Σελίδες

31 Δεκεμβρίου 2006

Το πέρασμα του χρόνου | 2006-2007




Το πέρασμα του χρόνου γεννάει μελαγχολία και φυσικά, μαζί, κι ελπίδες. Κάποιος θα το έλεγε, ίσως, κάπως έτσι: 

Κοιτάς προς τη μια μεριά και βλέπεις ερωτήματα·

στρέφεσαι προς την άλλη και διαβλέπεις απαντήσεις.


Καθώς λοιπόν, σαν τυπικοί θνητοί, έχουμε την πολυτέλεια να βρισκόμαστε πού και πού ανάμεσα στα δυο, πιάσαμε κουβεντούλα με το Χρόνο. Ή μάλλον με κάποιον, που τον είχε συναντήσει. Τον είχε λοιπόν ρωτήσει, λέει, το Χρόνο: Πώς γεννιέσαι μέσα μας; Πώς μας συμβαίνει αυτή η «αίσθηση του χρόνου»;

Κι εκείνος του απάντησε:

«Γεννιέμαι μέσα σας όποτε νιώθετε πως κάτι σας ξεγλίστρησε, σας ξέφυγε, κινήθηκε πιο σβέλτα από εσάς και … σας την έφερε, είτε ωραία είτε άσχημα».

Μεμιάς στο νου μας παρέλασαν κλέφτες, απατεώνες, εξυπνάκηδες, ταχυδακτυλουργοί, εξαίσιοι άνθρωποι που μας έχουν ξαφνιάσει όμορφα, ή άθλια υποκείμενα που μας ξάφνιασαν άσχημα, χειρονομίες αυθόρμητης αγάπης, σοφοί που μας άφησαν εκστατικούς, καθάρματα που μας άφησαν άφωνους…

Ωραία μας τα είπε ο φίλος μας. Όπως και να ‘χει, συμπεράναμε εμείς, μόνο δυο τύποι είναι πιο σβέλτοι από όλους μας ανεξαιρέτως: ο Θεός και ο Διάβολος. Κι ευτυχώς, όπως μας διαβεβαίωσαν οι γνώστες, ο πρώτος είναι πιο σβέλτος απ’ το δεύτερο! Εμείς;


23 Δεκεμβρίου 2006

Ελευθερία και Αυτοσυνείδηση | Μανιφέστα 00


Κώστας Παπαϊωάννου
(1925-1981)
 
 
Δεν μπορεί κανείς να γίνει ελεύθερος,
άνθρωπος ή λαός,
αν δεν έχει τρομάξει με τον εαυτό του.



21 Δεκεμβρίου 2006

Μια παγίδα ονόματι Dogville




ή

Ο δρόμος για την Κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις

(το κείμενο γράφτηκε το Δεκέμβριο του 2003
και δημοσιεύτηκε στο Happyfew)

Εάν, εκτός από το να το απολαύσει αισθητικά, θέλει κανείς να κατανοήσει ένα κινηματογραφικό έργο (ή ένα μυθιστόρημα ας πούμε), θα πρέπει νομίζω να φύγει από τη θέση του θεατή (ή του αναγνώστη) και να ταυτιστεί, όσο γίνεται, με το δημιουργό του. Να δανειστεί την οπτική γωνία του σκηνοθέτη του. Να τον ανακαλύψει πίσω από τους ήρωες, τους διαλόγους, τις κινήσεις της  κάμερας και όλο το στήσιμο του έργου.

Πολλοί ― οι περισσότεροι; ― δημιουργοί μιλούν μέσω κάποιου ή κάποιων από τους ήρωες, ή ακόμα τους δευτερεύοντες ρόλους, των ταινιών τους (ή των μυθιστορημάτων τους: «Η μαντάμ Μποβαρί είμαι εγώ», ο Φλομπέρ). Έτσι, ταυτιζόμενος ο θεατής με αυτούς, οικειοποιείται και κατανοεί το συγκεκριμένο έργο. Παρασυρμένοι ίσως από αυτή την προπαίδεια αλλά κι από τον ίδιο τον Λαρς φον Τρίερ, οι περισσότεροι θεατές του Dogville έκαναν το «σφάλμα» να ταυτιστούν με τη γλυκερή ανόητη Γκρέις. Το αποτέλεσμα βέβαια ήταν σοκαριστικό γι’ αυτούς!

Ο Λαρς φον Τρίερ όμως δεν είναι κανείς απολύτως από τους εμφανείς ήρωες του Dogville. Όλοι τους οι ήρωες χρεώνονται την ίδια γενική αποτυχία. Ο Λαρς φον Τρίερ, η οπτική γωνία του, είναι ο αποστασιοποιημένος μα όχι ψυχρός, ο κάπως είρωνας αλλά με δόσεις κατανόησης, ο λιγάκι πικρός αλλά πιο συχνά δηκτικός και πάντοτε οξυδερκής αφηγητής του Dogville. Κι αυτός δεν θα μπορούσε βεβαίως να ταυτιστεί με κανέναν από τους ήρωές του – πολύ δε λιγότερο με την Γκρέις, που άλλο δεν κάνει από το χαϊδεύει τ’ αυτιά όλων, λέγοντάς τους αυτό που θέλουν ν’ ακούσουν: ο φον Τρίερ δεν θέλει να μας χαϊδέψει τ’ αυτιά× θέλει να μας ξεκουφάνει!

Έχοντας λοιπόν να οικειοποιηθεί το βλέμμα του Αφηγητή, είδα αυτή την ταινία σαν ένα ενδιαφέρον «κόλπο» στημένο σαν σχόλιο πάνω στα σκυλιά, τους ανθρώπους, τους διανοούμενους, τις «όμορφες ψυχές» και τους θεούς που γέννησαν όχι μόνο τη σύγχρονη Αμερική αλλά και το μοντέρνο κόσμο γενικότερα. Από αυτή την άποψη, και ως προς τη συγκεκριμένη χρήση του κινηματογραφικού μέσου ώστε να πιάσει το «κόλπο», η ταινία είναι ευφυέστατη. Σε ό,τι αφορά το ίδιο το σχόλιο, το θεωρώ ευφυέστατο επίσης.

Το «κόλπο».

Το Dogville είναι κατ’ αρχήν ένα «κόλπο» που αποσκοπεί να ρίξει τον θεατή σε μια απύθμενη παγίδα χωρίς πλέον καμιά διαφυγή. Το «κόλπο» αυτό, στηριγμένο σε μια αριστοτεχνική χρήση των κινηματογραφικών συμβάσεων, βρίσκεται στην προοδευτική πρόκληση στο θεατή συναισθημάτων:

(1)    αποτροπιασμού για τους κατοίκους της Dogville,
(2)    καγχασμού σε βάρους του διανοούμενου,
(3)    συμπάθειας για τη γλυκερή ανόητη Γκρέις,
(4)    δέους για τον Τιμωρό Θεό-Γκάνγκστερ, με
(5)    τον αφηγητή να περνά απαρατήρητος.

Προκαλώντας έντεχνα, με τις αντίστοιχες ταυτίσεις και αποταυτίσεις, αυτά τα συναισθήματα στους θεατές του, ο φον Τρίερ τους προετοιμάζει για την τελική παγίδα του: την εισβολή του έως εκείνη τη στιγμή συναισθηματικά αγνοημένου αφηγητή στο προσκήνιο της συνείδησής τους με το ερώτημα «κι εσείς το ίδιο δεν θα κάνατε;». Και πρόκειται για καλοστημένη παγίδα, διότι είτε «ναι» απαντήσεις είτε «όχι», την έχεις βαμμένη από χέρι!

Είναι απλό: αν απαντήσεις «ναι», τότε οφείλεις να παραδεχτείς την ανάγκη σου για ένα Γκάνγκστερ επί της γης× αν απαντήσεις «όχι», τότε οφείλεις ν’ αποδείξεις ότι, αν ήσουν στη θέση της Γκρέις, θα έδινες τα παπούτσια στο χέρι στον Γκάνγκστερ και θα υπέμενες το μαρτύριο έως τέλους. Με το «ναι|, σε πιάνει δουλάκι και σύμμαχο της ωμής εξουσίας! Με το «όχι», σε πιάνει, στην καλύτερη περίπτωση, ονειροπαρμένο!

Αλλά, όπως είπα, πρόκειται για καλοστημένη παγίδα. Τα χαρτιά, που θα σε οδηγήσουν να την πατήσεις και να πέσεις μέσα, είναι ευθύς εξ αρχής σημαδεμένα. Ο φον Τρίερ ποντάρει στην υποκρισία όλων μας. Πάνω σ’ αυτήν στήνει την παγίδα του. Πού βρίσκεται αυτή η υποκρισία; Μα ακριβώς στη βιασύνη με την οποία εμείς οι θεατές:

(1)    θα αποταυτιστούμε από τους κατοίκους της  Dogville και θ’ αποτροπιαστούμε μαζί τους, θεωρώντας πως δεν υπήρχε ποτέ περίπτωση να κάνουμε, εμείς, τέτοια ποταπά και άθλια πράγματα·
(2)    θα καγχάσουμε σε βάρος του διανοούμενου απορρίπτοντας τον ωφελιμισμό του (το όλο στήσιμο που κάνει με βάση την αρχή της  ανταπόδοσης, αδέξια καλυμμένης με ηθικιστικές ζάχαρες), τη στιγμή που είναι βέβαιο ότι με αυτή την ίδια αρχή και τις ίδιες ζάχαρες κινούμαστε στη ζωή μας·
(3)    θα ταυτιστούμε με την «όμορφη ψυχή» Γκρέις, λες κι εμείς άλλο δεν σκεφτόμαστε παρά πώς να θυσιαστούμε υπηρετώντας τον πλησίον μας·
(4)    θα νιώσουμε δέος για τον Γκάνγκστερ, σε σημείου τελικώς να συμφωνήσουμε (και) με τις κυνικές διδαχές του, τις οποίες υποτίθεται ότι δεν ασπαζόμαστε ποτέ· και τέλος
(5)    θα αγνοήσουμε, παρά τις πολλές προειδοποιήσεις του, τον Αφηγητή.

Ποντάροντας στην υποκρισία των θεατών του, στην υποκρισία «όλων μας» ― ποντάροντας, ότι θα θεωρήσουμε εσπευσμένα πως οι ίδιοι δεν έχουμε τίποτε κοινό με τους «μίζερους» και μάλλον «ζωώδεις» κατοίκους της Dogville, ούτε με τον ανόητο διανοούμενο, ούτε με τον Γκάνγκστερ, και ότι κοινά έχουμε μόνο με την «όμορφη ψυχή» Γκρέις ―, ο Λαρς φον Τρίερ μας ξεχρυσώνει αριστοτεχνικά το χαπάκι οδηγώντας μας στο τελικό ερώτημα-παγίδα που προείπα, όπου κάθε απάντηση αποβαίνει μοιραία για εμάς τους ίδιους! Διότι, τόσο το «ναι» όσο και το «όχι», την υποκρισία του θεατή αφήνουν πλέον μετέωρη καθότι ακάλυπτη. Heil Lars!

Το σχόλιο.

Ας δούμε τώρα γιατί μιλάω για σημαδεμένα χαρτιά. Για να καταλάβει κανείς την παγίδα του Λαρς πριν πέσει μέσα, αρκεί να θέσει στον εαυτό του ένα ερώτημα που προκύπτει ήδη από τις πρώτες στιγμές της ταινίας: γιατί αυτοί οι άνθρωποι της Dogville, όπως μας τους παρουσιάζει ο αφηγητής στον Πρόλογο, θα έπρεπε να αλλάξουν καθ' οιονδήποτε τρόπο; Ή, για να το θέσω αλλιώς: οι άνθρωποι αυτοί, έτσι όπως μας τους συστήνει ο αφηγητής στον Πρόλογο, είναι «καλοί» ή «κακοί»;

Αν θυμηθούμε τον Πρόλογο, θα δούμε ότι δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο. Παρουσιάζονται με αδρές αλλά σαφείς πινελιές σαν «απλοί» άνθρωποι όπως «όλοι μας». Διάγουν την ύπαρξή τους μέσα σε κάποιες ισορροπίες που, είτε μάς αρέσουν είτε όχι, είναι ισορροπίες που «όλοι μας» μοιραζόμαστε και δεν προδικάζουν καμιά συγκεκριμένη τροπή. Απλώς, θα λέγαμε, επιβιώνουν· περισσότερο ή λιγότερο μοναχικά. Ο ένας είναι ένας συνταξιούχος γιατρός που περιμένει να πεθάνει, ο άλλος ένας τυφλός που κρύβεται, μια άλλη παλεύει να ζήσει την ανάπηρη κόρη της, δυο από αυτούς επωφελούνται του εμπορικού δαιμονίου τους, μια μάνα φαντάζεται τα παιδιά της σαν τα καλύτερα του κόσμου και υπομένει ένα γάμο μ’ έναν εραστή των μήλων, κάποιος φορτηγατζής τη βγάζει με πουτάνες και ψιλοντρέπεται γι’ αυτό, κ.ο.κ. Γιατί θα έπρεπε κάτι να αλλάξει σε αυτούς;

