Σελίδες
19 Φεβρουαρίου 2012
15 Φεβρουαρίου 2012
Νηφάλιοι μέσα στην καταιγίδα | Κρίση 15
Μάλεβιτς: Μαύρο τετράγωνο σε άσπρο φόντο |
Για μια διαύγαση της ιστορικής στιγμής
και για μια στάση απέναντι στην παρούσα κρίση
Έχει με δύναμη υπογραμμιστεί, τόσο από αγωνιζόμενους στοχαστές, όπως λ.χ. ο Βίκτορ Φρανκλ, που γνώρισε τη δοκιμασία των στρατόπεδων συγκέντρωσης, όσο κι από ανθρώπους της περιπέτειας −όπως ο δαιμόνιος Εντουάρ Ρεϊνάλ κι ο καπετάν Μάσγκρειβ με το τσούρμο τους, ναυαγοί για κοντά δυο χρόνια σ’ ένα ξερονήσι κοντά στην Ανταρκτική−, πως αυτό που διακρίνει τον άνθρωπο, είναι τ’ ότι δεν μπορεί να ζήσει, ούτε καν να επιβιώσει, χωρίς έναν ορίζοντα πλουσιότερο από την γυμνή ανάγκη και τη επιβίωση. Δεν μπορεί να ζήσει χωρίς να έχει λόγους για να ζει.
Ας το ξεκαθαρίσουμε. Δεν είναι ότι ο άνθρωπος χρειάζεται αυτούς τους λόγους σαν διακοσμητικό συμπλήρωμα της επιβίωσης, σαν παρηγοριά ή μυθοπλαστικό διεγερτικό της αυτοσυντήρησής του. Δεν είναι ότι τους έχει ανάγκη σαν «κατά συνθήκην ψεύδη», όπως πιστεύει ένας διαδεδομένος αγοραίος υλισμός. Στον άνθρωπο, το να ζει και το να έχει λόγους για να ζει είναι σαν τις δυο όψεις της ίδιας σελίδας: δεν μπορείς να κόψεις τη μια, χωρίς να κόψεις την άλλη∙ δεν μπορείς να κάψεις τη μια, χωρίς να κάψεις την άλλη. Γι’ αυτό και όταν σ’ ένα πολιτισμό εξευτελίζονται και μηδενίζονται οι λόγοι για να ζει κανείς, όταν οι ορίζοντες κλείνουν τον άνθρωπο στο κλουβί της επιβίωσης, τότε ο δρόμος είναι ορθάνοιχτος στην αγριότητα.
* * *
Με αυτό το δεδομένο, το μέγεθος και η επικινδυνότητα της παρούσας κρίσης μπορούν να μετρηθούν από το βαθμό στον οποίο δοξολογούνται οι γυμνές βιολογικές ανάγκες, καθώς κι από την έκταση των πολιτικών δυνάμεων που διαλαλούν ότι το κύρος τους βρίσκεται στο ότι μπορούν, αυτές, να εγγυηθούν την ικανοποίησή τους. Όσο περισσότερες φωνές μπαίνουν σε τούτο το παιχνίδι αναγωγής του ανθρώπινου στο βιολογικό, όσο πλαταίνει το μέτωπο που διατυμπανίζει πως «η επιβίωση προέχει» και πως οι λόγοι για να ζούμε δεν είναι παρά μια «πολυτέλεια» όταν «ο λαός πεινάει», όσο δηλαδή φτωχαίνει ο ορίζοντας της ζωής από το σκιάχτρο της απλής επιβίωσης, τόσο περισσότερο μπορούμε να είμαστε βέβαιοι πως η κρίση προχωράει προς την καρδιά του υπάρχοντος πολιτισμού. Διότι αυτές οι φωνές πολλαπλασιάζονται πάντοτε όταν καταρρέουν όλες εκείνες οι ιδέες, οι θεσμοί, οι λόγοι και οι πρακτικές μέσα από τις οποίες ο εκάστοτε κυρίαρχος πολιτισμός παρουσιάζεται πειστικά ως πολιτισμός, δηλαδή βεβαιώνει πως η κοινωνική σχέση σαν λόγος ζωής κοινός είναι ισχυρότερη της γυμνής ανάγκης.
Αναδιάρθρωση
Αρκετά μακριά από την έμφαση στον «καταναλωτισμό», την «ανισορροπία εσόδων-εξόδων» και την εγκατάλειψη της «παραγωγικότητας», που από πολλές πλευρές προβάλλονται σαν εξήγηση της τωρινής κρίσης, η αλήθεια είναι πως αυτή συνδέεται στενά με τη σχεδόν σαραντάχρονη περίοδο μιας ξέφρενης χρησιμοποίησης του πιστωτικού χρήματος ως όπλου κυριαρχίας (αυτό που ονομάστηκε «νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση»), η οποία άντλησε την έμπνευσή της και τις δυνάμεις της από μια τετράδα διακινδυνευμένων «αναδιαρθρώσεων» τού έως τότε καπιταλιστικού συστήματος∙ και συγκεκριμένα:
1. Μια αναδιάρθρωση του κυρίαρχου συστήματος οργάνωσης, δηλαδή διοίκησης των πραγμάτων, στηριγμένη στην «πανοπτικότητα» που φαινόταν να εξασφαλίζει η πληροφορική επέλαση του Τεχνικού Συστήματος∙
2. Μια αναδιάρθρωση του κυρίαρχου συστήματος παραγωγής, δηλαδή εργασίας, μέσα από την οποία δόθηκε στους τεχνοκράτες διευθυντικούς υπαλλήλους του κεφάλαιου μερίδιο στη μετοχική σύνθεσή του και επομένως η συμμετοχή τους στη χρηματιστηριακή αντίληψη του «επιχειρείν»∙
3. Μια αναδιάρθρωση του κυρίαρχου συστήματος κυκλοφορίας, δηλαδή του χρηματοπιστωτικού συστήματος, μέσα από την παραγωγή τζογαδόρικων πιστωτικών «προϊόντων» (subprimes, cds, κ.τ.λ) που αντιμετώπισαν το χρήμα ως εμπόρευμα, δηλαδή ως κάτι που δεν είναι και μάλιστα απαγορεύεται αυστηρά να είναι αν θέλει να επιτελεί τον κεντρικό στο σύστημα ρόλο του ως «δεσμός όλων των δεσμών»∙ και τέλος (μετά το 1990),
4. Μια αναδιάρθρωση του κυρίαρχου συστήματος διανομής, δηλαδή κατανάλωσης, με την πλασματική αύξηση της αγοραστικής δύναμης των μικρομεσαίων και χαμηλών στρωμάτων μέσα από τον ανεξέλεγκτο δανεισμό (αντί μιας αύξησης των μισθών) και, με αυτό τον τρόπο, την υπαγωγή και «συμμετοχή» και αυτών (από τη θέση του καρπαζοεισπράκτορα) στη χρηματιστηριακή αντίληψη του ζην.
Διακινδύνευση
Οι αναδιαρθρώσεις αυτές δεν διέρρηξαν βέβαια τους «νόμους» συσσώρευσης του κεφαλαίου∙ υπονόμευσαν όμως τους κανόνες της καπιταλιστικής κοινωνίας. Και εδώ θα πρέπει να τονίσουμε πως ο καπιταλισμός, όπως κάθε ανθρώπινος πολιτισμός, δεν ήταν και δεν είναι ποτέ ένα σκέτο «σύστημα δομών». Δεν είναι δηλαδή ένας «μηχανισμός» που αυτοαναπαράγεται «αυτόματα» ακολουθώντας έναν εσωτερικό «φυσικό νόμο», χωρίς την ενεργό παρέμβαση του ανθρώπινου στοιχείου με όλη του την ευφυΐα αλλά και με όλη του την τρέλα. Όπως κάθε πολιτισμός, έτσι και ο καπιταλιστικός, δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τον τύπο ανθρώπου που του αντιστοιχεί, ούτε χωρίς τη διακινδύνευση.
Πέρα από τους οποιουσδήποτε «νόμους» του, αποτελεί ένα σύστημα όχι φυσικών νόμων αλλά κανόνων, δηλαδή: ένα σύστημα συλλογικής οργάνωσης λόγων για να ζει κανείς. Και αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να αναπαραχθεί μηχανικά χάρη σε κάποια νομοτέλεια, αλλά απαιτεί τον κατάλληλο τύπο ανθρώπου που θα μεριμνά συνειδητά, επίμονα και με προσπάθεια για τη διατήρηση και τις βελτιωτικές αναδιατυπώσεις των κανόνων, που συγκροτούν και συντηρούν το σύστημα ως πολιτισμό.
Έτσι, η σύγχρονη κρίση δεν προέκυψε μονόδρομα από κάποιους «αυτοματισμούς» του καπιταλιστικού κόσμου, αλλά συνδέεται μάλλον με το γεγονός ότι οι αναδιαρθρώσεις που περιγράψαμε, συντελέστηκαν παίζοντας με τους κανόνες του καπιταλιστικού πολιτισμού με τέτοιο τρόπο ώστε υπονόμευσαν τον τύπο ανθρώπου που τους ενσάρκωσε και μεριμνούσε γι’ αυτούς.
Ανασύνθεση
Κοιτάζοντας από πιο κοντά το τοπίο της σημερινής κρίσης, μπορούμε πράγματι να διακρίνουμε την ταξική ανασύνθεση στην κορυφή της καπιταλιστικής πυραμίδας, η οποία έλαβε χώρα τα τελευταία πενήντα χρόνια −μια ανασύνθεση κατά την οποία μια ορισμένη τεχνοκρατική ελίτ προοδευτικά απέπεμψε και τελικά θανάτωσε, όχι απλά τις «μεσαίες τάξεις» όπως λέγεται, αλλά πρωτίστως τον Αστό.
Πράγματι, το υποκείμενο, ο τύπος ανθρώπου των αναδιαρθρώσεων αυτών, ο πρωταγωνιστής τους, δεν ήταν ακριβώς ο Αστός. Δεν ήταν εκείνο το αδηφάγο Άτομο, που συνάμα ήθελε να είναι και Πολίτης, εκείνος ο αμείλικτος εκμεταλλευτής που ωστόσο δεν μπορούσε να διανοηθεί τη δράση του έξω από μια ιδεολογία προόδου, δημοκρατικότητας και συνολικού μετασχηματισμού κάθε κοινωνίας που του έμοιαζε «καθυστερημένη» πολιτισμικά −αυτός δηλαδή που με την επανάστασή του πριν από λίγους αιώνες έστησε και εγκαινίασε τους κανόνες του καπιταλισμού ως πολιτισμού. Απεναντίας, ήταν, τόσο από την πλευρά του πομπού όσο και του δέκτη τους, ένας τύπος ανθρώπου που, υπήρξε μεν πνευματικό παιδί και κληρονόμος του Αστού, αλλά ανέλαβε να προχωρήσει το σχέδιο του Αστού χωρίς τις ιδεολογικές δεσμεύσεις του και χωρίς κανένα άλλο όραμα πέρα από τον τεχνολογικό μεσσιανισμό. Μιλάμε για το αποχαλινωμένο Άτομο-Ιδιώτη της ύστερης νεωτερικότητας, δηλαδή το νεωτερικό Άτομο κατά την ιστορική στιγμή όπου:
· αισθάνεται εντελώς βέβαιο για την ικανότητα της Τεχνικής να συντηρεί την κοινωνία υπό τη μορφή Συστήματος («όπως ανοίγω τη βρύση και τρέχει νερό, έτσι απλά ξυπνώ το πρωΐ και ο κόσμος μου συνεχίζεται»)∙
· νιώθει πλήρως αποδεσμευμένο από την ευθύνη να αγωνίζεται και να μεριμνά το ίδιο για τη συντήρηση της κοινωνίας του∙ και επομένως
· θεωρεί τον εαυτό του ελεύθερο να πραγματώσει το όνειρο της αστικής νεωτερικότητας, που είδε τον πολιτισμό σαν «πηγή δυσφορίας» και την κοινωνία σαν ένα απλό μέσο προς ανακούφισή της στην υπηρεσία των ατομικών βλέψεων (από όπου και όλες οι ιδέες περί «αόρατου χεριού», «νόμων της αγοράς», και τα παρόμοια, που υποτίθεται ότι τις ισορροπούν αυτόματα και μαγικά).
Αποδιάρθρωση
Έτσι οι αναδιαρθρώσεις που περιγράψαμε, στην ουσία σήμαναν μια διπλή αποδιάρθρωση:
− την αποδιάρθρωση των κανόνων της αστικής εποχής του καπιταλιστικού κόσμου, από τους οποίους απέμεινε μόνο η ιδέα του αγώνα κυριαρχίας για την κυριαρχία στο όνομα των γυμνών αναγκών −μια ιδέα κατάλληλη για μια συνθήκη αγριότητας και πάντως όχι πολιτισμού∙
και
− την αποδιάρθρωση όχι μόνο των επιμέρους συστημάτων αλλά και του ίδιου του δεσμού τους, του «δεσμού όλων των δεσμών» και θεσμού όλων των θεσμών στον κυρίαρχο κεφαλαιοκρατικό πολιτισμό, δηλαδή του χρήματος.
Πράγματι, εκείνο που γίνεται ολοένα και πιο έντονα όσο και τραγικά αντιληπτό −όχι μόνο στους κυριαρχούμενους αλλά και στους ίδιους τους κυρίαρχους− μέσα από την καταφανή πλέον προσπάθεια των Δυνατών να διασώσουν το χρηματοπιστωτικό σύστημα γκρεμίζοντας στην εξαθλίωση τους λαούς τους (υπάγοντας λ.χ. ακόμα και τις συντάξεις στο κερδοσκοπικό παιχνίδι με την προοδευτική παράδοσή τους από το χρηματιστήριο στις ασφαλιστικές εταιρείες), είναι η εξώθηση στα άκρα μιας διπλής αντίφασης του πολιτισμού αυτού. Πρόκειται για:
α) την απογείωση της εσωτερικής αντίφασης του χρήματος, δηλαδή της αντίφασης ανάμεσα στην τεράστια μεταφυσική ισχύ, την οποία υπόσχεται ως ποιότητα («κατέχοντάς με μπορείς να αποκτήσεις όποιο αντικείμενο θέλεις και επιθυμείς εσύ, τον πλούτο όλου του κόσμου αν το θες»), και την τρομακτική μεταφυσική πενία, την οποία πραγματώνει ως ποσότητα («μπορείς ν’ αγοράσεις μόνον ό,τι αντέχει η τσέπη σου και ποτέ δεν θα μπορέσεις να εξισώσεις το περιεχόμενο του πορτοφολιού σου με τον πλούτο όλου του κόσμου»)∙
και ταυτόχρονα
β) την απογείωση της εσωτερικής πολιτισμικής αντίφασης των καπιταλιστικών κοινωνιών ανάμεσα, από τη μια μεριά, στη δημοκρατική υπόσχεση ότι ο καθένας υποτίθεται πως, ως πολίτης, καλείται και μπορεί πραγματικά να συμμετάσχει όχι μόνο σε ένα διάλογο αλλά και στις συλλογικές αποφάσεις που διαμορφώνουν τη ζωή του, κι από την άλλη την ολιγαρχική πρακτική του αποκλεισμού της συντριπτικής πλειοψηφίας από τη σφαίρα των αποφάσεων.
Μηδέν
Όμως αυτή η διπλή αποδιάρθρωση είναι αποδιάρθρωση του «συμβόλου της πίστεως» τούτου εδώ του πολιτισμού! Δεν είναι τριγμός σε κάποιο υποσύστημά του, ούτε σε κάποια επιμέρους ιδεολογία του. Ούτε καν σε κάποιο κεντρικό «μέσον» του. Είναι τριγμός στη ραχοκοκκαλιά του. Κι ένας τέτοιος τριγμός δεν σταματάει χωρίς να χυθούν δάκρυα, αίμα και ιδρώτας. Πολύ περισσότερο μάλιστα, όταν σκεφτούμε ότι την ατμομηχανή του σημερινού καπιταλισμού οδηγεί ένας τύπος ανθρώπου πορωμένος από το πάθος της δύναμης, εθισμένος στην ψευδαίσθηση του τεχνολογικού μεσσιανισμού, παραδομένος στην ιδιωτική αντίληψη ακόμα και της πολιτικής, και επομένως ριζικά ανίκανος να ασχοληθεί με ο,τιδήποτε απαιτεί η συγκρότηση κοινών λόγων ζωής.
Ένας ολόκληρος κόσμος λοιπόν, και όχι μερικές χώρες ή περιοχές μονάχα, βρίσκεται υπό κατάρρευση. Αλλά αυτό δεν σημαίνει, ούτε ότι θα καταρρεύσει αύριο, ούτε κι ότι από την κατάρρευσή του −εάν και όταν συντελεστεί− θα προκύψει οπωσδήποτε μια καλύτερη κοινωνία κι ένας πιο ανθρώπινος πολιτισμός. Ας μην το ξεχνάμε. Είναι άλλο πράγμα η κρίση και άλλο η έξοδος από την κρίση∙ κι είναι άλλο πράγμα η έξοδος από την κρίση και άλλο η έξοδος προς ένα πιο ανθρώπινο πολιτισμό. Εδώ, απατάται οικτρά όποιος πιστεύει πως η ιστορία, παρά τα λοξοδρομίσματά της, δεν είναι παρά μια νομοτελειακή πρόοδος προς το καλύτερο∙ κι ακόμα πιο οικτρά όποιος, στο ίδιο πάνω-κάτω πνεύμα κινούμενος, νομίζει πως η τεχνολογική εξέλιξη αποτελεί ήδη την αντικειμενική βάση για μια περισσότερο ελεύθερη κοινωνία. Τα σημερινά τεχνικά μέσα δεν έχουν καμιά απολύτως σχέση με ό,τι ονομάζουμε «εργαλεία» κι έχουν από δεκαετίες ξεφύγει ακόμα και από ό,τι ονομάζαμε «μηχανές». Ούτε κι η τεχνολογία έχει καμιά σχέση με αυτό που με ιλιγγιώδη πλέον ταχύτητα τείνει να ολοκληρωθεί ως «τεχνικό σύστημα». Με μικρές δόσεις μιλιταρισμού, λ.χ., δεν είναι πολύ δύσκολο η «έξοδος» από την κρίση να είναι προς ένα ακόμα παγκόσμιο σφαγείο. Εάν μάλιστα σε αυτά προσθέσουμε και την ορατή κηδεμόνευση του μεγαλύτερου μέρους των «αντιπολιτευτικών» στο σύστημα δυνάμεων από τις βασικές καταγωγικές ιδέες του κυρίαρχου πολιτισμού (ωφελιμισμός, αναγκοκρατία, γραμμική ιστορικότητα, ιεροποίηση της βίας, τεχνολογικός μεσσιανισμός, κ.λπ.), τότε είναι ξεκάθαρο πως επείγει η απαλλαγή μας από τέτοιου τύπου ψευδαισθήσεις.
Μπροστά στην κρίσιμη καμπή
Βρισκόμαστε ακόμα σε τροχιά πτώσης προς το πολιτισμικό Μηδέν. Η ίδια η επικράτηση στην πολιτική και τη γενικότερη σκηνή των φωνών που μιζάρουν στις γυμνές ανάγκες, καθώς και η αίσθηση ότι όποια φωνή δεν μπαίνει σε τούτο το παιχνίδι είναι απίθανο να εισακουστεί από ένα ευρύτερο ακροατήριο, σηματοδοτεί μια πτώση του συμβολικού Λόγου, και την αιχμαλώτισή του από το πεδίο της συνθηματολογικής Μαγείας, χαρακτηριστική σε εποχές διάλυσης. Δυο είναι οι κίνδυνοι τώρα για όποιους θέλουν ακόμη να μιλούν, αντέχουν να μιλούν, και δεν μπορούν να κάνουν χωρίς να μιλούν: Η απελπισία, ότι ένας λόγος που δεν υποκύπτει στη «μαγεία», δεν βρίσκει ακροατές∙ και ο πειρασμός να υποκύψουν σε αυτήν προκειμένου να εισακουστούν.
Απέναντι σ’ αυτούς τους θανάσιμους κινδύνους, αυτό που μπορεί να μας βαστήξει όρθιους είναι κατά τη γνώμη μου η πίστη −αυτή η υπέρτατη ένταση ανάμεσα στη βεβαιότητα και την αμφιβολία για κάτι που «γνωρίζουμε» αλλά συνάμα διαρκώς μας διαφεύγει−, πως μόνο μέσα από την αντίσταση σ’ αυτή την απελπισία και σε αυτό τον πειρασμό θα μπορέσει να αρθρωθεί ο «κοινός Λόγος» κι η ραχοκοκκαλιά μιας πιο ανθρώπινης κοινωνίας… όχι μόνο μιας κοινωνίας «αυριανής», αλλά από εδώ και σήμερα, μαζί με εκείνους που γνωρίζουμε κι εκείνους που συναντάμε θελημένα ή αθέλητα στην πορεία μας.
Νηφαλιότητα, άλλωστε, σημαίνει επαγρύπνηση.