Σελίδες

13 Ιουνίου 2015

H λέξη ως κοινό πεδίο

Συνεχίζοντας πάνω στο άλλο σκέλος των ερευνών μας, το οποίο αφορά το θέμα του «υποκειμένου» −πολύ ενδιαφέρουσες και προκλητικές όψεις του προσεγγίσαμε π.χ μέσα από την ερώτηση αν σκεφτόμαστε «μέσα ή έξω απ' το κεφάλι μας», το πρόβλημα του «κινέζικου δωμάτιου», ή με την επιστολή μας στον Μπέρτολντ Μπρεχτ−, θα παραθέσουμε εδώ μια δική μας περίληψη ορισμένων σημαντικών σκέψεων για τον «ατομιστικό υποκειμενισμό» από το βιβλίο που έγραψε ο γλωσσολόγος και μουσικολόγος Βαλεντίν Βολόσινοφ (1895-1936) σε στενή συνεργασία με έναν από τους σημαντικότερους στοχαστές της γλώσσας και της λογοτεχνίας, τον Μιχαήλ Μπαχτίν (1895-1975). 

Πρόκειται για το βιβλίο που κυκλοφόρησε το 1929 στην ΕΣΣΔ με τον κάπως παραπλανητικό τίτλο Μαρξισμός και Φιλοσοφία της Γλώσσας. Τα βασικά προβλήματα της εφαρμογής κοινωνιολογικής μεθόδου στη γλωσσολογία. Δεν μας ενδιαφέρει εδώ η διαμάχη τίνος από τους δυο ήταν το βιβλίο. Μας ενδιαφέρει η κριτική μιας ορισμένης αντίληψης και θεωρίας για το υποκείμενο και την έκφραση. Κι έχει την αξία της αυτή η κριτική, διότι απευθύνεται σε μια από τις κεντρικότερες κυρίαρχες ιδέες. Σε επόμενη ανάρτησή μας θα εκθέσουμε και την κριτική, που ασκεί το συγκεκριμένο βιβλίο, στην αντιδιαμετρικά αντίθετη του «ατομιστικού υποκειμενισμού» αντίληψη, δηλαδή στον «απρόσωπο αντικειμενισμό». Σημ. HS
 
* * *


Η πλάνη του ατομιστικού υποκειμενισμού

Ο ατομιστικός υποκειμενισμός, που συνδέεται με τον Ρομαντισμό, θεωρεί ως σημείο εκκίνησης τού στοχασμού πάνω στη γλώσσα το μονόλογο και παρουσιάζει την έκφραση σαν μια καθαρώς ατομική πράξη, σαν έκφραση της ατομικής συνείδησης, των βλέψεών της, των προθέσεών της, των δημιουργικών ενορμήσεών της, των προτιμήσεών της, κ.λπ.

Τι ορίζει ως έκφραση; Καθετί που, αφού πρώτα σχηματιστεί και προσδιοριστεί με τον άλφα ή βήτα τρόπο μέσα στον ψυχισμό του ατόμου, στη συνέχεια εξωτερικεύεται αντικειμενικά προς τους άλλους χρησιμοποιώντας τον άλφα ή το βήτα κώδικα εξωτερικών σημείων. Έτσι ιδωμένη, η έκφραση περιλαμβάνει δυο όψεις: το περιεχόμενο («εσωτερικό») και την εξωτερική αντικειμενοποίησή του προς τους άλλους (ή και προς το ίδιο το υποκείμενο).

Μια τέτοια θεωρία της έκφρασης υποστηρίζει αναγκαστικά, ότι το προς έκφραση περιεχόμενο συγκροτείται και υπάρχει έξω από την έκφραση, δηλαδή ότι υπάρχει αρχικά με μια δεδομένη («εσωτερική») μορφή και έπειτα εκδηλώνεται εξωτερικά με μια άλλη μορφή. Έτσι προϋποθέτει αναπόφευκτα ένα ορισμένο δυϊσμό ανάμεσα σε αυτό που είναι «εσωτερικό» και το «εξωτερικό», δίνοντας προτεραιότητα στο εσωτερικό περιεχόμενο μιας και θεωρεί πως κάθε πράξη αντικειμενοποίησης (έκφραση) ξεκινάει από το εσωτερικό και πηγαίνει προς τα έξω. Κατ’ αυτήν δηλαδή, το ουσιώδες είναι το «εσωτερικό». Το «εξωτερικό» γίνεται ουσιώδες δευτερευόντως, ως υποδοχέας του εσωτερικού περιεχομένου, ως μέσον έκφρασης του πνεύματος.

