Μάς γίνεται οικείο το Σκοτάδι –
Καθώς χάνεται γύρω μας το Φως –
Όπως κρατά η γειτόνισσα φανάρι
Σαν στέκουμε γι’ Αποχαιρετισμό –
Για μια Στιγμή – αβέβαιοι πατούμε
Η νύχτα καθώς είν’ πρωτόγνωρη –
Η Ματιά – έπειτα – μαθαίνει στο
Σκοτάδι –
Και παίρνουμε το δρόμο – σθεναροί
–
Κι έτσι από ακόμη πιο μεγάλα –
Σκότη –
Εκείνα του μυαλού τ’ απόβραδα –
Π’ ούτε Φεγγάρι να σταθεί σημάδι –
Ούτε Άστρα – να προβάλλουν – μέσα
μας –
Οι πιο Γενναίοι – λίγο ψηλαφίζουν
–
Χτυπούν και σ’ ένα δέντρο κάποτε
Στα ίσα πάνω με το μέτωπό τους –
Μα όπως μαθαίνουν πια να βλέπουνε
Ή αλλάζει τη μορφή του το Σκοτάδι
–
Ή κάτι στη δική τους της ματιά
με τα μεσάνυχτα πια συνταιριάζει –
Και ίσια η Ζωή σχεδόν τραβά.
Έμιλυ Ντίκινσον (1862)
από το βιβλίο
Emily Dickinson, Επειδή δεν άντεχα να ζήσω φωναχτά
(εκδ. Gutenberg, 2013)
του Γ.Σ
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυριπίδης ο Αθηναίος,
Γέρασε ανάμεσα στη φωτιά της Tροίας
και στα λατομεία της Σικελίας.
Tου άρεσαν οι σπηλιές στην αμμουδιά κι οι ζωγραφιές της
θάλασσας.
Είδε τις φλέβες των ανθρώπων
σαν ένα δίχτυ των θεών, όπου μας πιάνουν σαν τ' αγρίμια·
προσπάθησε να το τρυπήσει.
Ήταν στρυφνός, οι φίλοι του ήταν λίγοι·
ήρθε ο καιρός και τον σπαράξαν τα σκυλιά
Πολύ δυνατό! Ευχαριστούμε!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑκόμα περισσότερο σκοτάδι από τη χώρα του πολιτισμού....
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://news.in.gr/world/article/?aid=1231381462