Σελίδες

26 Ιουνίου 2014

Μοχλοί για την ανατροπή ενός Συστήματος


 
Στην ανάρτηση Γιατί δεν εξεγείρονται; είχαμε εξετάσει τη σχέση μεταξύ εξέγερσης και επανάστασης, καθώς και το γενικό λόγο για τον οποίο οι άνθρωποι σήμερα, μπορεί μεν να εξεγείρονται, αλλά δεν επαναστατούν. Εδώ θα προσπαθήσουμε μια κάπως πιο εξειδικευμένη προσέγγιση.

Στις σημερινές συνθήκες τεχνοσυστημικής επέλασης, υπάρχουν άραγε προοπτικές πραγματικής αντισυστημικής παρέμβασης; Το 1997 η Donella Medows (1941-2001), κορυφαία περιβαλλοντολόγος, από τους πρωτεργάτες της κάποτε περίφημης «Λέσχης της Ρώμης» και βασική συγγραφέας της γνωστής μελέτης Τα Όρια της Ανάπτυξης [1] (μια μελέτη που οι σημερινοί τεχνοκράτες αποκηρύσσουν μετά βδελυγμίας ως «μνημείο αβάσιμης κινδυνολογίας»!), έγραψε ένα κείμενο με τίτλο «Μοχλοί παρέμβασης σε ένα σύστημα» («Leverage points: Places to intervene in a System»), στο οποίο συνόψισε την εμπειρία και τις γνώσεις της από το πεδίο της «συστημικής».

Ανεξάρτητα από τις γενικότερες απόψεις της (π.χ. ήταν οπαδός ενός «πράσινου καπιταλισμού» και φαίνεται να πίστευε στο μύθο ότι μια τεχνική είναι καλή ή κακή ανάλογα με το ποιος τη χειρίζεται), το κείμενο εκείνο έχει καθεαυτό ενδιαφέρον και προσφέρεται για γόνιμους προβληματισμούς σε σχέση με το ερώτημά μας.

Δς μοι π στ

Η Μήντοους ξεκαθαρίζει εξαρχής, ότι είναι αδύνατον να υπάρξει η παραμικρή παρέμβαση σε ένα σύστημα εάν αυτή δεν στηρίζεται σε σταθερά σημεία-«μοχλούς». Με δυο λόγια, μια τέτοια παρέμβαση απαιτεί και προϋποθέτει, πολύ σωστά πιστεύω, να εντοπιστεί το αρχιμήδειο «δς μοι π στ κα τν γν κινάσω». Στη συνέχεια υποδεικνύει δώδεκα τέτοιους μοχλούς, από το λιγότερο προς τον περισσότερο καρποφόρο, διευκρινίζοντας ότι ο βαθμός επιτυχίας κάθε επιμέρους «μόχλευσης» αυξάνεται εάν συνδεθεί με τον αμέσως υψηλότερο «μοχλό» στην ανοδική δωδεκάβαθμη κλίμακα. 

Αυτό που έχει μεγάλο ενδιαφέρον στον όλο πίνακα, είναι το κριτήριο με το οποίο προσδιορίζεται ο βαθμός αποτελεσματικότητας των «μοχλών». Ας το δούμε με τη δέουσα συντομία. 

Ο πρώτος μοχλός, ο λιγότερος δραστικός, αφορά σε παρεμβάσεις στηριγμένες στις λεγόμενες «παραμέτρους» ενός συστήματος, δηλαδή σε κατά βάση αριθμητικά στοιχεία, τα οποία σχετίζονται με την ταχύτητα ή τη βραδύτητα των εισροών και των εκροών του. Για παράδειγμα, τέτοιου είδους στοιχεία σε ό,τι αφορά το λεγόμενο «εθνικό χρέος» είναι από τη μια μεριά οι φόροι και από την άλλη τα έξοδα του δημόσιου τομέα. Μια παρέμβαση σε αυτό το υποσύστημα στηριγμένη στις «παραμέτρους» θα εντοπιζόταν στην αύξηση των φορολογικών συντελεστών και της ταχύτητας είσπραξης των φόρων από τη μια, και τη μείωση των κρατικών δαπανών από την άλλη. Αυτό δηλαδή που συνήθως κάνουν κατά κόρον οι εκάστοτε κυβερνώντες. 

Όμως εκείνο που υπογραμμίζει η Μήντοους, είναι ότι τέτοιου επιπέδου παρεμβάσεις στηριγμένες στις «παραμέτρους» είναι ελάχιστα αποτελεσματικές και πως, ακόμη κι αν φέρουν κάποιο αποτέλεσμα, αυτό θα είναι εξαιρετικά εύθραυστο και βραχυπρόθεσμο. 

Τακτοποιώντας τις ξαπλώστρες του Τιτανικού

Ο λόγο είναι ότι οι «παράμετροι» αφορούν τα δέντρα κι όχι το δάσος∙ και το να στηρίξει κανείς τις δράσεις του σε αυτές, είναι πάνω-κάτω σαν να τακτοποιεί  και να ξανατακτοποιεί τις ξαπλώστρες στο κατάστρωμα του Τιτανικού χωρίς να βλέπει κατά πού τρέχει το ίδιο το καράβι! Ορίστε λοιπόν πολύ απλά, γιατί έπειτα από κάθε τακτοποίηση των «παραμέτρων» του εθνικού χρέους, σύντομα ανακαλύπτουν ότι και το πρόβλημα δεν έλυσαν, και μετέτρεψαν σε σεληνιακό το ήδη μαραζωμένο τοπίο της λεγόμενης εθνικής οικονομίας.Στο σημείο αυτό η Μήντοους επισημαίνει κάτι που θεωρώ το ζουμί της υπόθεσης. Αφενός μεν ότι, όταν υπάρξει πρόβλημα στο σύστημα, οι άνθρωποι συνήθως εστιάζουν μόνο στις «παραμέτρους» και στην τακτοποίησή τους∙ και αφετέρου, ότι αυτό συμβαίνει επειδή η ενασχόληση με τις «παραμέτρους» δίνει την αίσθηση ότι «κάτι αλλάζεις», χωρίς να χρειαστεί να αλλάξεις τη σκέψη σου και τη στάση σου απέναντι στα πράγματα. Χωρίς αμφιβολία, αυτός εδώ είναι και ο λόγος που οι παρεμβάσεις με μοχλό τις «παραμέτρους» είναι επιφανειακές, ρηχές, πρόχειρες, και προσφέρουν λύσεις με μικρή αντοχή στο χρόνο.

Ποιος μπορεί να διαφωνήσει με αυτή την παρατήρηση; Είναι γεγονός ότι προτιμάμε να αποδίδουμε τα προβλήματά μας στις «περιστάσεις», στις «συνθήκες», ακόμα και … στο «βαρύ γήπεδο». Συνηθίζουμε να πιστεύουμε ότι αν λ.χ. αλλάξουμε «ντεκόρ», αν μετακομίσουμε «κάπου καλύτερα», ή αν πάμε μια εκδρομή, θα διορθώσουμε μια προβληματική σχέση. Σε τι άλλο στηρίζεται σε τελική ανάλυση η ευρύτατα διαδεδομένη πεποίθηση πως η «ανάπτυξη», η αύξηση των «παραγωγικών συντελεστών», θα αλλάξει δραστικά προς το καλύτερο «τη ζωή μας»;  

Ωστόσο, προσκολλημένοι στις «παραμέτρους», παραβλέπουμε το γεγονός ότι η ποιότητα της ζωής μας εξαρτάται κατά κύριο λόγο από την ποιότητα της κοινωνικής σχέσης, η οποία σε πάρα πολύ μικρό βαθμό εξαρτάται από τις «παραμέτρους» και τη ρύθμισή τους. Η επιτυχία και η αντοχή στο χρόνο μιας παρέμβασης σε ένα σύστημα εξαρτάται λοιπόν από το βαθμό της διάθεσης, εκείνου που επιχειρεί την παρέμβαση, να εμπλακεί σε βάθος σε αυτή την περιπέτεια, να μη μείνει στην επιφάνεια, αλλά να προχωρήσει σε αλλαγές που απαιτούν να αλλάξει και ο ίδιος.  

