Σελίδες

31 Δεκεμβρίου 2014

Θεωρία και Πρακτική : Πότε μπορούμε να μιλάμε για πράξη με πρόθεση



G.E.M. Anscombe (1919-2001)
Η έννοια της πρόθεσης [intention] είναι εξαιρετικά σημαντική στη ζωή και φυσικά στο Δίκαιο, αλλά πολύ συχνά παραμένει πολύ ασαφής καθώς συνηθίζουμε να την αποκόπτουμε από την πράξη και να θεωρούμε ότι αφορά σε κάτι που σχηματίζουμε «μέσα στο κεφάλι» μας. Η σπουδαία φιλόσοφος Ελίζαμπεθ Άνσκομπ έβαλε το μαχαίρι στο κόκαλο ξεκαθαρίζοντας σε σημαντικό βαθμό αυτή την έννοια στο δοκίμιό της Intention (1957). Εδώ θα αρκεστούμε σε μια απλή νύξη του θέματος από τον φιλόσοφο Βενσάν Ντεκόμπ. Δείτε και μια σημείωσή μας στο τέλος. Σημ. HS

 

 

*

«Θεωρώ ότι η κλασική ιδέα, που λέει πως η πράξη δεν είναι παρά το αποτέλεσμα ενός αιτίου νοητικής φύσης −δηλαδή ότι πρώτα σχηματίζεται στο νου η επιθυμία να πράξω κάτι και στη συνέχεια το πράττω−, στηρίζεται σε ένα μύθο, σε κάτι το ανύπαρκτο. Μπορούμε θαυμάσια να αναλύσουμε μια πράξη χωρίς να ανατρέξουμε σε αυτή την ιδέα. (…)

Ας δούμε για παράδειγμα τη φυσιολογία της πράξης του εκλέγειν κι ας πούμε ότι ψηφίζω σηκώνοντας το χέρι μου. Ε λοιπόν, η διαφορά ανάμεσα στο ψηφίζω και το ζητώ το λόγο δεν είναι ασφαλώς αισθησιοκινητικής ή νευρολογικής φύσης, διότι από αυτή την άποψη η κίνηση είναι ίδια και στις δυο περιπτώσεις! Για να αντιληφθούμε σε τι διαφέρουν, πρέπει να εξετάσουμε όχι μόνο τη φυσιολογία αλλά και την προθετικότητα της πράξης. (…)

Το ζήτημα της πρόθεσης προκύπτει από τη στιγμή που μπορώ να αφηγηθώ την ίδια ιστορία με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Το ερώτημα που πρέπει να θέσουμε είναι το εξής: «Για ποιο λόγο…;» −δηλαδή, στο παράδειγμά μας:

 

Για ποιο λόγο σηκώνεις το χέρι;

Για να ψηφίσω.

Και για ποιο λόγο ψηφίζεις;

Για να εκλέξω πρόεδρο.

 

Έτσι ανακαλύπτουμε μια προθετική δομή: σηκώνοντας το χέρι μου, η πρόθεσή μου είναι να ψηφίσω∙ και ψηφίζοντας, η πρόθεσή μου είναι να συμμετάσχω σε μια ψηφορορία, σε κάποιες εκλογές.

Η φιλοσοφία της προθετικής ενέργειας (intentional act) αρχίζει όταν παρατηρούμε, όπως έκανε η Ελίζαμπεθ Άνσκομπ στο κλασικό βιβλίο της Intention, ότι ‘‘σηκώνω το χέρι μου’’, ‘‘ψηφίζω’’ και ‘‘εκλέγω ένα πρόεδρο’’ είναι τρεις τρόποι περιγραφής της ίδιας πράξης. 

Η πρόθεση δεν ενυπάρχει στα τρίσβαθα του δρώντος υποκειμένου, π.χ. στη συνείδησή του ότι θέλει να ψηφίσει σηκώνοντας το χέρι, αλλά υπάρχει στην αλληλοκάλυψη αυτών των περιγραφών, που ανήκουν όλες τους στον εξωτερικό κόσμο.





Συνεπώς, το εάν κάποιος σηκώνει το χέρι του για να ψηφίσει ή για κάποιον άλλο σκοπό, δεν θα μας το πει η φυσιολογία της κίνησης αλλά το ιδιαίτερο πλαίσιο, το συγκείμενο μέσα στο οποίο αυτό η πράξη τελείται συνειδητά. Μέσα σε αυτό ψηφίζω σηκώνοντας το χέρι μου. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι, στην περίπτωση της πράξης με πρόθεση, τη δυνατότητα να κάνω κάποια πράγματα δεν μου την παρέχει η φυσιολογία αλλά το εξωτερικό πλαίσιο, ο ανθρώπινος κόσμος μέσα στον οποίον αναπτύσσομαι. (…)

Αυτή η ανάλυση μάς καλεί να εννοήσουμε τον άνθρωπο σαν ένα υποκείμενο που σκέφτεται και αποφασίζει προκειμένου να λύσει ένα πρακτικό πρόβλημα. Είναι ένα ον με ενδιαφέροντα και στόχους, δηλαδή ένα ζωντανό ον, το οποίο ζει μέσα σε ένα περιβάλλον που του προβάλλει αντιστάσεις και συνάμα το βοηθάει να δράσει.

Ένα τέτοιο υποκείμενο είναι λογικό από τη στιγμή που, έχοντας ένα κάποιο στόχο και διαθέτοντας ορισμένες πληροφορίες για τον κόσμο, καταστρώνει σωστά το σχέδιο δράσης του. Επομένως, η ανορθολογικότητα συνίσταται κυρίως στο να πράττει κανείς απρόσεκτα, όπως για παράδειγμα να καταφεύγει σε εντελώς ανεπαρκή μέσα, ή να επιδιώκει ένα στόχο με τέτοιο τρόπο ώστε να ακυρώνει έναν άλλο, σημαντικότερο στόχο του −π.χ. να βάζεις φωτιά στο σπίτι σου για να ψήσεις μια μπριζόλα: μια τέτοια πράξη είναι μεν άψογη από τεχνικής άποψης, εφόσον η μπριζόλα ψήνεται, αλλά τελείως ολέθρια και παράλογη. (…)»

 

Βενσάν Ντεκόμπ, Η κατάκτηση της αυτονομίας (Σεπτ. 2006)

 

Σημείωση δική μας.  Πολύ κοντινή σε αυτή την έννοια της πρόθεσης βρίσκουμε την έννοια της προαίρεσης, όπως την ανέπτυξε ο Αριστοτέλης στ Ηθικά Νικομάχεια (1111b-1112a). Παραθέτουμε μικρό απόσπασμα:

Αφού ορίσαμε με ακρίβεια το περιεχόμενο των εννοιών «εκούσια πράξη» και «ακούσια πράξη», το αμέσως επόμενο θέμα μας είναι η προαίρεση· γιατί θεωρείται ότι βρίσκεται σε πολύ στενή σχέση με την αρετή και βοηθάει στο να διακρίνεται ο χαρακτήρας των ανθρώπων περισσότερο από ό,τι το κάνουν οι πράξεις τους. 

Η προαίρεση λοιπόν φαίνεται ότι δηλώνει ότι το άτομο ενεργεί εκούσια, στην πραγματικότητα όμως οι δύο έννοιες δεν ταυτίζονται: το περιεχόμενο της έννοιας «εκούσιο» είναι ευρύτερο. (...)  

[Γ]ια τις πράξεις που τις κάνουμε ξαφνικά, κάτω από την επιβολή της στιγμής, λέμε ότι τις κάνουμε εκούσια, δεν λέμε ότι είναι αποτέλεσμα διαδικασίας επιλογής και προτίμησης.

Από την άλλη, όλοι αυτοί που λένε ότι η προαίρεση είναι επιθυμία ή θυμός ή βούληση ή ένα είδος γνώμης δεν φαίνεται να έχουν δίκαιο, γιατί η προαίρεση δεν είναι κάτι που το μοιράζονται με τον άνθρωπο τα διάφορα άλογα όντα, ενώ είναι κοινά στον άνθρωπο και σ᾽ αυτά τα όντα η επιθυμία και ο θυμός. Επίσης: Ο ακρατής άνθρωπος ενεργεί με την επιθυμία του, όχι με την προαίρεση του, ενώ, αντίθετα, ο εγκρατής ενεργεί με την προαίρεσή του, όχι με την επιθυμία του. Επίσης: Η επιθυμία μπορεί να είναι αντίθετη με την προαίρεση, επιθυμία όμως με επιθυμία όχι. Ακόμη: Η επιθυμία σχετίζεται με το ευχάριστο και με το δυσάρεστο, ενώ η προαίρεση ούτε με το δυσάρεστο ούτε με το ευχάριστο.

Πολύ λιγότερο μπορεί η προαίρεση να είναι θυμός· κατά την κοινή, πράγματι, αντίληψη τίποτε δεν έχει τόσο λίγη σχέση με την προαίρεση όσο οι πράξεις που οφείλονται στον θυμό. Φυσικά, ούτε και βούληση μπορεί να είναι η προαίρεση, παρόλο ότι φαίνεται να βρίσκεται πολύ κοντά της: η προαίρεση δεν έχει καμία σχέση με τα αδύνατα, και αν βρισκόταν κανείς να πει ότι επιλέγει και προτιμάει τα αδύνατα, θα τον θεωρούσαμε ανόητο· βούληση όμως έχουμε και για τα αδύνατα, π.χ. για την αθανασία. (...) Τέλος η προαίρεση δεν μπορεί επίσης, όπως πιστεύω, να είναι γνώμη. (...)  

Τι είναι λοιπόν η προαίρεση ή τί είδους πράγμα είναι, αφού δεν είναι τίποτε από αυτά που μνημονεύσαμε;(...) Μήπως είναι η εκούσια ενέργεια, που επιλέχτηκε και προτιμήθηκε ύστερα από σκέψη. Και βέβαια, αυτό είναι, αφού η προαίρεση προϋποθέτει λόγο και σκέψη [μετά λόγου και διανοίας]. (...) Σκεφτόμαστε και διαβουλευόμαστε τα πράγματα που εξαρτώνται από τη δική μας δύναμη και μπορούν να πραγματοποιηθούν. (...) Σκεφτόμαστε και διαβουλευόμαστε, όχι για τα τέλη, αλλά για τα μέσα που οδηγούν στα τέλη. 

 

 

22 Δεκεμβρίου 2014

Εκπομπή #7 | Επιθυμία, μίμηση, αλλοτρίωση



Επιθυμία, μίμηση και αλλοτρίωση. Μια εορταστική δίαιτα για το υπέρβαρο εγώ. Εγγυημένα αποτελέσματα με Ζιράρ και Ντοστογιέφσκι. Επιθυμία και τρίγωνα. Το ρομαντικό ψεύδος και η τυραννία της πρωτοτυπίας για την πρωτοτυπία. Υπάρχει η αλήθεια; Προθέρμανση με δυο λόγια για τον Φουκώ. Είναι το ίδιο υποτάσσομαι σε μια τυραννική επιταγή και ακολουθώ οικειοθελώς ένα κοινωνικό κανόνα; Το τέλος της αστικής τάξης.

21 Δεκεμβρίου 2014

Αλαζονεία, ναρκισσισμός, απομόνωση: το μοντέρνο Άτομο σε κρίση

 
Ω, σε τρώει η εγωπάθεια Μαλβόλιε, 
κι είσαι πάντα ανόρεχτος
 
Σαίξπηρ, Δωδεκάτη Νύχτα

«Η αυτονομία της επιθυμίας είναι απατηλή. (…) Οι επιθυμίες μας γίνονται αληθινά πειστικές μόνο όταν αντανακλώνται από τις επιθυμίες των άλλων. Ένα σκαλοπάτι πιο κάτω από την πλήρη συνείδηση, ο καθένας μας κατασκοπεύει τις αντιδράσεις των φίλων του και δοκιμάζει να τις προσανατολίσει προς την κατεύθυνση των αβέβαιων επιλογών του, μια κατεύθυνση από την οποία η επιθυμία μας δεν πρέπει να αποκλίνει ούτε στο ελάχιστον αν δεν θέλει να φανεί μιμητική. (…)

Από τη στιγμή που το πρότυπο, ο μεσολαβητής, μάς εμποδίζει να αποκτήσουμε το αντικείμενο που μας υποδεικνύει ως επιθυμητό, αποδίδουμε ολοένα και περισσότερη αξία σε αυτό. Όμως αυτό ισχύει μόνο σε μια πρώτη φάση. Όσο εντείνεται η αντιζηλία, το αντικείμενο περνάει σε δεύτερο πλάνο και ο μεσολαβητής-αντίζηλος κατέχει μια θέση ολοένα και πιο κεντρική. (…)

Διότι, σε τελική ανάλυση, το αντικείμενο δεν είναι παρά ένα μέσον ώστε να φτάσουμε το μεσολαβητή: η επιθυμία στοχεύει στο είναι, στην οντότητα αυτού του μεσολαβητή. (…)

Όποιος παρασύρεται σε μια τέτοια σπειροειδή μιμητική φρενίτιδα, θέλει να πείσει τον εαυτό του πως δεν έχει τίποτα το κοινό με τον αντίζηλό του, ενώ στην πραγματικότητα δεν υπάρχει καμιά διαφορά μεταξύ τους −κι αυτό κατά βάθος το γνωρίζει, αόριστα. (…)

Κατ’ αυτό τον τρόπο, σε μια κοινωνία αυτοαποκαλούμενων ‘‘ατομιστών’’, τα άτομα είναι στην πραγματικότητα ολοκληρωτικά υποδουλωμένα τα μεν στα δε. (…)» *


«Δεν μπορεί να είναι κανείς ματαιόδοξος, παρά μόνο εάν είναι απεριόριστα απαιτητικός με τον εαυτό του και εάν μερικές φορές αισθάνεται για τον εαυτό του μια περιφρόνηση που αγγίζει το μίσος. Από πού όμως μπορεί να πηγάζει μια τέτοια απαιτητικότητα, που το υποκείμενο αδυνατεί να ικανοποιήσει; Δεν μπορεί να πηγάζει από το ίδιο το υποκείμενο. Διότι μια απαίτηση που θα πήγαζε από το υποκείμενο και θα αφορούσε σε αυτό, δεν θα μπορούσε να είναι μια ανέφικτη απαίτηση. Πρέπει λοιπόν το υποκείμενο να έδωσε πίστη σε κάποια ψευδή υπόσχεση προερχόμενη απ’ έξω.        

Αυτή η ψευδής υπόσχεση είναι κυρίως υπόσχεση μεταφυσικής αυτονομίας. Πίσω από όλες τις δυτικές θεωρίες, που διαδέχονται η μια την άλλη εδώ και δυο με τρεις αιώνες, υπάρχει πάντοτε η ίδια αρχή: ο Θεός πέθανε, ο άνθρωπος πρέπει να πάρει τη θέση του. Ο πειρασμός της αλαζονείας είναι παντοτινός, αλλά γίνεται ακατανίκητος στη μοντέρνα εποχή διότι ενορχηστρώνεται και ενισχύεται με τρόπο ανήκουστο. Αυτό το μοντέρνο ‘‘ευαγγέλιο’’ το ακούνε οι πάντες. Όσο πιο βαθιά χαράζεται στην καρδιά μας, τόσο εντονότερη γίνεται η αντίθεση ανάμεσα σε αυτή τη θαυμαστή υπόσχεση και τη σκληρή διάψευσή της που επιβάλλεται από την εμπειρία.

Όσο δυναμώνουν οι φωνές της αλαζονείας, τόσο η συνείδηση της ύπαρξης γίνεται πικρή και πιο μοναχική. Είναι, ωστόσο, κοινή σε όλους τους ανθρώπους. Γιατί λοιπόν αυτή η αυταπάτη της μοναξιάς, που αυξάνει τον πόνο; Γιατί οι άνθρωποι δεν μπορούν να μετριάσουν τα δεινά τους προσπαθώντας να τα μοιραστούν; Γιατί η αλήθεια όλων είναι καταχωνιασμένη στα βάθη της συνείδησης του καθενός;

Μέσα στη μοναξιά της συνείδησής τους, όλα τα άτομα ανακαλύπτουν πως η υπόσχεση της μεταφυσικής αυτονομίας είναι ψευδής. Όμως κανένας δεν μπορεί να διακρίνει τον καθολικό, τον πανανθρώπινο χαρακτήρα αυτής της εμπειρίας. Νομίζει πως μόνο για αυτόν η υπόσχεση διαψεύδεται και πως για τους Άλλους παραμένει αληθινή. Καθένας πιστεύει πως μόνον αυτός είναι αποκλεισμένος από τη θεϊκή κληρονομιά και γι’ αυτό προσπαθεί να κρύψει αυτή την κατάρα. Το προπατορικό αμάρτημα δεν είναι πλέον μια αλήθεια κοινή σε όλους τους ανθρώπους, όπως συμβαίνει στον κόσμο της θρησκείας, αλλά το μυστικό καθενός ατόμου. (…)

Καθένας πιστεύει ότι μόνο αυτός βρίσκεται στην κόλαση∙ και αυτό ακριβώς είναι η κόλαση.» **


Σημ. του H.S. Προθέρμανση για τη μεθαυριανή, 2η εκπομπή μας στο RadioBubble αυτά τα μικρά αποσπάσματα από δυο σπουδαία βιβλία του 91χρονου πλέον Ρενέ Ζιράρ, όπου * Σαίξπηρ: Οι φλόγες της ζηλοτυπίας (1990, ελλ. ΕΞΑΝΤΑΣ, 1993) και ** Ρομαντικό ψεύδος και μυθιστορηματική αλήθεια (1961, ελλ. ΙΝΔΙΚΤΟΣ, 2001).