντεβιλ ήταν ακριβώς το πρόβλημα της σχέσης του οικονομικού
με το ηθικό. (…)
Ο Μπέρναρντ Μάντεβιλ γεννήθηκε στις Κάτω Χώρες κι αργότερα
εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο ασκώντας την ιατρική. Το 1705 δημοσίευσε μια έμμετρη
σάτιρα με τίτλο Η γκρινιάρα κυψέλη ή Οι
κατεργάρηδες που ‘γιναν τίμιοι. Αυτό
το ποίημα γίνεται ολόκληρο βιβλίο με την πρόσθεση Σημειώσεων και άλλων έργων
στις δυο διαδοχικές εκδόσεις του (1714, 1723) με τίτλο Ο Μύθος των Μελισσών, ή Ιδιωτικές αμαρτίες, δημόσιες αρετές (κριτική
έκδοση με εισαγωγή του Φ.Μπ. Κέι στο Mandeville, 1924).
Ο υπότιτλος συνοψίζει τη θέση του ποιήματος: Ένα μελίσσι,
καθρέφτης της ανθρώπινης κοινωνίας, ζει μέσα στη φαυλότητα αλλά και την ευμάρεια
συνάμα. Ξάφνου, νιώθει μια νοσταλγία για την αρετή και προσεύχεται να την
ξαναβρεί. Μόλις όμως η προσευχή εισακούεται, συμβαίνει μια τρομερή αλλαγή: μαζί
με τη φαυλότητα εξαφανίζεται η ενεργητικότητα και η ευμάρεια, και τη θέση
τους παίρνουν η τεμπελιά, η φτώχεια και η ανία.
(…)
Ο Κέι εντόπισε σωστά στην “ατομικιστική φιλοσοφία” του
Μάντεβιλ την πρώτη και κύρια κληρονομιά που άφησε στους οικονομολόγους: η ιδέα
ότι τα πάθη είναι έτσι καμωμένα ώστε “οι φαινομενικές δυσαρμονίες τους να
εναρμονίζονται προς όφελος του κοινού καλού”, αποτελεί ένα βήμα προς τα εμπρός
στο δρόμο για τη χειραφέτηση του Ατόμου.
Μπορούμε λοιπόν τώρα να επιστρέψουμε
στον Άνταμ Σμιθ και να δούμε με ποιο τρόπο ο συγγραφέας του Πλούτου των Εθνών και της κατά πολύ
προγενέστερης Θεωρίας των Ηθικών
Συναισθημάτων κατάφερε να “συμφιλιώσει” τους δυο άσπονδους εχθρούς, τον Σάφτσμπιουρι
[1671-1713, ηθικός φιλόσοφος, απέρριπτε τη θεωρία του Χομπς υποστηρίζοντας ότι
ο άνθρωπος ως κοινωνικό ον αποτελεί μέρος μιας υψηλότερης αρμονίας με την οποία
οφείλει να συντονίζεται] και τον Μάντεβιλ.
Η επιχειρηματολογία του ήταν διπλή:
─ στη σφαίρα της ηθικής, το ανθρώπινο υποκείμενο γίνεται
κοινωνικό ον χάρη στη “συμπόνια”, όπως δέχονταν και ο Χάτσινσον με τον
Σάφτσμπιουρι (αν και σε μεγάλο βαθμό ο Σμιθ έβλεπε τη συμπόνια όπως ο
Μάντεβιλ, δηλαδή σαν ένα μείγμα από εγωϊστικά στοιχεία, αντικαθιστώντας την
πρωτοκαθεδρία των αλτρουϊστικών τάσεων με την πρωτοκαθεδρία των εγωϊστικών τάσεων),
ενώ απεναντίας,
─ στη σφαίρα της οικονομίας, αυτό που σήμερα αποκαλούμε “κοινωνικοποίηση”
των ανθρώπινων δράσεων πραγματοποιείται χάρη σ’ ένα αυτόματο μηχανισμό, μια
μη-συνειδητή ιδιότητα που ταυτίζεται με την δράση του “Αόρατου Χεριού”.
Η οικονομική σφαίρα λοιπόν, είναι ο ιδιαίτερος και
χωριστός εκείνος τομέας όπου μπορεί κανείς να παραδοθεί άφοβα στο κυρίαρχο
πάθος, τη φιλαυτία, ακολουθώντας το εγωϊστικό συμφέρον του.
Συνολικά, ο Άνταμ Σμιθ διαφοροποίησε την οικονομική δράση
από την ολότητα της ανθρώπινης δραστηριότητας, ορίζοντάς την ως ένα ιδιαίτερο
τύπο δράσης που γυρνάει την πλάτη της στην ηθική χωρίς παρ’ όλα αυτά να έρχεται
σε αντίθεση με την ηθική στην πιο γενική της έννοια. Κι αυτή η ιδέα
αποκρυσταλλώνεται μεν στον Πλούτο των
Εθνών, αλλά τη συναντάμε ήδη στη Θεωρία
των Ηθικών Συναισθημάτων όπου για παράδειγμα διαβάζουμε, πως μια κοινωνική
σχέση μπορεί θαυμάσια να υπάρχει χωρίς καθόλου αγάπη και στοργή, αρκεί μόνο να
θεμελιώνεται στη χρησιμότητα ή τη δικαιοσύνη, σε μια “πληρωμένη ανταλλαγή καλών
υπηρεσιών στηριγμένη σε μια από κοινού αξιολόγησή τους”.»
Λουί Ντυμόν, Homo Æqualis I,
Η γένεση και η άνθιση της οικονομικής ιδεολογίας (1977)