Έκφραση και νόηση

Όμως η θεωρία της έκφρασης, στην οποία θεμελιώνεται ότι ατομιστικός υποκειμενισμός, είναι ριζικά λανθασμένη. Διότι η νοητική δραστηριότητα −το προς έκφραση περιεχόμενο και η εξωτερική αντικειμενοποίησή του− πλάθεται με βάση ένα και το αυτό υλικό, αφού δεν υπάρχει νοητική δραστηριότητα χωρίς σημειωτική έκφραση. Πρέπει επομένως να απορρίψουμε ριζικά την ιδέα που υποστηρίζει μια ποιοτική διάκριση μεταξύ ενός «εσωτερικού περιεχομένου» και της «εξωτερικής έκφρασης».

Το κέντρο που οργανώνει και σχηματοποιεί την έκφραση, δεν βρίσκεται στο «εσωτερικό», δηλαδή μέσα στον κώδικα των «εσωτερικών» σημείων, αλλά στο εξωτερικό. Δεν οργανώνει η νοητική δραστηριότητα την έκφραση. Η έκφραση οργανώνει τη νοητική δραστηριότητα.

Η έκφραση και η λεκτική διατύπωση είναι προϊόν της διάδρασης μεταξύ κοινωνικά οργανωμένων ατόμων −κι ακόμα και στην περίπτωση που δεν υπάρχει πραγματικός συνομιλητής, βάζουμε στη θέση του τον μέσο εκπρόσωπο της κοινωνικής ομάδας στην οποία ανήκουμε ως ομιλητές.

Η λέξη ως κοινός λόγος

Η λέξη απευθύνεται σε ένα συνομιλητή. Συναρτάται με το πρόσωπο αυτού του συνομιλητή και διαφοροποιείται ανάλογα με το αν ο συνομιλητής είναι π.χ. ένας άνθρωπος της ίδιας κοινωνικής ομάδας ή όχι, αν είναι ανώτερος ή κατώτερος στην κοινωνική ιεραρχία, αν συνδέεται ή όχι με στενές σχέσεις (πατέρας, αδελφός, σύζυγος, κ.ο.κ.) με τον ομιλητή, κ.λπ. Δεν μπορεί να υπάρξει αφηρημένος συνομιλητής: μ’ έναν αφηρημένο συνομιλητή δεν θα μπορούσαμε να έχουμε κοινή γλώσσα, ούτε με την κυριολεκτική ούτε με τη μεταφορική έννοια του όρου. Κι αν καμιά φορά φανταζόμαστε κενόδοξα ότι σκεφτόμαστε και απευθυνόμαστε urbi et orbi [«στην πόλη και στην οικουμένη»], στην πραγματικότητα βλέπουμε «την πόλη και την οικουμένη» μέσα από το πρίσμα του συγκεκριμένου κοινωνικού περιβάλλοντος που μας εμπεριέχει.

Ο εσωτερικός κόσμος και ο στοχασμός κάθε ατόμου είναι εφοδιασμένοι με ένα δικό τους, συγκεκριμένο κοινωνικό ακροατήριο, μέσα στην ατμόσφαιρα του οποίου χτίζονται οι εσωτερικές νοητικές αφαιρέσεις του, τα κίνητρά του, οι εκτιμήσεις του, κ.λπ. Κι αυτός ο προσανατολισμός της λέξης σε συνάρτηση με το συνομιλητή έχει τεράστια σημασία.

Πράγματι, κάθε λέξη εμπεριέχει δυο όψεις. Καθορίζεται τόσο από το γεγονός ότι εκφέρεται από ένα πρόσωπο, όσο και από το γεγονός ότι απευθύνεται προς ένα πρόσωπο. Με άλλα λόγια, κάθε λέξη αποτελεί προϊόν μιας διάδρασης μεταξύ ομιλητή και συνομιλητή. Κάθε λέξη χρησιμεύει στην έκφραση του ενός σε σχέση με τον άλλον.

Δια μέσου της λέξης αυτοπροσδιορίζομαι σε σχέση με τον άλλον, δηλαδή σε τελική ανάλυση σε σχέση με το συλλογικό. Η λέξη είναι κάτι σαν μια γέφυρα ανάμεσα σ’ εμένα και τους άλλους. Στο ένα της άκρο στηρίζεται σε μένα και στο άλλο της στον συνομιλητή μου. Η λέξη είναι το κοινό έδαφος του ομιλητή και του συνομιλητή.

Ακόμα και το κλάμα του βρέφους…

Αλλά ποιος είναι ο ομιλητής (το «υποκείμενο» θα λέγαμε); Πώς ορίζεται;

Αν προσέξουμε, θα δούμε πως οποιαδήποτε έκφραση ή διατύπωση, ακόμα κι αν δεν πρόκειται γι’ αυτό που λέμε «επικοινωνία» αλλά για λεκτική έκφραση μιας οποιασδήποτε ανάγκης (π.χ. πείνας), είναι πάντοτε και από άκρου εις άκρον κοινωνικά προσανατολισμένη. Επομένως, κατά πρώτο και αμεσότερο λόγο καθορίζεται από όλους όσους μετέχουν στη συνομιλία, είτε πρόκειται για κοντινούς ή μακρινούς μεταξύ τους συνομιλητές, σε συνάρτηση με μια συγκεκριμένη κατάσταση.

Έτσι, ο βαθμός συνείδησης, διαύγειας και μορφικής ολοκλήρωσης της νοητικής δραστηριότητας του ομιλητή (του «υποκειμένου») είναι ευθέως ανάλογος του βαθμού κοινωνικού προσανατολισμού του. Αυτό ισχύει ακόμα και για την απλούστερη, την πιο συγκεχυμένη συνειδητοποίηση μιας οποιασδήποτε αίσθησης −π.χ. της πείνας.

Πράγματι, το κοινωνικό πλαίσιο, όπου καθορίζεται ποιοι είναι οι πιθανοί, φιλικοί ή εχθρικοί, ακροατές προς τους οποίους προσανατολίζεται και απευθύνεται ο ομιλητής, αποτελεί το πλαίσιο και την οπτική γωνία μέσα στα οποία η αίσθηση της πείνας θα του γίνει συνειδητή −και, ανάλογα, θα τα βάλει με την «απάνθρωπη Φύση», με τον εαυτό του, με την κοινωνία, με μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα ή τάξη, ή με κάποιο συγκεκριμένο άτομο. Δεν υπάρχει νοητική δραστηριότητα έξω από ένα κοινωνικό προσανατολισμό και τις σχετικές με αυτόν εκτιμήσεις από την πλευρά του υποκειμένου. Ακόμα και το κλάμα του βρέφους, προς τη μητέρα απευθύνεται.

Πού βρίσκεται το νευραλγικό κέντρο της έκφρασης;

Έξω από την αντικειμενοποίησή της, έξω από την πραγμάτωσή της σ’ ένα ορισμένο υλικό (χειρονομία, ομιλία, κραυγή), η συνείδηση δεν είναι παρά μια χίμαιρα. Στην πραγματικότητα δηλαδή, η συνείδηση υπάρχει και παίζει ένα ρόλο μέσα στο στίβο του είναι. Γι’ αυτό και ως δομημένη πρακτική έκφραση (με τη βοήθεια της λέξης, του σημείου, του σκίτσου, της ζωγραφιάς, του μουσικού ήχου, κ.λπ.), η συνείδηση αποτελεί ένα αντικειμενικό γεγονός και μια τεράστια κοινωνική δύναμη. (…)

Επομένως, μπορούμε να πούμε πως δεν προσαρμόζεται η έκφραση στον εσωτερικό κόσμο μας, αλλά απεναντίας ο εσωτερικός κόσμος μας προσαρμόζεται στις εκφραστικές μας δυνατότητες, στις οδούς και τους προσανατολισμούς που μπορεί να πάρει η έκφρασή μας.

Το νευραλγικό κέντρο λοιπόν κάθε έκφρασης, κάθε διατύπωσης, ομιλίας ή απεύθυνσης, δεν είναι εσωτερικό αλλά εξωτερικό: βρίσκεται στο κοινωνικό περιβάλλον, στο οποίο μετέχει το  άτομο.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου