Μαρσέλ Μαριέν (1920-1993) |
Γουίλιαμ
Χηρστ και Γιόζεφ Γκαίμπελς
(…) Ο πολιτισμός μας, είναι γνωστό αυτό,
οφείλει πολλές υπηρεσίες στο διάβολο. Ας ρίξουμε λοιπόν τώρα το φως της έρευνάς
μας σε μορφές, όπως ο Γουίλιαμ Ράντολφ Χήρστ, που επινόησε τον σύγχρονο Τύπο,
και ο Γκαίμπελς με τον Χίτλερ, που τον χρησιμοποίησαν μεταξύ πολλών άλλών μέσων
για να ρίξουν τον κόσμο στη φωτιά και το αίμα. (…)
Χηρστ
Σε ό,τι αφορά τον Χηρστ αρκεί να
θυμίσουμε, ότι με αυτόν αρχίζει ο Τύπος να επεμβαίνει αποφασιστικά στην
Ιστορία, προκειμένου να την κατευθύνει προς προσχεδιασμένους σκοπούς. Χάρη σε
μια δαιμόνια ενορχηστρωμένη καμπάνια, ο Χηρστ [παρέα με τον Τζόζεφ Πούλιτζερ, σ.τ.
HS] συνέβαλε δραστικά στο ξέσπασμα του Ισπανοαμερικανικού πολέμου το 1898
για τον έλεγχο της Κούβας. Τα πιο ασήμαντα γεγονότα διογκώθηκαν στο έπακρο και
χρησιμοποιήθηκαν κάθε λογής προβοκάτσιες προκειμένου να συναινέσει η κοινή γνώμη
και, μέσω αυτής, να σπρωχτεί η κυβέρνηση σε αυτό τον πόλεμο,
υπακούοντας στο απόφθεγμα του Χηρστ, που έλεγε «Μην περιμένετε τα πράγματα να
αλλάξουν∙ αλλάξτε τα εσείς!».
Έχει μάλλον υποτιμηθεί η εκπληκτική
επιρροή και η επιτυχία της συνταγής του Χηρστ για τη δημοσιογραφία, η
οποία συνοψίζεται στα εξής: μετασχηματισμός του Τύπου από όργανο
πληροφόρησης σε εργαλείο συγκινησιακού αναβρασμού∙ προτεραιότητα στην πρόκληση
εντυπώσεων και στην αναμόχλευση των ακατέργαστων ενστίκτων έναντι της λογικής
προσέγγισης∙ και ανατροπή των παραδόσεων της τυπογραφίας με την εισαγωγή
γιγάντιων πρωτοσέλιδων και εικόνων βίας. Σήμερα κανείς δεν αμφιβάλλει για την
αποτελεσματικότητα αυτής της μεθόδου, στην οποία στηρίζονται τόσο όλες οι
εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας όσο και η εφημερίδα του κομμουνιστικού κόμματος.
Γκαίμπελς
Σε ό,τι αφορά τον Χίτλερ και τον Γκαίμπελς,
αυτό που εντυπωσιάζει είναι το πόσο φτωχή είναι η θεωρία τους σε σύγκριση με τη
γνώση που έχουν για τα συναισθήματα του κυρ-Μήτσου και της κυρά-Κατίνας. Είναι
άλλωστε γνωστή η φράση του Χίτλερ:
“Στη μεγάλη του πλειοψηφία, ο λαός έχει
διαθέσεις και νοοτροπίες γυναίκας σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, που οι γνώμες και οι
πράξεις του καθορίζονται πολύ περισσότερο από τις εντυπώσεις παρά από τη σκέψη.
(...) Κάθε προπαγάνδα πρέπει να οργανώνεται με βάση τον πιο στενόμυαλο και
αργόστροφο από εκείνους στους οποίους απευθύνεται. Γι’ αυτό και το νοητικό
επίπεδο της προπαγάνδας πρέπει να είναι τόσο πιο χαμηλό όσο μεγαλύτερος είναι ο
αριθμός της ανθρώπινης μάζας, την οποία θέλει να πείσει”.
Ο Χίτλερ ήταν ο πρώτος που επισήμανε
ότι, από όλες τις ώρες της ημέρας, οι βραδυνές είναι οι καταλληλότερες για να
αιχμαλωτίσει κανείς τη βούληση των ανθρώπων. Αυτός ήταν επίσης ο πρώτος που
τοποθέτησε μπροστά του, κατά την ομιλία του στη Νυρεμβέργη [ενώπιον της
χιτλερικής νεολαίας το Σεπτέμβριο του 1935], ένα ειδικό ροοστάτη με τον οποίο
ανεβοκατέβαζε την ένταση του φωτισμού για να μαγνητίζει τα πλήθη των ακροατών
του.
Όσο για τον Γκαίμπελς, έναν άνθρωπο που
δεν ενδιαφερόταν για κανενός είδους θεωρητική καλλιέργεια αλλά μελετούσε
εξονυχιστικά όλες τις μικρολεπτομέρειες της καθημερινής ζωής, ας μην ξεχνάμε
ότι αποδείχτηκε εκπληκτικά επινοητικός, κυριολεκτικά δαιμόνιος, σε αυτό το
επίπεδο. Σκέφτηκε ακόμα και ότι ο ακροατής του ραδιοφώνου μπορεί να μην είναι
στο ίδιο δωμάτιο με το ράδιο την ώρα της εκπομπής − π.χ. μια νοικοκυρά να
μαγειρεύει στην κουζίνα ενώ το ραδιόφωνο παίζει μόνο του στο σαλόνι −, με
αποτέλεσμα να ξεγλιστράει κάμποσο από την προπαγάνδα. Γι’ αυτό το λόγο άρχισε
να βάζει τις διαδεδομένες πλέον στερεοτυπικές προειδοποιήσεις λίγο πριν
ξεκινήσουν οι εκπομπές του, ούτως ώστε ο ακροατής να έχει το χρόνο ν’ αφήσει
αυτό που κάνει και να καθίσει μπροστά στο ραδιόφωνο. Και βέβαια, εκτός από τις
μυριάδες παρόμοιες προπαγανδιστικές τεχνικές που επινόησε, είχε πλήρη επίγνωση
ότι η αξία της αλήθειας είναι πάρα πολύ σχετική − γι’ αυτό και υιοθέτησε το
οργανωμένο ψέμα ως το ισχυρότερο μέσον δράσης πάνω στις συνειδήσεις των
ανθρώπων. (…)
Έτσι, την εποχή που το ναζιστικό κόμμα
αγωνιζόταν ακόμα για την κατάκτηση της εξουσίας, ο Γκαίμπελς δεν δίσταζε να
υπόσχεται, από τις σελίδες της ίδιας εφημερίδας, στους μεν ιδιοκτήτες ακινήτων
ότι οι ναζιστές θ’ αυξήσουν τα ενοίκια, στους δε ενοικιαστές ότι θα τα
μειώσουν. Η εξόφθαλμη αντίφαση δεν είχε γι’ αυτόν καμιά σημασία, διότι γνώριζε
ότι ο καθένας διαβάζει μόνο αυτό που τον ενδιαφέρει, ότι ακούει μόνον ό,τι τον
συμφέρει και πιστεύει μόνον ό,τι τού υπόσχεται ένα άμεσο κέρδος. (…)
Εννοείται ότι και οι κομμουνιστές
γνωρίζουν άριστα τα της προπαγάνδας και η μέθοδός τους είναι σε αρκετά σημεία
ανώτερη από των ναζιστών. Ωστόσο τους δυσχεραίνει τρομακτικά το γεγονός, ότι
είναι υποχρεωμένοι να προπαγανδίζουν μια πολύπλοκη και υπερβολικά πυκνή θεωρία.
Έτσι πασχίζουν να πείσουν με αφετηρία μια αφηρημένη ανάλυση των κοινωνικών
συνθηκών και απευθυνόμενοι κατά πρώτο λόγο στη λογική των ακροατών τους και στη
διάθεσή τους να καθίσουν, να συγκεντρωθούν, να μελετήσουν και να σκεφτούν τα
πράγματα. Την ίδια όμως στιγμή απευθύνονται κατά κύριο λόγο στους απόκληρους
της κοινωνίας, δηλαδή σε ανθρώπους που δεν έχουν τις δυνατότητες και τα φόντα
για κάτι τέτοιο. Το αποτέλεσμα είναι ότι, για να πετύχει η δική τους προπαγάνδα
και να πιάσει τόπο στο κοινό στο οποίο απευθύνεται, υποχρεώνεται να ξεπέσει
στην υπεραπλούστευση και τελικά να βάλει την τυφλή δογματική πίστη στη θέση του
στοχασμού. (…)
Στο απέναντι άκρο, οι φασίστες, που
περιφρονούν κάθε θεωρητική ανάλυση και κάθε λογική επιχειρηματολογία μιας και
δεν εξυπηρετούν τους στενά πρακτικίστικους σκοπούς τους, βρίσκουν μεγάλη
απήχηση στα πιο ευπειθή τμήματα της λαϊκής μάζας, παίζουν με την άγνοια και την
ημιμάθειά τους, και καλλιεργούν και κολακεύουν τα ταπεινότερα ένστικτά τους.
Καθώς οι ναζιστές στηρίζονται αποκλειστικά και μόνο στη δεδομένη στιγμή, στο
επίκαιρο, δηλαδή σε μια πραγματικότητα περισσότερο άμεση από την ιστορικότητα,
είναι αναπόφευκτο να πετυχαίνουν εκεί που οι κομμουνιστές καταφεύγουν σε
μια ξύλινη δασκαλίστικη γλώσσα. (…)
Σήμερα
Η εποχή του προσηλυτισμού στο όνομα μιας
συγκροτημένης θεωρίας μοιάζει πλέον εντελώς ξεπερασμένη και ο λόγος είναι, πως
δεν μπορεί να ανταγωνιστεί αποτελεσματικά τα μεγάλα μέσα μαζικής αποχαύνωσης,
αυτής της τεράστιας και ακούραστης μηχανής στην υπηρεσία του Κεφαλαίου.
Παρ’ όλα αυτά, ας προσέξουμε ότι η
σύγχρονη τεράστια συγκέντρωση των οικονομικών δυνάμεων απολήγει σε μια ανάλογη
υπερσυγκέντρωση της κεντρικής εξουσίας στο πολιτικό επίπεδο. Από εδώ προκύπτει
η κρισιμότητα που παίρνουν τα ζητήματα διαδοχής κάποιου ηγέτη, η σκληρότητα των
συγκρούσεων στο παρασκήνιο και η απίστευτη ευαισθησία της Γουώλ Στρητ απέναντι
στην παραμικρότερη γαστραλγία του Αμερικανού προέδρου. (…)
Ας θυμηθούμε λοιπόν, ότι ο γερμανικός
στρατός δεν θα μπλεκόταν στην ολέθρια περιπέτεια της εισβολής στην ΕΣΣΔ αν δεν
επέμενε ο Χίτλερ, δηλαδή αν δεν είχε αποκτήσει τόσο απίστευτο βάρος η
προσωπικότητα του ηγέτη −ο οποίος μάλιστα δεν έκανε βήμα χωρίς να συμβουλεύεται
τον αστρολόγο του−, ώστε να αποφασίζει παραβλέποντας ακόμα και αυτά που
τον συμβούλευε το επιτελείο του. (...)
Μαρσέλ Μαριέν, Η επιστήμη των
δηλητηρίων,
κεφ. 5 από το Α΄ μέρος του
μανιφέστου του
«Θεωρία της παγκόσμιας και άμεσης
επανάστασης»,
περιοδικό Les Lèvres Nues, Σεπτέμβριος
1958
Σημ. HS. O Marcel Mariën (1920-1993) ήταν Βέλγος σουρεαλιστής ποιητής, δοκιμιογράφος,
φωτογράφος, κινηματογραφιστής και κατασκευαστής αντικειμένων. Δεν διέπρεψε
μόνον ως καλλιτέχνης αλλά υπήρξε άριστος ναυτικός, εκδότης, βιβλιοπώλης και
καταπληκτικός φαρσέρ. Το 1954 έφτιαξε το περιοδικό Les Lèvres Nues, που
μεταξύ πολλών άλλων φιλοξένησε και άρθρα των νεαρών λετριστών Μισέλ Μπερνστάιν
και Γκυ Ντεμπόρ.
Επίκαιρο και ανεπίκαιρο ταυτόχρονα. Πώς το κάνετε ρε παιδιά;
ΑπάντησηΔιαγραφήΤΡΟΜΕΡΗ ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΚΑΙ ΜΕ ΔΙΠΛΗ ΓΙΑ ΜΕΝΑ ΥΠΟΓΡΑΜΜΙΣΗ Η ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΑΣ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΕΙ ΠΟΛΥ ΣΟΒΑΡΑ:
ΑπάντησηΔιαγραφήΕννοείται ότι και οι κομμουνιστές γνωρίζουν άριστα τα της προπαγάνδας και η μέθοδός τους είναι σε αρκετά σημεία ανώτερη από των ναζιστών. […] Παρ’ όλα αυτά δυσχεραίνονται τρομακτικά από το γεγονός, ότι είναι υποχρεωμένοι να προπαγανδίζουν μια πολύπλοκη και υπερβολικά πυκνή θεωρία. Έτσι πασχίζουν να πείσουν με αφετηρία μια αφηρημένη ανάλυση των κοινωνικών συνθηκών και απευθυνόμενοι κατά πρώτο λόγο στη λογική των ακροατών τους και στη διάθεσή τους να καθήσουν, να συγκεντρωθούν, να μελετήσουν και να σκεφτούν τα πράγματα. Την ίδια όμως στιγμή απευθύνονται κατά κύριο λόγο στους απόκληρους της κοινωνίας, δηλαδή σε ανθρώπους που δεν έχουν τις δυνατότητες και τα φόντα για κάτι τέτοιο. Το αποτέλεσμα είναι ότι, για να πετύχει η δική τους προπαγάνδα και να πιάσει τόπο στο κοινό στο οποίο απευθύνεται, υποχρεώνεται να ξεπέσει στην υπεραπλούστευση και τελικά να βάλει την τυφλή δογματική πίστη στη θέση του στοχασμού.