|
Φράνσις Μπέικον (1561-1626) |
«Παρότι
ο Μπέικον εξέφραζε οπωσδήποτε, όπως γίνεται συχνά με τους ευαίσθητους
καλλιτέχνες, την αλλαγή κλίματος της εποχής του πολύ προτού αυτή γίνει αισθητή
στους δρόμους, οι προβλέψεις του έδωσαν αυτοπεποίθηση στο νέο προσανατολισμό
προς το φυσικό κόσμο ως το μόνο τομέα της ζωής, που είναι αρκετά αποκομμένος
από τις υποκειμενικές φαντασίες και τις συγκινησιακές ωθήσεις, ώστε να
χρησιμεύει σαν κοινός τόπος συνάντησης μυαλών που κατά τα άλλα είναι ιδεολογικά
διάφορα.
Άνθρωποι που δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν πάνω στη φύση του Θεού, μπορούσαν να
έρθουν σε συνδιαλλαγή κάνοντας θεό τους τη φύση, από τη στιγμή
που ανακάλυπταν μια μέθοδο, η οποία εξοβέλιζε κάθε εμπειρία που δεν μπορούσε να
επαναληφτεί πειραματικά ή να επαληθευτεί ανεξάρτητα.
Με το να επιμένει στις πρακτικές συνέπειες της επιστήμης, ο Μπέικον προσπαθούσε
να δείξει ακόμα και σ’ εκείνους που ήταν βυθισμένοι στους πιο αφηρημένους
υπολογισμούς και πειραματισμούς, πως μπορούσαν στο τέλος να προσφέρουν
μεγαλύτερες ευεργεσίες στο γένος των ανθρώπων απ’ ό,τι εκείνοι που πάσκιζαν να
τη βελτιώσουν με το νόμο, την ηθική ή τη διακυβέρνηση, ή εκείνοι που
προσπαθούσαν ν’ αλλάξουν το περιβάλλον μόνο με τη χειρωνακτική δουλειά και την
τέχνη.
Η ιδέα πως η επιστημονική παρατήρηση του αέρα, της γης, του νερού και της
φωτιάς θα μπορούσε να οδηγήσει σε γόνιμες εφαρμογές στην τεχνολογία, θα πρέπει
να είχε περάσει από πολλά μυαλά, του Αρχιμήδη, του Ήρωνα του Αλεξανδρέα και,
για να συμπληρώσουμε την τριάδα του μεσαιωνικού συνονόματού του [Ρότζερ]
Μπέικον, προτού επεξεργαστεί αυτή την άποψη ο Φράνσις Μπέικον. Εντούτοις όμως
αυτός βοήθησε πολύ να κλείσει το χάσμα ανάμεσα στις σφαίρες της επιστήμης και
της τεχνολογίας, από τις οποίες η πρώτη θεωρούνταν για καιρό ελευθέρια τέχνη μα
εξόχως άχρηστη, εκτός ίσως από την ιατρική, ενώ η δεύτερη, όσο κι αν ήταν
χρήσιμη, ήταν μαραμένη εξαιτίας του δουλικού κι εξευτελιστικού της χαρακτήρα. (...)
[Ο
Μπέικον] προείδε πως η επιστήμη θα γινόταν ένα συγκροτημένο εγχείρημα με
κυρίαρχο γνώρισμά του την εσκεμμένη οργάνωση, και ότι ο κοινωνικός στόχος της
επιστήμης, όπως τον διατύπωσε στη Νέα Ατλαντίδα, θα ήταν «η
διεύρυνση των ορίων της επικράτειας του πολιτισμού, έως την πραγμάτωση κάθε
δυνατού πράγματος». (...)
Η ανάγκη είχε πάντα σταθεί η πιο απρόθυμη μητέρα της εφευρετικότητας∙ ο Μπέικον
κατάλαβε πως η περιέργεια ήταν ένας πολύ πιο γόνιμος συγγενής, και πως οι
εφευρέσεις που προάγονταν μ’ αυτό τον τρόπο θα γίνονταν γεννήτρες νέων αναγκών.
Μα ο Μπέικον προχώρησε παραπέρα. Είδε πως η περιέργεια, για να είναι πλήρως
αποτελεσματική, πρέπει να στρατολογεί, όχι μοναχικά και περιστασιακά μυαλά αλλά
ένα σώμα καλοοργανωμένων εργατών, όπου ο καθένας θα ασκεί μια εξειδικευμένη
λειτουργία και θα δρα σ’ έναν οριοθετημένο χώρο. Με την τεχνολογική οργάνωση
της επιστήμης, όπως τη σκιαγράφησε στη Νέα Ατλαντίδα, πρότεινε να
κατασκευαστεί μια μηχανή ικανή να παράγει ωφέλιμη γνώση, με τον ίδιο τρόπο που
ένα καλοοργανωμένο εργοστάσιο επρόκειτο, λίγο μετά την πρόβλεψη του Μπέικον, να
παράγει υφάσματα ή παπούτσια. (...)
Ένα
μέρος από την τεράστια ποσοτική απόδοση της σύγχρονης επιστήμης οφείλεται το
δίχως άλλο στην ικανότητά της να χρησιμοποιεί, όχι μόνο λίγα σπουδαία
διευθυντικά μυαλά, μα και ένα πλήθος εξειδικευμένων εργατών με το κομμάτι,
στενά εκπαιδευμένων στα καθήκοντά τους, που τους έχουν εσκεμμένα αποστερήσει
από κάθε ευκαιρία να εξερευνήσουν ένα ευρύτερο πεδίο και που ο ρόλος τους μέσα
στη συνολική διαδικασία θυμίζει όλο και περισσότερο το ρόλο ενός εργοστασιακού
εργάτη σε μιαν αλυσίδα συναρμολόγησης. Η συλλογική προσωπικότητα έχει
απορροφήσει τα χαρακτηριστικά του ατομικού στοχαστή και καθώς η επιστήμη
εξαρτάται, για τ’ αποτελέσματά της, όλο και περισσότερο από περίπλοκους και
εξαιρετικά δαπανηρούς εξοπλισμούς, όπως είναι οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές και
τα κυκλοτρόνια, δεν μπορεί να γίνει εργασία πάνω σε αυτές τις γραμμές χωρίς
στενή σύνδεση με μια σωματειακή οργάνωση. (...)
Η επιστήμη έγινε η τεχνολογία των τεχνολογιών (...) εξαπλώνεται ως μαζική
τεχνολογία και ο ίδιος ο επιστήμονας γίνεται υπηρέτης των σωματειακών
οργανώσεων, που εργάζονται για την επέκταση των ορίων της επικράτειας −
που δεν είναι καθόλου πάντοτε «επικράτεια του πολιτισμού»! − και προικίζονται
διαμέσου των εφευρέσεων με εξουσία και πλούτη και κοινωνικό κύρος. (...)
Όχι μόνο λοιπόν έχουν γίνει οι επιστήμες τεχνολογία, μα και ο επιστήμονας,
μπλεγμένος μέσα στη σωματειακή διαδικασία γίνεται γρήγορα το μοντέλο ενός
πειθήνιου, τυποποιημένου ανθρώπου της οργάνωσης. (...)
Η
επιστήμη ως τεχνολογία παρουσιάζει μια σειρά από προβλήματα, που η επιστήμη ως
αφιλοκερδής εξέταση της φύσης δεν είχε αντιμετωπίσει ποτέ∙ γιατί εμφανίζει τις
ίδιες ανορθολογικότητες και παραλογισμούς, που γέννησε η μαζική παραγωγή σε
άλλους τομείς. (...)
Σαν παράγοντας της τεχνολογίας, η επιστήμη έπαψε να είναι αμόλυντη και
ανεύθυνη, όπως ισχυριζόταν την εποχή των μεγάλων διενέξεών της με την Εκκλησία. (...)
Ακριβώς
επειδή η επιστήμη ως τεχνολογία έχει αρχίσει να κυριαρχεί πάνω σε κάθε άλλη
πλευρά της επιστήμης, είμαστε υποχρεωμένοι, έστω για την αυτοσυντήρησή μας, να
διορθώσουμε τα λάθη που ο Μπέικον ασυναίσθητα καλλιέργησε ή επικύρωσε.»
Λιούις
Μάμφορντ, Μπέικον: Η Επιστήμη ως Τεχνολογία (1961),
από το Η προσωπικότητα στη ιστορία,
(μετάφραση
Κώστας Κουρεμένος, εκδόσεις Ύψιλον/βιβλία,1988)