Η διαφορά είναι η εξής: εάν μιλάμε για σκέπτεσθαι με την έννοια του “Σκέπτομαι κάποιον” ή του “Σκέπτομαι ένα πρόβλημα”, τότε έχουμε να κάνουμε με ένα σκέπτεσθαι που ο τρόπος της γραμματικής του έκφρασης είναι ρηματικός, διότι σε αυτές τις περιπτώσεις πρόκειται περί δραστηριότητας. Θα ρωτήσετε: Τι είναι αυτό που δείχνει ότι πρόκειται για δραστηριότητα; Η απάντηση βρίσκεται στον ίδιο τον τρόπο με τον οποίο αυτό το ρήμα (“σκέπτομαι”) χρησιμοποιείται όταν πχ λέμε “Έχω βάλει κάτω το μυαλό μου και σκέφτομαι αυτό το πρόβλημα και ενοχλούμαι όταν χτυπάει το τηλέφωνο, γιατί με διακόπτει, μου χαλάει τον ειρμό”.
Ορίστε λοιπόν ένα απλός γραμματικός κανόνας που αφορά τα ρήματα δραστηριότητας: εάν μπορεί κανείς να με διακόψει σε αυτό που μου αποδίδει το ρήμα, τότε αυτό σημαίνει πως κάνω μια δραστηριότητα. Είναι αδύνατο να διακόψουμε κάποιον που δεν ασκεί μια δραστηριότητα.
Ας το συγκρίνουμε τώρα αυτό με τον τρόπο που χρησιμοποιούμε το ρήμα κατανοώ. Στην παραδοσιακή φιλοσοφία του νου, το ρήμα κατανοώ [to understand] θεωρείται και αυτό ως ένα ρήμα δραστηριότητας: “Κατανοώ σχηματίζοντας μια εικόνα, την οποία συνδέω με τις λέξεις που ακούω”. Όμως ο Βίττγκενσταϊν έδειξε για ποιο λόγο το κατανοείν δεν είναι και δεν θα μπορούσε να είναι μια δραστηριότητα. Η δραστηριότητα είναι κάτι που είναι δυνατόν να διακοπεί. Μπορεί να συμβεί αυτό σε οτιδήποτε εννοούμε με το ρήμα κατανοώ; Όχι, δεν είναι δυνατόν να με διακόψει κάποιος όταν κατανοώ κάτι. Αυτό σημαίνει ότι δεν είμαι απασχολημένος, δεν είμαι εν δράσει, όταν κατανοώ. Ούτε άλλωστε μπορεί κανείς να μου δώσει εντολή να κατανοήσω ένα πρόβλημα, ενώ σαφέστατα μπορεί να μου δώσει εντολή να σκεφτώ ένα πρόβλημα. Επομένως, το ρήμα κατανοώ δεν δηλώνει μια δραστηριότητα. Δηλώνει μάλλον μια ικανότητα, μια δεξιότητα, η οποία μάς επιτρέπει να κάνουμε κάποια πράγματα.
Αυτή είναι μια πρώτη γραμματική μορφή της έννοιάς μας του σκέπτεσθαι. Όμως υπάρχει και μια άλλη μορφή : η επιρρηματική. Σε σημειώσεις που έγραψε ενόσω προσπαθούσε να ξεκαθαρίσει τις απόψεις του για την “φιλοσοφία της ψυχολογίας”, ο Βίττγκενσταϊν εξετάζει τους χειρώνακτες. Ρωτάει: “Μπορούμε να πούμε ότι ο ξυλουργός σκέπτεται; Τι πρέπει να εννοήσουμε ως “σκέψη” προκειμένου να πούμε ότι ο ξυλουργός σκέπτεται; Πρέπει να έχουμε κατά νου φράσεις ή αναπαραστάσεις [representations];”. Φυσικά, αυτό δεν είναι διόλου απαραίτητο. Αρκεί να μπορούμε να πούμε ότι ο ξυλουργός είναι συγκεντρωμένος σε αυτό που κάνει. Αν τον δούμε να δουλεύει και πούμε “Δουλεύει προσεκτικά, αυτό το έκανε επιμελημένα”, ή “Αυτό του ξέφυγε”, τότε εφαρμόζουμε σε αυτόν επιρρήματα του σκέπτεσθαι, δεδομένου ότι τα επιρρήματα προσεκτικά και επιμελημένα σημαίνουν ότι ο ξυλουργός σκέφτεται αυτό που κάνει. Για τον ξυλουργό, το ότι σκέφτεται αυτό που κάνει δεν είναι μια δραστηριότητα, την οποία θα έκανε επιπλέον της δραστηριότητάς του να φτιάχνει ένα έπιπλο. Καθόλου! Στο παράδειγμα αυτό, η σκέψη είναι ένα με τον τρόπο με τον οποίο δουλεύει ο ξυλουργός. Όταν η δραστηριότητα του σκέπτεσθαι συνίσταται στο να είναι κανείς προσεκτικός και συγκεντρωμένος σε αυτό που κάνει, τότε το σκέπτεσθαι είναι επιρρηματικό.