Ή αλλιώς: Τι επιδιώκει τελοσπάντων ο Διανοούμενος, που τους συμμαζεύει και τους κάνει διαλέξεις;

Βεβαίως το σημάδεμα των χαρτιών ξεκινά ήδη από το γεγονός ότι ο Πρόλογος μας παρουσιάζει μια πολίχνη που δεν διαθέτει κανενός είδους κοινωνική ζωή. Οι άνθρωποί της ζούνε ως υπάρξεις, αλλά όχι σαν υποκείμενα. Ως Άτομα, αλλά όχι ως πολιτική κοινότητα. Συνυπάρχουν, επιβιώνουν, αλλά εκτός οιουδήποτε «κοινού λόγου». Ούτε η Dogville είναι Πόλη, ούτε οι κάτοικοί της Πολίτες! 

Παράδοξο; Όχι. Αυτό το σημάδεμα είναι ασφαλώς θεμιτό, μιας και ο φον Τρίερ θέλει να καταδείξει, έστω και σε «καθαρή» μορφή, τη γέννηση του Αμερικανικού Έθνους, του κατ’ εξοχήν εκπροσώπου των Μοντέρνων Καιρών· να καταδείξει δηλαδή στη γένεσή τους τις δυνάμεις «παραγωγής» Πόλεως και πολιτικών υποκειμένων, οι οποίες έδρασαν και δρουν ακόμη εκεί. 

Έτσι, ως εκπρόσωπος αυτών των δυνάμεων από την πλευρά της  ίδιας της  πολίχνης, ο μόνος εκεί μέσα που θέλει με το στανιό να τους κατοίκους της Dogville τρέψει προς τα κάπου (προς το Καλό, όπως φαντάζεται), είναι ο Διανοούμενος, ο άεργος φιλόσοφος-συγγραφέας. Τον ακούνε στις ανιαρές διαλέξεις του αλλά δεν πείθονται. Ο ηθικιστικός λόγος του ούτε πολιτικά υποκείμενα μπορεί να παράγει, ούτε Πόλη. Τον αναγνωρίζουν σαν ένα «δικό τους άνθρωπο», ένα άνθρωπο «καλών προθέσεων», αλλά δεν τον παίρνουν στα σοβαρά. Η ίδια η Λιζ, που αδέξια την φλερτάρει, τον περιπαίζει.

Ώσπου εμφανίζεται η Γκρέις. Η κατατρεγμένη από τον Πατέρα ρομαντική, «όμορφη ψυχή». Ο διανοούμενος θ’ αρπάξει την ευκαιρία από τα μαλλιά. Ο ηθικιστικός του λόγος αποκτά το έρεισμα που αναζητούσε: «Να συνεργαστούμε προστατεύοντας μια κυνηγημένη», προτείνει στους συντοπίτες του. Ο επίπεδος ωφελιμισμός του ― η Αρχή της ανταπόδοσης και το χρήμα στην υπηρεσία της ηθικής ― βρίσκει στο πρόσωπο της «επαναστατημένης» κατά του πατρός της Γκρέις τον ιδανικό σύμμαχο. Ο Διανοούμενος και η Όμορφη Ψυχή έχουν κάτι κοινό. Και οι δυο τους αποζητούν, ο καθένας από την πλευρά του, την αναγνώριση από εκείνους που τους απορρίπτουν: ο πρώτος από την πολίχνη του (και τη ζουμερή Λιζ), η δεύτερη από τον Γκάνγκστερ Πατέρα της. Και οι δύο τους αποζητούν αυτή την αναγνώριση θέλοντας ν’ αποδείξουν στην άλλη πλευρά ότι σφάλλει.

Απέναντι σ’ αυτή τη συμμαχία μεταξύ του ωφελιμιστή (και φίλου των τιμών) διανοούμενου και της ρομαντικής Γκρέις, οι κάτοικοι της Dogville «φιλοτιμούνται» να τραπούν προς την κατεύθυνση που τους υποδεικνύεται. Λέω «φιλοτιμούνται», διότι αυτό λένε οι ίδιοι· τόσο στη συνέλευση για το τι θα γίνει με την Γκρέις («Εντάξει», απαντούν στο διανοούμενο, «ξέρουμε πως είσαι άνθρωπος καλών προθέσεων κι επειδή σε αγαπάμε θα κάνουμε αυτό που προτείνεις»), όσο και όταν δέχονται το ανταποδοτικό-ωφελιμιστικό δίκαιο που τους προτείνει (η σκηνή στο μαγαζί της Λορίν Μπακόλ, όπου τελικώς δίνουν δουλειά στην Γκρέις). Να λοιπόν που και αυτοί κινούνται για να αποδείξουν στην άλλη πλευρά (το διανοούμενο) ότι σφάλλει (που τους θεωρεί άξεστους και αδιάφορους).

Ποιός από τους θεατές του Dogville δεν θα «φιλοτιμούνταν» παρομοίως; Ποιός θα έλεγε όχι στην επίκληση να παρασχεθεί άσυλο στην όμορφη Γκρέις; Ποιός θα είχε αντίρρηση να του ανταποδοθεί με κάποιον τρόπο αυτή η παροχή ασύλου, αφού μάλιστα υπαινίσσεται κάποιον κίνδυνο;

Η τράπουλα λοιπόν στήθηκε κι από εδώ και πέρα όλα βαίνουν φυσιολογικά προς την τελική κατάληξη, δηλαδή την παγίδευση του θεατή.

Μα είναι σημαδεμένη τράπουλα, διότι ο φον Τρίερ την έχει στήσει με βάση μία συγκεκριμένη ανθρωπολογική πρακτική θεωρία περί «τροπής» του ανθρώπου από απλή Ύπαρξη σε Υποκείμενο και της  ανθρώπινης συνύπαρξης από σύμφυρμα σε Πόλη. Μια τέτοια τροπή φαίνεται πράγματι, πως επιδιώκει ο Διανοούμενος. Από τη μια μεριά, οι συχνά πικρόχολες κριτικές του θέλουν να ξυπνήσουν την αίσθηση μιας ορισμένης ευθύνης στους κατοίκους της Dogville ― και βέβαια, ο άνθρωπος τρέπεται από απλή ύπαρξη σε υποκείμενο όταν ακριβώς συναισθάνεται Ευθύνη. Από την άλλη, οι ηθικολόγες παραινέσεις του περί αλληλοβοήθειας και συνδρομής των αδυνάμων, αποσκοπούν στο να τρέψουν την συνύπαρξή τους σε Πόλη.

Το στήσιμο αυτό, και το σχόλιο του φον Τρίερ, το βρίσκω, όπως είπα, ευφυές. Διότι η ανθρωπολογική πρακτική θεωρία που στήνει και σχολιάζει είναι ασφαλώς η κυρίαρχη σήμερα. Είναι η μοντέρνα πρακτική ανθρωπολογική θεωρία περί τροπής του ανθρώπου από ύπαρξη σε υποκείμενο και της  ανθρώπινης συνύπαρξης σε Πόλη, η οποία προήλθε από τη συμμαχίας του ωφελιμισμού των Εμπόρων και των Κεφαλαιοκρατών με τον ιδεαλισμό των ρομαντικών Διανοουμένων. Είναι τούτη η κοσμοθεώρηση που, όπως το ξέρουμε πλέον, οδηγεί παραδόξως στον «Γκάνγκστερ», τον Αμείλικτο Τιμωρό Θεό-Πατέρα, από τον οποίον ήθελε να ξεφύγει.

Γιατί μιλάω όμως για «στήσιμο»; Διότι, απλώς, η συγκεκριμένη ανθρωπολογική πρακτική θεωρία δεν είναι και η μοναδική, ούτε η μόνη δρώσα στον κόσμο. Αλλά αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα.

Θα κλείσω σχολιάζοντας την άποψη, ότι στο πρόσωπο της Γκρέις ο φον Τρίερ ασκεί καυστική κριτική στο χριστιανισμό.

Η άποψη αυτή είναι φυσικά σωστή ― άλλωστε είναι ολοφάνερο το παιχνίδι του με τις λέξεις Dog και God. Θα πρέπει ωστόσο, πλάι στις οφθαλμοφανείς ομοιότητες της Γκρέις με αυτό που θεωρούμε συνήθως σαν «χριστιανική αγάπη»,  να προσέξουμε και τις καίριες διαφορές της όλης κίνησης της Γκρέις σε σχέση με την κίνηση του Χριστού μέσα στον κόσμο. Θα διαπιστώσουμε τότε, πως ίσως η καυστική ματιά του φον Τρίερ στρέφεται κατά μιας συγκεκριμένης διαστροφής της χριστιανικής αγάπης.

Ο Χριστός λ.χ. δεν αρνήθηκε τον Πατέρα: δήλωνε πως ό,τι έλεγε, του το είχε πει ο Πατέρας να το μεταφέρει στους ανθρώπους. Αντίθετα η Γκρέις, ό,τι λέει, το λέει εναντιωνόμενη απολύτως προς τον πατέρα της. Ο Χριστός εναντιώθηκε στους «Γραμματείς και Φαρισαίους υποκριτές» και τους «σοφούς αυτού του κόσμου». Η Γκρέις συμμαχεί τυφλά μαζί τους. Τέλος, ο Χριστός προτρέπει μεν συγκεκριμένα πρόσωπα να «γυρίζουν και το άλλο μάγουλο»· αλλά όχι μόνο μαστιγώνει τους εμπόρους στο Ναό, μα κι επιπλήττει αυστηρά τον δούλο που τον χαστουκίζει στο σπίτι του Άννα. Απευθύνεται στον καθένα προσωπικά και ουδέποτε νανουρίζει τις αδυναμίες και τις ιδιοτροπίες των ανθρώπων. Η Γκρέις, αντίθετα, γυρνά αδιακρίτως προς όλους και κάθε στιγμή το μάγουλό της, χωρίς να  διακρίνει Πρόσωπα και δίχως να προσπαθεί ν’ αναδείξει ό,τι καλύτερο και δυναμικότερο στοιχείο ζωής έχει ο καθένας με τον οποίο συνδιαλέγεται. Αντ’ αυτού, μονίμως χαϊδεύει τις αδυναμίες τους και μιζερολογεί μαζί τους, λέγοντάς τους τις δικαιολογίες που θέλουν ν’ ακούνε. Κι όταν ακόμα, κατά προτροπή του Διανοουμένου, αποφασίζει να τους τα «χώσει», δεν βρίσκει τίποτα καλύτερο από το να τους μαζέψει και να τους κάνει … διάλεξη, κατακρίνοντάς τους μάλιστα τόσο μαζικά και απρόσωπα, που ο φον Τρίερ κρίνει (πολύ σωστά!) εντελώς ανάξιο να μάς μεταφέρει τι ακριβώς τους λέει.

Τελικά, αυτό που μας δείχνει αριστοτεχνικά ο Λαρς φον Τρίερ είναι, πως η συμμαχία του ωφελιμιστικού πραγματισμού με μια ορισμένη διαστροφή της  χριστιανικής αγάπης ―η συμμαχία από την οποία προέκυψαν οι ΗΠΑ―, αντί να τρέπει τους ανθρώπους από υπάρξεις σε ελεύθερα υποκείμενα με κοινό Λόγο, τους μετατρέπει σε «δαίμονες».


Το σχόλιο του Λαρς φον Τρίερ είναι, θα έλεγα, ένα μαεστρικό σχόλιο πάνω στην παγίδα όπου έχει πέσει ο μοντέρνος άνθρωπος στην προσπάθειά του ν’ απαλλαγεί από τον Αμείλικτο Τιμωρό Θεό: παρά τις τιτάνια έφοδό του στον Ουρανό, όχι μόνο δεν απαλλάχτηκε από αυτό τον «Γκάνγκστερ» αλλά τον έχει τόση ανάγκη ώστε στο τέλος σε αυτόν επιστρέφει, αυτόν δικαιώνει και αυτόν πασχίζει, όποτε νιώθει ισχυρός, να μιμηθεί.

Οι κάτοικοι του Αφγανιστάν ή του Ιράκ δεν νομίζω να διαφωνήσουν με τον σπουδαίο αυτό Δανό … αν και έχω ισχυρές αμφιβολίες για το κατά πόσον δεν λατρεύουν και αυτοί τον ίδιο σκοτεινό «Θεό».

Hollowsky, Δεκέμβριος 2003