Σελίδες

20 Νοεμβρίου 2019

Ο πόλεμος δεν έχει πρόσωπο Γυναίκας | Μανιφέστα 54

Image result for soviet nurse ww2 
 
Βομβαρδίζουν βομβαρδίζουν και ξαναβομβαρδίζουν. Τρέχουμε όλοι να σωθούμε....Τρέχω κι εγώ. Ακούω το βογκητό κάποιου: "Βοήθεια...Βοήθεια...". Αλλά τρέχω... Λίγα λεπτά αργότερα συνειδητοποιώ ότι στον ώμο μου κρέμεται η νοσοκομειακή μου τσάντα. Κι επιπλέον νοιώθω ντροπή. Που πήγε ο φόβος; Γυρνάω τρέχοντας πίσω, βογκάει ένας τραυματισμένος στρατιώτης. Αρχίζω αμέσως να του κάνω επίδεση, μετά σε έναν δεύτερο κι έναν τρίτο... Η μάχη τέλειωσε την νύχτα. Και το πρωί έπεσε ένα φρέσκο χιόνι. Από κάτω του έμεναν οι σκοτωμένοι...Πολλών τα χέρια ήταν σηκωμένα...Προς τον ουρανό...Με ρωτάτε να σας πω τι είναι ευτυχία; Θα σας απαντήσω...Να βρεις αναπάντεχα έναν ζωντανό μεταξύ των σκοτωμένων...

Αννα Ιβάνοβνα Μπελιάι
Νοσοκόμα του σοβιετικού στρατού το 1941-45
στο Ο Πόλεμος δεν έχει πρόσωπο Γυναίκας της Σβετλάνα Αλεξίεβιτς

17 Νοεμβρίου 2019

Θεοί, ποιητές και επιστήμονες


«(…) Αυτό που αποκαλούμε σε αυτό εδώ το βιβλίο «θεοί» και «θεότητες», μπορεί επίσης να ονομαστεί εναλλακτικά «ονειροπολήματα» και «ταξιδιωτικές ιστορίες». Το ότι συγκρίνω αυτούς τους αρχαίους θεούς με ονειροπολήματα, δεν σημαίνει πως αρνούμαι ότι τα όνειρα μπορεί να βγουν αληθινά. Και όταν τους συγκρίνω με τις ιστορίες που διηγούνται οι ταξιδιώτες, δεν σημαίνει πως αρνούμαι ότι αυτές οι ιστορίες μπορεί να είναι αληθινές, ή τουλάχιστον αληθοφανείς. Στην πραγματικότητα, είναι σαν τις ιστορίες που διηγείται ο ταξιδιώτης στον εαυτό του. Οι μυθολογίες ανήκουν στην ποιητική πλευρά του ανθρώπου. 

Είναι παράξενο, αλλά φαίνεται ότι σήμερα έχουμε ξεχάσει πως οι μύθοι είναι έργα φαντασίας και επομένως τέχνης. Μόνον ένας ποιητής μπορεί να πλάσει μύθους και μόνον ένας ποιητής μπορεί να τους ασκήσει κριτική. Βέβαια, όπως αποδεικνύει η λαϊκή προέλευση των θρύλων και των μύθων, οι περισσότεροι άνθρωποι είναι  στ’ αλήθεια ποιητές. Όμως για κάποιο λόγο, τον οποίο κανείς δεν μπαίνει στον κόπο να εξηγήσει, μόνο σε εκείνους τους λίγους που δεν είναι ποιητές επιτρέπεται να γράφουν κριτικά δοκίμια πάνω σε αυτά τα λαϊκά ποιητικά έργα. 

Δεν είναι περίεργο; Ενώ μας φαίνεται παράλογο να ζητήσουμε από ένα μαθηματικό να κρίνει ένα σονέτο σαν να ήταν έργο της επιστήμης των Μαθηματικών, ή από ένα λογιστή να κρίνει ένα τραγούδι με τους όρους της Λογιστικής, δεν μας φαίνεται διόλου παράλογο που ορισμένοι αντιμετωπίζουν τη λαϊκή ποίηση με τους όρους και τις απαιτήσεις των επιστημών. Τα έργα της λαϊκής μυθοπλαστικής δύναμης πρέπει να εκτιμώνται ως έργα τέχνης και μόνο, δηλαδή από μια καλλιτεχνική οπτική γωνία.
 
Θα το πω πολύ απλά και ξεκάθαρα: αν ένας Πολυνήσιος  διηγηθεί σε κάποιον από τους ειδήμονές μας ότι κάποτε δεν υπήρχε τίποτα πέρα από ένα τεράστιο Φτερωτό Φίδι και ο καθηγητής μας δεν νιώσει ταραχή και την επιθυμία να μάθει αν αυτό είναι αλήθεια, τότε, όσο σπουδαγμένος κι αν είναι, δεν είναι σε θέση να κρίνει αυτή την αφήγηση.  Και αν ένας Ινδιάνος αρχηγός του πει πως ο γενάρχης της φυλής του βαστούσε πάνω του τον ήλιο και τ’ αστέρια κλεισμένα μέσα σε ένα κουτάκι, και ο καθηγητής μας δεν χτυπήσει παλαμάκια με ενθουσιασμό όπως ένα παιδί όταν ακούει κάποιο υπέροχο παραμύθι, τότε μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε ότι είναι εντελώς άσχετος με το θέμα. Μην γελάτε καθόλου! Διότι και τα πρωτόγονα παιδιά ξεκαρδίζονταν στα γέλια, και τα παιδιά των άγριων φυλών χτυπούν παλαμάκια όπως κάνουν όλα τα παιδιά, και χωρίς την παιδική απλότητα είναι αδύνατο να ανασυνθέσουμε την παιδική ηλικία της ανθρωπότητας. Όταν ο θρυλικός Χιαγουάθα άκουσε την παραμάνα του να του λέει πως ένας πολεμιστής πέταξε τη γιαγιά του στο φεγγάρι, ξεκαρδίστηκε στα γέλια όπως ξεκαρδίζεται κάθε αγγλόπαιδο όταν η γκουβερνάντα του αφηγείται την ιστορία της αγελάδα που πήδηξε πάνω από το φεγγάρι. Τα παιδιά καταλαβαίνουν αμέσως το αστείο, όπως άλλωστε και οι περισσότεροι ενήλικες… εκτός από τους ειδήμονές μας, που φαίνεται να δυσκολεύονται σε αυτό.

Όμως μόνο με τη ματιά της Τέχνης μπορούμε να καταλάβουμε ένα έργο της φαντασίας. Αν έρθει ένας σπουδαστής και μου πει ότι ο μικρούλης Χιαγουάθα ξεκαρδίστηκε στα γέλια απλώς και μόνο από σεβασμό προς τα έθιμα της φυλής του, η οποία κατά παράδοση υποτίθεται πως ξεφορτωνόταν τους γέρους και τους αδύναμους, θα του πω ότι δεν ξέρει τι λέει. Και αν έρθει ένας λόγιος και μου πει ότι η εικόνα με την αγελάδα που πήδηξε πάνω από το φεγγάρι δεν είναι παρά μια συμβολική ανάμνηση των θυσιών στη θεά Άρτεμη, θα του πω επίσης ότι δεν ξέρει τι του γίνεται. Η αγελάδα πήδηξε πάνω από το φεγγάρι διότι πολύ απλά αυτό κάνουν οι αγελάδες στους μύθους: πηδούν πάνω από το φεγγάρι! 
 
Η Μυθολογία είναι μια χαμένη τέχνη, μια από τις λίγες τέχνες που έχουν στ’ αλήθεια χαθεί, αλλά δεν παύει να είναι Τέχνη. Θέλει πολλή έμπνευση για να πλάσει κανείς την εικόνα μιας αγελάδας να πηδάει πάνω από το φεγγάρι. Όσο για το να πετάει κάποιος τη γιαγιά του ψηλά στους ουρανούς, μπορεί να μη δείχνει καλούς τρόπους, αλλά σίγουρα φανερώνει υψηλή αίσθηση χιούμορ.

Δυστυχώς οι επιστήμονές μας σπάνια αντιλαμβάνονται αυτό που ξέρει κάθε καλλιτέχνης: ότι η πίσω όψη της ομορφιάς είναι η ασχήμια. Σπάνια καταλαβαίνουν την ελευθερία που μας δίνει το γκροτέσκο. Γι’ αυτό θεωρούν ανόητους, χοντροκομμένους και απόδειξη παρακμής τους πρωτόγονους εκείνους μύθους, στους οποίους δεν βλέπουν την ομορφιά της Εσμεράλδας αλλά την ασχήμια του Κουασιμόδου. Η μεγαλύτερη απόδειξη ότι ένας άνθρωπος είναι πεζός και ρηχός, είναι όταν απαιτεί διαρκώς από την ποίηση να είναι «όμορφη», «καλλιεπής» και «υψηλά ποιητική». 

Ορισμένες φορές το χιούμορ βρίσκεται τόσο στο ίδιο το θέμα όσο και στη μορφή ή το ύφος ενός θρύλου. Οι αυστραλιανοί Αβορίγινες, που θεωρούνται από ορισμένους ως οι πλέον πρωτόγονοι από τους πρωτόγονους λαούς, έχουν ένα μύθο που λέει για ένα γιγάντιο βάτραχο, ο οποίος κατάπιε τη θάλασσα και όλα τα νερά της Γης, και τελικά τα έφτυσε μόνο όταν κάποιος τον έκανε να σκάσει στα γέλια. Όλα τα ζώα είχαν περάσει από μπροστά του λέγοντάς του το καθένα το δικό του αστείο, μα ο βάτραχος-γίγας έμενε αγέλαστος σαν τη βασίλισσα Βικτόρια. Όταν όμως στο τέλος εμφανίστηκε μπροστά του ένα χέλι που μάταια πάσχιζε να σταθεί χαριτωμένα όρθιο πάνω στην ουρά του, ο βάτραχος δεν μπόρεσε να βαστηχτεί και έσκασε στα γέλια! Εκατοντάδες βιβλία φανταστικής λογοτεχνίας μπορούν να γραφτούν με αφορμή αυτό το θρύλο. Διότι υπάρχει φιλοσοφία σε αυτή την εικόνα ενός ολότελα αποξεραμένου κόσμου, που πλημμυρίζει ξανά από νερά χάρη σε ένα γέλιο. Υπάρχει φαντασία σε αυτή την εικόνα του γιγάντιου βατράχου, που σκάει στα γέλια σαν ένα υδάτινο ηφαίστειο. Υπάρχει φοβερό χιούμορ στην εικόνα ενός προσώπου που φουσκώνει και φουσκώνει και φουσκώνει μέχρι να σκάσει. Και σε τελική ανάλυση ο βάτραχος ξεκαρδίστηκε στα γέλια, ενώ ο λόγιός μας παραμένει αγέλαστος. (…)»

Γκ. Κ. Τσέστερτον, Ο Αιώνιος Άνθρωπος
απόσπασμα από το κεφάλαιο Ο άνθρωπος και οι μυθολογίες



05 Νοεμβρίου 2019

Ύπαρξη, Θεός, Αντιλεξικόν


Μια που το έφερε μια ωραία συζήτηση στη fb σελίδα του Μίλτου Θεοδοσίου γύρω από τη χρήση της έννοιας «ύπαρξη» στο περί Θεού ερώτημα, να θυμίσω ένα εξαιρετικό και πολύτιμο εργαλείο για όποιον ενδιαφέρεται για τη γλώσσα, το Αντιλεξικόν του Θεολόγη Βοσταντζόγλου (1895-1984). 

Συγκεκριμένα, ο Μ.Θ. έθεσε ευθύβολα το εξής ωραίο θέμα: «Εάν ο Θεός δημιουργεί την ύπαρξη, τότε πριν από τη δημιουργία ο Θεός δεν υπήρχε». Η δική μου παρέμβαση ήταν απλώς και μόνο η παραπομπή σε μια πολύ ενδιαφέρουσα υποσημείωση στο βιβλίο-διδακτορική διατριβή του Σπύρου Κυριαζόπουλου, Προλεγόμενα εις την ερώτησιν περί Θεού (1957, εκδ. Γρηγόρης, 2000, σσ. 128-129). Να τι έγραφε ο σπουδαίος εκείνος Έλληνας φιλόσοφος μεταξύ άλλων ίσως ο πρώτος στη χώρα μας που αναφέρθηκε στον Ζακ Ελλύλ και στην κριτική του τεχνικού φαινομένου, που δυστυχώς χάθηκε μόλις 45 ετών το 1977 :

«Ανεξαρτήτως της παραδοχής ή μη της υπάρξεως του Θεού, ο όρος “ύπαρξις” είναι ακατάλληλος δια να εκφράση ότι ο Θεός ε ί ν α ι. Ο ελληνικός όρος “ύπαρξις” έχεις τέσσαρας βασικάς σημασίας: α. αρχή (έναρξις), β. υπόκεισθαι, γ. εξάρτησις, δ. εμφάνισις (πρόκυψις). Προκειμένου περί της υπάρξεως ως χαρακτήρος του Θεού, τα “υπόκεισθαι-εξαρτάσθαι”, ως και η χρονική σημασία του “άρχεσθαι”, αποκλείονται. Η έννοια “εμφάνισις-πρόκυψις” συνέπεσε προς την έννοιαν του ε ί ν α ι. 

Ετυμολογικώς, ο λατινικός όρος existentia, εκ του οποίου κατάγονται ο γαλλικός και αγγλικός “existence” (αγγλ. ωσαύτως “existency”) και ο γερμανικός “Existenz”, προερχόμενος εκ του ex-sistere, σημαίνει την κατάστασιν του υποκειμένου το οποίον εξέρχεται εκ τινος προδεδομένου, εκ του οποίου και εξαρτάται. Προς την ανωτέρω ερμηνείαν του Etienne Gilson συμφωνών και ο Jacques Maritain, θεωρεί το “existere” ταυτόσημον του “ίστασθαι εκτός των αιτίων” ή “εκτός του μηδενός”. Και ενταύθα η έννοια της existentia συμπίπτει προς την της προκύψεως-υπάρξεως. 

Αμφότεραι, ως δηλωτικαί εκ-στάσεως, προϋποθέτουν προκατάστασιν, εις την οποίαν το εξ-ιστάμενον υπήκε προτού εκ-σταθή. Αλλ’ εάν ο Θεός ε ί ν α ι, οφείλει να είναι το Α π ρ ο ϋ π ό θ ε τ ο ν και να μην “ίσταται εκτός των αιτίων του”, ως εάν ήτο αιτιατός, ούτε “εκτός του μηδενός”, ως εάν το Μηδέν προηγείτο του Θεού. Τόσον ο όρος “ύπαρξις”, όσον και ο όρος “existentia”, κυριολεκτικώς εννοούμενοι, αντιφάσκουν προς την έννοιαν του Θεού.»

Μάλιστα! Πώς προέκυψε ο Βοσταντζόγλου; Έπειτα από ερώτηση σχολιαστή από πού προκύπτουν οι παραπάνω τέσσερεις σημασίες της έννοιας «ύπαρξη», τον οποίο παρέπεμψα αφενός μεν στην παραπομπή του ίδιου του Κυριαζόπουλου στο Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης του Ι. Σταματάκου (1949, σ. 1028, «υπάρχω») και αφετέρου στο Αντιλεξικόν του Βοσταντζόγλου. 

Προσέξτε το εξής: «Το Αντιλεξικόν δεν είναι λεξικό συνωνύμων/αντωνύμων, αλλά θησαυρός, διότι συγκεντρώνει υπό μία λέξη (στην πραγματικότητα υπό  έναν  εννοιολογικό κόμβο) όλες τις λέξεις και φράσεις που συνδέονται σημασιολογικά με αυτήν» (Γιώργος Τράπαλης, Στέλλα Μαρκαντωνάτου, Μαρία Αλεξοπούλου, Αγγελική Φωτοπούλου και Γιάννης Μαΐστρος, «Το Αντιλεξικόν του Θ. Βοσταντζόγλου και η δημιουργία μιας μικρής κλίμακας σημασιολογικά οργανωμένης βάσης δεδομένων της Σύγχρονης Ελληνικής», 2011). 

Οι φωτογραφίες είναι από τη 2η έκδοση (1962), που με συντροφεύει πολλά χρόνια.