Άντερς και Άρεντ |
«Πάνω από τα μισά βιβλία από όσα έγραψα, είναι βιβλία
“λογοτεχνίας”, έστω κι αν ανήκουν σ’ αυτό που λέγεται πολιτική και φιλοσοφική
λογοτεχνία. Ξεκίνησα να γράφω λίγο καιρό πριν ανέβει στην εξουσία ο Χίτλερ.
Ήταν ένα βιβλίο που του είχα δώσει τον τίτλο Η μολουσιανή Κατακόμβη. Η
Μολουσία ήταν μια φανταστική χώρα. Το βιβλίο αποτελούνταν από πάρα πολλές
μικρές ιστορίες, πάνω από εκατό, που πλέκονταν μεταξύ τους σαν τις ιστορίες από
τις Χίλιες και μία νύχτες. Θέμα του ήταν ο μηχανισμός του
φασισμού. Τις ιστορίες εκείνες υποτίθεται ότι τις αφηγούνταν οι
άνθρωποι που είχε φυλακίσει η Γκεστάπο της Μολουσίας σε μια σπηλιά, που την
είχε μετατρέψει σε μπουντρούμι. Ήταν θρύλοι, ιστορίες και αποφθέγματα, που
μεταδίδονταν από γενιά σε γενιά φυλακισμένων μέχρι να ξεδιπλωθεί τελικά
ολόκληρο το “δίδαγμά” τους έπειτα από την πτώση της δικτατορίας.
Η πρώτη γραφή εκείνου του αντιφασιστικού βιβλίου ολοκληρώθηκε πριν πάρει την εξουσία ο Χίτλερ και είχα ζητήσει τότε από τον Μπρεχτ να δώσει το χειρόγραφο στον εκδότη του, τον Κιπενχάουερ∙ όπως και έκανε. Ο Κιπενχάουερ, πάντοτε προνοητικός, φρόντισε να καμουφλάρει το χειρόγραφο επισυνάπτοντάς το σ’ ένα παλιό χάρτη της Ινδονησίας, στον οποίο πρόσθεσε ένα νησί με το όνομα “Μολουσία”. Κι έκανε πολύ καλά γιατί με το που το τελείωσε, εισέβαλε στο σπίτι του η πραγματική Γκεστάπο και κατέσχεσε όλα τα χειρόγραφα που βρήκε εκεί∙ μαζί και το δικό μου. Ωστόσο οι λογοκριτές έχαψαν το κόλπο του Κιπενχάουερ και πολύ γρήγορα τού επέστρεψαν το χειρόγραφο νομίζοντας ότι επρόκειτο για “ιστορίες από τις θάλασσες του Νότου”. Έτσι ο Κιπενχάουερ το ξανάδωσε στον Μπρεχτ κι εκείνος πάλι σ’ εμένα.
Η πρώτη γραφή εκείνου του αντιφασιστικού βιβλίου ολοκληρώθηκε πριν πάρει την εξουσία ο Χίτλερ και είχα ζητήσει τότε από τον Μπρεχτ να δώσει το χειρόγραφο στον εκδότη του, τον Κιπενχάουερ∙ όπως και έκανε. Ο Κιπενχάουερ, πάντοτε προνοητικός, φρόντισε να καμουφλάρει το χειρόγραφο επισυνάπτοντάς το σ’ ένα παλιό χάρτη της Ινδονησίας, στον οποίο πρόσθεσε ένα νησί με το όνομα “Μολουσία”. Κι έκανε πολύ καλά γιατί με το που το τελείωσε, εισέβαλε στο σπίτι του η πραγματική Γκεστάπο και κατέσχεσε όλα τα χειρόγραφα που βρήκε εκεί∙ μαζί και το δικό μου. Ωστόσο οι λογοκριτές έχαψαν το κόλπο του Κιπενχάουερ και πολύ γρήγορα τού επέστρεψαν το χειρόγραφο νομίζοντας ότι επρόκειτο για “ιστορίες από τις θάλασσες του Νότου”. Έτσι ο Κιπενχάουερ το ξανάδωσε στον Μπρεχτ κι εκείνος πάλι σ’ εμένα.
Στη συνέχεια, λίγες μέρες πριν εγκαταλείψω τη ναζιστική Γερμανία, το
χειρόγραφο πήρε ένα παράξενο δρόμο. Μην τολμώντας να το περάσω παράνομα από τα
σύνορα, το άφησα σε κάποιους φίλους, οι οποίοι το τύλιξαν σε λαδόκολλα
και το κρέμασαν δίπλα στο τζάκι τους, μαζί με τα λουκάνικα και τα ζαμπόν.
Έμεινε λοιπόν εκεί κρεμασμένο για πολλούς μήνες και “σίτεψε”, όπως λέμε,
παίρνοντας την ωραία μυρωδιά των αλλαντικών που το συντρόφευαν.
