Σελίδες

15 Δεκεμβρίου 2013

Ο Γκυ Ντεμπόρ και η πόλη | Ομιλία HS στην 4η Biennale Αθήνας


ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΦΟΡΟΥΜ 
«ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΣΕ ΠΟΚΕΡ |
Κυριαρχία και δεξιοτεχνία στην πόλη»
 4η Biennale Αθήνας
25 Νοεμβρίου 2013


Έχουμε προσκληθεί από τους οργανωτές σε ένα «στρατηγικό» παιχνίδι, το πόκερ, όπου πλανιέται η μορφή του «παίκτη-στρατηγού» Γκυ Ντεμπόρ, με φόντο την πόλη και διακύβευμα την κυριαρχία εν καιρώ κρίσης. Θα ανοίξω λοιπόν ένα-ένα αυτά τα 5 «τραπουλόχαρτα».


1. ΠΟΚΕΡ

Σύμφωνα με μελετητές αλλά και την εμπειρία, τα τυχερά παιχνίδια, όπως π.χ. τα ζάρια, συνηθίζονται σε μάλλον φτωχές, σχετικά «ανοργάνωτες» κοινωνίες και στα φτωχά κοινωνικά στρώματα, όπου τα παιδιά μπαίνουν από πολύ νωρίς στη δουλειά κι έτσι καλούνται να αναπτύξουν συμπεριφορές ενηλίκου από μικρή ηλικία προκειμένου να αντιμετωπίσουν ρευστές και ανασφαλείς συνθήκες. Όσο κι αν φαίνεται παράξενο με μια πρώτη ματιά, αυτό σχετίζεται με το γεγονός ότι τα τυχερά παιχνίδια «προσομοιώνουν» θρησκευτικού τύπου πρακτικές με επίκεντρο την πίστη στην παρέμβαση κάποιων υπερφυσικών δυνάμεων στις ανθρώπινες υποθέσεις. Στην πιάτσα πράγματι, όπως έχει καταδείξει ο γνώστης Εμμανουήλ Παπαζαχαρίου, η ρέντα και η γκίνια κατέχουν περίοπτη θέση και σχετίζονται με την ευμένεια ή τη δυσμένεια εκ μέρους μιας μυστηριώδους δύναμης, την οποία το άτομο δεν μπορεί να αδράξει με μόνη τη λογική του, αν και γνωρίζει ότι αυτή συνδέεται με τη στάση του απέναντι στην πιάτσα (αν π.χ. είναι μοναχοφάης ή αν ξέρει να ξαναμοιράζει τα κέρδη του).


Από την άλλη μεριά, τα στρατηγικά παιχνίδια, στα οποία τοποθετούν και το πόκερ, συνηθίζονται στις αυστηρότερα δομημένες κοινωνίες και στα πιο ευκατάστατα ή μορφωμένα στρώματα, όπου το άτομο βρίσκεται μπροστά σε πιο οργανωμένα δεδομένα και καλείται να αναπτύξει την ικανότητά του να επιλέγει στηριζόμενο κυρίως στη λογική του. Σε σχέση με το «λαϊκό συναισθηματισμό» των τυχερών παιχνιδιών, εδώ έχουμε να κάνουμε με μια «νοησιαρχική ψυχρότητα», η οποία σχετίζεται με τα ιδεώδη της ατομικής ξεχωριστότητας που ευνοούν στην ικανότητα του ατόμου να αποστασιοποιείται και να θεάται από ψηλά, όπως ο στρατηγός, το πεδίο των συγκρούσεων και των επιλογών. Τα στρατηγικά παιχνίδια λοιπόν, «προσομοιώνουν», από την οπτική του «επιτελείου», πρακτικές που έχουν να κάνουν με τη μάχη και τον πόλεμο.

2ΝΤΕΜΠΟΡ

Ο Ντεμπόρ θέλησε πράγματι, κάποια στιγμή, να μοιραστεί με το κοινό του την αγάπη του για τα στρατηγικά παιχνίδια και, πέρα από αυτά, τη στρατηγική σκέψη ειδικότερα. Ούτε λίγο ούτε πολύ, άλλωστε, άφησε να εννοηθεί ότι υπήρξε και ο ίδιος ένας επιτυχημένος στρατηγός. Δεν θα ασχοληθώ εδώ με αυτό. Είναι γνωστή η αγάπη του Ντεμπόρ για τη μπλόφα −την ομολόγησε ο ίδιος ρητά με την εικόνα που επέλεξε για εξώφυλλο στο τελευταίο βιβλίο του (Des Contrats [Συμβόλαια]),  που κυκλοφόρησε ένα χρόνο μετά την αυτοκτονία του το 1994. Επρόκειτο για ένα φύλλο του Ταρώ, τον Γητευτή, το οποίο, όπως ο ίδιος επισήμαινε στον εκδότη του, «θα μπορούσε να προσθέσει κάτι, που μπορούμε να το δούμε σαν μια ορισμένη δεξιοτεχνία στη χειραγώγηση».

Η ουσία είναι ότι, είτε επειδή έκρινε σκόπιμο να μπλοφάρει, είτε επειδή τον είχε συνεπάρει η ιδέα του στρατηγού, εκείνο που δεν ξεκαθάρισε ο Ντεμπόρ −και είναι ένα ζήτημα αποφασιστικής σημασίας που αλλάζει τα πάντα στο παιχνίδι−, είναι η καίρια διαφορά του «πολέμου» στον οποίον είχε ο ίδιος ταχθεί (του λεγόμενου «κοινωνικού πολέμου» δηλαδή) και του καθαρώς στρατιωτικού πολέμου, για τον οποίο μιλούσαν π.χ. ο Σουν Τζου, ή ο Κλάουσεβιτς. Η διαφορά αυτή είναι η εξής:

·        στον στρατιωτικό πόλεμο οι αντίπαλες στρατιές είναι ήδη συντεταγμένες κάτω από μια σημαία και μια πίστη πριν κατέλθουν στα πεδία της μάχης −πράγμα που σημαίνει, με άλλα λόγια, ότι η κεντρική αντιπαλότητα είναι προσδιορισμένη και ξεκάθαρη−,
ενώ
·        στον «κοινωνικό πόλεμο» η πλευρά των κυριαρχούμενων δέχεται διαρκή πλήγματα χωρίς να κατορθώνει να συνταχθεί, παραμένοντας μάλιστα διασπασμένη και σε τόσο μεγαλύτερη αταξία, όσο οι κυριαρχούμενοι ασπάζονται τις θεμελιωδέστερες αξίες (π.χ. τον τεχνολογικό μεσσιανισμό και τη λογική της ισχύος) των κυρίαρχων με αποτέλεσμα να μην διακρίνουν αν υπάρχει κεντρική αντιπαλότητα και ποια ακριβώς είναι αυτή.

Κοντολογίς, αντίθετα από τον στρατηγό του στρατιωτικού πολέμου, ο επίδοξος «στρατηγός» του «κοινωνικού πολέμου» έχει κατά πρώτιστο λόγο να μεριμνήσει ώστε το «στράτευμά» του να συναχθεί. Εάν σε αυτό προσθέσουμε και μια ακόμα ουσιώδη διαφορά των δυο πολέμων, ότι δηλαδή ο «κοινωνικός πόλεμος» αποσκοπεί σε κοινωνικό μετασχηματισμό, δηλαδή σε ριζική αλλαγή πολιτισμικού παραδείγματος και μάλιστα «από τα κάτω», τότε γίνεται σαφέστερο ότι εδώ τα πράγματα δεν εξαρτώνται από στρατηγικούς σχεδιασμούς ούτε συνεισφέρει σε τίποτα η στρατιωτική αντίληψη του αγώνα.

3. ΠΟΛΗ

Εάν λοιπόν μας ενδιαφέρει η ριζική αλλαγή πολιτισμικού παραδείγματος και πρέπει να μεριμνήσουμε ώστε να πυκνώσουν οι γραμμές των ενδιαφερόμενων γι’ αυτήν, το ερώτημα είναι: Πού και Πώς έχουμε να αποτανθούμε μιλώντας για την πόλη; 


Είναι ξεκάθαρο ότι η αναφορά π.χ. σε «βελτίωση των όρων ζωής στην πόλη» δεν συγκινεί μια τέτοια στόχευση. Εάν μελετήσει κανείς το γράμμα και το πνεύμα των πειραματισμών τους στην πόλη, θα αντιληφθεί ότι ο Ντεμπόρ και οι καταστασιακοί αναζητούσαν με τις πειραματικές περιπλανήσεις τους τα σημεία μέγιστης έντασης και τις πιθανές ρωγμές στο ψυχογεωγραφικό ιστό της πόλης, όχι  προκειμένου να καταλήξουν σε προτάσεις «βελτίωσης της πόλης», αλλά στην προοπτική «κατασκευής συναρπαστικών ατμοσφαιρών», δηλαδή διεκδικώντας πληρότητα της ζωής. Μπορούμε μάλιστα με βεβαιότητα να πούμε, ότι οι πειραματισμοί τους αυτοί, πολύ πέρα από το πνεύμα ενός «ξεδόματος», σχετίζονταν με την διαπαιδαγώγηση των ανθρώπινων υποκειμένων που θα ήταν σε θέση να εμπνευστούν και να υποστηρίξουν τέτοιας λογής «κατασκευές».

Είναι πράγματι γεγονός ότι οι καταστασιακοί, βάζοντας την αναζήτηση μιας πληρότητας της ζωής στη θέση της διεκδίκησης για έναν απλώς δικαιότερα μοιρασμένο υλικό πλούτο −διεκδίκηση γύρω από την οποία είχε συνταχθεί και στην οποία παγιδεύτηκε έως μαρασμού των ζωντανών δυνάμεών της η Αριστερά−, προπάθησαν να επαναπροσδιορίσουν την κεντρική αντιπαλότητα ώστε να πυκνώνουν τις τάξεις των κυριαρχούμενων γύρω από μια τέτοια, ποιοτική σημαία. Ωστόσο, εκείνο που δεν φαίνεται να υπολόγισαν, είναι πως σε ό,τι αφορά την πόλη, δεν υπάρχει μόνο το ζήτημα της κυριαρχίας εντός της αλλά και το πολύ πιο καθοριστικό ζήτημα της κυριαρχίας της ίδιας της πόλης πάνω στους κατοίκους της (και όχι μόνον αυτούς).

Η σύγχρονη πόλη είναι, πράγματι, το υπέρτατο, το καθολικό και ολιστικό επίτευγμα όχι απλώς του ανθρώπου αλλά πιο συγκεκριμένα του τεχνικού ανθρώπου. Είναι ο κατεξοχήν τόπος συγκρότησης μιας Τεχνόσφαιρας, που σφραγίζει την κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στη Βιόσφαιρα. Ως τέτοια λοιπόν, έχει κατά κάποιο τρόπο τους δικούς της «νόμους», που ξεπερνούν κατά πολύ το το ποιος είναι ο εκάστοτε κυρίαρχος μέσα στην πόλη και το ποιος είναι πολιτικός κυρίαρχος πάνω στην πόλη, στο βαθμό, ειδικότερα, που όλοι τους ωμνύουν στην ίδια θεότητα, την Τεχνική.

4. ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ

Από όλους τους καταστασιακούς, ο Άσγκερ Γιόρν ήταν, απ’ ό,τι φαίνεται, εκείνος που είχε αντιληφθεί το ζήτημα της τεχνικής κυριαρχίας. Στο κείμενό του Οι καταστασιακοί και η αυτοματοποίηση (1957) είχε επισημάνει, ότι ο στόχος «να εξασφαλιστεί ο μεγαλύτερος αριθμός αγαθών στο μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπν, υπονοεί στατιστικά τη μέγιστη δυνατή μείωση του εμφανίσεων του απρόβλεπτου», δηλαδή τη μεγιστοποίηση της αυτοματοποημένης μηχανικής αναπαραγωγής σε όλα τα πεδία της ζωής, με αποτέλεσμα «την προσαρμογή του ανθρώπου σε ένα άχρωμο και συμμετροποιημένο μέλλον». Παρ’ ότι λοιπόν η πόλη θέλησε να είναι ο τόπος της ελευθερίας, η προοπτική αυτή υπονομεύτηκε από το γεγονός ότι στην πραγματικότητα έγινε ο κατεξοχήν τόπος της εκτεχνίκευσης της ζωής και άρα ο κατεξοχήν τόπος της υποδούλωσης.

Ας δούμε για παράδειγμα τον κάτοικο της πόλης. Πάντοτε βέβαια, ο κάτοικος της πόλης, εξαιτίας της απόστασής του από τα γεγονότα και συνάμα της αξίωσής του να «τα γνωρίζει όλα», ήταν ευάλωτος στη φημολογία. Όμως σήμερα πλέον η «φημολογία», δηλαδή η έκθεση στην από τρίτο χέρι επαφή με το πραγματικό, έχει οργανωθεί τεχνικά, σε σύστημα διαμόρφωσης «κοινής γνώμης», προς όφελος φυσικά της κυριαρχίας και της καταδυνάστευσης. Και δυστυχώς, η αλήθεια είναι ότι ο κάτοικος της πόλης, ιδίως της μεγαλούπολης, είναι εξαιρετικά ευάλωτος σε αυτό, εφόσον,
·        αφενός μεν, κατακλύζεται εται από τεχνητό φως, τεχνητές εικόνες, διαφημίσεις, εκατομμύρια τόνους προπαγάνδας, και
·        αφετέρου, ζώντας μέσα στην «κοιλιά του κήτους» από μπετόν, σίδερο, τεχνικές και τεχνολογικά μέσα, και συμμεριζόμενος την ολική του έπαρση ως υπέρτατου ανθρώπινου επιτεύγματος,
έχει εκ των προτέρων συναινέσει σε ο,τιδήποτε του παρουσιάζεται με το πρόσωπο της «εφαρμοσμένης επιστήμης»: από το διαστημόπλοιο και την τεχνητή καρδιά έως τη τελευταία επαναστατική οδοντόκρεμα και τα αποτελέσματα της τάδε δημοσκόπησης.

Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να επισημάνουμε, ότι δεν παίζει καθοριστικό ρόλο το αν αυτή η «εφαρμοσμένη επιστήμη» έχει αριστερό ή δεξιό πρόσημο εφόσον εμπνέεται από την κυρίαρχη θρησκεία του τεχνολογικού μεσσιανισμού, δηλαδή της πίστης ότι η επιστήμη μαζί με την τεχνολογία είναι σε θέση να λύνουν όλα τα προβλήματα του ανθρώπου. Όπως δεν έχει και κανένα καθοριστικό ρόλο το αριστερό ή δεξιό πολιτικό πρόσημο των διακόνων του τεχνολογικού μεσσιανισμού, δηλαδή  της τεχνοκρατικής αριστοκρατίας, η οποία εμφορείται και αναπαράγεται από σκληρές ιδεολογικές πεποιθήσεις όπως ότι:
·        οι επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις της δεν επιδέχονται εξέταση με ηθικού τύπου κριτήρια∙
·        η Τεχνική έχει λύσεις για όλα τα προβλήματα, ακόμα και γι’ αυτά που οφείλονται στην ίδια∙
·        ο άνθρωπος είναι βυθισμένος σε ανάγκες, που μόνο δια της Τεχνικής μπορούν να ικανοποιηθούν∙
·        η Τεχνική είναι πάντοτε προοδευτική, πηγαίνει πάντοτε τα πράγματα προς τα εμπρός.

Κοντολογίς, δεν αρκεί να κυριαρχήσει κανείς μέσα στην πόλη∙ ούτε αρκεί να κυριαρχήσει πάνω στην πόλη. Πρέπει να κυριαρχήσει την ίδια την πόλη ως ανθρώπινο τεχνικό επίτευγμα. Και για να γίνει αυτό, πρέπει να πάψει να θεοποιεί την Τεχνική.

5. ΚΡΙΣΗ

Όλη αυτή η συζήτηση έχει ιδιαίτερο βάρος όταν γίνεται, όπως τώρα, σε συνθήκες κρίσης. Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό των κρίσεων είναι ότι στη διάρκειά τους απογυμνώνονται οι μύθοι των θεοτήτων, τις οποίες έως εκείνη την ώρα εμπιστεύονταν οι άνθρωποι. Μπορούμε να πούμε κάτι τέτοιο για την παρούσα κρίση; Έχει τεθεί ζήτημα κυριαρχίας, όχι μόνο στην πόλη, αλλά και της ίδιας της πόλης; Κι αν έχει τεθεί, βρίσκει ευήκοα ώτα;

Είναι πάρα πολύ δύσκολο να πούμε κάτι τέτοιο αυτή τη στιγμή. Γεγονός είναι, ότι βλέπουμε να εκδηλώνονται −τουλάχιστον σε οριακές περιοχές έντασης ή ρήξης του ψυχογεωγραφικού ιστού της πόλης− τόσο μια καταστροφικότητα, που συχνά έχει να κάνει με το ξέσπασμα εναντίον της ασφυξίας που προξενεί η αποκοπή από τη Βιόσφαιρα, όσο και θετικές προσπάθειες επαναπροσδιορισμού των όρων ζωής. Αυτές οι προσπάθειες καλούνται να ξεπεράσουν τον απλό αγώνα «για την επιβίωση», ο οποίος, όπως είδαμε, εξαντλείται στην προοπτική της δικαιότερης κατανομής ενός δεδομένου υλικού πλούτου και έτσι παγιδεύεται, αναγκαστικά, στην τεχνική-τεχνοκρατική και στρατηγικοστρατιωτική αντιμετώπιση των προβλημάτων ανακυκλώνοντας τους μύθους των κυρίαρχων σήμερα θεοτήτων.

Το ζήτημα της κυριαρχίας στην πόλη πρέπει να τεθεί κάτω από την οπτική της κυριαρχίας πάνω στην ίδια την πόλη κι αυτό δεν είναι δυνατόν να γίνει παρά μόνο εάν το κυρίαρχο πάθος μας είναι, όχι η απλή επιβίωση, ούτε η μέγιστη αφθονία αγαθών, αλλά πολύ ουσιαστικότερα η πληρότητα ζωής.


 Γιάννης Hollowsky Ιωαννίδης



6 σχόλια:

  1. -Τι είναι η "πληρότητα ζωής";
    -Όσο συσσωρεύονται οι γνώσεις μας τόσο η εικόνα του συνόλου θολώνει
    -Καλό κείμενο σχετικά, είναι το "Πόλη και Ψυχή", του Ζίμμελ, όπου υπάρχουν συμπληρωματικές παρατηρήσεις.
    -Η μετωπική αντιπαράθεση με την "τεχνική" (όπως βέβαια και με το "χρήμα") έχει κάποια σοβαρά προβληματικά σημεία.
    -Κάθε κατάταξη είναι ανώτερη από το χάος...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. @ pakis,
    ωραίες οι επιγραμματικές σημειώσεις σου. Απαντώ:

    - Οι καταστασιακοί έρριξαν στο τραπέζι το ζήτημα, που έγινε και σύνθημα, "ζωή, όχι επιβίωση". Συμπυκνώνει μια σπουδαία προβληματική αναφορά με τον επαναπροσδιορισμό του ζητούμενου πλούτου ζωής.
    Ας πούμε ότι εμείς εδώ κινούμαστε στο ίδιο μήκος κύματος.

    - Δεν είναι απαραίτητο αυτό. Π.χ. όσο ο άνθρωπος μεγαλώνει, τόσο περισσότερες γνώσεις αποκτά. Αυτό δεν σημαίνει ότι η εικόνα που φτιάχνει για το σύνολο είναι πιο θολή από του 25άρη. Το αντίθετο, θα έλεγα. Αν βέβαια μεγαλώνοντας ωριμάζει κανείς και δεν ξεμωραίνεται. Επομένως, το αν η εικόνα του συνόλου θολώσει ή όχι δεν εξαρτάται από την ποσότητα των γνώσεων αλλά από κάτι άλλο.

    - Ναι, έχουμε αναρτήσει ωραίο απόσπασμα από αυτό.

    - Οπωσδήποτε, όμως πρόσεξε: Εμείς δεν αντιπαλεύουμε την Τεχνική αλλά τον τεχνολογικό μεσσιανισμό, δηλαδή τη θρησκευτική λατρεία της Τεχνικής και την επικράτηση του τεχνικού πνεύματος. Κύρια συνέπεια αυτής της λατρείας είναι η αδυναμία μια αποστασιοποιημένης, καθαρής και άνευ λουκουμόσκονης ματιάς πάνω στην Τεχνική. Έτσι, σε ό,τι αφορά την ίδια την Τεχνική, το μόνο που κάνουμε είναι να δείχνουμε την ακριβή φύση και λειτουργία της. Φυσικά, επειδή οι σημερινοί άνθρωποι είμαστε λίγο-πολύ τυφλωμένοι από τον τεχνολογικό μεσσιανισμό, υπάρχει η αίσθηση ότι κάτι τέτοιο συνιστά επίθεση εναντίον της Τεχνικής καθεαυτής. (Για την επίθεση στο "χρήμα", άλλη φορά).

    - Μα έτσι κι αλλιώς δεν μπορεί να υπάρξει ανθρώπινη κοινωνία χωρίς "κατάταξη", ή γενικότερα οργάνωση. Δεν είναι εκεί το θέμα. Η Τεχνική δεν είναι απλώς "κατάταξη", ούτε απλώς οργάνωση.

    ----

    @ rat1,
    ευχαριστώ!






    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. σχετικά με την γνώση, να θυμηθούμε λοιπόν ένα παλιό φίλο, παλιόφιλο που έλεγε πως: καθαρή γνώση είναι η εξακρίβωση ενός γεγονότος μαζί με την ερμηνεία αυτού του γεγονότος ως μοναδικού σκοπού. Οι ερμηνείες είναι διακρίσεις, αφαιρέσεις. Απεναντίας η κατανόηση ενός γεγονότος είναι υπόρρητη, συνθετική. Δεν είναι μόνο μια αντίληψη αλλά η προσαρμογή του εγώ σε μια νέα κατάσταση. Χρειάζεται να κατανοήσουμε πριν μπορέσουμε να εξηγήσουμε. «Εξηγώ» σημαίνει «φτύνω μια μπουκιά». «Κατανοώ» σημαίνει την «καταπίνω». Υπάρχουν μπουκιές που τις φτύνουμε πριν τις καταπιούμε, αφού απλά τις γλεντήσουμε. Υπάρχουν μπουκιές που μπορούμε να τις χωνέψουμε, που μεταμορφώνουν το είναι μας, άλλες που απλώς τις κατεβάζουμε, κι άλλες που μάς σκοτώνουν [...] Η κατανόηση είναι μια πράξη ισχύος. Η εξήγηση είναι μια πράξη απόρριψης. ΄Ετσι η κατανόηση είναι μια ικανότητα, μια τέχνη. Κατανοώ σημαίνει, εμπεριέχω, υποκειμενοποιώ - εφόσον μιλάμε για την ικανότητα περιεκτικότητας του πνεύματος, του εγκεφάλου, που είναι τα σπλάχνα τής σκέψης ...

    βλέπε και

    http://happyfew.gr/archives/tips/tips13.htm

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Νομίζω πως τη διάκριση ζωή-επιβίωση τη βρίσκουμε πολύ έντονα και στο έργο του Αγκάμπεν, με τη μορφή βίος-ζωή (τα "ζειν" και "ευ ζειν" του Αριστοτέλη). Άλλωστε, ο Αγκάμπεν ήταν φίλος του Ντεμπόρ και επηρεάστηκε απ' αυτόν.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. @ Παράκελσος,

    πολύ σωστά! Βέβαια δεν έχω διαβάσει τον Αγκάμπεν, παρ' όλο που φίλοι και γνωστοί μού λένε ότι χάνω, αλλά, ναι, η διάκριση μεταξύ ζην και ευ ζην τραβάει από την αρχαία πολιτεία κι έχει πάρα πολύ "ψωμί", αφού εμπλέκει την ανθρώπινη ολοκλήρωση με την πολιτική της διάσταση και όχι μόνο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή