Την Κυριακή πήγα και είδα την
Άννα Κοκκίνου στο θέατρο να εκτελεί επίπονα και καταπληκτικά ένα δίωρο
μονόλογο. Μια επιλογή κειμένων από την ιστορία του Θουκυδίδη.
Στο
γυρισμό μπαίνουμε με την Κ. στο τρένο από τη στάση του Θησείου συζητώντας το
κείμενο και την παράσταση. Καθόμαστε στο τετραπλό κουπέ κι απέναντί μας,
για τις πρώτες δύο στάσεις, κάθονταν ένα ωραίο ζευγάρι νεότατων το
κορίτσι ήταν πανέμορφο κι ο νέος "μούτρο". Αυτοί κατέβηκαν και στις θέσεις κάθισαν
δυο άλλα νεαρά παιδιά τα οποία όμως πριν καν φτάσουμε στην Βικτόρια
τις παραχώρησαν ευγενικά σε ένα τρίτο ζεύγος ηλικιωμένων. Από το
πως ευχαρίστησε τον νεαρό ο κύριος και από τις πρώτες κουβέντες που
έπιασα κατάλαβα πως ήταν από τον Πειραιά, και πως ήταν παλιοί
φίλοι με την κυρία που κάπου συναντήθηκαν. Πράγματι ήταν, ποντιακής
καταγωγής. Ο πατέρας του κυρίου, είπε αυτός, γεννήθηκε το 1890 και
πέθανε το 67.
Μιλούσε στην κυρία για τα "Ποντιακά Ημερολόγια" και
την Δραπετσώνα. Εμείς σταματήσαμε να συζητάμε και στρέψαμε την προσοχή
μας απέναντι. Ανέφερε κάτι για εργολαβίες και της είπε όταν ακούμε για τη Δραπετσώνα όσο να ναι συγκινούμαστε. Η
κυρία άρχισε τότε να λέει για τις επισκέψεις που έκανε στις φυλακές των Βούρλων στον θείο της το 54-55. Είπε πως θυμόταν το μεγάλο προαύλιο,
χορταριασμένο γεμάτο ψηλά χαμομήλια.
Τα Βούρλα ήταν η περιοχή γύρω από ένα ρέμα,
συνόρευε με ένα από τα αρχαιότερα νεκροταφεία
του Πειραιά, μπορεί και του πολιτισμένου κόσμου, πολύ μετά εκεί δίπλα στο
ρέμα χτίστηκε, στα τέλη του 19ου αιώνα, το πρώτο περιτειχισμένο κρατικό
πορνείο με τις γυναίκες σε περιορισμό, και αργότερα όταν το
πορνείο-κάτεργο έκλεισε το 1937, τα κτήρια έγιναν φυλακές
κυρίως πολιτικών κρατουμένων αλλά και ποινικών και ναρκομανών.
Σκέφτηκα το Θουκυ,δίδη, την ιστορία, τις αναπαράστασεις της ιστορίας. Άρχισα να ταράζομαι. Τι είναι η πόλη; Γιατί το ζευγάρι αυτό κάθισε απέναντί μου; Πάντα μου τυχαίνουν κάτι τέτοια!
Πετάχτηκα, περισσότερο για να διαπιστώσω ότι όλα αυτά συμβαίνουν, ρωτώντας προς το
μέρος τους, από τα Βούρλα δεν έγινε και η μεγάλη απόδραση το 54; Το 55,
μου λέει ο κύριος. Ναι το 55, λέω, που έκαναν ολόκληρο τούνελ. Περάσανε
κάτω από τη Δογάνης, είκοσι μέτρα, βγήκανε στα λουτρά του Ντεστρέ,
λέει, κι έκανε μια κίνηση με το χέρι προς το μέρος της κυρίας, που
σήμαινε "να αυτά λέγαμε". Κούνησα κι εγώ το κεφάλι μου.
-Από κει είστε; ρωτάει η κυρία,
- Ναι από λίγο πιο πάνω, απαντώ. Κατεδαφίστηκαν, λέω σαστισμένος, τώρα στα Βούρλα έχει γίνει μια τεράστια πολυκατοικία ή κάτι τέτοιο;
- Μια; μου λέει ο κύριος, μόνο μία; Ουου
- Άκου μία! Γεμάτο είναι...δέκα, λέει με αποστροφή, δεν έμεινε τίποτα, μας άφησαν ένα μικρό κομματάκι!
- Ένα κομματάκι, επανέλαβε η κυρία.
Κατεβήκαμε αφού τους χαιρετίσαμε.Ποιοι ήταν αυτοί οι δύο; Και ποιοι ήταν όλοι αυτοί που έμειναν μονάχα με ένα μικρό κομματάκι;
Κατά τα λοιπά και λαμβάνοντας αφορμή από τα γεγονότα της Κέρκυρας και τις εκεί
βαρβαρότητες, ο Θουκυδίδης ανατέμνει στο σημείο
αυτό την ανθρώπινη ψυχή και αναπτύσσει την παθολογία του εμφύλιου
πολέμου.
[3.82.2] Κ' έπεσαν πολλές και βαρειές συμφορές στα διάφορα κράτη από τις εσωτερικές τους επαναστάσεις, τέτοιες που γίνονται βέβαια και θα γίνονται πάντοτε όσο μένει ίδιο το φυσικό του ανθρώπου, αλλά που μπορεί να συντύχουν πιο άγρια ή πιο μαλακά, και που θ' αλλάζουνε μορφή ανάλογα με το πώς θα παρουσιαστούν κάθε φορά οι παραλλαγμένες περιστάσεις. Γιατί σε καιρούς ειρήνης κι όταν υπάρχει σχετική ευημερία, τόσο οι πολιτείες όσο και τα άτομα, είναι πιο καλοπροαίρετοι ο ένας για τον άλλον, επειδή δε φτάνουνε σε απόγνωση από άκρα ανάγκη που δεν τους ήρθε με τη θέλησή τους· ο πόλεμος όμως, που παίρνει ύπουλα κάτω απ' τα πόδια των ανθρώπων την ευκολία να κερδίζουν το καθημερινό τους, τους διδάσκει την ωμότητα, κ' εντείνει την αγανάχτηση των πολλών ανάλογα με την κατάσταση όπου τους φέρνει.[3.82.3] Γίνονταν λοιπόν επαναστάσεις στις πολιτείες, κι αν τυχόν καμιά είχε καθυστερήσει, μαθαίνοντας το τι είχε σταθεί αλλού προτήτερα, προχωρούσε μακρήτερα στις άκρες βιαιότητες, και ξάναβαν τα μυαλά των ανθρώπων προσπαθώντας να επινοήσουν κάτι χειρότερο και πιο περίτεχνο, και να επιβάλουν πιο τερατώδικες αντεκδικήσεις.[3.82.4] Και νόμισαν πως είχαν το δικαίωμα ν' αλλάξουν και τη συνειθισμένη ανταπόκριση των λέξεων προς τα πράγματα, για να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους. Έτσι η αστόχαστη αποκοτιά θεωρήθηκε παλληκαριά γι' αγάπη των συντρόφων, ο δισταγμός από πρόνοια για το μέλλον δειλία που προβάλλει ενάρετες δικαιολογίες, η γνωστική μετριοπάθεια ως πρόφαση ανανδρίας, και η ικανότητα να βλέπει κανείς όλες τις πλευρές μιας κατάστασης, ανικανότητα να δράσει από καμιά· την απότομη και βίαιη αντίδραση, την πρόσθεσαν στα προτερήματα του αντρός, και η αποχή από τις ραδιουργίες λογίστηκε φαινομενικά λογική πρόφαση για ν' αποφύγει κανείς τον κίντυνο.[3.82.5] Τον αδιάκοπα έξαλλο κατήγορο τον θεωρούσαν πάντα αξιόπιστο, όποιον όμως του αντιμιλούσε, τον υποψιάζονταν για προδοσία. Κι αν έκανε κανείς ραδιουργίες και πετύχαινε, τον είχαν για έξυπνο, κι όποιος υποψιαζόταν και ξεσκέπαζε έγκαιρα τα σχέδια του άλλου ήταν ακόμα πιο καπάτσος. Όποιος όμως προνοούσε ώστε να μη χρειαστούν αυτά καθόλου, έλεγαν πως διαλύει το κόμμα κι αφήνει να τον τρομοκρατήσουν οι αντίπαλοι. Και μ' ένα λόγο, όποιος πρόφταινε να κάνει το κακό πριν από τον άλλον άκουγε παινέματα, καθώς κι όποιος παρακινούσε στο κακό έναν άλλον που δεν το είχε προτήτερα βάλει στο νου του.[3.82.6] Κι ο συγγενής λογιζόταν πιο ξένος από τον κομματικό σύντροφο, επειδή ο σύντροφος ήταν πιο πρόθυμος να ριχτεί στον κίντυνο για το κόμμα χωρίς να εξετάσει την αληθινή αιτία της πράξης του. Οι κομματικοί σύντροφοι δε συνδεόταν μεταξύ τους σύμφωνα με τους νόμους που ίσχυαν γι' αμοιβαία ωφέλεια αλλά για να κερδίσουν πλεονεχτήματα στο πείσμα των νόμων και των κοινωνικών ηθών. Και την εμπιστοσύνη μεταξύ τους δεν την επικύρωναν όρκοι προς τους θεούς, όπως συνηθιζόταν άλλοτε, αλλά ο σκοπός να πατήσουν το νόμο με κοινήν ενέργεια.[3.82.7] Τις δίκαιες προτάσεις των αντιπάλων τις δέχονταν μ' επιφύλαξη παρακολουθώντας τις πράξεις τους αν ήταν πιο ισχυροί κι όχι με γενναιοψυχία. Και κοίταζαν περισσότερο να πάρουν εκδίκηση παρά να φυλαχτούνε για να μην πάθουν πρώτα οι ίδιοι. Κι αν σε κάποια περίσταση έδιναν κ' έπαιρναν όρκους να συμφιλιωθούν, οι όρκοι ίσχυαν γιατί τη στιγμή εκείνη δεν ήτανε σε θέση κανένας από τους δυο να κάνει τίποτ' άλλο, επειδή δεν είχαν να περιμένουν ενίσχυση από πουθενά αλλού· μόλις όμως δινόταν η ευκαιρία, εκείνος που πρόφταινε να τολμήσει, αν έβλεπε πουθενά ανοιχτό τον αντίπαλο, του την έφερνε με μεγαλύτερη χαρά επειδή είχε δώσει τα πιστά παρά αν τον εζημίωνε κατ' ευθεία και φανερά· και λογιζόταν το φέρσιμο τούτο όχι μόνο πιο σίγουρο, αλλά, επειδή είχε υπερισχύσει με πονηριά, έπαιρνε και το χαραχτήρα νίκης σε αγώνα εξυπνάδας. Κ' ευκολώτερα νομίζονταν επιδέξιοι οι πολλοί που κακουργούν, παρά ενάρετοι όσοι δεν ξέρουν απ' αυτά. Και ντρέπονται για τούτο το δεύτερο ενώ καμαρώνουνε για το πρώτο.[3.82.8] Αιτία για ολ' αυτά είναι η όρεξη ν' αποχτήσουν δύναμη οι άνθρωποι από απληστία και φιλοδοξία· κι' απ αυτά πηγάζει η ορμή που τους σπρώχνει, μια και μπούνε στη διαμάχη των κομμάτων. Γιατί όσοι ξεπρόβαλαν κάθε φορά σαν αρχηγοί στις πολιτείες, ο καθένας με ωραίο και αξιόπρεπο σύνθημα, πως εκτιμούν πάνω απ' όλα την ίση συμμετοχή όλων των πολιτών στη διοίκηση [της πολιτείας], ή τη γνωστική και μετρημένη κυβέρνηση των πιο καλών, γνοιάζονταν για τα κοινά μόνο με τα λόγια, ενώ κέρδιζαν πλεονεχτήματα για τον εαυτό τους, και πολεμώντας με κάθε τρόπο να υπερισχύσουν ο ένας από τον άλλον πολλές φορές ως τώρα τόλμησαν να κάνουν τα πιο φοβερά πράματα, κ' επιδίωξαν να εκδικηθούν τους αντιπάλους τους όχι ως εκεί που επιτρέπει η δικαιοσύνη και το συμφέρον της πολιτείας, αλλά κάνοντας τις πιο άγριες πράξεις, με μοναδικό περιορισμό το τι ήταν πιο ευπρόσδεκτο κάθε φορά για τη μια ή την άλλη μερίδα· και δεν εδίστασαν στην προσπάθειά τους να καταλάβουν την αρχή είτε καταδικάζοντας τους αντιπάλους με άδικη ψήφο του λαού, είτε με βίαιο πραξικόπημα, να χορτάσουν τη φιλοδοξία τους της στιγμής. Έτσι που κανείς από τους δυο δεν ακολουθούσε τους κανόνες του σεβασμού προς το δίκαιο και το σωστό, αλλά όσοι τύχαινε με ωραία και πρεπούμενα λόγια να σκεπάσουν τις πιο ανόσιες πράξεις, αποχτούσαν καλύτερη φήμη. Οι πιο μετριοπαθείς πολίτες θανατώνονταν κι από τους δυο, είτε γιατί δε βοηθούσαν τον αγώνα τους ή γιατί τους φθονούσαν οι άρχοντες ως και την πιθανότητα να επιζήσουν.[3.83.1] Έτσι γίνηκαν κάθε λογής διαστρεμμένα εγκλήματα ανάμεσα στους Έλληνες κ' αιτία τους ήταν οι εσωτερικές διενέξεις κ' επαναστάσεις. Και οι ηθικοί τρόποι που συγγενεύουν τα πιο στενά με την ευγενικιά φύση, έγιναν καταγέλαστοι και αφανίστηκαν, κ' επικράτησαν οι οξείες αντιθέσεις των αντιπάλων κομμάτων με διαμετρικά αντίθετα φρονήματα, χωρίς ίχνος αμοιβαίας εμπιστοσύνης.[3.83.2] Γιατί δεν υπήρχε τίποτα που να διαλύσει τη δυσπιστία αυτή, ούτε λόγος που να δίνει εγγύηση, ούτε όρκος που να φοβάται κανείς να τον πατήσει. Κι όταν επικρατούσαν, όλοι στοχάζονταν πως δεν είχαν καμμιάν ελπίδα να εξασφαλιστούνε μόνιμα, γι' αυτό περισσότερο φρόντιζαν πώς να μην πάθουν αυτοί πρώτοι παρά που μπορούσαν να δώσουν πίστη στους άλλους.[3.83.3] Και τις περισσότερες φορές επέπλεαν όσοι είχαν τις κατώτερες διάνοιες, γιατί επειδή φοβούνταν τόσο την ίδια τους κατωτερότητα όσο και την εξυπνάδα των αντιπάλων, μήπως γι' αυτό δεν μπορέσουν να επιβάλουν τη γνώμη τους με τα λόγια, και μήπως με την ευστροφία τους οι άλλοι προφτάσουν να τους συκοφαντήσουν και να εξυφάνουν τα συνωμοτικά τους σχέδια προτήτερα, τολμούσαν να κάνουνε πραξικοπήματα με αναίδεια.[3.83.4] Ενώ όσοι δεν καταδέχονταν να λάβουν τα μέτρα τους έγκαιρα, βέβαιοι πώς θα προαισθάνονταν τον κίντυνο, γιατί νόμιζαν πως δε χρειάζονται οι πράξεις εκεί που έφτανε η γνώση, πιάνονταν αφύλαχτοι και θανατώνονταν.
Θουκυδίδου Ιστορία.
Μτφρ. Ε. Λαμπρίδη. 1962.
Πρόλογος, μετάφραση, σχόλια. Εισαγωγή: Ι.Θ. Κακριδής.
Αθήνα: Γκοβόστης.
Σπουδαίο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπέλαυσα τη διαδρομή με το τραίνο. Την έζησα. Ήταν και ο Θουκυδίδης εκεί! Επομένως όλοι μαζί ήμασταν έξη! Μπράβο izi!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι φυσικά μίλησε τελευταίος...
ΑπάντησηΔιαγραφή