Πολλές μοδάτες αερολογίες γύρω από το ανθρώπινο σκεπτεσθαι, και οπωσδήποτε η αερολογία γύρω από την τεχνητή νοημοσύνη, εδράζονται σε μια άτοπη αλλά εξαιρετικά διαδεδομένη ιδέα για το τι είναι νους και νοημοσύνη. Πράγματι, έχει επικρατήσει να θεωρούμε ότι η ανθρώπινη σκέψη είναι κάτι που συμβαίνει "μέσα στο κεφάλι μας" και ότι η "εξωτερική" διάσταση της σκέψης, οι ποικίλες εκφράσεις της, είναι μια δευτερεύουσα στιγμή της όλης διαδικασίας του σκέπτεσθαι.
Το κείμενο που παρουσιάζουμε εδώ αποτελεί μια πολύ σύντομη έκθεση των βασικών γραμμών του συλλογισμού που εξέφρασε ο φιλόσοφος Vincent Descombes στο εξαιρετικό βιβλίο του La Denrée Mentale (1995), πρώτο μέρος μιας ευρύτερης πραγματείας του για τον ανθρώπινο νου - με δεύτερο το L' Institution du Sens (1996).
Διευκρινίζουμε ότι η φράση "έξω απο το κεφάλι μας" στον τίτλο του κειμένου, επιστρατεύτηκε από τον Thomas Lepeltier για τις ανάγκες
της αντιπαράθεσης με το στρατόπεδο που πιστεύει ότι η σκέψη είναι μια εντελώς "ιδιωτική" διεργασία, ότι σκεφτόμαστε "μέσα"
στο κεφάλι μας - μια ιδέα που στηρίζει φιλοσοφικά την εμμονή στην "αυτοπεριστροφή",η οποία χαρακτηρίζει το νεωτερικό αυτοαναφορικό Άτομο. Στην πραγματικότητα, ο Βενσάν Ντεκόμπ, παρ' όλο που συντάσσεται σε ένα βαθμό με την "εξωκρατία" (externalisme), δεν την υιοθετεί πλήρως αλλά, ακολουθώντας τον Βίττγκενσταϊν, θεωρεί ότι οι όροι "έξω" και "μέσα" στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορούν να είναι παρά μεταφορικοί.
Για να το κατανοήσουμε αυτό, πρέπει να δούμε την έννοια της έκφρασης, η οποία αναφέρεται στην εικόνα μιας εξόδου κάτι του εσωτερικού προς τα έξω. Το ερώτημα είναι: αυτό που εκφράζεται πρέπει να το αναζητήσουμε εντός μας ή έξω από εμάς; Ο Βίττγκενσταϊν απορρίπτει αυτό το διάζευγμα. Όταν λέμε, «πρόσεξα ότι δεν είχε καλή διάθεση», εννοούμε ότι προσέξαμε κάτι που είναι μέσα του ή έξω του; Η απάντηση: δεν είναι «ή ένα ή το άλλο», αλλά το ένα σε συνάρτηση με το άλλο.
Για να το κατανοήσουμε αυτό, πρέπει να δούμε την έννοια της έκφρασης, η οποία αναφέρεται στην εικόνα μιας εξόδου κάτι του εσωτερικού προς τα έξω. Το ερώτημα είναι: αυτό που εκφράζεται πρέπει να το αναζητήσουμε εντός μας ή έξω από εμάς; Ο Βίττγκενσταϊν απορρίπτει αυτό το διάζευγμα. Όταν λέμε, «πρόσεξα ότι δεν είχε καλή διάθεση», εννοούμε ότι προσέξαμε κάτι που είναι μέσα του ή έξω του; Η απάντηση: δεν είναι «ή ένα ή το άλλο», αλλά το ένα σε συνάρτηση με το άλλο.
Καλή ανάγνωση γενναίες και γενναίοι μας! - Σημ. HS.
*
«Πού βρίσκονται οι σκέψεις μας και οι νοητικές
δραστηριότητες μας; Μέσα στο κεφάλι μας, και πιο συγκεκριμένα στον εγκέφαλό μας, απαντούν οι οπαδοί των
γνωσιακών (cognitive) επιστημών. Πιστεύοντας ακράδαντα σε αυτή την ιδέα κι
έχοντας γι’ αέρα στα πανιά τους τις μεγάλες προόδους που έχουν συντελεστεί
πρόσφατα στις γνώσεις μας για τον εγκέφαλο, οι άνθρωποι αυτοί είναι πλέον
βέβαιοι ότι σε κάποιο όχι και τόσο μακρυνό μέλλον θα φτάσουν να καταλάβουν
πλήρως πώς παράγεται η σκέψη. Γιατί αν η σκέψη “εκκρίνεται” από τον εγκέφαλο
όπως η χολή από το συκώτι, τότε αρκεί πράγματι να εξετάσουμε εξονυχιστικά αυτή
την εγκεφαλική ύλη για να καταλάβουμε τη γένεση και τη λειτουργία της νοητικής
δραστηριότητας. Το σκέπτεσθαι, το πιστεύειν, το δοκείν, το βούλεσθαι … όλα αυτά
είναι φαινόμενα που σύντομα θα εξηγηθούν με όρους φυσικής και χημείας.
Ο νους δεν είναι εκεί που τον ψάχνουν!
Ασφαλώς δεν είναι η πρώτη φορά που αναγγέλλεται η
δυνατότητα μιας τέτοιας φυσικοποίησης του
νου. Η ιδέα αυτή είναι πολύ συνηθισμένη στους κύκλους των υλιστών από
πολύ παλιά. Ωστόσο, απ’ ό,τι ισχυρίζονται οι πρωταγωνιστές τους, οι προσπάθειες
που έχουν γίνει σήμερα προς αυτή την κατεύθυνση πρόκειται από στιγμή σε στιγμή
να ευοδωθούν.
Μόνο που υπάρχει η περίπτωση να περιμένουμε κάμποσο ακόμα. Ή μάλλον όχι κάμποσο, αλλά πάρα πολύ. Αυτό, όχι επειδή υπάρχει
περίπτωση οι γνωσιακοί να έρθουν αντιμέτωποι με τεχνικά προβλήματα που δεν
έχουν ακόμα υποψιαστεί (πράγμα που διόλου δεν αποκλείεται), αλλά πολύ απλά
επειδή το αντικείμενο της μελέτης τους, το ανθρώπινο πνεύμα, μάλλον δεν είναι εκεί που το ψάχνουν!
Πράγματι, όπως υποστηρίζει ο Βενσάν Ντεκόμπ στο βιβλίο του
La Denrée Mentale (2000), όπου ασκεί δριμεία κριτική
στις βασικές υποθέσεις των γνωσιακών επιστημών, ο τόπος των νοητικών φαινομένων είναι ο εξωτερικός κόσμος. Με άλλα
λόγια, δεν σκεφτόμαστε μέσα τον εγκέφαλό μας αλλά μέσα στο δημόσιο χώρο. Επομένως, η απόπειρα φυσικοποίησης του
πνεύματος στερείται αντικειμένου: είναι σαν να θέλει κανείς να καταλάβει τους
κανόνες του ποδοσφαίρου ψάχνοντας μέσα
στο κεφάλι των ποδοσφαιριστών, ενώ πολύ σοφότερο είναι ασφαλώς να τους ρωτήσει
και να πάει να τους δει να παίζουν στο γήπεδο. (...)
Ας παρατηρήσουμε καταρχήν, ότι η θέση που υποστηρίζει ότι
τα νοητικά φαινόμενα βρίσκονται αποκλειστικά μέσα στο κεφάλι μας, έρχεται σε
σύγκρουση με αυτό που λέει η γλώσσα μας. Πράγματι, αν ήταν έτσι, τότε δεν θα
μπορούσαμε να πούμε “αυτό το βιβλίο περιέχει ενδιαφέρουσες ιδέες”. Στην
καλύτερη περίπτωση μια τέτοια έκφραση θα ήταν σχήμα λόγου και τίποτα
περισσότερο, διότι, αν θέλαμε να κυριολεκτήσουμε, θα λέγαμε ότι αυτές οι
ενδιαφέρουσες ιδέες είναι μόνο “μέσα στο κεφάλι του συγγραφέα του ή του
αναγνώστη του”. Ούτε θα μπορούσαμε να πούμε, κυριολεκτικά μιλώντας, ότι “αυτός
ο άνθρωπος σκέφτεται”. Θα έπρεπε να λέμε “ο εγκέφαλός του σκέφτεται”.
Σώμα και νους
Βέβαια, αυτές οι επισημάνσεις δεν αναιρούν τη θέση των
γνωσιακών (cognitivistes). Ωστόσο, από τη στιγμή που εξακολουθούμε να λέμε ότι
“αυτός ο άνθρωπος ως ακέραιο φυσικό πρόσωπο περπατάει ή τρώει”, είναι φανερό
πως η θέση των γνωσιακών οδηγεί αναπόφευκτα σε ένα δυϊσμό. Συνεπάγεται
δηλαδή, ότι υπάρχουν εντός μας δύο όντα: το
υποκείμενο των νοητικών διεργασιών από τη μια, και το υποκείμενο των σωματικών πράξεων από την άλλη −και ασφαλώς ένα ολόκληρο παιχνίδι αιτιακών σχέσεων
μεταξύ τους.
Έχοντας λοιπόν αποκολλήσει το σωματικό από το νοητικό, οι
γνωσιακοί ψάχνουν να βρουν ένα τρόπο για να τα ξαναενώσουν. Κατ’ αυτούς,
εξήγηση των νοητικών φαινομένων σημαίνει εξήγηση του τρόπου με τον οποίο π.χ.
μια επιθυμία γεννάει μια άλλη επιθυμία, ή μια πεποίθηση∙ καθώς και του τρόπου
με τον οποίο μια επιθυμία γεννάει μια δράση. Αναρωτιούνται: ποια σχέση υπάρχει
ανάμεσα στην επιθυμία μου να πιώ ένα ποτήρι νερό και τo ότι πηγαίνω στην
κουζίνα, παίρνω ένα ποτήρι, το γεμίζω νερό και το πίνω;
Φυσικά οι γνωσιακοί επιστήμονες προσπαθούν να δώσουν μια εξήγηση με υλικούς όρους. Μόνο που όλα αυτά τα
προβλήματα αιτιότητας προκύπτουν απλώς και μόνο επειδή έχουν χωρίσει τις
νοητικές δραστηριότητες από τις σωματικές πράξεις. Αν, απεναντίας, βλέπαμε ότι μια
πράξη, ως προθετικό (intentionnel) φαινόμενο, είναι ταυτόχρονα
κι ένα φαινόμενο νοητικό, τότε θα σταματούσαμε να λέμε ότι “η αιτία που πήγα στην κουζίνα, είναι η επιθυμία μου να πιω νερό”.
Γιατί; Διότι η μετακίνησή μου προς την κουζίνα δεν είναι παρά μια έκφραση αυτής της επιθυμίας. Έτσι θα
σταματούσαμε να βλέπουμε αυτή την κίνηση σαν ένδειξη μιας προηγηθείσας
επιθυμίας και θα τη θεωρούσαμε σαν μια εκδήλωση
αυτής της επιθυμίας. (...)
Όμως για τον γνωσιακό, το ότι πηγαίνω στην κουζίνα,
σημαίνει ότι είχα την επιθυμία να πάω εκεί. Εξ ορισμού, μια επιθυμία
προσανατολίζεται προς ένα σκοπό: πάω στην κουζίνα επειδή σκέφτομαι ότι εκεί θα
βρω ποτήρι και νερό, που άμα το πιω, θα αισθανθώ ευχαρίστηση. Μόνο που κατά τη
στιγμή που μου γεννιέται η επιθυμία, αυτή η ευχαρίστηση δεν έχει ακόμα υπάρξει.
Οπότε, με ποιο τρόπο κάτι που δεν υπάρχει πραγματικά, μπορεί να επηρεάσει τη
συμπεριφορά μου, να με κάνει να κινηθώ; Έτσι ο γνωσιακός οδηγείται αναπόφευκτα στο
συμπέρασμα ότι αυτό που με παρακινεί δεν είναι η ίδια η ευχαρίστηση, αλλά η νοητική παράστασή της, ή η ιδέα
της. Αυτή, λέει, βάζει σε κίνηση τα κινητικά μου όργανα.
Μια μαγική και σπιριτουαλιστική αντίληψη του νου
Ωστόσο, αυτός ο τρόπος ερμηνείας, σύμφωνα με τον οποίο
μια νοητική παράσταση επιδρά πάνω στα πράγματα και τα βάζει σε κίνηση, δεν
είναι άλλος από αυτόν που χρησιμοποιείται στη μαγεία, όπου αρκεί να επιθυμήσεις σφοδρά κάτι, αρκεί να το σκεφτείς
έντονα, και αυτό θα συμβεί! Αν αρκούσε να σκεφτούμε κάτι για να
συμβεί, τότε θα είχαμε ανακαλύψει μια εκπληκτική δύναμη εντός μας −και πάνω σε αυτήν
ακριβώς την αιτιακού τύπου δύναμη των νοητικών παραστάσεων κάνουν παιχνίδι οι
μάγοι και κάποιοι οπαδοί της παραψυχολογίας.
Είναι λοιπόν το λιγότερο
εντυπωσιακό που οι γνωσιακοί επιστήμονες, χωρίς να το συνειδητοποιούν, ανατρέχουν σε ένα
τέτοιου τύπου μαγικό ερμηνευτικό σχήμα, το οποίο, ως αναζητητές επιστημονικών εξηγήσεων,
είναι οι πρώτοι που απορρίπτουν ασυζητητί! Βέβαια, θα πει κανείς ότι στο δικό
τους ερμηνευτικό σχήμα όλα συμβαίνουν εντός του εγκεφάλου. Αλλά τι σημαίνει
αυτό; Ότι μια μαγική δράση είναι λιγότερο μαγική επειδή συμβαίνει μόνο μέσα στο
κεφάλι μας;
Εξίσου εντυπωσιακό είναι το γεγονός, ότι η δυσκολία των
γνωσιακών να επανενώσουν τη σφαίρα των νοητικών δραστηριοτήτων με τη σφαίρα των σωματικών πράξεων, μοιάζει πάρα πολύ με την αντίστοιχη σπαζοκεφαλιά που
αντιμετώπισαν οι σπιριτουαλιστές −τους οποίους οι γνωσιακοί δεν σταματάνε να
χλευάζουν παρ’ όλα αυτά. Πράγματι, οι σπιριτουαλιστές υποστήριζαν πως οι
νοητικές δραστηριότητές μας πρέπει να αποδίδονται σε κάποιο άυλο μέρος του
ανθρώπινου προσώπου, την ψυχή. Έτσι, υποστήριζαν ότι υπάρχει πραγματικός, ουσιακός, υποστασιακός
δυϊσμός μεταξύ ψυχής και σώματος. Εξαιτίας αυτού του δυϊσμού, τούς ήταν αληθινά
πολύ δύσκολο να εξηγήσουν τη δράση της ψυχής πάνω στο σώμα και αντίστροφα.
Οι
γνωσιακοί, βέβαια, είναι υλιστές και αρνούνται αυτό το δυϊσμό. Και όμως,
απορρίπτουν το δυϊσμό των σπιριτουαλιστών για να υιοθετήσουν την ίδια στιγμή
έναν άλλο δυϊσμό, το δυϊσμό ανάμεσα στο νοητικό υποκείμενο και το σωματικό
υποκείμενο! Επομένως, η διαφορά μεταξύ σπιριτουαλιστών και γνωσιακών αφορά τη
φύση του ανθρώπινου νου και όχι τον τόπο του.
Οι πρώτοι δηλώνουν ότι αυτό
που σκέφτεται είναι ένα άυλο μέρος του προσώπου (η ψυχή του), ενώ οι δεύτεροι
ότι είναι ένα μέρος υλικό (ο εγκέφαλος). Αλλά και οι δυο αποδέχονται την
αποκόλληση του νοητικού (άυλο για τους πρώτους, υλικό για τους δεύτερους) από
τον εξωτερικό κόσμο∙ και φυσικά, αμφότεροι σκοντάφτουν πάνω στο δυσεπίλυτο
πρόβλημα της διασύνδεσης αυτών των δυο ξέχωρων μερών.
Η παραπλανητική αναλογία με τον υπολογιστή
Για να μας δείξουν ότι, παρ’ όλα αυτά, βρίσκονται στο
σωστό δρόμο, οι γνωσιακοί παίζουν το χαρτί της αναλογίας με τον υπολογιστή.
Ισχυρίζονται δηλαδή πως το γεγονός ότι μια μηχανή, φτιαγμένη από ηλεκτρονικά
στοιχεία, καταφέρνει να χειρίζεται σύμβολα ώστε να εκτελεί μια σειρά από
“νοήμονες” διεργασίες, αποδεικνύει πως είναι δυνατόν να παραχθεί σκέψη μέσα σε
ένα εγκέφαλο αποκλειστικά και μόνο από υλικά στοιχεία.
Ο εγκέφαλός μας, λένε,
δεν είναι παρά κάτι σαν ηλεκτρονικός υπολογιστής και το ανθρώπινο πνεύμα είναι
κάτι σαν το ηλεκτρονικό πρόγραμμα. Βέβαια οι υπολογιστές δεν είναι βιολογικά
συστήματα όπως οι ανθρώπινοι εγκέφαλοι, όμως αυτό δεν καταρρίπτει την αναλογία
μιας και είναι δεδομένο ότι η εκτέλεση ενός προγράμματος δεν εξαρτάται θεμελιωδώς
από τα υλικά, από τα οποία είναι φτιαγμένη μια μηχανή: εκείνο που μετράει για
τον γνωσιακό είναι μόνον ο τρόπος αλύσσωσης των συμβόλων με βάση τις οδηγίες
ενός προγράμματος. (...)
Μπορούμε όμως να στηριχτούμε σε αυτή την αναλογία για να
υποστηρίξουμε ότι ο ηλεκτρονικός υπολογιστής σκέφτεται; Και από ποιο επίπεδο πολυπλοκότητάς της κι έπειτα
μπορούμε να θεωρήσουμε ότι μια μηχανή διαθέτει πράγματι νοητική δραστηριότητα;
Για να απαντήσουν σε αυτά τα ερωτήματα, οι
γνωσιακοί αναφέρονται συχνά σε μια δοκιμασία που πρότεινε ο Άλαν Τιούρινγκ του
1950. Είναι η εξής: Βάζουμε σε ένα δωμάτιο έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή και σε
ένα άλλο δωμάτιο έναν άνθρωπο Α εφοδιασμένο με ένα τερματικό. Στη συνέχεια
βάζουμε σε ένα τρίτο δωμάτιο έναν άλλο άνθρωπο Β ο οποίος, χωρίς να γνωρίζει με
ποιους είναι συνδεδεμένος, κάνει μια σειρά ερωτήσεων μέσω τερματικού στον
υπολογιστή και στον άνθρωπο Α. Εάν ο άνθρωπος Β, από τις απαντήσεις που θα
λάβει από τις δυο πλευρές, δεν καταλάβει ότι ο υπολογιστής είναι υπολογιστής
και τον περάσει για άνθρωπο, τότε αυτό σημαίνει πως ο υπολογιστής σκέφτεται
όπως ένας άνθρωπος. Αν λοιπόν το τεστ του Τούρινγκ ήταν σωστό, τότε οι
επιστήμονες της πληροφορικής δεν θα είχαν παρά να φτιάξουν έναν υπολογιστή που
θα το πέρναγε με επιτυχία −και τότε θα μπορούσαμε να πούμε, ότι έχουμε πια
καταλάβει το μηχανισμό της ανθρώπινης σκέψης, μιας και φτιάξαμε μια μηχανή
ικανή να σκέφτεται σαν τον άνθρωπο.
Μόνο που αυτή η ερμηνεία είναι έωλη. Το τεστ του Τιούρινγκ
στηρίζεται στην προσομοίωση: ο
υπολογιστής πρέπει να καταφέρει να κάνει σαν να σκέφτεται όπως ο άνθρωπος. Αλλά όπως είναι γνωστό σε κάθε παιχνίδι μίμησης, το γεγονός ότι ο μίμος καταφέρνει
να πείσει πως είναι κάποιος άλλος, δεν αποδεικνύει καθόλου ότι είναι αυτός ο άλλος. [Παράδειγμα, εδώ.]
Επομένως, το τεστ αυτό δεν αποδεικνύει ότι ο υπολογιστής σκέφτεται ανθρώπινα. Αποδεικνύει
μόνο ότι ο άνθρωπος μπορεί, ενδεχομένως, να ξεγελαστεί από μια μηχανή.
Άλλωστε, σε ένα τέτοιο τεστ ο υπολογιστής απαντάει απλώς
σε ερωτήσεις. Δεν παίρνει ποτέ την πρωτοβουλία στη συζήτηση −επομένως δεν
έχουμε ούτε καν προσομοίωση ανθρώπινης συζήτησης.
Για να γίνει κάτι τέτοιο, θα έπρεπε ο υπολογιστής να έχει προσωπικά
ενδιαφέροντα, γούστα, επιθυμίες και να μπορεί να είναι εύστοχος … χαρακτηριστικά που δεν είναι δυνατόν να αποκτήσει
κανείς, όταν δεν μετέχει σε ένα κοινό λόγο, σε μια μορφή ζωής (Βίττγκενσταϊν).
Για την ικανότητα εκτέλεσης υπολογισμών
Μήπως όμως θα ήταν πιο πετυχημένη μια σύγκριση μεταξύ
υπολογιστή και ανθρώπινου σκέπτεσθαι με βάση την ικανότητα και των δυο να
κάνουν υπολογισμούς; Είναι και αυτό ένα χαρτί των γνωσιακών, με το οποίο
επιχειρούν να υποβάλουν την ιδέα ότι η σκέψη μας είναι κατά βάση κάτι το
μηχανικό. Μόνο που κάτι τέτοιο είναι ακόμα πιο αβάσιμο! Διότι ο υπολογιστής, για να
εκτελέσει ένα πολλαπλασιασμό αρκεί να ακολουθήσει μηχανικά τις
οδηγίες ενός προγράμματος στηριγμένου στην προπαίδεια που χρησιμοποιούμε κι
εμείς, ενώ ο άνθρωπος δεν ακολουθεί μηχανικά τους κανόνες της προπαίδειας.
Γι’ αυτό το λόγο πρέπει να προσέχει διαρκώς αν τους εφαρμόζει σωστά. Αυτό που δείχνει ότι
ένας άνθρωπος έχει κατά νου ένα κανόνα δεν είναι το ίδιο, ούτε ισοδυναμεί, με
την παρουσία μιας οδηγίας στη μνήμη ενός υπολογιστή.
[Η οδηγία δεν είναι κανόνας. Μπορεί
κανείς να ακολουθεί μια οδηγία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ακολουθεί ένα
κανόνα. Αλλά τι σημαίνει “ακολουθώ ένα κανόνα”; Ας σκεφτούμε τη διαφορά ανάμεσα
στο “απάντησε ακολουθώντας ένα κανόνα” και το “απάντησε από εξαρτημένο
αντανακλαστικό”. Η πρώτη περίπτωση, τελείως αντίθετα απ’ ό,τι η δεύτερη,
προϋποθέτει ότι ο άνθρωπος που απάντησε έχει κατανοήσει κάτι∙ τον κανόνα. Μια τέτοια απάντηση δεν είναι σαν μια
ανακλαστική αντίδραση, διότι απάντηση στηριγμένη σε κατανόηση σημαίνει επίσης
κρίση, εκτίμηση, διατύπωση σκεπτικού και αιτιολόγηση της απάντησης, καθώς
επίσης δυνατότητα κριτικής αποτίμησης και διόρθωσής της. Πράγμα που αποκλείει
την ιδέα, και την περιγραφή, ενός υφιστάμενου μηχανισμού, ακόμη κι αν, για να
το σώσουμε, πιάσουμε να αυτοσχεδιάζουμε μιλώντας περί “πάάάρα μα πάάάρα πολύ
πολύπλοκου μηχανισμού” −μια ιδέα μεταφορική μάλλον του αισθήματος ασφάλειας και
βεβαιότητας, που νιώθουμε όταν εφαρμόζουμε σωστά ένα κανόνα. Από την άλλη, εξίσου,
“απαντώ ακολουθώντας ένα κανόνα” δεν σημαίνει απαντώ ακολουθώντας μια
διαίσθηση, ή μια έμπνευση, ούτε κι ότι την απάντηση μού “την ενέπνευσε” ο κανόνας
−μια ιδέα μεταφορική μάλλον του αισθήματος, ότι εφαρμογή κανόνα χωρίς την
κατανόησή του δεν υφίσταται. Διότι κανόνας σημαίνει “κάνω το ίδιο πράγμα”, κάτι
που προϋποθέτει τη γνώση μιας κανονικότητας, άρα άσχετο από τη διαίσθηση και
την έμπνευση, παρ’ όλο που τέτοιας λογής αισθήματα μπορεί να επεισέρχονται κατά
την εφαρμογή ενός κανόνα. Τι σημαίνει λοιπόν “ακολουθώ ένα κανόνα”; Θα κλείσω
προς το παρόν την παρένθεση με μια υπόδειξη του Βίττγκενσταϊν: “Αν θέλεις να καταλάβεις τι πάει να πει
ακολουθώ ένα κανόνα, θα πρέπει να είσαι ήδη σε θέση να ακολουθήσεις ένα κανόνα”.
−σημ. HS]
Σολιψισμός με επιστημονικό μανδύα
Επομένως, παρά τη φαινομενική ομοιότητα, είναι πολύ
δύσκολο να συμπεράνουμε βάσιμα ότι ο άνθρωπος υπολογίζει με τον ίδιο τρόπο που
το κάνει ο ηλεκτρονικός υπολογιστής. Τελικά, η σύγκριση μεταξύ ανθρώπινου
πνεύματος και υπολογιστή έχει νόημα μόνον εφόσον θεωρήσει κανείς, ότι το πνεύμα
χειρίζεται νοητικές παραστάσεις και όχι φυσικά πράγματα που υπάρχουν έξω από το
κεφάλι μας. Όμως αυτή η θέση, σύμφωνα με την οποία το πνεύμα δεν έχει να κάνει
παρά με νοητικές εικόνες του εξωτερικού κόσμου, δεν είναι και τόσο αυτονόητη.
Όταν λ.χ. κοιτάζετε την εικόνα ενός αντικειμένου, μπορείτε να τη συγκρίνετε με
το αντικείμενο και να πείτε αν όντως είναι δική του εικόνα, αν το παριστάνει
καλά, κ.ο.κ. Αν όμως το πνεύμα μας δεν διαθέτει παρά μόνο νοητικές παραστάσεις
για τον εξωτερικό κόσμο, τότε θα ήταν αδύνατο να συγκρίνουμε αυτές τις
“εσωτερικές” εικόνες με αυτό που παριστάνουν.
Επιπλέον, όταν λέει κανείς ότι το πνεύμα δεν σχετίζεται ποτέ άμεσα με την εξωτερική πραγματικότητα,
όταν δηλαδή λέει ότι σχετίζεται μόνο μέσω της νοητικής της παράστασης, οδηγείται στην
υιοθέτηση μιας σολιψιστικής αντίληψης του σκέπτεσθαι, με την έννοια ότι τα
νοητικά φαινόμενα ενός ανθρώπου θα μπορούσαν να ήταν τα ίδια ακόμα κι αν αυτός
ήταν ο μοναδικός άνθρωπος πάνω στη γη.
[Ή πάλι, ότι είναι ίδια η πνευματική
κατάσταση ενός ανθρώπου που βλέπει να του επιτίθεται μια τίγρη κι ενός ανθρώπου
που φαντάζεται ότι του επιτίθεται μια τίγρη∙ δηλαδή ότι η κατάσταση του
πνεύματος είναι ίδια σε μια περίπτωση διαύγειας και σε μια περίπτωση παραληρήματος!!!
−σημ. HS.]
Πιθανή πηγή σύγχυσης μπορεί να είναι και η ίδια η έννοια
του συμβόλου. Όταν ο γνωσιακός επιστήμονας λέει πως ο υπολογιστής χειρίζεται
σύμβολα, έχει δίκιο. Όταν λέει ότι η αιτιακή επίδρασή τους έχει να κάνει
αποκλειστικά με τις φυσικές ιδιότητές τους και όχι με τη σημασία τους, έχει
πάλι δίκιο. Απλώς η μηχανή έχει φτιαχτεί έτσι, ώστε οι τελούμενες μεταβολές να
συμφωνούν με αυτό που θα έδινε μια νοήμων πράξη, η οποία θα λάβαινε υπόψη της
αυτές τις σημασίες. Γι’ αυτό το λόγο ο γνωσιακός θεωρεί ότι έχει δίκιο και όταν
συμπεραίνει, πως ο ηλεκτρονικός υπολογιστής όντως σκέφτεται∙ ή, πράγμα που
είναι το ίδιο, ότι η νοητική δραστηριότητα δεν είναι παρά μια φυσική διεργασία
που συντελείται μέσα στον εγκέφαλο.
Ο νους ως ικανότητα θέσμισης
Ο νους ως ικανότητα θέσμισης
Όμως
εδώ ο γνωσιακός ξεχνάει, πως όταν η μηχανή χειρίζεται σύμβολα, είναι η δική μας
ερμηνεία που τα έχει θέσει, δηλαδή θεσμίσει,
ως σύμβολα. Η μηχανή δεν διαθέτει την ικανότητα θέσμισης, χάρη στην οποία
μπορεί κανείς να πραγματευτεί διάφορα πράγματα, όπως λ.χ. τα σύμβολα,
προκειμένου να επικοινωνήσει μια σκέψη πάνω σε ένα άλλο πράγμα. Για να είχε
αυτή την ικανότητα, θα έπρεπε να μετέχει στη θέσμιση μέσω της οποίας αυτά τα
σύμβολα τίθενται ως σύμβολα. Θα έπρεπε να έχει μια “μορφή ζωής” (κατά
Βίττγκενσταϊν), η οποία πραγματώνεται σε ένα κόσμο εξωτερικό από αυτή την ίδια.
Το σύμβολο είναι σύμβολο επειδή παραπέμπει σε κάτι άλλο
από τον εαυτό του, επειδή υπάρχει έξω από τον εαυτό του δυνάμει ενός θεσμού.
Γι’ αυτό λοιπόν πρέπει να συμπεράνουμε, ότι δεν
υπάρχει σκέψη παρά έξω από αυτό που καθιστά απλώς δυνατό το να υπάρχει −είτε
αυτό είναι ένας εγκέφαλος, είτε μια μηχανή. Σε τελική ανάλυση, το λάθος των
γνωσιακών επιστημόνων είναι ότι νομίζουν πως μελετούν το σκέπτεσθαι ενώ στην
πραγματικότητα προσπαθούν απλώς να διερευνήσουν τους όρους που του επιτρέπουν
να υπάρχει.
[Δηλαδή: το γεγονός ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να σκεφτεί αν δεν έχει
εγκέφαλο, δεν σημαίνει ότι μπορούμε να κατανοήσουμε το σκέπτεσθαι αναλύοντας
τον εγκέφαλο∙ όπως ακριβώς και το γεγονός ότι χρειαζόμαστε πόδια για να
παίξουμε μπάλα, δεν σημαίνει πως μπορούμε να κατανοήσουμε το ποδόσφαιρο
μελετώντας τη φυσιολογία και την κινησιολογία των ποδιών. −σημ. HS.]»
Thomas Lepeltier, «La Denrée Mentale», του Vincent Descombes
Φεβρουάριος 2000
hollowsky,
ΑπάντησηΔιαγραφήθα ήταν βάσιμο αν βρίσκαμε μια συνάφεια του παραπάνω άρθρου με την οπτική των φαινομενολόγων, για τους οποίους η σκέψη είναι έκφραση προθέσεων και πράξη; Επίσης, νομίζω ότι Χούσερλ ονόμαζε ψυχολογισμό την προσπάθεια να εξηγηθεί η συνείδηση με βάση νευροφυσιολογικούς μηχανισμούς.
Σε σχέση με την πράξη ως εκδήλωση επιθυμίας, ίσως θα μπορούσαμε να καταλάβουμε πώς ο Μερλώ Ποντύ διάβασε τον μαρξισμό ως φιλοσοφία της πράξης.
Αν όλα αυτά είναι σωστά, και με δεδομένη την επίδραση της φαινομενολόγίας στη σκέψη του Καστοριάδη, μπαίνω στον πειρασμό να διαβάσω την θεσμιακή προσέγγιση σε συνάρτηση με τον Κορνήλιο. Έχω άδικο;
Παπ., ναι θα ήταν, αλλά βαστώντας θα τις δέουσες επιφυλάξεις για τον υφέρποντα σολιψισμό των φαινομενολογικών "προθετικών αντικειμένων", στο βαθμό που "δεν ενδιαφέρει" αν αναφέρονται σε υπαρκτά ή σε ανύπαρκτα αντικείμενα (π.χ. τον Μπίσμαρκ ή το Δια).
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπό Μερλώ Ποντύ δεν σκαμπάζω τίποτα.
Σε σχέση με τον Κορνήλιο και τη θεσμιακή προσέγγιση του χρήματος, ασφαλώς ο Ορλεάν στηρίζεται και στο περίφημο κείμενό του "Αξία, Ισότητα, Δικαοσύνη, Πολιτική" και παραθέτει από αυτό. Όσο για τον Ντεκόμπ, ήταν πρόεδρος της Association Cornelius Castoriadis, έχει γράψει ένα πρόλογο στο "Μπροστά στον πόλεμο" και υπάρχει στα ελληνικά μια συνέντευξή του που μιλάει για τον Καστοριάδη, εδώ
http://spoudasterion.pblogs.gr/2010/01/565522.html
Επομένως, δεν έχεις καθόλου άδικο.
Hollowsky,
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ κριτική που παραθέτεις αφορά την πρώτη γενιά των γνωσιακών την μη ενσώματη γνωσιακή επιστήμη. Η δεύτερη γενιά της ενσώματης γνωσιακής επιστήμης θεωρεί τον Βιτγκενστάιν κυρίως λόγο του ύστερου έργου του ως έναν από τους προδρόμους της. Αν δεν τον θεωρούν πατέρα της σχολής τους είναι επειδή παρέμεινε δέσμιος της μεταφοράς Η Σκέψη Είναι Γλώσσα που είναι απότοκο και της μεταφοράς του εικονοσχήματος του δοχείου που έχει εσωτερικό και εξωτερικό. Απότοκα με την σειρά τους αυτής της μεταφοράς είναι και οι μεταφορές Η Σκέψη Είναι Εξωτερική Και Κοινωνική, Η Σκέψη Είναι Χειρισμός Συμβόλων κλπ. Αυτό που ισχυρίζεται η σχολή της δεύτερης γενιάς είναι ότι δεν έχουμε την δυνατότητα να αντιληφθούμε τον νου παρά μόνο μεταφορικά, ότι αυτό που αποκαλούμε σκέψη δεν μπορεί να διαχωριστεί από τα συναισθήματα ούτε από το σώμα ότι δεν μπορεί να περιοριστεί στην γλωσσική λειτουργία και στην δημιουργία και τον χειρισμό συμβόλων. Στο τελευταίο συμφωνούν και οι περισσότεροι γλωσσολόγοι.
Επιχειρώντας μια αντίστοιχη προσέγγιση στην προηγούμενη συζήτηση πιστεύω ότι αυτό που κυριαρχούσε στις πρωτόγονες κοινωνίες σε σχέση με τις διάφορες ομάδες είναι η οργανική μεταφορά η οποία θεωρώ ότι εξηγεί σε μεγάλο βαθμό το δίπολο πόλεμος-συμμαχία καθώς και την συμβολική λειτουργία και οποιαδήποτε θέσμιση. Μια θεμελιώδης κατά την άποψή μου διαφορά με την σημερινή κοινωνία έγκειται σε δύο βασικές μεταφορές . Η μία αφορά την μεταφορά του χρόνου ως χώρου, είναι μια παλιά μεταφορά η οποία όμως λαμβάνεται κυριολεκτικά παρότι εύκολα μπορεί να καταρριφθεί (στον χώρο μπορούμε να επιστρέψουμε σε μια προηγούμενη θέση και να ακολουθήσουμε μια άλλη διαδρομή, στον χρόνο κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατό). Το πρόβλημα δεν έγκειται στο σωστό ή το λάθος αλλά στο γεγονός της μη αναγνώρισης του ότι πρόκειται για μια μεταφορά. Με βάση αυτή ο χρόνος μπορεί να χωριστεί σε ίσα μέρη, να μετρηθεί κλπ.. Η δεύτερη θεσμισμένη, πραγμοποιημένη μεταφορά που είναι χαρακτηριστική της εποχής μας έχει να κάνει με το εικονοσχήμα του δοχείου και με την μεταφορά του Χρόνου Ως Πόρου, ο Χρόνος Είναι Χρήμα κλπ. Αφού ο χρόνος τεμαχιστεί και κοπεί σε ίσα μέρη μπορεί να μπει σε ένα δοχείο, να αποτελέσει πόρο να μετρηθεί η αξία του. Σ’ αυτή την μεταφορά είναι βασισμένη και η θεωρία της αξίας με βάση τον χρόνο εργασίας. Η τεράστια αντίφαση στην σημερινή κρίση είναι ότι ενώ ζούμε σε μια κοινωνία όπου εξακολουθεί η κεντρικότητα της εργασίας, αυτή γίνεται όλο και λιγότερο ουσιαστική γι’ αυτό που περιγράφει ο Φουρκέ ως πλούτο και ισχύ, εξακολουθεί να λειτουργεί ως ένας ιδεολογικό όπλο αλλά και ως ένας μηχανισμός πειθάρχησης και κοινωνικοποίησης, ως μια λειτουργία κυρίως αναπαραγωγική.
Παναγιώτη, ως προς το πρώτο, δεν είμαι πολύ σίγουρος ότι η (κατά Lakoff) "δεύτερη γενιά" των γνωσιακών έχει ριζικά απομακρυνθεί από την "πρώτη". Η ιδέα της "ενσώματης νόησης" δεν αρκεί.
ΑπάντησηΔιαγραφήΌταν λ.χ. λέγεται ότι:
1. "η σκέψη είναι κατά το πλείστον ασυνείδητη"`
και οι "μεταφορές"
2. είναι "νοητικές δομές ανεξάρτητες από τη γλώσσα, οι οποίες μπορούν όμως να εκφράζονται μέσω της γλώσσας"`
3. αλλά πάντως εδράζονται"στις φυσικές δράσεις του σώματος, όπως η κίνηση, η όραση, ο χειρισμός αντικειμένων, κ.λπ." -
το συμπέρασμα που βγαίνει, είναι πως υπάρχει από τη μια μεριά το σώμα, το οποίο μπορούμε να νοούμε κυριολεκτικά και άμεσα, και από την άλλη μεριά ο νους, με τις "μεταφορές" του, το οποίο μπορούμε να συλλάβουμε μόνον έμμεσα -δηλαδή μέσω του σώματος, που υποτίθεται πως είναι η πρωτογενής πηγή των νοητικών "μεταφορών".
Αυτό το σχήμα απέχει κάμποσο από τον Βιτγκενστάιν, αλλά αυτό δεν είναι το σημαντικό. Το σημαντικό είναι, ότι βάζει από την πίσω πόρτα την ιδέα της "αναπαράστασης" αλλά και του δυϊσμού, αυτή τη φορά ενός δυϊσμού ανάμεσα στη γλώσσα και τις "σωματικές" νοητικές δραστηριότητες, οι οποίες υποτίθεται ότι είναι εγκατεστημένες "στις συνάψεις του εγκεφάλου".
Πού είναι σε όλο αυτό π.χ. η θέσμιση;
Με αυτά δεδομένα, νομίζω πως η κριτική που αποσπασματικά παρουσιάσαμε στην ανάρτηση, παραμένει βάσιμη.
Ως προς το δεύτερο, βρίσκω πολύ ενδιαφέρουσες αυτές τις ιδέες και θα τις σκεφτώ -αλλά πρέπει να βάλω κάτι άλλο στη θέση της λέξης "μεταφορά", για να το φέρω πιο κοντά μου.