Γενικά, η έννοια του νου την οποία μπορούμε τώρα να διατυπώσουμε, είναι πολύ πλουσιότερη και πιο ποικίλη από την παραδοσιακή αντίληψή της, η οποία είχε το μεγάλο μειονέκτημα να είναι ομοιόμορφη, μονοδιάστατη. Η παραδοσιακή έννοια λέει ότι ο νους είναι ένα σύστημα, στο οποίο υπάρχουν αναπαραστάσεις. Μας δίνουν κλασικά την εικόνα ενός ποταμού. Ο νους είναι, λένε, μια ροή αναπαραστάσεων ή βιωμάτων, μια ακολουθία νοητικών συμβάντων, όπου το ένα διαδέχεται το άλλο. Έτσι, όλα όσα έχουν να κάνουν με τον νου, οφείλουν να μπαίνουν σε αυτό το καλούπι: η μνήμη πρέπει να είναι μια αναπαράσταση, η πρόθεση πρέπει να είναι μια αναπαράσταση, η κατανόηση πρέπει να είναι μια αναπαράσταση, κ.ο.κ.
Από εδώ προκύπτει το ενδιαφέρον που έχει ο Βίττγκενσταϊν. Μας υπενθυμίζει ότι ένα μεγάλο μέρος από το λεξιλόγιό μας που αφορά στο νου, έχει να κάνει με ικανότητες, και σε αυτό βρίσκεται η καρδιά της κριτικής που άσκησε στην “ιδιωτική γλώσσα”. Κατανοώ, εννοώ —αυτά τα δυο βασικά ρήματα μιας θεωρίας της γλώσσας— δεν δηλώνουν δραστηριότητες. Όταν κάποιος μιλάει για να πει κάτι, δεν κάνει δυο δραστηριότητες, δεν ξεκινάει πρώτα “συναρμόζοντας λέξεις” και έπειτα προχωράει “εκφωνώντας τις” έτσι ώστε να εννοήσει κάτι με αυτές. Απεναντίας, εννοώ κάτι είναι ο τρόπος με τον οποίο προφέρω λέξεις. Κατανοώ, πάλι, δεν είναι μια δραστηριότητα, η οποία υποτίθεται ότι συνοδεύει την δραστηριότητα “ακούω κάποιον να λέει κάτι”. “Κατανοώ τι λέει” είναι η καταστατική θέση μου αναφορικά με αυτό που λέει ο άλλος. Έχοντας κατακτήσει αυτή τη θέση, μπορώ να ισχυριστώ ότι κατανόησα τι μου είπε, αρκεί να είμαι σε θέση να το εξηγήσω, ή να αντιδράσω σε συνάρτηση με αυτό. Αντιθέτως, εάν δεν το έχω κατανοήσει, είναι σαν να έχω πέσει πάνω σε ένα παράξενο εμπόδιο, δεν ξέρω τι μού είπε.»
Βενσάν Ντεκόμπ, από συνέντευξη στον Sergio Benvenuto (31/1/2001)