Στις σημερινές συνθήκες τεχνοσυστημικής επέλασης, υπάρχουν άραγε προοπτικές πραγματικής αντισυστημικής παρέμβασης; Το 1997 η Donella Medows (1941-2001), κορυφαία περιβαλλοντολόγος, από τους πρωτεργάτες της κάποτε περίφημης «Λέσχης της Ρώμης» και βασική συγγραφέας της γνωστής μελέτης Τα Όρια της Ανάπτυξης [1] (μια μελέτη που οι σημερινοί τεχνοκράτες αποκηρύσσουν μετά βδελυγμίας ως «μνημείο αβάσιμης κινδυνολογίας»!), έγραψε ένα κείμενο με τίτλο «Μοχλοί παρέμβασης σε ένα σύστημα» («Leverage points: Places to intervene in a System»), στο οποίο συνόψισε την εμπειρία και τις γνώσεις της από το πεδίο της «συστημικής».
Ανεξάρτητα από τις γενικότερες απόψεις της (π.χ. ήταν οπαδός ενός «πράσινου καπιταλισμού» και φαίνεται να πίστευε στο μύθο ότι μια τεχνική είναι καλή ή κακή ανάλογα με το ποιος τη χειρίζεται), το κείμενο εκείνο έχει καθεαυτό ενδιαφέρον και προσφέρεται για γόνιμους προβληματισμούς σε σχέση με το ερώτημά μας.
Δῶς μοι πᾶ στῶ
Η Μήντοους ξεκαθαρίζει εξαρχής, ότι είναι αδύνατον να υπάρξει η παραμικρή παρέμβαση σε ένα σύστημα εάν αυτή δεν στηρίζεται σε σταθερά σημεία-«μοχλούς». Με δυο λόγια, μια τέτοια παρέμβαση απαιτεί και προϋποθέτει, πολύ σωστά πιστεύω, να εντοπιστεί το αρχιμήδειο «δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσω». Στη συνέχεια υποδεικνύει δώδεκα τέτοιους μοχλούς, από το λιγότερο προς τον περισσότερο καρποφόρο, διευκρινίζοντας ότι ο βαθμός επιτυχίας κάθε επιμέρους «μόχλευσης» αυξάνεται εάν συνδεθεί με τον αμέσως υψηλότερο «μοχλό» στην ανοδική δωδεκάβαθμη κλίμακα.
Αυτό που έχει μεγάλο ενδιαφέρον στον όλο πίνακα, είναι το κριτήριο με το οποίο προσδιορίζεται ο βαθμός αποτελεσματικότητας των «μοχλών». Ας το δούμε με τη δέουσα συντομία.
Ο πρώτος μοχλός, ο λιγότερος δραστικός, αφορά σε παρεμβάσεις στηριγμένες στις λεγόμενες «παραμέτρους» ενός συστήματος, δηλαδή σε κατά βάση αριθμητικά στοιχεία, τα οποία σχετίζονται με την ταχύτητα ή τη βραδύτητα των εισροών και των εκροών του. Για παράδειγμα, τέτοιου είδους στοιχεία σε ό,τι αφορά το λεγόμενο «εθνικό χρέος» είναι από τη μια μεριά οι φόροι και από την άλλη τα έξοδα του δημόσιου τομέα. Μια παρέμβαση σε αυτό το υποσύστημα στηριγμένη στις «παραμέτρους» θα εντοπιζόταν στην αύξηση των φορολογικών συντελεστών και της ταχύτητας είσπραξης των φόρων από τη μια, και τη μείωση των κρατικών δαπανών από την άλλη. Αυτό δηλαδή που συνήθως κάνουν κατά κόρον οι εκάστοτε κυβερνώντες.
Όμως εκείνο που υπογραμμίζει η Μήντοους, είναι
ότι τέτοιου επιπέδου παρεμβάσεις στηριγμένες στις «παραμέτρους» είναι ελάχιστα αποτελεσματικές και
πως, ακόμη κι αν φέρουν κάποιο αποτέλεσμα, αυτό θα είναι εξαιρετικά εύθραυστο και βραχυπρόθεσμο.
Τακτοποιώντας τις ξαπλώστρες του Τιτανικού
Ο λόγο είναι ότι οι «παράμετροι» αφορούν τα δέντρα κι όχι το δάσος∙ και το να στηρίξει κανείς τις δράσεις του σε αυτές, είναι πάνω-κάτω σαν να τακτοποιεί και να ξανατακτοποιεί τις ξαπλώστρες στο κατάστρωμα του Τιτανικού χωρίς να βλέπει κατά πού τρέχει το ίδιο το καράβι! Ορίστε λοιπόν πολύ απλά, γιατί έπειτα από κάθε τακτοποίηση των «παραμέτρων» του εθνικού χρέους, σύντομα ανακαλύπτουν ότι και το πρόβλημα δεν έλυσαν, και μετέτρεψαν σε σεληνιακό το ήδη μαραζωμένο τοπίο της λεγόμενης εθνικής οικονομίας.Στο σημείο αυτό η Μήντοους επισημαίνει κάτι που θεωρώ το ζουμί της υπόθεσης. Αφενός μεν ότι, όταν υπάρξει πρόβλημα στο σύστημα, οι άνθρωποι συνήθως εστιάζουν μόνο στις «παραμέτρους» και στην τακτοποίησή τους∙ και αφετέρου, ότι αυτό συμβαίνει επειδή η ενασχόληση με τις «παραμέτρους» δίνει την αίσθηση ότι «κάτι αλλάζεις», χωρίς να χρειαστεί να αλλάξεις τη σκέψη σου και τη στάση σου απέναντι στα πράγματα. Χωρίς αμφιβολία, αυτός εδώ είναι και ο λόγος που οι παρεμβάσεις με μοχλό τις «παραμέτρους» είναι επιφανειακές, ρηχές, πρόχειρες, και προσφέρουν λύσεις με μικρή αντοχή στο χρόνο.
Ποιος μπορεί να διαφωνήσει με αυτή την παρατήρηση; Είναι γεγονός ότι προτιμάμε να αποδίδουμε τα προβλήματά μας στις «περιστάσεις», στις «συνθήκες», ακόμα και … στο «βαρύ γήπεδο». Συνηθίζουμε να πιστεύουμε ότι αν λ.χ. αλλάξουμε «ντεκόρ», αν μετακομίσουμε «κάπου καλύτερα», ή αν πάμε μια εκδρομή, θα διορθώσουμε μια προβληματική σχέση. Σε τι άλλο στηρίζεται σε τελική ανάλυση η ευρύτατα διαδεδομένη πεποίθηση πως η «ανάπτυξη», η αύξηση των «παραγωγικών συντελεστών», θα αλλάξει δραστικά προς το καλύτερο «τη ζωή μας»;
Ωστόσο, προσκολλημένοι στις «παραμέτρους», παραβλέπουμε το γεγονός ότι η ποιότητα της ζωής μας εξαρτάται κατά κύριο λόγο από την ποιότητα της κοινωνικής σχέσης, η οποία σε πάρα πολύ μικρό βαθμό εξαρτάται από τις «παραμέτρους» και τη ρύθμισή τους. Η επιτυχία και η αντοχή στο χρόνο μιας παρέμβασης σε ένα σύστημα εξαρτάται λοιπόν από το βαθμό της διάθεσης, εκείνου που επιχειρεί την παρέμβαση, να εμπλακεί σε βάθος σε αυτή την περιπέτεια, να μη μείνει στην επιφάνεια, αλλά να προχωρήσει σε αλλαγές που απαιτούν να αλλάξει και ο ίδιος.
Ιεράρχηση των σκοπών
Παρ’ όλα αυτά, όσο σπουδαία κι αν είναι, αυτή η
προϋπόθεση δεν επαρκεί. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι, όπως έλεγε ο Σουν
Τζου στο περίφημο Η τέχνη του πολέμου,
«εάν δεν γνωρίζεις ούτε τον εαυτό σου, ούτε το εχθρό, θα νικηθείς
σε κάθε μάχη»· ότι «εάν γνωρίζεις τον εαυτό σου αλλά δεν γνωρίζεις τον εχθρό,
για κάθε νίκη που θα κερδίζεις θα έχεις και μια ήττα»· και επομένως, ότι μόνο
«εάν γνωρίζεις και τον εχθρό και τον εαυτό σου, δεν έχεις ανάγκη να φοβάσαι για
το αποτέλεσμα ακόμα κι εκατό μαχών»[2].
Ανεβαίνοντας λοιπόν προς τους μεγαλύτερης καρποφορίας «μοχλούς», στη θέση 3 συναντάμε το μοχλό «Σκοποί του συστήματος». Εδώ ακριβώς η γνώση του εαυτού μας συναντάει την καλή γνώση του εχθρού. Η Μήντοους διευκρινίζει ότι δεν αναφέρεται απλώς στους διάφορους επιμέρους στόχους ενός συστήματος. «Υπάρχουν», λέει, «στόχοι ευρύτεροι, λιγότερο φανεροί αλλά με υψηλότερη αποτελεσματικότητα ως μοχλοί: οι σκοποί του ίδιου του συστήματος στην ολότητα του». Η παρέμβαση σε αυτό εδώ το πεδίο προϋποθέτει ασφαλώς μια πολύ-πολύ βαθύτερη και ευρύτερη ματιά στο όλο σύστημα, η οποία δεν είναι δυνατή όσο κανείς δεν διακινδυνεύει να «ξεβολευτεί». Διότι, το να θέσει κανείς θέμα «σκοπού του ίδιου του συστήματος», σημαίνει ότι μπορεί να χρειαστεί να χτυπήσει καμπανάκι για την ίδια την πορεία του καραβιού και ν’ αγωνιστεί για μια «αλλαγή πλεύσης», που οπωσδήποτε εγκυμονεί περιπέτειες. Περιπέτειες; Να μια λέξη που, ενώ συναρπάζει κάθε ζωντανή ψυχή, χρησιμοποιείται κατά κόρον από τη σημερινή προπαγάνδα σαν συνώνυμο αποκλειστικά μαύρων δεινών, δυστυχιών και συμφορών … πράγμα ενδεικτικό του σε τι λογής ψυχές απευθύνεται αυτή η προπαγάνδα (κι ακόμα περισσότερο ενδεικτικό της γενικότερης ψυχικής κατάστασης στη σύγχρονη κοινωνία).
Παραδείγματα
Είπαμε όμως παραπάνω, ότι ο βαθμός καρποφορίας κάθε επιμέρους μοχλού αυξάνεται εάν συνδεθεί με τον αμέσως υψηλότερο μοχλό στην ανοδική δωδεκάβαθμη κλίμακα. Μια παρέμβαση στο επίπεδο του «σκοπού του συστήματος» είναι πράγματι μεγάλης αξίας, ωστόσο είναι δυνατόν το καράβι να μην μπορεί ν’ αλλάξει ρότα εάν έχει «προγραμματιστεί» ή «ναυπηγηθεί» έτσι ώστε να τραβάει μόνο κατά τις συντεταγμένες του ολέθρου. Για να στηρίξει λοιπόν κανείς γερά το «μοχλό 3», είναι απαραίτητο να πάρει δύναμη από τον επόμενο μοχλό, το μοχλό υπ’ αριθμόν 2, ο οποίος αφορά στο «παράδειγμα μέσα από το οποίο εκπηγάζει το Σύστημα –οι στόχοι του, η δομή του, οι κανόνες του, οι παράμετροί του».