Ιεράρχηση των σκοπών

Παρ’ όλα αυτά, όσο σπουδαία κι αν είναι, αυτή η προϋπόθεση δεν επαρκεί. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι, όπως έλεγε ο Σουν Τζου στο περίφημο Η τέχνη του πολέμου, «εάν δεν γνωρίζεις ούτε τον εαυτό σου, ούτε το εχθρό, θα νικηθείς σε κάθε μάχη»· ότι «εάν γνωρίζεις τον εαυτό σου αλλά δεν γνωρίζεις τον εχθρό, για κάθε νίκη που θα κερδίζεις θα έχεις και μια ήττα»· και επομένως, ότι μόνο «εάν γνωρίζεις και τον εχθρό και τον εαυτό σου, δεν έχεις ανάγκη να φοβάσαι για το αποτέλεσμα ακόμα κι εκατό μαχών»[2].

Ανεβαίνοντας  λοιπόν προς τους μεγαλύτερης καρποφορίας «μοχλούς», στη θέση 3 συναντάμε το μοχλό «Σκοποί του συστήματος». Εδώ ακριβώς η γνώση του εαυτού μας συναντάει την καλή γνώση του εχθρού. Η Μήντοους  διευκρινίζει ότι δεν αναφέρεται απλώς στους διάφορους επιμέρους στόχους ενός συστήματος. «Υπάρχουν», λέει, «στόχοι ευρύτεροι, λιγότερο φανεροί αλλά με υψηλότερη αποτελεσματικότητα ως μοχλοί: οι σκοποί του ίδιου του συστήματος στην ολότητα του». Η παρέμβαση σε αυτό εδώ το πεδίο προϋποθέτει ασφαλώς μια πολύ-πολύ βαθύτερη και ευρύτερη ματιά στο όλο σύστημα, η οποία δεν είναι δυνατή όσο κανείς δεν διακινδυνεύει να «ξεβολευτεί». Διότι, το να θέσει κανείς θέμα «σκοπού του ίδιου του συστήματος», σημαίνει ότι μπορεί να χρειαστεί να χτυπήσει καμπανάκι για την ίδια την πορεία του καραβιού και ν’ αγωνιστεί για μια «αλλαγή πλεύσης», που οπωσδήποτε εγκυμονεί περιπέτειες. Περιπέτειες; Να μια λέξη που, ενώ συναρπάζει κάθε ζωντανή ψυχή, χρησιμοποιείται κατά κόρον από τη σημερινή προπαγάνδα σαν συνώνυμο αποκλειστικά μαύρων δεινών, δυστυχιών και συμφορών … πράγμα ενδεικτικό του σε τι λογής ψυχές απευθύνεται αυτή η προπαγάνδα (κι ακόμα περισσότερο ενδεικτικό της γενικότερης ψυχικής κατάστασης στη σύγχρονη κοινωνία).

Παραδείγματα

Είπαμε όμως παραπάνω, ότι ο βαθμός καρποφορίας κάθε επιμέρους μοχλού αυξάνεται εάν συνδεθεί με τον αμέσως υψηλότερο μοχλό στην ανοδική δωδεκάβαθμη κλίμακα. Μια παρέμβαση στο επίπεδο του «σκοπού του συστήματος» είναι πράγματι μεγάλης αξίας, ωστόσο είναι δυνατόν το καράβι να μην μπορεί ν’ αλλάξει ρότα εάν έχει «προγραμματιστεί» ή «ναυπηγηθεί» έτσι ώστε να τραβάει μόνο κατά τις συντεταγμένες του ολέθρου. Για να στηρίξει λοιπόν κανείς γερά το «μοχλό 3», είναι απαραίτητο να πάρει δύναμη από τον επόμενο μοχλό, το μοχλό υπ’ αριθμόν 2, ο οποίος αφορά στο «παράδειγμα μέσα από το οποίο εκπηγάζει το Σύστημα –οι στόχοι του, η δομή του, οι κανόνες του, οι παράμετροί του».

Με τον όρο «παράδειγμα» (paradigm) η Μήντους −ακολουθώντας το κλασικό πλέον Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων, του Τόμας Κουν[3]− εννοεί το σύνολο των ιδεών, οι οποίες συνθέτουν κάθε συγκεκριμένο σύστημα και τις οποίες μοιράζονται οι άνθρωποι σχετικά αυτό. Τον «κοινό Λόγο» ενός κοινωνικού συστήματος ή ενός πολιτισμού, θα λέγαμε εμείς. Παρατηρεί μάλιστα ότι «το Παράδειγμα είναι η πηγή ενός Συστήματος» και ότι «το πιο δύσκολο από όλα σε ένα Σύστημα είναι να υπάρξει αλλαγή Παραδείγματος»

Ωστόσο, θεωρεί ότι κάτι τέτοιο είναι δυνατόν μόνο «εάν κανείς καταδεικνύει σταθερά και με συνέπεια τις δομικές δυσλειτουργίες και τις αποτυχίες του ισχύοντος Παραδείγματος». Διότι με αυτό το σάλπισμα θα κατορθώσει να συγκεντρώσει μια κρίσιμη μάζα ανθρώπων διατεθειμένων και ικανών να βάλουν σε πράξη αυτό τον κρίσιμο «μοχλό», έχοντας πλέον συνειδητοποιήσει ότι το πρόβλημα του συγκεκριμένου συστήματος δεν βρίσκεται ούτε στις «παραμέτρους» ή άλλα επιμέρους στοιχεία του, ούτε ακόμα και στο «σκοπό» του, αλλά στο ίδιο το σώμα ιδεών, στο «Παράδειγμα», που το συνέθεσε και το συντηρεί.

Δυο μυστικά σχετικά με τη δύναμη υπέρβασης των Παραδειγμάτων

Είναι άραγε αυτό αρκετό; Οπωσδήποτε όχι! Είναι εντελώς αναγκαίο, αλλά δεν αρκεί να δείχνει κανείς ότι το καράβι έχει πρόβλημα από κατασκευής, εξαιτίας της ίδιας της ναυπηγικής του. Χρειάζεται να υποδείξει και κάποιο άλλο ιδεώδες ναυπήγησης, ή τελοσπάντων να δείξει ότι ο άνθρωπος έχει ζήσει και άρα μπορεί να ζήσει κι αλλιώς. Γι’ αυτό το λόγο, η δραστικότητα του «μοχλού 2» εξαρτάται και αυτή από τον επόμενο μοχλό, τον ύψιστης καρποφορίας μοχλό υπ’ αριθμόν 1, ο οποίος αφορά στη «Δύναμη Υπέρβασης των Παραδειγμάτων».

Εδώ, η Μήντοους κάνει μια ενδιαφέρουσα διπλή υπόδειξη. Από τη μια μεριά επισημαίνει ότι, για να μπορούμε να υπερβούμε ένα δεδομένο Παράδειγμα, θα πρέπει να βαστάμε ζωντανή μέσα μας μια ορισμένη ελευθερία από κάθε Παράδειγμα. Από πού θ’ αντλήσουμε μια τέτοια ελευθερία; Από την επίγνωση της σχετικής αξίας καθενός και από μια ανοικτότητα προς τον άπειρο πλούτο του κόσμου και της ίδιας της ζωής, στη σοφία ενός σωκρατικού «ν οδα, τι οδέν οδα» ή μιας «βουδιστικής σιγής του νου», όπως λέει η Μήντοους. Αυτό −προσοχή!− δεν έχει να κάνει με μια ύψωση της «αέναης αμφισβήτησης» σε υπέρτατη αξία (και, τελικά, σε υπέρτατη παγίδα), ούτε με μια αναγόρευση του σχετικισμού στο βάθρο του απολύτου. Είναι άλλωστε γνωστός ο κίνδυνος, να μετατραπεί η κριτική από εγκέφαλος του πάθους σε πάθος του εγκεφάλου.

Η Μήντοους τονίζει βεβαίως, ότι «όποιος, έστω για μια στιγμή ή σε όλη του τη ζωή, κατορθώνει να αντέξει την ιδέα πως δεν υπάρχει απόλυτη βεβαιότητα σε καμιά κοσμοθεωρία, αυτός έχει ανακαλύψει μια γερή βάση για την ενίσχυση του σθένους του». Υπογραμμίζει όμως παράλληλα, ότι «ασφαλώς, στην έννοια ή την εμπειρία ότι δεν υπάρχει καμιά απόλυτη βεβαιότητα σε οποιαδήποτε κοσμοθεωρία, είναι αδύνατον να στηρίξει κανείς ένα λόγο ύπαρξης, πολύ δε λιγότερο δράσης». Έτσι, μας δίνει ένα δεύτερο στοιχείο σχετικό με τη δύναμη υπέρβασης των Παραδειγμάτων, πέρα από το «ουδέν οίδα»: 

«Παρ’ όλο που κανένα Παράδειγμα δεν είναι απόλυτα σωστό, μπορείς να επιλέξεις εκείνο που ταιριάζει καλύτερα στο σκοπό σου. Κι αν δεν ξέρεις το σκοπό σου, άνοιξε τα αυτιά σου κι άκουσε το Σύμπαν». 

Γνωρίζουμε τη σημασία του σθένους στο ξεπέρασμα μιας κρίσης. Μπορούμε τελικά λοιπόν, και δεν γίνεται κι αλλιώς, να υπερβούμε ένα Παράδειγμα επιλέγοντας κάποιο άλλο Παράδειγμα∙ κι αν δεν ξέρουμε ακόμα ποιο, θα μας το υποδείξει το Σύμπαν.

Τι γλώσσα μιλάει το Σύμπαν;

Στο σημείο αυτό, βαστάμε μια τελευταία προειδοποίηση της Μήντοους 

«Όσο υψηλότερο είναι το σημείο μόχλευσης, τόσο περισσότερο το Σύστημα θ’ αντισταθεί στην εφαρμογή του»

και την αποχαιρετούμε. Διότι ο αμερικανισμός της και ο υπερβατισμός της (ένα μίγμα που φέρνει προς το new age) δεν βοηθούν να προχωρήσουμε. Εξηγούμαι.

Ο αμερικανισμός. Λέγοντας ότι μπορεί κανείς «να επιλέξει όποιο Παράδειγμα ταιριάζει καλύτερα στο σκοπό του», η Μήντοους υπονοεί ότι τα Παραδείγματα είναι κάτι σαν έτοιμα, κονσερβαρισμένα προϊόντα, αραδιασμένα στα ράφια κάποιου παγκόσμιου πολιτισμικού σουπερμάρκετ, από τα οποία θα διαλέξει κανείς, περιδιαβαίνοντας τους διαδρόμους του, όποιο του πάει καλύτερα! Πολύ Καλιφόρνια στυλ... Όμως το κάθε Παράδειγμα είναι μια συλλογική δημιουργία, ολοκλήρωμα συγκεκριμένου ανθρωπολογικού τύπου, με τους δικούς του κανόνες, τη δική του θέσμιση και γλώσσα, κοινός Λόγος που ενσαρκώνει ορισμένη περί Δικαίου πράξη και προσδιορίζει ιδιαίτερους τρόπους συνεργασίας και σκοπούς ύπαρξης. Επομένως, δεν είναι κάτι που μπορεί να το κουμαντάρει καταπώς «του ταιριάζει», σαν να πούμε να καταναλώσει, κάποιος που έρχεται από μια άλλη εποχή, έναν άλλο πολιτισμό, άλλο ανθρωπολογικό τύπο, άλλο Παράδειγμα … ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι έχει καταφέρει να το «μεταφράσει» αρκετά σωστά, ώστε να καταλαβαίνει περί τίνος κόπου πρόκειται.

Ο υπερβατισμός. Δεκτή η προτροπή της Μήντοους να τείνουμε το αυτί μας για ν’ αφουγκραστούμε τι έχει να μας πει το Σύμπαν, αλλά αν το Σύμπαν μιλάει μια γλώσσα εντελώς ακατανόητη από εμάς, τότε, όσο και να το αφουγκραστούμε, δεν πρόκειται να μας πει τίποτα −εννοώ, τίποτα που να μπορούμε να διακρίνουμε σαν «σκοπό» και «Παράδειγμα»∙ τίποτα που να μοιάζει με «σώμα ιδεών»∙ τίποτα που να μπορούμε να το συγκρατήσουμε σαν «λόγο ύπαρξης και δράσης»∙ τίποτα που να μπορούμε να το επικοινωνήσουμε. Με δυο λόγια, το καυτό ερώτημα, στο οποίο ο υπερβατισμός δεν έχει κάτι να μας πει,  είναι: τι γλώσσα μιλάει το Σύμπαν;

Ε, λοιπόν, ό,τι έχει να πει το Σύμπαν σ’ εμάς τους ανθρώπους, το έχει πει και το λέει πάντοτε σε μια γλώσσα που την καταλαβαίνουμε (ή μπορούμε να την καταλάβουμε) γιατί πολύ απλά είναι η γλώσσα των Παραδειγμάτων, η γλώσσα των Κοινών Λόγων! Επομένως, αν θέλουμε ν’ αφουγκραστούμε το Σύμπαν, πρέπει να μάθουμε ν’ αφουγκραζόμαστε τα Παραδείγματα, τους Κοινούς Λόγους. Να τα αφουγκραζόμαστε, δηλαδή να μπορούμε να τα «μεταφράζουμε» σωστά -όπου, ως γνωστόν, σωστή μετάφραση δεν είναι η κατά λέξη, αλλά προϋποθέτει αφομοίωση του πνεύματος του συγγραφέα.

«Μεταφραστικά» προβλήματα

Φτάνοντας λοιπόν στο μοχλό 1, μπορούμε να πούμε ότι η δύναμη υπέρβασης του κυρίαρχου Παραδείγματος έγκειται στη δυνατότητα, και την ικανότητά μας, να αφουγκραστούμε άλλα Παραδείγματα, όχι για να τα αντιγράψουμε κατά το γράμμα τους, αλλά για να εμπνευστούμε κατά την ουσία τους μια εναλλακτική προς το κυρίαρχο Παράδειγμα διέξοδο. Σε τελική ανάλυση, αυτός δεν ήταν ένας τρόπος με τον οποίον είδαμε να συμβαίνουν σημαντικές ανατροπές στην ιστορία; Ωστόσο, πρέπει να επισημάνουμε ότι σήμερα παρεμβάλλονται δυο πολύ σημαντικά εμπόδια στην ενεργοποίηση αυτού του αποφασιστικού «μοχλού».

1) Το πρώτο είναι ότι, οι παρούσες συνθήκες τεχνοσυστημικής ολοκλήρωσης σημαίνουν, εφόσον δεν ανασχεθούν, την ολοκλήρωση και του αντίστοιχου ανθρωπολογικού τύπου, ο οποίος προσδιορίζει τον άνθρωπο ως κατά βάση «αυτοαναφορικό άτομο», ανίκανο να καταλάβει τους κόπους συγκρότησης και συντήρησης Κοινού Λόγου. Έχουμε εξετάσει αλλού αυτό το ζήτημα. Έτσι  το σύγχρονο άτομο, ακόμα κι αν ενδιαφερθεί ν’ αφουγκραστεί Παραδείγματα διαφορετικά από το δικό του, είναι ολοένα και λιγότερο σε θέση να τα κατανοήσει ως «ολόκληρα κείμενα» και να τα «μεταφράσει» σωστά.

2) Το δεύτερο εμπόδιο είναι ότι το κυρίαρχο σήμερα Παράδειγμα, το οποίο τείνει να ολοκληρώνεται με τη μορφή ενός Τεχνικού Συστήματος[4] χωρίς καμιά τελικότητα, χωρίς κανένα σκοπό άλλο από τη διαρκή μεγέθυνση, μάς έχει διαπαιδαγωγήσει έτσι ώστε να υποτιμούμε βαθύτατα κάθε άλλο Παράδειγμα με το πρόσχημα, ότι ανήκει οριστικά στους σκουπιδοτενεκέδες της ιστορίας και ότι κάθε αναδρομή προς τα εκεί δεν μπορεί παρά να πηγάζει από κάποιου είδους «αντιδραστική νοσταλγικότητα» (κάτι που πράγματι μπορεί να συμβαίνει, αλλά όχι υποχρεωτικά!). 

Για να καταλάβουμε το μέγεθος αυτής της προκατάληψης, αρκεί να εξετάσουμε με ποιο κύριο επιχείρημα κάθε άλλο Παράδειγμα πλην του παρόντος −και τι ακριβώς σε αυτό− ανακηρύσσεται «κατ’ ουσία ανορθολογικό». Θα δούμε τότε, ότι το κύριο επιχείρημα είναι η «υπανάπτυξη της τεχνοεπιστημονικής σκέψης» (με την αντίστοιχη «υπανάπτυξη της υλικοτεχνικής βάσης»), εξαιτίας της οποίας, λέει το ιδεολόγημα, εκείνοι οι άνθρωποι έβλεπαν φαντάσματα εκεί που σήμερα, εμείς, βλέπουμε αλγόριθμους∙ και θα δούμε, ακόμη, πως τα περισσότερα από τα στοιχεία που, από την περιορισμένη μας σκοπιά του homo faber, σπεύδουμε να αποκαλέσουμε «ανορθολογικά» στα διαφορετικά Παραδείγματα, είναι επί της ουσίας συστατικά στοιχεία εκείνου που συγκροτεί μια κοινωνία ως όλον[5].

Εάν δεν ξεπεράσουμε λοιπόν αυτά τα δυο εμπόδια, θα μείνουμε ανίκανοι να διακρίνουμε κάτι διαφορετικό και να εμπνευστούμε από αυτό, και θα καταδικαστούμε να τρέχουμε ίσια μπροστά, όπου μας πάει το ρεύμα των κυρίαρχων προκαταλήψεων, ελπίζοντας μάταια πως ίσως το Σύστημα καταρρεύσει από μόνο του, «από τις δικές του αντιφάσεις»

Συμπεράσματα

Ο παγκόσμιος Τιτανικός δεν σώζεται με το ν’ αλλάζουμε τις θέσεις στις ξαπλώστρες του καταστρώματος∙

Δεν μπορούμε ν’ αλλάζουμε τον κόσμο χωρίς τον κόπο ν’ αλλάζουμε κι εμείς οι ίδιοι∙ 

Μια τέτοια διεργασία απαιτεί εμβάθυνση στο πρόβλημα, δηλαδή στο Σύστημα, που έχουμε να μας ταλαιπωρεί∙ 

Αλλά απαιτεί και κάτι ακόμα: 

Σθένος! Δηλαδή, σύμφωνα με τον εξαιρετικό ορισμό του Γιάννη Τσέγκου, «το συναίσθημα το οποίο μας διακατέχει όταν, μετά την καθ’ οιονδήποτε τρόπο απώλεια της Ισχύος (Εξουσίας), δεν καταρρέουμε εν τούτοις συναισθηματικώς»[6].

Που σημαίνει, αποδέσμευση από τη μαγεία του κυρίαρχου Παραδείγματος και συνάμα την ικανότητα να αφουγκραστούμε άλλα Παραδείγματα με το σεβασμό και την πληρότητα που απαιτείται προκειμένου να τα «μεταφράσουμε» σωστά ώστε ν’ αντλήσουμε από εκεί δείκτες διεξόδου από την παρούσα αλλοτρίωση.

 
 

[1] Donella H. Meadows, Dennis L. Meadows, Jorgen Randers, William W, Behrens, The Limits to Growth, 1972, Potomac Associates.

[2] ελληνική έκδοση, 1991, Βάνιας, μετάφραση Κωνσταντίνος Γεωργαντάς.

[3] The Structure of Scientific Revolutions, 1962, University of Chicago Press (ελληνική έκδοση, Αθήνα, 1997, Σύγχρονα Θέματα, μετάφραση Γ. Γεωργακόπουλος, Β. Κάλφας).

[4] Βλ. Ζακ Ελλύλ, Το τεχνικό σύστημα, Αθήνα, 2012, Αλήστου Μνήμης, μετάφραση Γ.Δ. Ιωαννίδης.

[6] Οι μεταμφιέσεις του ψυχοθεραπευτού, Αθήνα, 2002, Στιγμή.