|
"Τη δύναμη μιας ιδεολογίας δεν τη μετράμε μόνο από τις ερωτήσεις που είναι σε θέση να απαντήσει, αλλά και από τις ερωτήσεις που κατορθώνει να πνίξει" |
Καθώς όμως στο βασιλιά δεν άρεσε καθόλου η
ιδέα να ξεπορτίζει ο γιός του και να περιπλανιέται στα σοκάκια και στους αγρούς για να
σχηματίσει τη δική του άποψη για τον κόσμο, του έκανε δώρο μια άμαξα με άλογα. «Τώρα
πια δεν θα χρειάζεται να περπατάς», του είπε. Και εννοούσε: «Από εδώ και πέρα
απαγορεύεται να περπατάς». Στην πράξη δηλαδή, «δεν μπορείς πια να περπατάς».
1.
Η
σύγχρονη μαζική κατανάλωση είναι ένα άθροισμα ατομικών επιδόσεων∙ ο κάθε
καταναλωτής είναι ένας εργαζόμενος στο σπίτι, που δουλεύει αμισθί στην
παραγωγή του μαζικού ανθρώπου.
(...) Είναι πασίγνωστο ότι ο βιομηχανικός συγκεντρωτισμός, ο
οποίος κυριαρχούσε μέχρι την προηγούμενη γενιά, έχει εγκαταλειφθεί −κυρίως για
στρατηγικούς σκοπούς− κι έδωσε τη θέση του στη διάχυτη ανάπτυξη. Αυτό που
δεν είναι τόσο γνωστό, είναι πως αυτή
αρχή δεν περιορίζεται μόνο στην κατανάλωση αλλά εφαρμόζεται και στην παραγωγή
του μαζικού ανθρώπου.
Δεδομένου ότι, σύμφωνα με ένα γνωστό γερμανικό ρητό, «ο
άνθρωπος είναι ό,τι τρώει» (με μια μη-υλιστική έννοια του όρου), μπορούμε να
πούμε πως ο μαζικός άνθρωπος παράγεται μέσα από την κατανάλωση μαζικών
εμπορευμάτων. Μέσω αυτής, ο καταναλωτής, εργαζόμενος κατ’ οίκον, μετασχηματίζει
τον εαυτό του σε μαζικό
άνθρωπο. (...)
2.
Η τηλεόραση και το ραδιόφωνο
μετασχηματίστηκαν σε ένα αρνητικό σπιτικό τραπέζι και η οικογένεια σε μια
μικρογραφία ακροατηρίου.
Περιττεύει να πούμε ότι αυτή η μαζική κατανάλωση δεν
αποκαλείται συνήθως με το αληθινό της όνομα. Απεναντίας, ισχυρίζονται ότι
συνεισφέρει στην αναγέννηση της οικογένειας και της ιδιωτικής ζωής.
Καταλαβαίνουμε τους λόγους αυτής της υποκρισίας. Στην πραγματικότητα, η μαζική
κατανάλωση που εξετάζουμε εδώ, απειλεί να διαλύσει την οικογένεια με πρόσχημα
το ότι μεριμνά για την ιδιωτικότητα της οικογενειακής ζωής. Διότι μέσω της
τηλεόρασης, αυτό που κυριαρχεί στην οικογενειακή ζωή δεν είναι η ιδιωτικότητά
της, αλλά ο έξω κόσμος, πραγματικός ή μυθικός∙ και κυριαρχεί τόσο πολύ (όχι μόνο
πάνω στους τέσσερεις τοίχους και στα έπιπλα, αλλά ακριβώς πάνω στην ίδια την
επικοινωνία μέσα στην οικογένεια), που η πραγματικότητα του σπιτικού καταντάει
ατελέσφορη και άσαρκη σαν ένα φάντασμα.
Όταν το απόμακρο γίνεται οικείο, τότε το οικείο γίνεται
απόμακρο. Όταν το φάντασμα γίνεται πραγματικότητα, τότε η πραγματικότητα
γίνεται φάντασμα. (...)
3.
Επειδή οι τεχνολογικοί δέκτες μιλούν αντί για εμάς,
βαθμιαία μας αφαιρούν τη δύναμη της ομιλίας και μας μετασχηματίζουν σε
παθητικούς υποτελείς.
Όπως έχουμε κιόλας πει, οι τηλεθεατές μόνο κατά τύχη
συζητούν μεταξύ τους, εάν βεβαίως δεν έχουν χάσει ολότελα κάθε διάθεση και
ικανότητα να μιλήσουν. Αυτό ισχύει και για τους ακροατές του ραδιοφώνου. (...) Οι άνθρωποι δεν σταματούν να «ψυχαγωγούνται» με αυτό τον
τρόπο ακόμα και όταν δουλεύουν. Αν τύχει και πιάσουν την κουβέντα μεταξύ
τους, η φωνή και οι μουσικές του ραδιοφώνου που εξακολουθούν να παίζουν στο
βάθος, παραμένουν οι κύριοι πρωταγωνιστές δίνοντάς τους το ανακουφιστικό και
παρήγορο αίσθημα ότι θα συνεχίσουν να παίζουν ακόμα κι όταν οι ίδιοι δεν έχουν
τίποτε άλλο να πουν, ακόμα κι αφού θα έχουν πια πεθάνει. (...)
Οι πρώτες επιπτώσεις αυτής της εξέλιξης είναι πλέον
ολοφάνερες: οι γλώσσες όλων
των προηγμένων χωρών γίνονται ολοένα και περισσότερο ακατέργαστες και
φτωχότερες. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό: η ίδια η ανθρώπινη εμπειρία, και
επομένως ο ίδιος ο άνθρωπος, γίνεται ολοένα και πιο ακατέργαστη και φτωχή.
4.
Βλέπουμε τον κόσμο μόνο όταν
είμαστε μέσα στα σπίτια μας. Τα γεγονότα έρχονται σ’ εμάς∙ δεν πηγαίνουμε εμείς
σε αυτά.
(...) Το γεγονός ότι τα καθημερινά
γεγονότα −τα ίδια τα γεγονότα, όχι απλώς οι περιγραφές τους− μάς
επισκέπτονται στο σπίτι μας, το
γεγονός ότι το βουνό έρχεται στον προφήτη, ότι ο κόσμος έρχεται στον άνθρωπο,
αυτό το γεγονός, που συνδέεται με τη μαζική παραγωγή ερημιτών και με το
μετασχηματισμό της οικογένειας σε μια μικρογραφία ακροατηρίου και
κινηματογραφικού κοινού, είναι η επαναστατική αλλαγή που έφερε η τηλεόραση και
το ραδιόφωνο. Οι αληθινά φιλοσοφικές συνέπειες αυτής της αλλαγής
αναδεικνύονται μέσα από τον παρακάτω πρόχειρο κατάλογο των επιπτώσεών της:
-
Όταν
ο κόσμος έρχεται σ’ εμάς, αντί να πηγαίνουμε εμείς σε αυτόν, τότε δεν είμαστε
πια «μέσα στον κόσμο» αλλά απλώς αδιάφοροι παθητικοί καταναλωτές του.
-
Από
τη στιγμή που ο κόσμος μάς επισκέπτεται ως εικόνα, είναι μισός παρών και μισός απών∙ με άλλα λόγια, μοιάζει με
φάντασμα∙ κι εμείς το ίδιο.
-
Όταν
ο κόσμος μάς μιλάει χωρίς να μπορούμε να του μιλήσουμε εμείς, τότε σταματάμε να
μιλάμε και επομένως παύουμε να είμαστε ελεύθεροι.
-
Όταν
ο κόσμος γίνεται μεν αντιληπτός, αλλά τίποτε άλλο πέρα από αντιληπτός, δηλαδή
όταν παύει να υπόκειται στη δράση μας, τότε εμείς καταντάμε ωτακουστές και
ηδονοβλεψίες.
-
Όταν
κάτι που συμβαίνει σε ένα συγκεκριμένο τόπο βιντεοσκοπείται και προβάλλεται από
την τηλεόραση, και όταν κατ’ αυτό τον τρόπο μπορεί να προβληθεί οπουδήποτε
αλλού ως «είδηση», τότε αυτό το συμβάν γίνεται ένα αεί κινούμενο και
κυριολεκτικά πανταχού παρόν, και χάνει το συγκεκριμένο, μοναδικά δικό του
χαρακτήρα.
-
Όταν
ένα γεγονός αποσυνδέεται από το συγκεκριμένο τόπο όπου λαμβάνει χώρα και
μπορεί ν' αναπαραχθεί εικονικά εκατομμύρια φορές, τότε αποκτά τα χαρακτηριστικά
κάθε προϊόντος που παράγεται σε αλυσίδα παραγωγής∙ και εφόσον πληρώνουμε για να
το έχουμε στο σπίτι μας, δεν είναι παρά ένα εμπόρευμα.
-
Όταν
το συγκεκριμένο συμβάν γίνεται κοινωνικά σημαντικό μόνο στην αναπαραγόμενη
μορφή του, δηλαδή ως θέαμα, τότε καταργείται
η διαφορά μεταξύ είναι και φαίνεσθαι, μεταξύ
πραγματικότητας και εικόνας της πραγματικότητας.
-
Όταν
η αναπαραγόμενη μορφή ενός συγκεκριμένου συμβάντος αποκτά περισσότερη κοινωνική
σημασία από το ίδιο το συμβάν, τότε το συγκεκριμένο συμβάν πρέπει να διαμορφώνεται
έτσι ώστε να μπορεί να αναπαράγεται∙ με άλλα λόγια, το συγκεκριμένο συμβάν
γίνεται απλώς η αρχική μήτρα ή το εκμαγείο για να παράγονται τα «αντίτυπά» του.
-
Όταν
η κυρίαρχη εμπειρία του κόσμου αναπτύσσεται με βάση τέτοιας λογής σειριακά
προϊόντα, τότε καταργείται η έννοια του «κόσμου» ως αυτό εντός του οποίου ζούμε: χάνεται ο πραγματικός κόσμος
και η βιντεοσκόπησή του προάγει έναν ιδεαλιστικό προσανατολισμό.
5.
Επειδή ο κόσμος έρχεται μέσα στα σπίτια μας, δεν
μπαίνουμε στον κόπο να τον εξερευνήσουμε∙ με αποτέλεσμα να μην αποκτούμε
εμπειρία. Ο μοντέρνος άνθρωπος βγαίνει στον κόσμο μόνο όταν δεν έχει τίποτε
άλλο να κάνει.
(...) Μέχρι πρόσφατα, εκφράσεις όπως «να βγω στον κόσμο» ή
«ν’ αποκτήσω εμπειρία» υποδήλωναν σημαντικότατες ανθρωπολογικές έννοιες.
Δεδομένου ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να στηριχτεί κυρίως στα ένστικτά του, είναι
υποχρεωμένος να δοκιμάσει και να γνωρίσει τον κόσμο εκ των υστέρων προκειμένου να βρει τη θέση του
μέσα σε αυτόν. Μόνον έτσι πετυχαίνει το στόχο του και γίνεται «έμπειρος». Γι’
αυτό και η ζωή υφαινόταν με ταξίδια και εξερευνήσεις. (...)
Σήμερα που ο κόσμος έρχεται στον άνθρωπο − ως εικόνα −, ο άνθρωπος δεν καταπιάνεται να τον
εξερευνήσει. (...)
Ενώ παλιότερα μαζεύαμε εμπειρίες εξερευνώντας τον κόσμο,
σήμερα ο κόσμος είναι «αποθηκευμένος» για λογαριασμό μας σαν ένα εμπόρευμα προς
μελλοντική χρήση. (...)
Αυτός ο τρόπος ύπαρξης μπορεί να θεωρηθεί «ιδεαλιστικός» κατά δυο έννοιες:
- Παρ’
όλο που ζούμε σ’ έναν αλλοτριωμένο κόσμο, αυτός ο κόσμος μάς παρουσιάζεται
λες κι είναι καμωμένος για εμάς, σαν να είναι ο δικός μας κόσμος και σαν
να έχει φτιαχτεί κατ’ εικόνα μας.
- Παίρνουμε (δηλαδή θεωρούμε και δεχόμαστε) αυτό τον
κόσμο όπως μας παρουσιάζεται, ενώ δεν έχουμε κουνήσει βήμα από τον καναπέ
μας. Δεν φτιάχνουμε εμείς αυτό τον κόσμο, ούτε και τον κάνουμε δικό μας
κόσμο. Παρ' όλα αυτά, ο μέσος ακροατής ραδιοφώνου ή τηλεθεατής θεωρεί δικό του
αυτό τον κόσμο, που του σερβίρεται με τη μορφή αναπαραχθέντων ήχων και
εικόνων. Έτσι καταντάει ένας «ματάκιας», που βασιλεύει πάνω σ’ ένα
κόσμο-φάντασμα.
6.
Ο κόσμος που φέρνουν μέσα στα σπίτια μας το
ραδιόφωνο και η τηλεόραση, είναι ένας ευτελής και εκχυδαϊσμένος κόσμος∙ η
ψευδής οικειότητα είναι μια όψη της αλλοτρίωσης.
(...) Ενώ δεν ξέρουμε ούτε το όνομα των γειτόνων μας,
μιλάμε με φοβερή αίσθηση οικειότητας για τους τηλεοπτικούς και
κινηματογραφικούς αστέρες, που την εικόνα τους και διάφορα περί αυτών έχουμε
δει άπειρες φορές στις οθόνες μέσα στο σπίτι μας. (...) Για να συμβεί αυτό, για
να φτάσει ο τηλεθεατής να αισθάνεται τον κόσμο σαν κάτι το τελείως οικείο, η
τηλεοπτική εικόνα πρέπει να τον παρουσιάζει σαν να ήτανε φιλαράκι. Πραγματικά,
όλες οι εκπομπές μεταφέρουν αυτό το «παρεΐστικο» κλίμα. (...)
Αυτό δεν ισχύει μόνο για πρόσωπα και πράγματα που
βρίσκονται σε εντελώς απομακρυσμένους τόπους το ένα από το άλλο∙ ισχύει και για
πρόσωπα και πράγματα που τα χωρίζει ο χρόνος. Το ίδιο το παρελθόν ευτελίζεται
καθώς παρουσιάζεται με τους όρους αυτής της ψευδούς οικειότητας.
Έτσι, έχουμε φτάσει στο σημείο όπου ακόμα και σοβαρά
ακαδημαϊκά βιβλία, που ξεχειλίζουν από γλαφυρότητα, να αποκαλούν π.χ. τον
Σωκράτη «ωραίο τύπο» −για να φέρουν, υποτίθεται, μια ιστορική προσωπικότητα
«κοντά» στον αναγνώστη, που φυσικά είναι και αυτός «ωραίος τύπος». Όμως με αυτό
τον τρόπο αποχαυνώνουν τον αναγνώστη, κάνοντάς τον να θεωρεί πως ο Σωκράτης, αν
εξαιρέσουμε τ’ ότι έζησε στο παρελθόν, δεν ήταν παρά «ένας από μας», ένας
άνθρωπος που δεν είχε ουσιαστικά να πει διαφορετικό απ’ όσα λέμε κι εμείς στην
παλιοπαρέα και που σίγουρα δεν ήταν δα και καλύτερός μας. Στο ίδιο μοτίβο, βέβαια,
του παρεΐστικου τηλεοπτικού κλίματος, άλλοι συγκαιρινοί μας συνηθίζουν να
διακωμωδούν κάθε ιστορική προσωπικότητα (...), και άλλοι να θεωρούν τα ιστορικά
πρόσωπα βασικά σαν «λίγο πολύ τρελούτσικους», ή τελοσπάντων ιδιόρρυθμους
ανθρώπους.
(...) Η
σπουδαία πολιτική αρχή της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, σύμφωνα με
την οποία «όλοι οι άνθρωποι έχουν
γεννηθεί ίσοι», προεκτείνεται
τώρα προς μια πεποίθηση που θεωρεί ότι οι πάντες, στο παρόν και στο παρελθόν, είναι ίσοι. Δεν χρειάζεται να πούμε, ότι
αυτή η προέκταση της αρχής της ισότητας εισηγείται μια ισοπεδωτική και ψευδή
ιστορική συνάφεια, και κυρίως μια λαθεμένη αντίληψη του κοινού παρονομαστή όλων
των ανθρώπων − αφού σε τελική ανάλυση, το ουσιώδες στον Σωκράτη βρίσκεται σ’
εκείνο ακριβώς που ο «δικός μας τύπος» δεν διαθέτει.
Η μέθοδος που υποτίθεται ότι φέρνει το αντικείμενο πιο
κοντά σ’ εμάς, στην πραγματικότητα συσκοτίζει το αντικείμενο αυτό, το
αλλοτριώνει ή απλά το απαξιώνει. Διότι από
τη στιγμή που η ιστορία προβάλλεται στην οθόνη της παρεΐστικης οικειότητας,
παύει να υφίσταται ως ιστορία− και νομίζω πως αυτό είναι πολύ πιο εύληπτο
από τη γενικότερη θέση μου, σύμφωνα με την οποία, όταν προβάλλονται δίπλα μας
ως ίσης αξίας, σημασίας και ενδιαφέροντος οι πολυποίκιλες και σε διάφορες
χωροχρονικές αποστάσεις μεταξύ τους περιοχές του κόσμου, τότε ο κόσμος χάνεται ως κόσμος.
περιοδικό DISSENT (σε
μετάφραση του Norbert Guterman),
τόμος 3, 1956
παρμένο από το βιβλίο του Η Απαρχαίωση του Ανθρώπου, τ.1
Η ψυχή στην εποχή της δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης (1956)
Σημ. HS. Για τον εκλεκτό Γκύντερ
Άντερς τα έχουμε πει και αλλού (βλ. εδώ και εδώ)∙
και σίγουρα θα τα ξαναπούμε. Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύτηκε όταν ο Γκυ
Ντεμπόρ έσβηνε 25 κεράκια στην τούρτα των γενεθλίων του, άφηνε πίσω του τον
Λετρισμό και ετοιμαζόταν σιγά-σιγά, παρέα με τον Άσγκερ Γιόρν, τον
Πίνοτ-Γκαλίτσιο και άλλους αξιότιμους κυρίους, να στήσει την Καταστασιακή
Διεθνή, μέσα από την οποία αναδείχτηκε ως ο μέγας θεωρητικός πολέμιος της «κοινωνίας του θεάματος». Φυσικά, οι Andy και Lana Wachowski δεν είχαν ακόμα συλληφθεί ούτε καν ως ιδέα...
Για μια κριτική αποτίμηση (φαπ! φουπ!) της ντεμπορικής θεωρίας του θεάματος, βλ. εδώ.