Ραούλ Βανεγκέμ |
«Χάρη στον Μαλντορόρ ο Λοτρεαμόν έκανε την είσοδό του στη λογοτεχνική ιστορία
και μάλιστα τόσο καλά, ώστε ο Ιζιντόρ Ντυκάς, συγγραφέας των Ποιημάτων, σχεδόν του είναι υπόχρεος που
δεν αποκλείστηκε από αυτήν. […]
Χρειάζεται άραγε να θυμίσουμε
γύρω από ποιο δίλημμα περιστρέφονται οι περισσότερες από τις ερμηνείες που
προτάθηκαν μέχρι σήμερα; Κατ’ αυτές, ή τα Ποιήματα διαδέχονται το Μαλντορόρ σαν ένας ‘απερίφραστος κομφορμισμός’ μετά την
‘ανελέητη εξέγερση’ (Καμύ), ή ο συστηματικός μηδενισμός των Ασμάτων προχωρά σ’ ένα καινούργιο δρόμο
ντυμένος το μανδύα του κυνισμού. Μ’ άλλα λόγια, λένε πως ο Λοτρεαμόν είτε απαρνείται (κι
έτσι, μ’ ένα πιο βολικό παράδειγμα, βλέπουν να επαναλαμβάνεται το παράδοξο του
Ρεμπό), είτε κρύβει. Και στις δύο περιπτώσεις, όποιος φαντάζεται μια τέτοια
συμπεριφορά −και μάλιστα σ’ ένα τόσο ιδεατό σημείο−, φανερώνει απλώς μια σκέψη
που ασχολείται μόνο με τις δικές της παραστάσεις και συνεπώς ελάχιστα την
απασχολεί η συγκεκριμένη πραγματικότητα. Ωστόσο το πρόβλημα των Ποιημάτων δεν δικαιολογεί την απουσία
μιας αντικειμενικής λύσης, όσο πολύπλοκο κι αν είναι αυτό. […]
Ο Μαλντορόρ καταλήγει στα Ποιήματα.
Ας το διευκρινίσουμε: ο Πρόλογος σ’ ένα
Μελλοντικό Βιβλίο δεν παρουσιάζεται ούτε ως μορφική άρνηση των Ασμάτων, ούτε ως προέκτασή τους, αλλά
μάλλον ως ένα ξεπέρασμα που, αν και αρνιέται τον Μαλντορόρ, τον συντηρεί
προσφέροντας μια σύνθεση των αντιθέσεων που είχαν φτάσει σε κρίσιμο σημείο στο
Στ΄ Άσμα. Έτσι, μ’ ένα ποιοτικό άλμα
αποκαλύπτεται η κατάληξη ενός μετασχηματισμού, που μέχρι την εξαφάνιση του
Μαλντορόρ παρέμενε καθαρά ποσοτικός.
Το πρώτο πράγμα που νιώθει κανείς
διαβάζοντας διαδοχικά το Μαλντορόρ και τα Ποιήματα
είναι η ανομοιότητά τους, που ξαφνιάζει τις αισθήσεις μάλλον και όχι −a priori− την κρίση. Ωστόσο,
λες από κάποια περίεργη παρεξήγηση, την αξία του έργου που δημοσιεύτηκε μετά το
θάνατο του Ιζιντόρ Ντυκάς την κρίνουν συνήθως με βάση το δυσάρεστο συναίσθημα,
που προκαλεί το ξαφνικό πέρασμα από τη θύελλα στη νηνεμία∙ και, αγνοώντας το
περιεχόμενο και το νόημα της εξέγερσης, επιμένουν στον στρόβιλο, στη φρενίτιδα
των Ασμάτων, για να κρίνουν
προκατειλημμένα τα Ποιήματα και την
ψυχρή τους συνέπεια με πρότυπο την παθιασμένη ένταση του Μαλντορόρ. Τουλάχιστον
όμως, ας προκαλούσε την έκπληξη αυτή η μαεστρία με την οποία ο ορθολογικό έλεγχος
περνάει στο προσκήνιο του έργου του Λοτρεαμόν-Ντυκάς, αυτή η βιασύνη να
στραγγαλιστεί ο ερωτισμός, ή η θέληση του Στ΄ ΄Ασματος να μετατρέψει τις
κηλίδες αίματος σε κηλίδες μελανιού, τις οποίες τα Ποιήματα θα είναι αρκετά για να σβήσουν! […]
Γιατί αλήθεια ο Λοτρεαμόν αρνιέται το πειθήνιο όργανό του, τον Μαλντορόρ; [...]