Με τον όρο «παράδειγμα» (paradigm) η Μήντους −ακολουθώντας το κλασικό πλέον Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων, του Τόμας Κουν[3]− εννοεί το σύνολο των ιδεών, οι οποίες συνθέτουν κάθε συγκεκριμένο σύστημα και τις οποίες μοιράζονται οι άνθρωποι σχετικά αυτό. Τον «κοινό Λόγο» ενός κοινωνικού συστήματος ή ενός πολιτισμού, θα λέγαμε εμείς. Παρατηρεί μάλιστα ότι «το Παράδειγμα είναι η πηγή ενός Συστήματος» και ότι «το πιο δύσκολο από όλα σε ένα Σύστημα είναι να υπάρξει αλλαγή Παραδείγματος».
Ωστόσο, θεωρεί ότι κάτι τέτοιο είναι δυνατόν μόνο «εάν κανείς καταδεικνύει σταθερά και με συνέπεια τις δομικές δυσλειτουργίες και τις αποτυχίες του ισχύοντος Παραδείγματος». Διότι με αυτό το σάλπισμα θα κατορθώσει να συγκεντρώσει μια κρίσιμη μάζα ανθρώπων διατεθειμένων και ικανών να βάλουν σε πράξη αυτό τον κρίσιμο «μοχλό», έχοντας πλέον συνειδητοποιήσει ότι το πρόβλημα του συγκεκριμένου συστήματος δεν βρίσκεται ούτε στις «παραμέτρους» ή άλλα επιμέρους στοιχεία του, ούτε ακόμα και στο «σκοπό» του, αλλά στο ίδιο το σώμα ιδεών, στο «Παράδειγμα», που το συνέθεσε και το συντηρεί.
Δυο μυστικά σχετικά με τη δύναμη υπέρβασης των Παραδειγμάτων
Είναι άραγε αυτό αρκετό; Οπωσδήποτε όχι! Είναι εντελώς αναγκαίο, αλλά δεν αρκεί να δείχνει κανείς ότι το καράβι έχει πρόβλημα από κατασκευής, εξαιτίας της ίδιας της ναυπηγικής του. Χρειάζεται να υποδείξει και κάποιο άλλο ιδεώδες ναυπήγησης, ή τελοσπάντων να δείξει ότι ο άνθρωπος έχει ζήσει και άρα μπορεί να ζήσει κι αλλιώς. Γι’ αυτό το λόγο, η δραστικότητα του «μοχλού 2» εξαρτάται και αυτή από τον επόμενο μοχλό, τον ύψιστης καρποφορίας μοχλό υπ’ αριθμόν 1, ο οποίος αφορά στη «Δύναμη Υπέρβασης των Παραδειγμάτων».
Εδώ, η Μήντοους κάνει μια ενδιαφέρουσα διπλή υπόδειξη. Από τη μια μεριά επισημαίνει ότι, για να μπορούμε να υπερβούμε ένα δεδομένο Παράδειγμα, θα πρέπει να βαστάμε ζωντανή μέσα μας μια ορισμένη ελευθερία από κάθε Παράδειγμα. Από πού θ’ αντλήσουμε μια τέτοια ελευθερία; Από την επίγνωση της σχετικής αξίας καθενός και από μια ανοικτότητα προς τον άπειρο πλούτο του κόσμου και της ίδιας της ζωής, στη σοφία ενός σωκρατικού «ἕν οἶδα, ὅτι οὐδέν οἶδα» ή μιας «βουδιστικής σιγής του νου», όπως λέει η Μήντοους. Αυτό −προσοχή!− δεν έχει να κάνει με μια ύψωση της «αέναης αμφισβήτησης» σε υπέρτατη αξία (και, τελικά, σε υπέρτατη παγίδα), ούτε με μια αναγόρευση του σχετικισμού στο βάθρο του απολύτου. Είναι άλλωστε γνωστός ο κίνδυνος, να μετατραπεί η κριτική από εγκέφαλος του πάθους σε πάθος του εγκεφάλου.
Η Μήντοους τονίζει βεβαίως, ότι «όποιος, έστω για μια στιγμή ή σε όλη του τη ζωή, κατορθώνει να αντέξει την ιδέα πως δεν υπάρχει απόλυτη βεβαιότητα σε καμιά κοσμοθεωρία, αυτός έχει ανακαλύψει μια γερή βάση για την ενίσχυση του σθένους του». Υπογραμμίζει όμως παράλληλα, ότι «ασφαλώς, στην έννοια ή την εμπειρία ότι δεν υπάρχει καμιά απόλυτη βεβαιότητα σε οποιαδήποτε κοσμοθεωρία, είναι αδύνατον να στηρίξει κανείς ένα λόγο ύπαρξης, πολύ δε λιγότερο δράσης». Έτσι, μας δίνει ένα δεύτερο στοιχείο σχετικό με τη δύναμη υπέρβασης των Παραδειγμάτων, πέρα από το «ουδέν οίδα»:
«Παρ’ όλο που κανένα Παράδειγμα δεν είναι απόλυτα σωστό, μπορείς να επιλέξεις εκείνο που ταιριάζει καλύτερα στο σκοπό σου. Κι αν δεν ξέρεις το σκοπό σου, άνοιξε τα αυτιά σου κι άκουσε το Σύμπαν».
Γνωρίζουμε τη σημασία του σθένους στο ξεπέρασμα μιας κρίσης. Μπορούμε τελικά λοιπόν, και δεν γίνεται κι αλλιώς, να υπερβούμε ένα Παράδειγμα επιλέγοντας κάποιο άλλο Παράδειγμα∙ κι αν δεν ξέρουμε ακόμα ποιο, θα μας το υποδείξει το Σύμπαν.
Τι γλώσσα μιλάει το Σύμπαν;
Στο σημείο αυτό, βαστάμε μια τελευταία προειδοποίηση της Μήντοους
«Όσο υψηλότερο είναι το σημείο μόχλευσης, τόσο περισσότερο το Σύστημα θ’ αντισταθεί στην εφαρμογή του»,
και την αποχαιρετούμε. Διότι ο αμερικανισμός της και ο υπερβατισμός της (ένα μίγμα που φέρνει προς το new age) δεν βοηθούν να προχωρήσουμε. Εξηγούμαι.
Ο υπερβατισμός. Δεκτή η προτροπή της Μήντοους να τείνουμε το αυτί μας για ν’ αφουγκραστούμε τι έχει να μας πει το Σύμπαν, αλλά αν το Σύμπαν μιλάει μια γλώσσα εντελώς ακατανόητη από εμάς, τότε, όσο και να το αφουγκραστούμε, δεν πρόκειται να μας πει τίποτα −εννοώ, τίποτα που να μπορούμε να διακρίνουμε σαν «σκοπό» και «Παράδειγμα»∙ τίποτα που να μοιάζει με «σώμα ιδεών»∙ τίποτα που να μπορούμε να το συγκρατήσουμε σαν «λόγο ύπαρξης και δράσης»∙ τίποτα που να μπορούμε να το επικοινωνήσουμε. Με δυο λόγια, το καυτό ερώτημα, στο οποίο ο υπερβατισμός δεν έχει κάτι να μας πει, είναι: τι γλώσσα μιλάει το Σύμπαν;
Ε, λοιπόν, ό,τι έχει να πει το Σύμπαν σ’ εμάς τους ανθρώπους, το έχει πει και το λέει πάντοτε σε μια γλώσσα που την καταλαβαίνουμε (ή μπορούμε να την καταλάβουμε) γιατί πολύ απλά είναι η γλώσσα των Παραδειγμάτων, η γλώσσα των Κοινών Λόγων! Επομένως, αν θέλουμε ν’ αφουγκραστούμε το Σύμπαν, πρέπει να μάθουμε ν’ αφουγκραζόμαστε τα Παραδείγματα, τους Κοινούς Λόγους. Να τα αφουγκραζόμαστε, δηλαδή να μπορούμε να τα «μεταφράζουμε» σωστά -όπου, ως γνωστόν, σωστή μετάφραση δεν είναι η κατά λέξη, αλλά προϋποθέτει αφομοίωση του πνεύματος του συγγραφέα.
«Μεταφραστικά» προβλήματα
Φτάνοντας λοιπόν στο μοχλό 1, μπορούμε να πούμε ότι η δύναμη υπέρβασης του κυρίαρχου Παραδείγματος έγκειται στη δυνατότητα, και την ικανότητά μας, να αφουγκραστούμε άλλα Παραδείγματα, όχι για να τα αντιγράψουμε κατά το γράμμα τους, αλλά για να εμπνευστούμε κατά την ουσία τους μια εναλλακτική προς το κυρίαρχο Παράδειγμα διέξοδο. Σε τελική ανάλυση, αυτός δεν ήταν ένας τρόπος με τον οποίον είδαμε να συμβαίνουν σημαντικές ανατροπές στην ιστορία; Ωστόσο, πρέπει να επισημάνουμε ότι σήμερα παρεμβάλλονται δυο πολύ σημαντικά εμπόδια στην ενεργοποίηση αυτού του αποφασιστικού «μοχλού».
1) Το πρώτο είναι ότι, οι παρούσες συνθήκες τεχνοσυστημικής ολοκλήρωσης σημαίνουν, εφόσον δεν ανασχεθούν, την ολοκλήρωση και του αντίστοιχου ανθρωπολογικού τύπου, ο οποίος προσδιορίζει τον άνθρωπο ως κατά βάση «αυτοαναφορικό άτομο», ανίκανο να καταλάβει τους κόπους συγκρότησης και συντήρησης Κοινού Λόγου. Έχουμε εξετάσει αλλού αυτό το ζήτημα. Έτσι το σύγχρονο άτομο, ακόμα κι αν ενδιαφερθεί ν’ αφουγκραστεί Παραδείγματα διαφορετικά από το δικό του, είναι ολοένα και λιγότερο σε θέση να τα κατανοήσει ως «ολόκληρα κείμενα» και να τα «μεταφράσει» σωστά.
2) Το δεύτερο εμπόδιο είναι ότι το κυρίαρχο σήμερα Παράδειγμα, το οποίο τείνει να ολοκληρώνεται με τη μορφή ενός Τεχνικού Συστήματος[4] χωρίς καμιά τελικότητα, χωρίς κανένα σκοπό άλλο από τη διαρκή μεγέθυνση, μάς έχει διαπαιδαγωγήσει έτσι ώστε να υποτιμούμε βαθύτατα κάθε άλλο Παράδειγμα με το πρόσχημα, ότι ανήκει οριστικά στους σκουπιδοτενεκέδες της ιστορίας και ότι κάθε αναδρομή προς τα εκεί δεν μπορεί παρά να πηγάζει από κάποιου είδους «αντιδραστική νοσταλγικότητα» (κάτι που πράγματι μπορεί να συμβαίνει, αλλά όχι υποχρεωτικά!).
Για να καταλάβουμε το μέγεθος αυτής της προκατάληψης, αρκεί να εξετάσουμε με ποιο κύριο επιχείρημα κάθε άλλο Παράδειγμα πλην του παρόντος −και τι ακριβώς σε αυτό− ανακηρύσσεται «κατ’ ουσία ανορθολογικό». Θα δούμε τότε, ότι το κύριο επιχείρημα είναι η «υπανάπτυξη της τεχνοεπιστημονικής σκέψης» (με την αντίστοιχη «υπανάπτυξη της υλικοτεχνικής βάσης»), εξαιτίας της οποίας, λέει το ιδεολόγημα, εκείνοι οι άνθρωποι έβλεπαν φαντάσματα εκεί που σήμερα, εμείς, βλέπουμε αλγόριθμους∙ και θα δούμε, ακόμη, πως τα περισσότερα από τα στοιχεία που, από την περιορισμένη μας σκοπιά του homo faber, σπεύδουμε να αποκαλέσουμε «ανορθολογικά» στα διαφορετικά Παραδείγματα, είναι επί της ουσίας συστατικά στοιχεία εκείνου που συγκροτεί μια κοινωνία ως όλον[5].
Εάν δεν ξεπεράσουμε λοιπόν αυτά τα δυο εμπόδια, θα μείνουμε ανίκανοι να διακρίνουμε κάτι διαφορετικό και να εμπνευστούμε από αυτό, και θα καταδικαστούμε να τρέχουμε ίσια μπροστά, όπου μας πάει το ρεύμα των κυρίαρχων προκαταλήψεων, ελπίζοντας μάταια πως ίσως το Σύστημα καταρρεύσει από μόνο του, «από τις δικές του αντιφάσεις»
Συμπεράσματα
Ο παγκόσμιος Τιτανικός δεν σώζεται με το ν’ αλλάζουμε τις θέσεις στις ξαπλώστρες του καταστρώματος∙
Δεν μπορούμε ν’ αλλάζουμε τον κόσμο χωρίς τον κόπο ν’ αλλάζουμε κι εμείς οι ίδιοι∙
Μια τέτοια διεργασία απαιτεί εμβάθυνση στο πρόβλημα, δηλαδή στο Σύστημα, που έχουμε να μας ταλαιπωρεί∙
Αλλά απαιτεί και κάτι ακόμα:
Σθένος! Δηλαδή, σύμφωνα με τον εξαιρετικό ορισμό του Γιάννη Τσέγκου, «το συναίσθημα το οποίο μας διακατέχει όταν, μετά την καθ’ οιονδήποτε τρόπο απώλεια της Ισχύος (Εξουσίας), δεν καταρρέουμε εν τούτοις συναισθηματικώς»[6].
Που σημαίνει, αποδέσμευση από τη μαγεία του κυρίαρχου Παραδείγματος και συνάμα την ικανότητα να αφουγκραστούμε άλλα Παραδείγματα με το σεβασμό και την πληρότητα που απαιτείται προκειμένου να τα «μεταφράσουμε» σωστά ώστε ν’ αντλήσουμε από εκεί δείκτες διεξόδου από την παρούσα αλλοτρίωση.
[1] Donella H. Meadows, Dennis L. Meadows, Jorgen Randers, William W, Behrens, The Limits to Growth, 1972, Potomac Associates.
[2] ελληνική έκδοση, 1991, Βάνιας, μετάφραση Κωνσταντίνος Γεωργαντάς.
[3] The Structure of Scientific Revolutions, 1962, University of Chicago Press (ελληνική έκδοση, Αθήνα, 1997, Σύγχρονα Θέματα, μετάφραση Γ. Γεωργακόπουλος, Β. Κάλφας).
[4] Βλ. Ζακ Ελλύλ, Το τεχνικό σύστημα, Αθήνα, 2012, Αλήστου Μνήμης, μετάφραση Γ.Δ. Ιωαννίδης.
[5] Βλ. το κείμενό μου «Αν είμαστε ο καθένας σωστός, συνεπής και υπεύθυνος».
[6] Οι μεταμφιέσεις του ψυχοθεραπευτού, Αθήνα, 2002, Στιγμή.
Καιρός να απομαγεύσουμε τη μαγεία! Καλημέρες Γιάννη! Εξαίρετος, ως συνήθως. :-)
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλημέρα Ρακόπιε! Θα προλάβουμε άραγε; :-)
ΑπάντησηΔιαγραφήΛίγα προλάβαμε; ;-) Εξάλλου, ζωντανοί είμαστε ακόμα και το πολεμάμε. Αλί κι αλίμονο για τους "αναντικατάστατους"...
ΑπάντησηΔιαγραφήΣωστά, Ρακόπιε, σωστά. Προλάβαμε κάμποσα, δεν γίνεται να τα προλάβουμε όλα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΒέβαια, αναντικατάστατοι (εκτός εισαγωγικών) θα έλεγα ότι είμαστε -με την έννοια, όμως, ότι ο καθένας μας είναι μοναδικός.
[Μόνο μέσα σ' ένα απρόσωπο σύμπαν, ή σε μια μεγαμηχανή, κανένας δεν είναι αναντικατάστατος ... μιας και όλοι είναι αναπληρώσιμα γρανάζια στην υπηρεσία της "υπέρτατης δύναμης".]
Το ζήτημα, σκέφτομαι, είναι ότι κάποιοι θεωρούν τον εαυτό τους "αναντικατάστατο" αλλά τους άλλους τους έχουνε γι' αναπληρώσιμους...
Τα "πάντα/όλα" είναι αδύνατον να τα προλάβει κάποιος. Ίσως σε [τεράστιο] βάθος χρόνου το καταφέρει η ανθρωπότητα ως συλλογικό υποκείμενο. Ίσως...
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο... "αναντικατάστατο" έχει δυο όψεις:
1. Καθένας μας γεννιέται και πεθαίνει μόνος του.
2. Στο μεταξύ διάστημα "κοινωνικοποιείται" εκών-άκων.
Μέχρι σήμερα ίσως η ανθρωπότητα έψαχνε την ισορροπία ανάμεσα στα δύο. Στην ατομικότητα, δλδ, και στη συλλογικότητα.
Τελευταία σκέφτομαι πως δεν μπορεί να υπάρξει μια τέτοια "ισορροπία". Η... ζυγαριά γέρνει υπέρ της ατομικότητας. Η συλλογικότητα μπορεί να υπάρξει μόνον μεταξύ "ίσων". Αυτή η "ισότητα" νοείται ως η ικανότητα των ατόμων να μην παρασύρονται απ' τους όποιους κοινωνικούς ανέμους...
[Το γεγονός, π.χ., ότι την ίδια περίοδο που είχες γράψει ένα εξαιρετικό κείμενο (προ τριετίας, αν θυμάμαι καλά) στο οποίο έλεγες πως "απέχεις" πια απ' την "κοινωνική επικαιρότητα", είχα καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα. Εσύ το εξέφρασες πολύ πιο καθαρά.]
Νομίζω, επίσης, ότι ένα απ' τα σημαντικότερα -αν όχι ΤΟ σημαντικότερο- γεγονός που βρίσκεται εν εξελίξει σήμερα, είναι το τέλος της "κοινωνικής συμφωνίας" - εν ολίγοις το τέλος της γλώσσας πάνω στην οποία στηρίζεται σε τεράστιο βαθμό η κοινωνικοποίηση του ανθρώπου. Αυτή η κοινωνική συμφωνία, θαρρώ πως καταρρέει. Και μαζί της καταρρέει κι η "πραγματικότητα".
Ζήσαμε σε πολύ ενδιαφέροντες καιρούς. Αυτοί που έρχονται θα είναι ακόμα πιο ενδιαφέροντες.
<>.Και μόνο την ματιά που ρίχνουμε πάνω σε αυτόν τον κόσμο να αλλάξουμε, αυτός ο κόσμος θα έχει ήδη αλλάξει κατά πολύ. Καλημέρα Γιάννη.
ΑπάντησηΔιαγραφή@ Ρακόπιε,
ΑπάντησηΔιαγραφήναι, ζούμε τρομερά ενδιαφέροντες καιρούς όπως το λες: κατάρρευσης μιας ορισμένης κοινωνικής συμφωνίας = μιας ορισμένης κοινωνικής πραγματικότητας.
Θα διαφωνήσω, όμως, με το άλλο που λες, ότι γεννιόμαστε μόνοι και πεθαίνουμε μόνοι.
Οπωσδήποτε δεν γεννιόμαστε μόνοι. Γεννιόμαστε από την ένωση δυο ανθρώπων, μας προετοιμάζει μια γυναίκα στη μήτρα της, αυτή μας υποδέχεται και όχι οπωσδήποτε μόνη, με το που ερχόμαστε στον κόσμο ερχόμαστε μέσα σε ένα κόσμο ανθρώπων [όλα αυτά ανεξάρτητα από την ποιότητα ή τη βαρβαρότητά του] ... Μπορεί βέβαια να πεθάνουμε μόνοι, όμως ούτε αυτό είναι κατ' ανάγκην έτσι. Και πρόσεξε: δεν τα εννοώ αυτά από την "εξωτερική" μόνο άποψη των πραγμάτων αλλά κι από την "εσωτερική".
Χρειάζεται να ξεκαθαρίσουμε τις έννοιες ατομικότητα, μοναδικότητα, μοναξιά, εξατομίκευση, κ.τ.τ. Άλλο η ατομικότητα ως η μοναδικότητα καθενός και άλλο η ατομικότητα ως μια ιδιαίτερη πολιτισμική προτεραιότητα στο ατομικό έναντι του συλλογικού. Υπήρξαν πολιτισμοί που απέκλειαν αυτή την προτεραιότητα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι σε αυτούς οι άνθρωποι είχαν όλοι π.χ. το ίδιο όνομα, δηλαδή ότι δεν αναγνωριζόταν ο καθένας ως διάφορος του άλλου.
Δύσκολα όμως τρομερά καίρια ζητήματα. Χαίρομαι που πάντα με κάποιον τρόπο τα φέρνεις στο τραπέζι!
@ Αριστείδη
ΑπάντησηΔιαγραφήκαλημέρα κι από μένα (με 2 μέρες καθυστέρηση!). Η ματιά είναι όπως το ξεκίνημα: το ήμισυ του παντός, που λένε. Ο κόσμος δεν αλλάζει μόνο με την αλλαγή της ματιάς μας πάνω του. Είναι αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη.
Είναι όπως η διαφορά μεταξύ "θέλω" και "μπορώ". Για να μπορέσεις κάτι, πρέπει να το θέλεις. Δεν αρκεί όμως να το θέλεις για να το μπορέσεις. Χρειάζεται να έχεις και τη δύναμη ν' αντέξεις όλους τους κόπους και τους αγώνες, που απαιτούνται ώστε να γίνει πραγματικότητα.
Χαίρε Γιάννη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν διαφωνώ καθόλου μαζί σου, στο ζήτημα του "γεννιόμαστε/πεθαίνουμε μόνοι".
Αλλά, όπως λες, όλες αυτές οι έννοιες χρειάζονται ξεκαθάρισμα και επανανορισμό.
Αυτό που δεν είπα είναι ότι, ναι μεν τεράστιο επίτευγμα η κοινωνικοποίησή μας, αλλά αυτή μας έχει αλλοτριώσει [χρησιμοποιώ τον όρο αλλοτρίωση ως τις εισέτι ανακαλυφθείσες οντολογικές δυνατότητες του ανθρώπου - και όχι ως απομάκρυνση από μια κάποια αρχή].
Εν ολίγοις, θέτω ένα ερώτημα: εφόσον ο καθένας μας ζει μέσα σ' αυτό το σύμπαν, υπάρχει μια άμεση σχέση ενός εκάστου με τον Κόσμο γύρω μας; Και ποια είναι αυτή;
Το "κοινωνικό" έχει εξαντληθεί, θαρρώ - και μας κρατάει αλυσοδεμένους. Αλλά, κι αυτό θα πρέπει να "λυθεί".
Ζητήματα :-)
"ΜΗ εισέτι ανακαλυφθείσες"
ΑπάντησηΔιαγραφήΑνοίγεις μεγάλο θέμα αγαπητέ Ρακόπιε! Προσωπικά δεν δέχομαι ότι η κοινωνιοποίηση καθεαυτή ισοδυναμεί με αλλοτρίωση (με την έννοια που το λες, "τις μη εισέτι ανακαλυφθείσες οντολογικές δυνατότητες του ανθρώπου").
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίναι βέβαια εύλογο να κάνει κανείς αυτή την συνταύτιση κοινωνιοποίησης-αλλοτρίωσης αναφερόμενος στις πιο έκδηλα ή τραυματικά καταναγκαστικές όψεις της κοινωνικής ζωής. Όμως η υπερβολική γενίκευση αυτών των όψεων μπορεί να οδηγήσει στην απελπιστική θέση, ότι αποτελεί αλλοτρίωση ακόμα και το να μάθουμε να μιλάμε, δηλαδή να περάσουμε από τον άναρθρο στον έναρθρο λόγο! (Νομίζω ότι ο Ρολάν Μπαρτ έλεγε κάτι παρόμοια παρατραβηγμένα αλά γαλλιστί, του στυλ ότι "η γραφή είναι φασισμός", κττ).
Η γενική ιδέα που τροφοδοτεί αυτή την υπεργενικευτική συνταύτιση κοινωνιοποίησης-αλλοτρίωσης είναι, νομίζω, η ιδέα ότι η κοινωνική ζωή σημαίνει οπωσδήποτε κανόνες και ότι οι κανόνες έχουν πάντοτε ένα περιοριστικό/απαγορευτικό χαρακτήρα ... οπότε, να πώς κόβονται οι άπειρες οντολογικές δυνατότητες του ανθρώπου.
Θεωρώ ότι αυτή η ιδέα οφείλεται σε μια σύγχυση και για να γίνει αυτό κατανοητό, προτείνω να σκεφτεί κανείς την πιο ελεύθερη ανθρώπινη-κοινωνική δραστηριότητα, το παιχνίδι. Μπορεί να υπάρξει παιχνίδι χωρίς κανόνες, χωρίς περιορισμούς; Ασφαλώς, όχι. Μήπως αυτό σημαίνει, ότι το παιχνίδι συνιστά αλλοτρίωση των οντολογικών δυνατοτήτων μας; Όχι! Το αντίθετο μάλιστα!
Στο παιχνίδι, λοιπόν, μπορεί να δει κανείς ότι οι κανόνες -και η κοινωνιοποίηση εν γένει- δεν περιορίζουν τις δυνατότητές μας, αλλά απεναντίας τους επιτρέπουν να εκδηλωθούν, να ασκηθούν, να αναπτυχθούν, να εκλεπτυστούν, εν ολίγοις να υπάρξουν.
Καλημέρα και πάλι Γιάννη(3 μέρες μετά) . Έχεις δίκιο σε αυτό που λες .Δυστυχώς το σχόλιο μου ήταν ατελές για να αποδώσει αυτά που εννοούσα. Από τη μια νομίζω ότι και εμείς ως μέρος του κόσμου όταν αλλάζουμε την ματιά μας και τον τρόπο που σχετιζόμαστε με τους άλλους ανθρώπους, στην δική μας κλίμακα αλλάζουμε τον κόσμο. Ακριβέστερα πιστεύω ότι εάν θέλουμε να αλλάξει ο κόσμος χωρίς το αποτέλεσμα της αλλαγής να συνεχίσει να εμπεριέχει όλη αυτή την παθογένεια που συναντάμε σήμερα, θα μπορούσε να γίνει αν αυτή την κοινωνία που προτείναμε στους συνανθρώπους μας ,την βιώναμε εμείς οι ίδιοι. Κι αν αυτό ήταν ελκυστικό για τους άλλους δεν θα χρειαζόταν να αλλάξουμε τον κόσμο, αλλά ο κόσμος θα ήθελε να αλλάξει. Από την άλλη εννοούσα ότι αλλάζοντας την ματιά μας, μας αποκαλύπτεται ένας κόσμος εντελώς διαφορετικός από εκείνον που ζούσαμε πριν. Αυτό στην δική μου περίπτωση έχει κάνει η διαφορετική νοηματοδότηση του κόσμου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλημέρα Γιάννη!
ΑπάντησηΔιαγραφήΜα το είπα: "τεράστιο επίτευγμα η κοινωνικοποίηση". Δεν λέω να την "εγκαταλείψουμε", λέω να κάνουμε κάτι για να πάψει να είναι πια ο βραχνάς που είναι.
Τα λες και στο κυρίως ποστ...
Στα υπόλοιπα σύμφωνοι. Παιχνίδι και πάλι παιχνίδι. Μόνον που το παιχνίδι έχει και ως προαπαιτούμενο μια κάποια "φυγή" απ' την ψευδο-ασφάλεια που μας παρέχει η "καθημερινότητα".