Στο Παρίσι είχα φύγει μονάχος μου κι όταν αργότερα ήρθε να με βρει η τότε σύζυγός μου [η Άννα Άρεντ, σημ. H.S.], μου έφερε μαζί της και το χειρόγραφο στο δωμάτιο που είχα πιάσει στο Καρτιέ Λατέν. Κάθησα λοιπόν και το ξανάγραψα από την αρχή, προσθέτοντας κι άλλες ιστορίες ώσπου το έκανα τρεις φορές μεγαλύτερο. Τι το έκανα το πρώτο εκείνο χειρόγραφο; Μια και τις περισσότερες φορές δεν είχαμε να φάμε παρά λίγο ψωμί, το χρησιμοποίησα σαν “αρωματικό”: το μύριζα καθώς έτρωγα τη μπαγκέτα μου κι ένιωθα πως έτρωγα ψωμί με ζαμπόν και λουκάνικα! Κάτω από αυτές τις περιστάσεις γεννήθηκε εκείνο το χειρόγραφο των 600 σελίδων με θέμα το ναζισμό…»
Στο Παρίσι είχα φύγει μονάχος μου κι όταν αργότερα ήρθε να με βρει η τότε σύζυγός μου [η Άννα Άρεντ, σημ. H.S.], μου έφερε μαζί της και το χειρόγραφο στο δωμάτιο που είχα πιάσει στο Καρτιέ Λατέν. Κάθησα λοιπόν και το ξανάγραψα από την αρχή, προσθέτοντας κι άλλες ιστορίες ώσπου το έκανα τρεις φορές μεγαλύτερο. Τι το έκανα το πρώτο εκείνο χειρόγραφο; Μια και τις περισσότερες φορές δεν είχαμε να φάμε παρά λίγο ψωμί, το χρησιμοποίησα σαν “αρωματικό”: το μύριζα καθώς έτρωγα τη μπαγκέτα μου κι ένιωθα πως έτρωγα ψωμί με ζαμπόν και λουκάνικα! Κάτω από αυτές τις περιστάσεις γεννήθηκε εκείνο το χειρόγραφο των 600 σελίδων με θέμα το ναζισμό…»
Γκύντερ Άντερς, Et si je suis déséspéré,
que voulez-vous que j’ y fasse?,
(εκδ. Allia 2001)
από τη συνέντευξη στον Mathias Grepfrath το 1977
(εκδ. Allia 2001)
από τη συνέντευξη στον Mathias Grepfrath το 1977
Σημ.
HS. «Δοκιμασίες του πνεύματος»,
ή μάλλον «δοκιμασίες ανθρώπων του πνεύματος»: ναι, μπορούν να μας δώσουν
κάποια πατήματα για να στηριχτούμε στο σήμερα.
Τον εξαιρετικό Γκύντερ Άντερς τον
έχουμε κιόλας παρουσιάσει δυο φορές: την πρώτη με αφορμή το έγκλημα στην
Φουκουσίμα και τη δεύτερη, με το εξαιρετικό Ο Κόσμος σαν Φάντασμα και σαν Matrix, στα πλαίσια του προβληματισμού μας γύρω από την
προπαγάνδα και τους μηχανισμούς μαζικής αποβλάκωσης −έτσι, κατά κάποιον τρόπο, το σημαντικό εκείνο κείμενό του θα ήταν
καλό να διαβαστεί συμπληρωματικά με το απόσπασμα από το βιβλίο του Βανς Πάκαρντ,
που δημοσιεύσαμε πριν λίγες μέρες εγκαινιάζοντας τα δικά μας «προεκλογικά μηνύματα».
Ο λα λά!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ πολυ πολύ ωραίο! Όχι που νομίζουν κάποιοι πως πνευματικός άνθρωπος=κουλτουριάρης=σαλονάτος και πως το γραψιμο είναι ασχολία πολυτέλειας που ταιριάζει μόνο σε "κοινωνικά παράσιτα"...
ΑπάντησηΔιαγραφήΑλλα ξέρουμε καλά από τα έγκατα ποιανης κατάμαυρης ιδεολογίας βγαίνει η δυσφήμιση των πνευματικών ανθρώπων. "Όταν ακούω κουλτούρα αρπάζω το πιστόλι μου" λέγαν οι ναζίδες και "Κάτω η διανόηση" ήταν το σύνθημα των φασιστών του Φράνκο.
Και πάλι ευχαριστούμε dangerfew που βάζετε τα πράγματα στη θ'εση τους.
nΦαντ΄΄αζομαι θα υπάρχουν και χειρογραφα-τσιγάρα. άμα είναι σε ριζόχαρτο κιόλας, ου, τέλεια!
ΑπάντησηΔιαγραφήΝαστε καλά!!!!
Ανώνυμε 18/2
ΑπάντησηΔιαγραφήάμα είναι σε ριζόχαρτο γίνεται και ωραία σούπα, όπως μας έλεγε ο καθηγητής μας στη ζωγραφική κάποτε...