Ο Λοτρεαμόν έπλασε με τον
Μαλντορόρ μια οξυμένη, παροξυστική μορφή του Κακού ως αναπόσπαστου στοιχείου
του κόσμου∙ μια μορφή ανείπωτης βίας, την οποία θέλησε να στρέψει ενάντια στην
παγκόσμια ψεύτικη καλή συνείδηση, ενάντια σε μια ηθική σκλήρυνση που, όπως πίστευε,
ήταν υπεύθυνη για την διατήρηση του υπέρτατου Καλού σε μια αιωνίως υπερβατική
κατάσταση. Πράγματι, παρόλο που ο Μαλντορόρ αντιπροσωπεύει ένα στάδιο προς ένα
καλύτερο κόσμο, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι θα μένει για πάντα
αποκλεισμένος από αυτό τον καινούργιο κόσμο. […]
Από εδώ μέχρι τα Ποιήματα, μέχρι την αποδοχή του καλού
και την αναγνώριση του ζωογόνου ρόλου του ως θεμέλιας αρχής για τη μελλοντική
άρνηση του κακού, δεν υπάρχει παρά ένα μόνο βήμα. […]
Ο Ντυκάς δεν διαλέγει λοιπόν ανάμεσα
στην εξέγερση και την απάρνησή της. Περνάει από μια σύγκρουση θέσης-αντίθεσης
σε μια σύνθεση, η οποία πλάθει την εξέγερση των Ποιημάτων. Αν τα Ποιήματα
τον φέρνουν σε μια παραπάνω συμφωνία με τον κόσμο στον οποίο ζει, δεν πρέπει με
κανένα τρόπο να συμπεράνουμε πως τον εκθειάζει, ούτε ότι αποδέχεται −με ποιο
μυστήριο της ψυχολογίας;− την κατάσταση εναντίον της οποίας είχε εξαπολύσει τον
Μαλντορόρ. […] Η βία έχασε τη γοητεία της, αλλά αυτό το γεγονός δεν μειώνει τη
θέλησή του να αντιτάξει στις δυνάμεις του κακού την επιθυμία του για μια
καλύτερη ζωή για τον ίδιο και την ανθρωπότητα. […]»
Ραούλ Βανεγκέμ, Ο Ιζιντόρ Ντυκάς και ο κόμης του Λοτρεαμόν
στα ΠΟΙΗΜΑΤΑ (1956),
από το βιβλίο Φρανσουά Καραντέκ - Ραούλ Βανεγκέμ, Δυο μελέτες για τον Λοτρεαμόν
(εκδ. ΥΨΙΛΟΝ,1985)
(εκδ. ΥΨΙΛΟΝ,1985)
Σημ. HS. Δεν πήγα χτες να τον ακούσω. Φόρος
τιμής λοιπόν, αυτή εδώ η υπενθύμιση ενός από τα πρώτα-πρώτα άρθρα του Βανεγκέμ,
χαρακτηριστικό της κοφτερής ματιάς του. Εν προκειμένω, στην ανατομία που κάνει σε ένα από
τα πιο ενδιαφέροντα «παράδοξα» της λογοτεχνίας, την «αλλαγή πλεύσης» του
Λοτρεαμόν/Ντυκάς από τα Άσματα του Μαλντορόρ στα Ποιήματα. Ο Πρόλογος σ’ ένα Μελλοντικό
Βιβλίο είναι ο υπότιτλος που, μάλλον από λάθος ανάγνωση, είχαν προσθέσει
πολλοί εκδότες στα Ποιήματά του.
