Μόλις
τέλειωσα το βιβλίο Διάλογος για την Ιστορία και το Κοινωνικό Φαντασιακό (εκδ.
Έρμα, 2018), που περιέχει —από τη σελίδα 45 και μετά— τη
σχετική συζήτηση μεταξύ δυο μεγάλων σύγχρονων στοχαστών, του Πολ Ρικέρ και του Κορνήλιου
Καστοριάδη. Πάρα πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση, με συμφωνίες, διαφωνίες, λεπτά αλληλοπειράγματα,
στιγμές αμοιβαίας έκπληξης, και με επίκεντρο το αν στην ιστορική πράξη μπορεί
να υπάρξει ή όχι πλήρης ασυνέχεια, δηλαδή «εκ του μηδενός δημιουργία» κάτι του
εντελώς νέου μέσα από ένα «άμορφο χάος» (Καστοριάδης), ή αν η παραγωγή νέων
μορφών γίνεται πάνω σε ένα βαθύτερο υπόβαθρο «συνέχειας ύπαρξης», αν και κατά
κανένα τρόπο ντετερμινιστικής (Ρικέρ).
Ήδη
από την αρχή της συζήτησης διαφαίνεται η βασική διαφωνία τους όταν ο Ρικέρ,
αρχικά μέσα από ένα γλωσσικό ολίσθημα, επισημαίνει στον Καστοριάδη ότι δεν θα
έπρεπε να μιλάει για «φαντασιακή δημιουργία», αλλά για «φαντασιακή παραγωγή»
(ιστορικοπολιτισμική παραγωγή σημασιών εννοείται) —κάτι που βέβαια βρίσκει καταρχάς
αντίθετο τον Καστοριάδη.
Πού
βρίσκεται η ουσία αυτής της διαφωνίας; Δεν πρόκειται βέβαια για φιλολογική
διαφωνία. Το διαφιλονικούμενο αφορά στην ίδια την έννοια της αυτονομίας και
εντοπίζεται, κατά τη γνώμη μου, στο εξής κρίσιμο ερώτημα: Για να είμαστε
αυτόνομοι, με τη βαθιά πολιτική έννοια του όρου, θα πρέπει να επινοούμε τους
θεσμούς μας «εκ του μηδενός», ή μήπως κάτι τέτοιο δεν είναι απαραίτητο, αλλά
συνιστά μάλλον μια «μυθολογική» αντίληψη της αυτονομίας;
Το
ερώτημα είναι πολύ σοβαρό καθώς εμπλέκεται με το πρόβλημα της ελευθερίας
και της απόφασης: Αποφασίζουμε ελεύθερα όταν αποφασίζουμε «εκ του
μηδενός», δηλαδή σαν να μην έχουμε κανένα παρελθόν, αποστασιοποιημένοι από κάθε
προτίμηση ή τάση ή κλίση· ή μήπως μια τέτοια άποψη δεν είναι παρά μια «μυθική»
ιδέα της ελευθερίας και μπορούμε ν’ αποφασίζουμε και να πράττουμε πραγματικά
ελεύθερα έχοντας προτιμήσεις, τάσεις ή κλίσεις ενώπιον των δεδομένων της
πραγματικότητας;
Ο
Καστοριάδης δεν υποστηρίζει βέβαια μια τέτοια «μυθική» αντίληψη για την
αυτονομία και την ελευθερία, ωστόσο τολμώ να πω ότι δεν είναι και τελείως
ξεκάθαρος πάνω σε αυτό το πρόβλημα. Η ιδέα του ότι «αυτό που θεσμίζει την πόλιν
ως πόλιν είναι μια σημασία την οποία δημιουργεί η ίδια και μέσα από την οποία
δημιουργείται ως πόλις», είναι τουλάχιστον αινιγματική καθώς εννοεί ότι «εκ του
μηδενός δημιουργία» σημαίνει πως το ιστορικό υποκείμενο (εν προκειμένω η πόλις)
δημιουργεί αυτό το ίδιο εκείνο που το δημιουργεί ως ιστορικό υποκείμενο! Είναι
δυνατόν αυτό; Είναι δυνατόν να προϋπάρχεις της αρχής σου; Τι μπορεί να σημαίνει
κάτι τέτοιο, αν σημαίνει κάτι;
Αυτό
λοιπόν το θέμα «ξεσκαλίζει» η συζήτησή του με τον Ρικέρ και η διαφιλονικία τους
γύρω από το «δημιουργία ή παραγωγή;» —
έως ενός σημείου βέβαια και χωρίς να οδηγεί σε τελικό συμπέρασμα.
Δεδομένου
ότι οι θέσεις του Καστοριάδη είναι σε μεγάλο βαθμό γνωστές, θα περιοριστώ εδώ
σε μια πάρα πολύ σύντομη παρουσίαση της κεντρικής αντίληψης του Ρικέρ γι’ αυτό
που ονομάζει «φαντασιακή παραγωγή». Τι εννοεί;
Όταν
ο Καστοριάδης προτείνει ως παράδειγμα εκ του μηδενός φαντασιακής δημιουργίας
την αρχαία Πόλη λέγοντας
«αυτό που θεσμίζει την πόλιν ως
πόλιν είναι μια σημασία την οποία δημιουργεί η ίδια και μέσα από την οποία
δημιουργείται ως πόλις»,
ο
Ρικέρ τού αντιλέγει:
«Μα δεν έχουμε ποτέ την εμπειρία
της [ιστορικής-πολιτισμικής] παραγωγής με αυτή τη μορφή! Μας παρουσιάζετε ένα
μύθο της παραγωγής! (...) Γνωρίζουμε μόνο παραγωγή που διέπεται από κανόνες,
δηλαδή δεν παράγουμε εξ ολοκλήρου αυτά που παράγουμε.
Συμφωνώ απολύτως μαζί ας ότι δεν
μπορούμε να μιλάμε για [παραγωγή από] “στοιχεία που προϋπήρχαν”. (...) Όμως επαναλαμβάνω:
παράγουμε μόνο με βάση κανόνες, δεν παράγουμε εξ ολοκλήρου όλα όσα παράγουμε,
αν μη τι άλλο επειδή διαθέτουμε ήδη ένα λόγο πριν αρχίσουμε να μιλάμε. Έχουν
μιλήσει άλλοι πριν από εμάς και έχουν θέσει τους κανόνες του παιχνιδιού. Αυτό
που μπορούμε να κάνουμε είναι να τους αντικαταστήσουμε (...), να προχωρήσουμε
μέσα από κανονικοποιημένες αλλοιώσεις αλλά πάντοτε μέσα σε κάτι ήδη δομημένο,
το οποίο και αναδομούμε.
Γι' αυτό το λόγο δεν βρισκόμαστε
ποτέ σε μια κατάσταση σαν αυτή που αποκαλείτε δημιουργία, ωσάν να αποσπούσαμε
τη μορφή από το απολύτως άμορφο. (...) Δεν έχουμε ποτέ να κάνουμε με ένα
πέρασμα από το τίποτα σε κάτι, αλλά από κάτι σε κάτι, από έτερο σε έτερο — μια
πορεία από διάταξη σε διάταξη, ποτέ από το άμορφο στη μορφή.»
Με
αυτά, ο Ρικέρ δεν εννοεί διόλου ότι τίποτε νέο δεν εμφανίζεται στο ιστορικό
προσκήνιο. Διευκρινίζει όμως ότι «ποτέ δεν πρόκειται για κάτι το απολύτως νέο»,
καθώς η ιστορική πράξη συντελείται πάντοτε με υπόβαθρο μια «συνέχεια στο
επίπεδο της "ύπαρξης", ως εξής:
«Νομίζω ότι πίσω από όλες τις
ρήξεις στο επίπεδο του στοχασμού υπάρχει ένα διαρκές φόντο, το οποίο
διαμορφώνει παρ' όλα αυτά τη συνέχεια των ανθρώπινων κοινοτήτων. Πριν από τη
θέσμιση υπάρχει μια συνύπαρξη, η οποία έχει μια συνέχεια, μπορεί να θεσμισθεί,
να επαναθεσμισθεί, να συγκροτηθεί μέσα από τη ρήξη, αλλά πάνω στο υπόβαθρο
παραδόσεων που μεταδίδονται, που γίνονται αποδεκτές και που διασφαλίζουν, για
να το πούμε έτσι, τη θεμελιώδη συνέχεια. (...) Υπάρχει κάτι που χαρακτηρίζει
ειδικά την ιστορικότητα και μόνο: είναι ακριβώς αυτή η δύναμη να εγκαθιδρύεται
το νέο μέσα από την οικειοποίηση της παράδοσης.»
Έτσι,
εντοπίζει ειδικότερα το λάθος του Καστοριάδη για την «εκ του μηδενός δημιουργία»
στο ότι, από το γεγονός ότι «δεν γνωρίζουμε ανθρωπότητα χωρίς γλώσσα» (σε
αυτό Ρικέρ ασφαλώς συμφωνεί), ο Καστοριάδης σπεύδει να συμπεράνει ότι «συνεπώς,
δεν γνωρίζουμε ανθρωπότητα που να μην προέρχεται κατά κάποιον τρόπο από μια
πρώτη αυτοδημιουργία», αντιτείνοντάς του:
«Δεν έχω καμιά πρόσβαση σε εκείνη
την πρώτη στιγμή της γλώσσας. Και αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα το οποίο έχετε
καταδικάσει τον εαυτό σας [Κορνήλιε] να θέτει, το πρόβλημα μιας θέσμισης που
ξεκινάει από το τίποτα. (...)
Αυτό που λέω είναι ότι
βρισκόμαστε μπροστά σε μια θέσμιση που προέρχεται από μια θέσμιση. Όπως ακριβώς
έχουμε πάντοτε να κάνουμε με γλώσσες που προέρχονται από γλώσσες. Δεν
γνωρίζουμε το μη θεσμισμένο. Με άλλα λόγια, με το που υπάρχει άνθρωπος,
υπάρχουν εν συντομία τρία πράγματα: το εργαλείο, ο κανόνας, η γλώσσα. Ίσως και
τέσσερα, μαζί με τον ενταφιασμό, μαζί με κάποια σχέση με τους νεκρούς (...) η
οποία δεν είναι απλώς βιολογική, διότι δεν αντιμετωπίζουμε τους νεκρούς ως απορρίμματα
της φύσης αλλά ως προγόνους.»
Ο
προσεκτικός αναγνώστης καταλαβαίνει τη σοβαρότητα των συζητούμενων. Να σημειώσω,
κλείνοντας, ότι είναι πολύ χρήσιμος ο Πρόλογος του Johann
Michel και θαυμάσια
η μετάφραση του Σωτήρη Σιαμανδούρα.