Σελίδες

30 Ιουλίου 2019

Στην καρδιά του καλοκαιριού | Μανιφέστα 52



Η οδός της άμεσης ανθρώπινης προσπάθειας δεν είναι παρά μια φτωχή επέκταση της ζωικής προσπάθειας. Μόνο στο όνειρο της δράσης υπάρχουν οι όντως ανθρώπινες χαρές της δράσης. Στο να προκαλείς τη δράση δίχως να δρας· στο να αφήνεις τον περιορισμένο χρόνο για χάρη του απελευθερωμένου χρόνου, την επιτελεστική στιγμή για χάρη της αποφασιστικής στιγμής (...) στο να αντικαθιστάς μια φιλοσοφία της δράσης, που συχνά δεν είναι παρά μια φιλοσοφία της παρακίνησης, με μια φιλοσοφία της αδράνειας, και ύστερα με μια φιλοσοφία της συνείδησης του αδρανείν (...) 
 
Τούτη η αδράνεια της φαντασίας θα πρέπει εν συνεχεία να αποτελέσει το εναρκτήριο σημείο ωστε να ξαναβρεθούν κίνητρα σκέψης από τα οποία είναι βέβαιο ότι απουσιάζει το ζωικό στοιχείο, ελεύθερα από κάθε μορφή αποπλάνησης, αποκομμένα από τον υπνωτισμό των εικόνων, ξεκομμένα εντελώς από τις κατηγορίες της νόησης, τις «απολιθώσεις της διανοητικής σύνεσης».

Gaston Bachelard,  Lautréamont (1939) 
μετάφραση Γιάννης Πεδιώτης, 
από το Eugene Thacker, Αποφατική ζωικότητα,
ΦΡΜΚ, διπλό τεύχος#12-13
 
 
 

03 Ιουλίου 2019

Φόρος τιμής στον τριδιαλεκτικό Στέφανο Λουπάσκο

 
Stéphane Lupasco (1900-1988)
Σημ. HS. - Για όσους μπήκαν στον κόπο να μελετήσουν το βιβλίο  του Άσγκερ Γιόρν Αγριότητα, Βαρβαρότητα και Πολιτισμός (εκδ. Αλήστου Μνήμης, 2003) και ίσως βρήκαν αξιόλογη την «τριλεκτική μέθοδο» του, νομίζω ότι έχει ενδιαφέρον μια γνωριμία με την «τριδιαλεκτική» σκέψη του Γαλλορουμάνου φιλόσοφου της επιστήμης Stéphane Lupasco (1900-1988), που υπήρξε μια από τις πηγές του θαυμαστού Δανού. Την παρουσιάζω λοιπόν εδώ πολύ συνοπτικά στηριγμένος κυρίως στο βιβλίο του L’ Univers Psychique. La Fin de la Psychanalyse (Το Ψυχικό Σύμπαν. Το τέλος της ψυχανάλυσης, εκδ. Denoel/Gonthier, 1978).   Το κείμενο που ακολουθεί πρωτοδημοσιεύτηκε το 2002 στην ιστοσελίδα happyfew.
 
*

Τα τρία σύμπαντα και η «τριδιαλεκτική» τους

Ο Λουπάσκο μελέτησε το πρόβλημα της ύλης και της ενέργειας από τη δεκαετία του  1950 και οδηγήθηκε να διακρίνει τρία «σύμπαντα». Το μακροφυσικό, το μικροφυσικό και το νευροψυχικό.

Κατ’ αυτόν, η εντροπία και το β΄ θερμοδυναμικό αξίωμα (το κατά κάποιο τρόπο αξίωμα του  «θανάτου» κάθε κλειστού συστήματος ενεργείας) ισχύουν κυρίως στο μακροφυσικό σύμπαν. Εδώ, λέει, παρατηρούμε την τάση για διαρκή ανταλλαγή και μετασχηματισμό των μορφών της ενέργειας, μια διαδικασία μες από την οποία κάθε φορά ένα ορισμένο ποσό ενέργειας εκπίπτει ποιοτικά στην κατάσταση της θερμικής ενέργειας οδηγώντας προοδευτικά σε μια ενεργειακή ομοιογένεια, ισοδύναμη με τον «θάνατο».

Ωστόσο στο μικροφυσικό κόσμο, τον κόσμο του ατόμου και των ηλεκτρονίων, ισχύει κυρίως το αντίθετο αξίωμα. Με εξαίρεση τα φωτόνια, τα ηλεκτρόνια ανθίστανται σθεναρά σε οποιαδήποτε ενεργειακή ανταλλαγή. Εδώ φαίνεται πράγματι να ισχύει το λεγόμενο αξίωμα του «αποκλεισμού», ή αξίωμα του Pauli: το ηλεκτρόνιο (και άλλα ηλεκτρικά σωματίδια όπως το πρωτόνιο) αποκλείει κάθε άλλο ηλεκτρόνιο από την κβαντική ενεργειακή κατάστασή του μέσα σ’ ένα πυρήνα. Έτσι, ενώ στο μακροφυσικό σύμπαν οδηγούμαστε σε μια ενεργειακή ομοιογένεια, στο μικροφυσικό σύμπαν έχουμε μια αντίσταση σ’ αυτήν και μια εμμονή στην ενεργειακή ετερογένεια, ή «αντί-εντροπία».

Συνεπώς υπάρχουν, κατά τον Λουπάσκο, δύο ανταγωνιστικά αξιώματα μέσα στη συστηματοποιό φύση της ενέργειας: το αξίωμα της ενεργειακής ομοιογενοποίησης και το αξίωμα της ενεργειακής ετερογενοποίησης
 
Γι’ αυτό το λόγο θεωρεί πως οι γενετιστές βιολόγοι ερμηνεύουν λανθασμένα  τους μηχανισμούς εμφάνισης και γένεσης της ζωής όταν τους θεωρούν ως προϊόντα αποκλειστικά και μόνο ενός νόμου ομοιογενοποίησης (ανατύπωση και αναπαραγωγή του  «ίδιου», δηλαδή της  «κλωνικής ταυτότητας»). Όπως εξηγεί, αυτοί οι επιστήμονες παραμένουν στην κλασική μακροφυσική οπτική νομίζοντας ότι μόνο αυτή ισχύει για όλα τα φαινόμενα, και γι’ αυτό το λόγο οδηγούνται στο σφάλμα να αποδίδουν όλη την εκπληκτική ετερογένεια της  ζωντανής ή βιολογικής ύλης σε τυχαίες μεταλλάξεις, ενώ δεν πρόκειται για «τυχαίο» αλλά για εκδήλωση του ανταγωνισμού που μόλις περιγράψαμε.

Έχουμε λοιπόν, κατά τον Λουπάσκο, δύο είδη ανταγωνισμών, δύο διαλεκτικές, στο εσωτερικό της σύνολης ενέργειας: τη μακροφυσική διαλεκτική και τη μικροφυσική διαλεκτική. Η πρώτη αφορά στο σύνολο των ανταγωνισμών που συγκροτούν το μακροφυσικό σύμπαν, ενώ η δεύτερη το σύνολο των ανταγωνισμών που συγκροτούν το μικροφυσικό σύμπαν. Επιπλέον, αυτές οι δυο διαλεκτικές βρίσκονται σε ανταγωνισμό και μεταξύ τους.

Έτσι, ο Λουπάσκο εντοπίζει και μια τρίτη διαλεκτική. Είναι η αντίθεση μεταξύ του φυσικού κόσμου και του  βιολογικού κόσμου. Όπως εξηγεί, στο βιολογικό κόσμο, στον οποίο εκδηλώνεται το φαινόμενο της ζωής, όλοι οι διαμοριακοί ανταγωνισμοί που συνιστούν τη ζωντανή ύλη των ιστολογικών συστημάτων και των οργάνων που φτιάχνουν αυτοί οι ιστοί, όπως και επίσης και οι ηλεκτροχημικοί, ενζυματικοί, γενετικοί, ορμονικοί, κ.λπ. ανταγωνισμοί στους οποίους στηρίζεται το φαινόμενο της   ζωής, υπακούουν σε ένα βιολογικό σύστημα ετερογενοποίησης δηλαδή πληθωρικής διαφοροποίησης ή αντί-εντροπίας, το οποίο αντιτίθεται και αντιστέκεται στη φυσική ομοιογενοποίηση (το «θάνατο» λόγω αύξησης της   εντροπίας). Μάλιστα εδώ οφείλονται, κατά τον Λουπάσκο αναφέρει τα χαρακτηριστικά προβλήματα που προκύπτουν κατά τις μεταμοσχεύσεις και τα πορίσματα της   ανοσολογίας, τα οποία φαίνεται να τον επιβεβαιώνουν.

Αυτή η αντίθεση και διαπάλη μεταξύ βιολογικού και φυσικού κόσμου ορίζει μια κατάσταση διαρκούς δισυμμετρίας ή σταθερής ανισορροπίας μεταξύ τους όπου, στην πορεία τόσο της φυλογένεσης όσο και της οντογένεσης, οι δυνάμεις της ετερογενοποίησης οφείλουν διαρκώς να κυριαρχούν πάνω στις δυνάμεις της ομοιογενοποίησης προκειμένου να υπάρχει ζωή –ενώ την ίδια στιγμή, το ομοιογενές τείνει να κυριαρχήσει πάνω στο ετερογενές, οδηγώντας το ζωντανό ον στο θάνατο.

Το νευροψυχικό σύμπαν

Πέρα από αυτές τις συστημικές αντιθέσεις στις οποίες, όπως σημειώνει εμφατικά ασκώντας κριτική στη χεγκελιανή και μαρξιστική διαλεκτική, «δεν υπάρχει τελική σύνθεση», ο Λουπάσκο πρότεινε ότι μπορούμε να διαπιστώσουμε την ύπαρξη και ενός συστήματος τρίτου τύπου, δηλαδή μιας τρίτης διαλεκτικής σειράς ανταγωνισμών, η οποία αναπτύσσεται, εκδηλώνεται και ισχύει στα έμβια είδη και κυρίως στον άνθρωπο. Αυτή είναι η νευροψυχική διαλεκτική, εντελώς διάφορη και από τη μακροφυσική και από τη μικροφυσική, και από τη φυσική και από τη βιολογική, η οποία συνιστά ένα τρίτο κόσμο ή σύμπαν, το νευροψυχικό σύμπαν.

01 Ιουλίου 2019

Ρικέρ - Καστοριάδης : σχόλιο σε ένα συναρπαστικό διάλογο


Μόλις τέλειωσα το βιβλίο Διάλογος για την Ιστορία και το Κοινωνικό Φαντασιακό (εκδ. Έρμα, 2018), που περιέχει από τη σελίδα 45 και μετά τη σχετική συζήτηση μεταξύ δυο μεγάλων σύγχρονων στοχαστών, του Πολ Ρικέρ και του Κορνήλιου Καστοριάδη. Πάρα πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση, με συμφωνίες, διαφωνίες, λεπτά αλληλοπειράγματα, στιγμές αμοιβαίας έκπληξης, και με επίκεντρο το αν στην ιστορική πράξη μπορεί να υπάρξει ή όχι πλήρης ασυνέχεια, δηλαδή «εκ του μηδενός δημιουργία» κάτι του εντελώς νέου μέσα από ένα «άμορφο χάος» (Καστοριάδης), ή αν η παραγωγή νέων μορφών γίνεται πάνω σε ένα βαθύτερο υπόβαθρο «συνέχειας ύπαρξης», αν και κατά κανένα τρόπο ντετερμινιστικής (Ρικέρ). 

Ήδη από την αρχή της συζήτησης διαφαίνεται η βασική διαφωνία τους όταν ο Ρικέρ, αρχικά μέσα από ένα γλωσσικό ολίσθημα, επισημαίνει στον Καστοριάδη ότι δεν θα έπρεπε να μιλάει για «φαντασιακή δημιουργία», αλλά για «φαντασιακή παραγωγή» (ιστορικοπολιτισμική παραγωγή σημασιών εννοείται) κάτι που βέβαια βρίσκει καταρχάς αντίθετο τον Καστοριάδη. 

Πού βρίσκεται η ουσία αυτής της διαφωνίας; Δεν πρόκειται βέβαια για φιλολογική διαφωνία. Το διαφιλονικούμενο αφορά στην ίδια την έννοια της αυτονομίας και εντοπίζεται, κατά τη γνώμη μου, στο εξής κρίσιμο ερώτημα: Για να είμαστε αυτόνομοι, με τη βαθιά πολιτική έννοια του όρου, θα πρέπει να επινοούμε τους θεσμούς μας «εκ του μηδενός», ή μήπως κάτι τέτοιο δεν είναι απαραίτητο, αλλά συνιστά μάλλον μια «μυθολογική» αντίληψη της αυτονομίας;

Το ερώτημα είναι πολύ σοβαρό καθώς εμπλέκεται με το πρόβλημα της ελευθερίας και της απόφασης: Αποφασίζουμε ελεύθερα όταν αποφασίζουμε «εκ του μηδενός», δηλαδή σαν να μην έχουμε κανένα παρελθόν, αποστασιοποιημένοι από κάθε προτίμηση ή τάση ή κλίση· ή μήπως μια τέτοια άποψη δεν είναι παρά μια «μυθική» ιδέα της ελευθερίας και μπορούμε ν’ αποφασίζουμε και να πράττουμε πραγματικά ελεύθερα έχοντας προτιμήσεις, τάσεις ή κλίσεις ενώπιον των δεδομένων της πραγματικότητας; 

Ο Καστοριάδης δεν υποστηρίζει βέβαια μια τέτοια «μυθική» αντίληψη για την αυτονομία και την ελευθερία, ωστόσο τολμώ να πω ότι δεν είναι και τελείως ξεκάθαρος πάνω σε αυτό το πρόβλημα. Η ιδέα του ότι «αυτό που θεσμίζει την πόλιν ως πόλιν είναι μια σημασία την οποία δημιουργεί η ίδια και μέσα από την οποία δημιουργείται ως πόλις», είναι τουλάχιστον αινιγματική καθώς εννοεί ότι «εκ του μηδενός δημιουργία» σημαίνει πως το ιστορικό υποκείμενο (εν προκειμένω η πόλις) δημιουργεί αυτό το ίδιο εκείνο που το δημιουργεί ως ιστορικό υποκείμενο! Είναι δυνατόν αυτό; Είναι δυνατόν να προϋπάρχεις της αρχής σου; Τι μπορεί να σημαίνει κάτι τέτοιο, αν σημαίνει κάτι;  

Αυτό λοιπόν το θέμα «ξεσκαλίζει» η συζήτησή του με τον Ρικέρ και η διαφιλονικία τους γύρω από το «δημιουργία ή παραγωγή;» έως ενός σημείου βέβαια και χωρίς να οδηγεί σε τελικό συμπέρασμα. 

Δεδομένου ότι οι θέσεις του Καστοριάδη είναι σε μεγάλο βαθμό γνωστές, θα περιοριστώ εδώ σε μια πάρα πολύ σύντομη παρουσίαση της κεντρικής αντίληψης του Ρικέρ γι’ αυτό που ονομάζει «φαντασιακή παραγωγή». Τι εννοεί;

Όταν ο Καστοριάδης προτείνει ως παράδειγμα εκ του μηδενός φαντασιακής δημιουργίας την αρχαία Πόλη λέγοντας

«αυτό που θεσμίζει την πόλιν ως πόλιν είναι μια σημασία την οποία δημιουργεί η ίδια και μέσα από την οποία δημιουργείται ως πόλις»,

ο Ρικέρ τού αντιλέγει: 

«Μα δεν έχουμε ποτέ την εμπειρία της [ιστορικής-πολιτισμικής] παραγωγής με αυτή τη μορφή! Μας παρουσιάζετε ένα μύθο της παραγωγής! (...) Γνωρίζουμε μόνο παραγωγή που διέπεται από κανόνες, δηλαδή δεν παράγουμε εξ ολοκλήρου αυτά που παράγουμε. 

Συμφωνώ απολύτως μαζί ας ότι δεν μπορούμε να μιλάμε για [παραγωγή από] στοιχεία που προϋπήρχαν. (...) Όμως επαναλαμβάνω: παράγουμε μόνο με βάση κανόνες, δεν παράγουμε εξ ολοκλήρου όλα όσα παράγουμε, αν μη τι άλλο επειδή διαθέτουμε ήδη ένα λόγο πριν αρχίσουμε να μιλάμε. Έχουν μιλήσει άλλοι πριν από εμάς και έχουν θέσει τους κανόνες του παιχνιδιού. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να τους αντικαταστήσουμε (...), να προχωρήσουμε μέσα από κανονικοποιημένες αλλοιώσεις αλλά πάντοτε μέσα σε κάτι ήδη δομημένο, το οποίο και αναδομούμε. 

Γι' αυτό το λόγο δεν βρισκόμαστε ποτέ σε μια κατάσταση σαν αυτή που αποκαλείτε δημιουργία, ωσάν να αποσπούσαμε τη μορφή από το απολύτως άμορφο. (...) Δεν έχουμε ποτέ να κάνουμε με ένα πέρασμα από το τίποτα σε κάτι, αλλά από κάτι σε κάτι, από έτερο σε έτερο μια πορεία από διάταξη σε διάταξη, ποτέ από το άμορφο στη μορφή.»

Με αυτά, ο Ρικέρ δεν εννοεί διόλου ότι τίποτε νέο δεν εμφανίζεται στο ιστορικό προσκήνιο. Διευκρινίζει όμως ότι «ποτέ δεν πρόκειται για κάτι το απολύτως νέο», καθώς η ιστορική πράξη συντελείται πάντοτε με υπόβαθρο μια «συνέχεια στο επίπεδο της "ύπαρξης", ως εξής:

«Νομίζω ότι πίσω από όλες τις ρήξεις στο επίπεδο του στοχασμού υπάρχει ένα διαρκές φόντο, το οποίο διαμορφώνει παρ' όλα αυτά τη συνέχεια των ανθρώπινων κοινοτήτων. Πριν από τη θέσμιση υπάρχει μια συνύπαρξη, η οποία έχει μια συνέχεια, μπορεί να θεσμισθεί, να επαναθεσμισθεί, να συγκροτηθεί μέσα από τη ρήξη, αλλά πάνω στο υπόβαθρο παραδόσεων που μεταδίδονται, που γίνονται αποδεκτές και που διασφαλίζουν, για να το πούμε έτσι, τη θεμελιώδη συνέχεια. (...) Υπάρχει κάτι που χαρακτηρίζει ειδικά την ιστορικότητα και μόνο: είναι ακριβώς αυτή η δύναμη να εγκαθιδρύεται το νέο μέσα από την οικειοποίηση της παράδοσης.»

Έτσι, εντοπίζει ειδικότερα το λάθος του Καστοριάδη για την «εκ του μηδενός δημιουργία» στο ότι, από το γεγονός ότι «δεν γνωρίζουμε ανθρωπότητα χωρίς γλώσσα» (σε αυτό  Ρικέρ ασφαλώς συμφωνεί), ο Καστοριάδης σπεύδει να συμπεράνει ότι «συνεπώς, δεν γνωρίζουμε ανθρωπότητα που να μην προέρχεται κατά κάποιον τρόπο από μια πρώτη αυτοδημιουργία», αντιτείνοντάς του:

«Δεν έχω καμιά πρόσβαση σε εκείνη την πρώτη στιγμή της γλώσσας. Και αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα το οποίο έχετε καταδικάσει τον εαυτό σας [Κορνήλιε] να θέτει, το πρόβλημα μιας θέσμισης που ξεκινάει από το τίποτα. (...) 

Αυτό που λέω είναι ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια θέσμιση που προέρχεται από μια θέσμιση. Όπως ακριβώς έχουμε πάντοτε να κάνουμε με γλώσσες που προέρχονται από γλώσσες. Δεν γνωρίζουμε το μη θεσμισμένο. Με άλλα λόγια, με το που υπάρχει άνθρωπος, υπάρχουν εν συντομία τρία πράγματα: το εργαλείο, ο κανόνας, η γλώσσα. Ίσως και τέσσερα, μαζί με τον ενταφιασμό, μαζί με κάποια σχέση με τους νεκρούς (...) η οποία δεν είναι απλώς βιολογική, διότι δεν αντιμετωπίζουμε τους νεκρούς ως απορρίμματα της φύσης αλλά ως προγόνους.»

Ο προσεκτικός αναγνώστης καταλαβαίνει τη σοβαρότητα των συζητούμενων. Να σημειώσω, κλείνοντας, ότι είναι πολύ χρήσιμος ο Πρόλογος του Johann Michel και θαυμάσια η μετάφραση του  Σωτήρη Σιαμανδούρα.