Αχά! 1956 το έγραψε, λέει. Άρα ήτανε μόλις 22 χρονών! Πωπωπωπωπω!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίναι πολύ ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε το όμορφο αυτό θράσος του 22χρονου που πίστευε στην δεκαετία του 50, την δεκαετία που η νεότητα έγινε τάξη, ότι μπορεί να αναφέρεται αναλυτικά σε ζητήματα που ένας άλλος 22χρονος (εβδομήντα χρόνια πριν) συνθέτει με την φαντασία του.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤζίφος φυσικά μιας και αυτά που γράφει ο "πανίσχυρος" νεαρός διανοούμενος, από το κέντρο μιας αυτοκρατορίας της οποίας παρέμεινε πιστός κάτοικος, σπουδαστής και το δέον κριτικός, θυμίζουν το μικρό γατάκι να κυνηγά την ουρά του.
Η 22χρονη φαντασία επόμενο είναι να συντρίψει την 22χρονη αναλυτική μασκαράτα.
Εντυπωσιάζει η βεβαιότητα στο ύφος και θυμίζει ότι ακολούθησε.
Ενώ τα γραπτά του Ντυγκας προαναγγέλλουν το χάος (και τα Ποιήματα) και επηρεάζουν μια σειρά από καλλιτεχνικές πρακτικές, ο Βανεγκέμ και οι φίλοι του με τα γραπτά τους συστηματικοποιούν μια ξέφρενη φιλολογία, αυτή της αμφισβήτησης, που ξερνάει χιλιάδες διδακτορικά ανα έτος, επι παντός επιστητού και τελικά επιβάλλει μια νέα πανίσχυρη αδιαφορία, την αδιαφορία προς την εμπειρία και τις δοκιμασίες της ζωής.
Το συγκεκριμένο απόσπασμα αποτελεί μια κλασσική διαλεκτική ασκηση των "πρωτευουσιάνων" δευτεροετών στη φιλοσοφική των Βρυξελλών.
(Στ αλήθεια ούτε που ξέρει τι λέει, κι αν τον συναντούσες προχτές και του το έδειχνες μάλλον θα κοκκίνιζε από ντροπή)
Διαμαντάκι, για να θυμόμαστε γιατί και πως καμουφλαρίστηκε η εξουσία η αλλοτρίωση και οι μηχανισμοί της πίσω από την εξυπνακίστικη ρητορεία της επαναστατικής καλοπέρασης.
@ Ντε μπόρ ω, αφοριστικός έως αηδίας. Για ποιους λοιπόν λες, ότι "συστηματοποιούν μια ξέφρενη φιλολογία";
ΑπάντησηΔιαγραφήΕ καλά ρε συ hollow μην αηδιάζεις κι όλας με το αφοριστικό του ύφους.
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ ουσία παραμένει.
Πλάκα μας κάνεις ή ξέμαθες;
Για ποιους λοιπόν λες, ότι "συστηματοποιούν μια ξέφρενη φιλολογία";
[το "της αμφισβήτησης" βαρέθηκες να το χτυπήσεις....]
Λέω για μια πιτσιρικαρία ενός καιρού,
που πέσαν για ύπνο ως ενθουσιώδεις πειραματιστές* και ξύπνησαν φραξιονιστές με χανγκόβερ.(η γνωστή ιστορία δηλαδή)
Τους ξέρεις καλύτερα...
Ίσως να μας έλεγες δυο λόγια για το πως πέφτει το καράβι έξω.
*η μήπως ως ο θίασος που αναπαριστούσε την πρωτοπορία μιας άλλης εποχής