Και ποιος είναι διατεθειμένος;
@ Αριστείδη,
ΑπάντησηΔιαγραφή"καλύφθηκα", που λέγαμε παλιά :-)
Ωστόσο θέλω να παρατηρήσω, ότι ένας νέος τρόπος, μια νέα κοινωνική σχέση, οφείλει να διαφοροποιείται από την υπάρχουσα κατά το ότι (θα) είναι κάτι πιο αληθινό - και η αλήθεια δεν είναι συνήθως ελκυστική ... ή, ακόμα κι αν είναι στην αρχή, στα επόμενα βήματα απαιτεί κάποια δυσάρεστα για τον εφησυχασμό μας και τη ματαιοδοξία μας πράγματα.
@ Καλημέρα Ρακόπιε,
ΑπάντησηΔιαγραφή"καλύφθηκα" επίσης :-)
Το ευχάριστο, θα έλεγα, με το παιχνίδι είναι ότι πάνω σε αυτό θεμελιώνεται ο ανθρώπινος πολιτισμός (Χουιζίνγκα, Γουίνικοτ).
Ξάφνου έγινα αισιόδοξος :-))
Δεν εμφανίστηκαν τα περιεχόμενα των αγκυλών κι έτσι το ξαναδημοσιεύω χωρίς αγκύλες. Καλημέρα Γιάννη. Κάποτε ένας άνθρωπος που εκτιμώ πολύ είχε πεί για κάποιον άλλο:λέει αλήθειες αλλά δεν λέει την αλήθεια. Δυστυχώς νομίζω ότι οι αλήθειες που μας παρουσιάστηκαν ως Ή Αλήθεια ειδικά στον σημερινό μας πολιτισμό δεν είναι παρά κομμάτια αλήθειας αποσπασμένα από την αλήθεια που αγκαλιάζει ολόκληρο τον άνθρωπο, και πολλές φορές μάλιστα εντελώς διαστρεβλωμένα. Όταν η ελευθερία ταυτίζεται με την ελευθερία του να κάνω ότι θέλω και η ευτυχία με το να εκπληρώνω όλες μου τις επιθυμίες , που σε όλα αυτά να χωρέσει μια αυθεντική σχέση με τον συνάνθρωπο; Στην πραγματικότητα αυτό που μας εμφανίστηκε ως η απόλυτη ελευθερία ,ήταν η ελεύθερη επιλογή μας να μην μπορούμε να σχετιστούμε με τέτοιο τρόπο που να χαιρόμαστε τους άλλους . Και χωρίς χαρά για τον άλλο και το ταξίδι με τον άλλο που να αναβλύζει από μέσα μας αλλά και προορισμό τέτοιο που να νοηματοδοτεί το ταξίδι και τον άλλο ο εφησυχασμός δεν είναι μακριά. Αυτή είναι μια χαρά που έχει άρρηκτη την σχέση της με την ευθύνη . Την ευθύνη να οδηγούμε τα πράγματα , να παράγουμε και όχι να καταναλώνουμε χαρά. Αυτά βέβαια προϋποθέτουν μια αγαπητική σχέση με τον άλλο και όχι μια σχέση χρησιμοθηρική. Σε προηγούμενες φάσεις του πολιτισμού μας σε κάποιο βαθμό είχαμε την συνείδηση ότι μπορούμε να τα πετύχουμε όλα αυτά, αλλά και ότι η δυνατότητα μας αυτή είναι χαρισμένη άνωθεν και αυτό μετρίαζε κάπως την ματαιοδοξία μας γιατί και ο σκοπός ήταν υψηλός αλλά και η αντίληψη της θέσης του ανθρώπου μέσα στον κόσμο το επέτρεπε(αυτή την εντύπωση τουλάχιστον έχω). Νομίζω ότι το μαρτυρά η ταπεινότητα που ήταν ένα από τα ζητούμενα του ανθρώπου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλημέρα Αριστείδη,
ΑπάντησηΔιαγραφήκάνουμε πράγματι ένα βήμα όταν διαπιστώνουμε το πρόβλημα στο μοντέρνο ορισμό της ελευθερίας ως "ελευθερία του αυτοαναφορικού ατόμου" (όπως την περιγράφεις σωστά), ωστόσο χρειάζονται κι άλλα βήματα - και φοβάμαι ότι μια "υπαρξιακή" προσέγγιση, σαν αυτήν που έκανες σε αυτό το σχόλιό σου, δεν αρκεί για να τα στηρίξει.
Θέλω να πω, ότι από μια τέτοια προσέγγιση -η οποία υπογραμμίζει το "σχετίζεσθαι" ως θεμελιωδέστερο της "αυτοαναφοράς"-,
όσο θεμελιακή κι αν είναι (και είναι!), οφείλει να εμπλουτιστεί με μια ΠΟΛΙΤΙΚΗ σύλληψη, με την έννοια της δημιουργίας ΠΟΛΕΩΣ, δηλαδή ΘΕΣΜΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ.
Η μεγάλη δύναμη της μοντέρνας "ελευθερίας", την οποία κριτικάρουμε, είναι ότι κατόρθωσε να ΘΕΣΜΙΣΕΙ έναν ορισμένο "κόσμο", αυτόν που της αντιστοιχεί (και τον περιγράφουμε εδώ ως κόσμο του χρήματος-κεφαλαίου και της τεχνοσυστημικής διαμεσολάβησης). Σε αυτό το επίπεδο πρέπει να της δοθεί κάποια στιγμή και η απάντηση.
θα σε παραπέμψω με την ευκαιρία σε μια σχετική με όσα σωστά επισημαίνεις παλιότερη ανάρτησή μας, σχετική με τη θέσμιση της αποξένωσης >>>
http://dangerfew.blogspot.gr/2012/07/blog-post_22.html