Σελίδες

22 Οκτωβρίου 2016

Η Βαρύτητα και η Χάρη | Μανιφέστα 42


Simone Weil (1909-1943)
«Κάνοντας το κακό στον άλλον, κάτι κερδίζουμε. Τι κερδίζουμε (και θα πρέπει κάποια στιγμή να ξεπληρώσουμε) όταν κάνουμε το κακό; Ψηλώνουμε. Απλωνόμαστε. Γεμίζουμε ένα κενό, μια τρύπα μέσα μας, ανοίγοντάς την στον άλλον. (...)

Το να μην ασκήσουμε όλη τη δύναμη και όλη την ισχύ που διαθέτουμε, σημαίνει ότι είμαστε σε θέση να αντέξουμε το κενό. Αυτό είναι αντίθετο σε όλους τους νόμους της φύσης. Μόνον η Χάρη το μπορεί. Η Χάρη γεμίζει το κενό μας, αλλά δεν μπορεί να έλθει παρά μόνο εκεί που υπάρχει ένα κενό έτοιμο να τη δεχτεί, να την δεξιωθεί.

Μας είναι αδύνατο να συγχωρήσουμε αυτόν που μας έκανε κακό, εάν αυτό το κακό μάς ταπεινώνει. Για να τον συγχωρήσουμε, πρέπει να σκεφτούμε ότι δεν μας ταπείνωσε αλλά ότι αποκάλυψε το πραγματικό επίπεδό μας.

Ένα αγαπημένο πλάσμα, με απογοήτευσε. Του έγραψα. Είναι αδύνατο να απαντήσει κάτι άλλο από αυτό που θέλω να μου απαντήσει. Οι άνθρωποι μάς οφείλουν αυτό που φανταζόμαστε ότι θα μας δώσουν. Το να αποδεχτούμε ότι είναι διαφορετικοί από τα πλάσματα της φαντασίας μας, είναι μίμηση της αυταπάρνησης του Θεού. 

Και εγώ η ίδια είμαι διαφορετική από αυτό που φαντάζομαι πως είμαι. Να το γνωρίζω: αυτό είναι η συγχώρεση.»

από την υπέροχη, μεγάλη, μικρή μας Σιμόν Βέιλ, στο Η Βαρύτητα και η Χάρη (1947)


11 Οκτωβρίου 2016

Μια κριτική της σύγχρονης συνωμοσιολογίας

Έχουν περάσει κοντά 35 χρόνια απ’ όταν λέγαμε πως η άνθιση της συνωμοσιολογίας -δηλαδή της άποψης ότι η ιστορία εξηγείται μέσα από τις συνωμοσίες- θ’ αποτελέσει ένα από τα χαρακτηριστικά της παρακμής της πολιτικής σκέψης στο τέλος του εικοστού αιώνα, και φαίνεται πως η πραγματικότητα μάς επισκίασε. Οι πολιτικές συζητήσεις έχουν πια παραδοθεί, οικειοθελώς σχεδόν, στη συνωμοσιολογία. Επιβάλλεται λοιπόν να επανέλθουμε, εξετάζοντας κάπως βαθύτερα το ζήτημα. Για το λόγο αυτό χρησιμοποιήσαμε συνδυαστικά δυο άρθρα σχετικά με το θέμα («Doute conspirationniste et regard critique» της  Aurelie Ledoux και «Lespace logique du conspirationnisme» του Gerald Bronner) συμπληρώνοντας τη σκέψη τους με κάποιες δικές μας σκέψεις. -Σημ. HS
 
*

Όσοι θεωρούν τη συνωμοσιολογία απλώς σαν μια μορφή πολιτικού σκοταδισμού, είναι επόμενο να μένουν άναυδοι με τη σημερινή ανάκαμψη και την επιτυχία της. Βεβαίως, ιστορικά, η συνωμοσιολογία άνθισε ως αντίδραση στην έλευση των «Νέων Χρόνων» εκφράζοντας τους υπερασπιστές του «Παλαιού Καθεστώτος» που, κλείνοντας τα μάτια τους στην αθλιότητά του (δεσποτισμός, απολυταρχία, δουλοπαροικία, λογοκρισία, κ.ο.κ.), θέλησαν να ερμηνεύσουν την αστική επανάσταση σαν αποκλειστικό καρπό «εβραιομασονικής συνωμοσίας». Σήμερα ωστόσο, εκείνη η αντιδραστική πλευρά της συνωμοσιολογίας δίνει ολοένα και περισσότερο τη θέση της σε μια άλλη της πλευρά, η οποία συνδέεται με την προοδευτικότητα της νεωτερικότητας και συγκεκριμένα με τη διεκδίκηση αξιών όπως ο δημοκρατικός διάλογος, η αντίθεση στην τυραννία, η άρση κάθε λογοκρισίας, η αναζήτηση της αλήθειας, το κριτικό πνεύμα, κ.ο.κ. Έτσι, οι σύγχρονοι συνωμοσιολόγοι υποστηρίζουν πως δεν είναι συνωμοσιολόγοι αλλά «σκεπτικιστές» και «αμφισβητίες της επίσημης εκδοχής των πραγμάτων», που νοιάζονται για την αποκάλυψη των ψευδών της εξουσίας και αγωνίζονται για τη διάσωση των πολιτών από την προπαγάνδα των κυρίαρχων μμε.

Στη σημερινή συνωμοσιολογική σκηνή (σημειώνει σωστά η Ledoux) διασταυρώνονται λοιπόν δυο διαφορετικά ρεύματα: ένα ρεύμα καθαρά αντιδραστικό, αντιλαϊκό, ελιτίστικο, δεξιό και συχνά ακροδεξιό, και ένα ρεύμα φιλολαϊκό, αριστερών ή ακόμα και αναρχικών κατευθύνσεων, το οποίο διαπνέεται από ριζική καχυποψία προς την εξουσία, τους θεσμούς και τους εκπροσώπους της. Αλλά ούτε στη μια, ούτε και στην άλλη εκδοχή της η συνωμοσιολογική σκέψη συγκροτεί μια πραγματική κριτική των κυρίαρχων ιδεών, σχέσεων και πρακτικών. 

Πριν όμως δούμε την κρίσιμη διαφορά αυτού του τύπου «αμφισβήτησης» από την κριτική σκέψη, είναι καλό να εξετάσουμε τον τρόπο σκέπτεσθαι και τον τύπο επιχειρηματολογίας που χαρακτηρίζουν τη σύγχρονη συνωμοσιολογία.