Λέων Σεστώφ (1866-1938) |
H καταφυγή σε ιδεόπλαστα καταφύγια, το φύρδην μίγδην άφημα στην παθιασμένη τρικυμία της ζωής, ή η ακατάσχετη δράση, μπορούν άραγε να μας προσφέρουν εκείνο που απαιτεί η διόρθωση μιας πορείας που έχει πάει στραβά;
Α.
Το ερώτημα είναι αμείλικτο, διότι, ας μην το ξεχνάμε, όπως μας έχει διδάξει ένα λαμπρό πνεύμα, είναι τραγικά λαθεμένη η άποψη ότι η πραγματικότητα δεν θα μας φέρει ποτέ αντιμέτωπους με ένα απόλυτα πιεστικό και αναπόφευκτο δίλημμα (είτε το ένα-είτε το άλλο) και ότι, άπαξ κι έχουμε ικανότητες και (πάνω απ’ όλα) χρόνο, θα βρίσκουμε πάντα κάποιον τρόπο για να συνδυάζουμε και «το ένα» και «το άλλο». Το κακό δεν μετατρέπεται σε καλό, ούτε το λάθος σε σωστό, απλώς και μόνο δια της προόδου των πραγμάτων και δίχως εμείς οι ίδιοι να χρειαστεί ν’ απαρνηθούμε τίποτα.
Πώς να σφυρηλατήσουμε κριτήρια, λοιπόν; Ας ακούσουμε έναν από τους εκλεκτούς αδαμαντορύχους, τον Λέοντα Σεστώφ, που έζησε αυτή την περιπέτεια και την κατέγραψε στα Σύνορα της ζωής (1905):
«Μέρος Α΄, § 25. Ο Σωκράτης κι ο Πλάτωνας προσπάθησαν ν’ ανακαλύψουν κάτω από τα αδιάκοπα μεταβαλλόμενα φαινόμενα, την διαρκή κι αμετακίνητη ουσία της ζωής. Οι πλατωνικές ‘ιδέες’ είναι η έκφραση αυτής της αναζήτησης. Η ορατή πραγματικότητα, είπαν, δεν είναι ποτέ όμοια με τον εαυτό της και ντύνεται τις πιο διαφορετικές μορφές∙ άρα, δεν είναι η αληθινή πραγματικότητα. Ό,τι είναι πραγματικό, πρέπει να είναι διαρκές κι αμετακίνητο. Γι’ αυτό λοιπόν, οι ιδέες των πραγμάτων είναι πραγματικές, ενώ τα ίδια τα πράγματα είναι εικονικά. Επομένως, η ρίζα της πλατωνικής φιλοσοφίας απορρέει από ένα συστατικό ελάττωμα της ανθρώπινης σκέψης, ένα ελάττωμα που υψώθηκε στο επίπεδο του υπέρτατου προτερήματος. Βλέπετε, είναι δύσκολο για τον φιλόσοφο να παρακολουθεί την κινούμενη κι ιδιότροπη ζωή∙ γι’ αυτό και διακηρύσσει, πως ετούτη η ζωή δεν είναι παρά ένα πλάσμα της φαντασίας.(...)
Από τα χρόνια του Σωκράτη και του Πλάτωνα λοιπόν, οι πιο πετυχημένοι φιλόσοφοι ήταν εκείνοι που δίδασκαν στους ανθρώπους να προτιμούν αυτό που είναι διαρκές και αμετακίνητο από αυτό που μεταβάλλεται και περνά. Ο κοινός άνθρωπος, που ζει χωρίς πολλή αυτοσυνείδηση, που, μ’ άλλα λόγια, δεν συντάσσει ποτέ τον ισολογισμό του πνευματικού του δούναι λαβείν, πάντοτε βλέπει τους φιλοσόφους σαν ‘λογιστές’ των πεπραγμένων της ψυχής του. (...)
Εδώ βρίσκεται ίσως το μυστικό αυτού του με πρώτη ματιά παράξενου γεγονότος, ότι ο Σωκράτης γοήτευσε έντονα τόσο άταχτες κι ελάχιστα ισορροπημένες φύσεις, όπως ο Αλκιβιάδης. Πήγαινε πολύς καιρός πια που ο Αλκιβιάδης είχε χάσει τον λογαριασμό της πνευματικής κατάστασής του∙ έτσι λοιπόν, ήταν αναγκασμένος ν’ απευθύνεται από καιρό σε καιρό στον Σωκράτη, που με τους λόγους του και τους συλλογισμούς του έβαζε κάποια τάξη στο χάος που βασίλευε στην ψυχή του νεαρού φίλου του: ο Αλκιβιάδης ξανάβρισκε την ειρήνη δίπλα στον διδάσκαλο. Αλλά, όπως ήταν αναμενόμενο, αναπαυότανε για λίγο κοντά του κι έπειτα ξανάπιανε τη θορυβώδη και φλογερή ζωή του. Βλέπετε, η ξεκούραση είναι τόσο γλυκιά για τον κουρασμένο ταξιδευτή. Μα δεν υπάρχει μεγαλύτερος παραλογισμός αν, από αυτό, βγάλουμε το συμπέρασμα πως η ξεκούραση είναι απαραίτητη σε όλους και πάντοτε −δηλαδή, πως η ανάπαυση είναι η ουσία της ζωής!
(...) Πολλοί σύγχρονοι Αλκιβιάδηδες, που επί έξι ημέρες βουλιάζουνε στα ταραγμένα νερά της ζωής, έρχονται τις Κυριακές να λουστούν στην καθάρια πηγή τέτοιας λογής ιδεών. Βλέποντάς τους λοιπόν, η ‘λογιστική’ νιώθει ικανοποιημένη και φαντάζεται πως, αν όλος ο κόσμος ασχολείται μαζί της μια φορά την εβδομάδα, αυτό συμβαίνει σίγουρα επειδή δεν υπάρχει τίποτε σπουδαιότερο στη ζωή και πως ο άνθρωπος δεν χρειάζεται τίποτε άλλο. Μ’ αυτή τη λογική, οι ιδιοκτήτες των δημόσιων λουτρών, βλέποντας πόσο πολύς κόσμος συρρέει για μπάνιο τα Σάββατα, θα μπορούσαν να ισχυρίζονται ότι η καθαριότητα είναι το ύψιστο ιδανικό του ανθρώπου και να προτρέπουν έτσι τους ανθρώπους να μένουν όλη την υπόλοιπη βδομάδα ακίνητοι ώστε να μην ιδρώνουν και να μένουν πάντοτε καθαροί, σαν να ’χαν μόλις βγει απ’ τη μπανιέρα τους.
* * *
Μέρος Β΄, §2. Ο άνθρωπος αρχίζει να σκέφτεται πραγματικά μόνον όταν συνειδητοποιεί ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτα, ότι έχει δεμένα τα χέρια. Γι’ αυτό και κάθε βαθύς στοχασμός ξεπηδάει πάντοτε μέσα από την αμφιβολία. Απεναντίας, η αισιοδοξία, η ευκολία να πηδάει κανείς γρήγορα από το ένα συμπέρασμα στο άλλο, πρέπει να θεωρούνται πάντοτε σαν το σίγουρο σημάδι ενός πνεύματος στενού, που είναι ικανοποιημένο με τον εαυτό του και τρέμει την αμφιβολία, δηλαδή ενός πνεύματος επιπόλαιου. Αν ένας άνθρωπος σάς πει ότι έχει τη λύση των αιώνιων προβλημάτων, αυτό σημαίνει πως δεν έχει αρχίσει καν να τα στοχάζεται κι ότι το μόνο που κάνει είναι να ‘ενεργεί’, να ‘δρα’, να ‘πράττει’. (...)
Είναι αναμφισβήτητο ότι κανείς δεν θέλει να στοχάζεται −και εδώ δεν εννοώ βέβαια τη λογική σκέψη. Η λογική σκέψη, όπως και κάθε άλλη φυσική λειτουργία, δίνει στον άνθρωπο μεγάλη ευχαρίστηση. Αυτός είναι ο λόγος που τα φιλοσοφικά συστήματα, όσο πολύπλοκα κι αν είναι, προκαλούν πάντα πολύ μεγάλο και αληθινό ενδιαφέρον στο κοινό, αρκεί βέβαια να μην απαιτούν από τον άνθρωπο τίποτα περισσότερο από μια λογική νοητική γυμναστική. Όμως σκέφτομαι, στοχάζομαι πραγματικά, σημαίνει: παραιτούμαι από τη λογική −σημαίνει: ζω μια καινούργια ζωή, θυσιάζω αδιάκοπα τις ροπές μου, τις πιο αγαπημένες μου συνήθειες, ορέξεις και προσκολλήσεις, χωρίς να έχω καν τη σιγουριά πως οι θυσίες μου αυτές μια μέρα θα ανταμειφθούν.»
Με πολλούς παραλήπτες λοιπόν, πέρα από τους εντελώς
προφανείς, ετούτη η ευχετήρια ανάρτησή μας, ελπίζουμε να συνεισφέρει και αυτή
σ’ εκείνο που πίσω απ’ όλα μας απασχολεί και που δεν είναι η απλή «έξοδος από
την κρίση», αλλά η όξυνση της κρίσης μας μέσα από την καταγραφή των προϋποθέσεων μιας διόρθωσης του
σφάλματος στη ρίζα του.
Εξαιρετικό, αγαπητέ HollowSky. Ακριβώς όπως τα λέει ο Σεστώφ, o πραγματικός στοχασμός απαιτεί την παραίτηση από τη λογική και από τις βεβαιότητες, τη διαρκή αμφιβολία.
ΑπάντησηΔιαγραφή@ Παράκελσος,
ΑπάντησηΔιαγραφήσημαντικός ο Σεστώφ, έχει πολλά καλά να μας πει ακόμα.