Σελίδες

12 Μαΐου 2012

Οικονομία | Λεξικά Liddell-Scott και Κριαρά

Έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον για την κριτική της οικονομικής ιδεολογίας να δούμε τι εννοούσαν οι αρχαίοι και οι μεσαιωνικοί με τον όρο Οικονομία και Οικονομώ.

Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας Liddel - Scott

Οικονομέω, κυβερνώ ως οικονόμος, τακτοποιώ, διευθετώ, διοικώ, διευθύνω – θαλάμους πατρός (Σοφοκλής, Ηλ. 190), την οικίαν (Πλατ. Λυσ. 209D), τα ίδια (Ξεν. Απομνημ. 3,4,12), τον ίδιον βίον (Ευφρων εν «Διδύμοις»). 2. Διανέμω, απονέμω, παρέχω (Πλατ. Φαιδρ. 256Β). 3. Μεταφορ. επί ποιητού, εις τα άλλα μη ευ οικον., πραγματεύεται, διεξάγει, χειρίζεται (Αριστ. Ποιητ. 13, 10). 4. ούτως επί αρχόντων έθνους τινός (Πολυβ. 4.26, 6), πολιτεία αρίστη η υπό των αρίστων οικονομουμένη (Αριστ. Πολιτικά, 3.18,1). 

Οικονομία, η διοίκησις ή επιστασία οίκου, φειδώ (Πλατ. Απολογ. 36Β) 2. Επί πόλεως: διοίκησις, κυβέρνησις (Δεινάρ. 102, 29). 3.  επί ποιήματος: διευθέτησις ύλης. ΙΙ Το δημόσιο εισόδημα πόλεως, τα έσοδα (Newton, Επιγραμ. Αλικαρν. 3,13).

Οικονομικός. Ο ησκημένος ή έμπειρος περί την διαχείρισιν πραγμάτων της οικογενείας εν αντιθέσει προς το πολιτικός (Πλατ. Αλκ. 1.133 Ε, Φαιδρ. 248D, Ξεν. Οικ. 1,3. Αριστ. Πολιτικ. 1.1,2).


Λεξικό της μεσαιωνικής ελληνικής γλώσσας  Κριαρά

Οικονομία η· οικονομιά. 1) Διοίκηση, διαχείριση νοικοκυριού: (Γλυκά, Στ. Β́ 353). 2) Διευθέτηση: (Προδρ. II 19-4 χφ H κριτ. υπ). 3) Φροντίδα, βοήθεια· σύμπραξη, συμπαράσταση: ηύρεν την … από καλού φίλου οικονομίαν (Λίβ. Sc. 2737)· (εδώ προκ. για τη μέριμνα του Θεού): (Αξαγ., Κάρολ. Έ 773)· φρ. ποιώ οικονομίαν = (α) μεριμνώ, φροντίζω: (Έκθ. χρον. 693)· (β) (προκ. για το Χριστό) μεριμνώ, φροντίζω για τη σωτηρία του ανθρώπου: (Αργυρ., Βάρν. Κ 45). 4) Μέτρο προφύλαξης: μήτε … στρατιωτικήν ή αρχοντικήν οικονομίαν ενησχολημένων, τα … κάστρα … λεία Βλάχων γεγόνασι (Byz. Kleinchron. Á 14989). 5) α) Προνοητικότητα· σκοπιμότητα (εδώ προκ. για τη Θεία Πρόνοια): Κύριε, … αυτός και με το θέλημα της σης οικονομίας να ποίσει πατριάρχην (Αρσ., Κόπ. διατρ. [414])· έκφρ. θεία οικονομία = η μέριμνα του Θεού: (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 432β) (προκ. για το σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου): τούτα τα θαύματα τα έδειξεν ο Θεός με οικονομίαν … οδιά να μας καλέσει εις μετάνοιαν (Διήγ. πανωφ. 61). 6) (Προκ. για το Χριστό) ενσάρκωση, ενανθρώπιση: η σαρξ του Χριστού … έστιν εν τῳ Χριστῴ μετά την υπερθαύμαστον αυτού οικονομίαν (Ιστ. πατρ. 894)· έκφρ. ένσαρκος οικονομία = η θεία ενανθρώπιση: (Συναξ. γυν. 122). 7) α) Ετοιμασία, τακτοποίηση: απήτις το ευτρέπισεν (ενν. το κάτεργον) …, ορέχθην την οικονομίαν ως όμορφόν τι πράγμα (Απόκοπ. 316)· (εδώ προκ. για ετοιμασίες που αποβλέπουν στην απόδοση τιμής σε νεκρό): το πτώμα του ηγεμόνος … οικονομίᾳ πολλῄ … έθαψεν (Δούκ. 28335β) (συνεκδ.) διαθήκη: απέθανεν … και δεν έκαμε ζώντος αυτού καμίαν οικονομίαν διά τον βίον αυτού (Ιστ. πατρ. 12922).   8) Ελεημοσύνη, φιλανθρωπία: έποικεν … οικονομίαν στον πένητα (Βίος αγ. Νικ. (Κακλ.) 149). 9) Χρηματικό απόθεμα: την οικονομίαν ήν ο πατήρ αυτών είχε δέδωκε αυτοίς (Ψευδο-Σφρ. 56219). 10) Προμήθεια, αποθέματα: (Χρον. Μορ. P 6600)· όλες τες οικονομίες … εφόρτωσαν σ’ αμάξια (Χρον. Μορ. P 6128). 11) Μισθός· έσοδα: τους εκράτησεν … την ρόγαν και οικονομίαν όπου είχαν εξεδουλέψει (Χρον. Μορ. H 5265). 12) α) Οπλισμός: δεν έχομεν άρματα, μηδέ οικονομίαν (Ιστ. Βλαχ. 1019β) (προκ. για πλοίο) εξοπλισμός, αρματωσιά: (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 378)· να εβγάλουν εκ τα κάτεργα πάσαν οικονομίαν, άρμενα λέγω και κουπιά (Ριμ. Βελ. ρ 273).

Οικονομώ· 'κονομώ· αόρ. οικονομίσθηκα. I. Ενεργ. Ά Μτβ. 1. Διευθύνω, διοικώ το σπίτι: (Προδρ. I 92). 2. Προετοιμάζω· ετοιμάζω α) (προκ. για πράγμα): τας προίκας ῳκονόμησε (Διγ. Z 2215)· τα χρειώδη της οδού ῳκονόμησα (Σφρ., Χρον. 12621β) (προκ. για γεύμα ή δείπνο): τραπέζιν τού 'κονόμησε … διά να φάγει (Χούμνου, Κοσμογ. 1306γ) έκφρ. οικονομώ εαυτόν = ετοιμάζομαι: (Παράφρ. Χων. (v. Dieten) III 166). 3. α) Ρυθμίζω, διευθετώ: (Βίος Αλ. 4914)· ῳκονόμει τα εκκλησιαστικά (Ιστ. πολιτ. 6010)· (εδώ προκ. για διαθήκη): ο πλούτος αυτού, επειδή ζων ουδέν τι ῳκονόμησεν, εγένετο αυθεντικός (Ιστ. πολιτ. 597β) (προκ. για λόγο) οργανώνω, χειρίζομαι: τον διδάσκαλον οικονομείν τους λόγους (Γλυκά, Αναγ. 294). 4. (Προκ. για στράτευμα ή πλοίο) εξοπλίζω: φουσσάτα οικονόμησεν (Χρον. Μορ. P 8803· Ιστ. πολιτ. 5515). 5. α) Σχεδιάζω, διευθετώ από πριν: οικονόμησεν … πώς να εβγώ της φυλακής (Λίβ. Sc. 2345)· οικονόμησε … ποιήσαι στόλον (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 188β) (προκ. για το Θεό ή την Παναγία) προνοώ, προσχεδιάζω: Κύριε, … όλα τα οικονομείς και προνοάς (Ιστ. Βλαχ. 2596· Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 399). 6. Σκοπεύω να: οικονομεί δούναι την αυθεντίαν προς τον αυτού αδελφόν (Έκθ. χρον. 505). 7. Καθοδηγώ, συμβουλεύω: την εκονόμησεν τον άνδρα να σκοτώσει (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2072). 8. Αντιμετωπίζω: Περί των αρνησαμένων την ορθόδοξον πίστιν … πώς να οικονομηθούν υπό της Εκκλησίας (Βακτ. αρχιερ. 132). 9. α) (Δι)ορίζω, αναγορεύω: να 'κονομήσουν αποκρισάρην (Αλεξ. 1093β) αναθέτω σε κάπ. κ.: ῳκονόμησαν … τον Δημήτριον … ίνα … την βασιλείαν σου φονεύσῃ (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 313). 10. Φέρνω, προξενώ: μας εκονόμησεν … συμφοράν (Καλλίμ. 1543). 11. α) Εξοικονομώ, προμηθεύομαι: ξένα φοσσάτα … οικονόμησεν (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 186)· ξύλα εκονομήσασι (Χούμνου, Κοσμογ. 1266β) (με αντικ. πρόσωπο) εξασφαλίζω: οικονόμησε μάρτυρας (Έκθ. χρον. 4625γ) (με αντικ. αφηρημένη έννοια) αποκτώ: εκονόμησεν … την φιλίαν (Λίβ. Sc. 76· Πένθ. θαν. 31δ) εφοδιάζω κάπ.: οικονομήσας αυτόν εις όσον εις τα στρατιωτικά έχρηζε (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 356). 12. α) Κατασκευάζω: να οικονομήσει οικίαν (Ασσίζ. 45311)· Φισκίνας … από χυτού οικονομημένας (Διγ. Esc. 1636β) φιλοτεχνώ: δακτυλίδι … τό εκονόμησεν η τέχνη των Ερώτων (Φλώρ. 273). 13. (Προστ. αορ. 'κονόμησε για να δηλωθεί προτροπή) εμπρός, ελάτε: 'κονόμησε να χτίσομε εμάς κάστρο (Πεντ. Γέν. XI 4· Γέν. XI 7). Β́ Αμτβ. 1. Τακτοποιώ, διευθετώ: οικονόμησον, ποίσε το προσταχθέν σοι (Φλώρ. 352). 2. Ετοιμάζω: 'κονόμησε εις τους οίκους σου (Αχιλλ. (Smith) N 1170)· (εδώ προκ. για τραπέζι): να 'κονομήσομεν … να φάει (ενν. ο διδάσκαλός μας) (Ντελλαπ., Στ. θρην. 67). 3. Οδηγώ: ά επιμελούντο πράξαι εις κακίαν αυτών … ῳκονόμουν (Ψευδο-Σφρ. 52826). II. Μέσ. Α Μτβ. 1. α) Τακτοποιώ, διευθετώ: (Βίος Αλ. 1469)· τους λόχους … καλώς οικονομούνται (Διήγ. Βελ. N2 213β) προσέχω, φροντίζω: πάσα εις την τάξην του να την οικονομάται (Ιστ. Βλαχ. 1614). 2. Ετοιμάζομαι: ανταμοιβήν … τῳ Βελισάρῃ ο βασιλεύς να δώσει οικονομείται (Ριμ. Βελ. ρ 582). 3. Προσχεδιάζω, προετοιμάζω: οι οικονομηθέντες τον βασιλέα φονεύσαι (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 223· Πένθ. θαν. 499). 4. (Προστ. αορ. 'κονομηθείτε για να δηλωθεί προτροπή) εμπρός, ελάτε: 'κονομηθείτε να φρονεθώμεν αυτουνού προς ποτέ να πληθύνει (Πεντ. Έξ. I 10). Β́ Αμτβ. 1. α) Τακτοποιούμαι· ετοιμάζομαι: Οικονομήθη ως έπρεπεν (Χρον. Μορ. H 6420β) προετοιμάζομαι (για πόλεμο ή εκστρατεία): προς πόλεμον … οικονομούνται (Διήγ. Βελ. N2 210γ) προετοιμάζομαι για ταξίδι: Οικονομήθη ευγενικά … κι εβάλθη να οδεύει (Χρον. Μορ. Η 8128). 2. Ενεργώ: ως κρίν’ ο βασιλιάς, ο δούλος 'κονομάται (Π. Ν. Διαθ. φ. 260β 16). Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = α) έτοιμος: να είναι 'κονομημένοι για την ημέρα την Τρίτη, ότι … να κατέβει ο Κύριος (Πεντ. Έξ. XIX 11β) εξοπλισμένος, ετοιμοπόλεμος: φουσσάτα … 'κονομημένα (Αλεξ. 2518)· οικονομημένοι προς πόλεμον (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 336). 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου