Σελίδες
▼
29 Μαρτίου 2017
27 Μαρτίου 2017
Εικονογραφημένα κείμενα 7 | Ο κόσμος ως παράσταση και ως παρουσία
Πρωτοδημοσιεύτηκε στο Ζυγό το 1960
Αναδημοσιεύεται στα Φιλοσοφικά Μελετήματα
(Εναλλακτικές εκδόσεις, 2017)
Αναδημοσιεύεται στα Φιλοσοφικά Μελετήματα
(Εναλλακτικές εκδόσεις, 2017)
22 Μαρτίου 2017
Εκπομπή #40 | Τι είναι "κοινωνική σχέση"
Τι είναι κοινωνική σχέση; Οικονομικές σχέσεις,
παραγωγικές σχέσεις, κοινωνικές παραγωγικές σχέσεις, σχέσεις μεσολαβημένες από
πράγματα, σχέσεις μεσολαβημένες από εικόνες ... Ωραία όλα αυτά, αλλά τι είναι
τελοσπάντων κοινωνική σχέση; Τι προϋποθέτει; Πότε μπορούμε να πούμε ότι Χ
άνθρωποι έχουν μεταξύ τους κοινωνική σχέση; ΟΛΑ ΣΤΟ ΦΩΣ!
Τετάρτη, 22 Μαρτίου 2017,
από τις 3.00' μέχρι τις 5.00' το απόγευμα,
στη συμπαντική ΡαδιόΦουσκα
13 Μαρτίου 2017
Ομιλία για την «Κουλτούρα του εγωισμού»
Πριν από δυο χρόνια μου δόθηκε η ευκαιρία να γράψω και να πω δυο λόγια για την πολύ ενδιαφέρουσα
(αν και χωρίς συνέχεια...) συζήτηση ανάμεσα στον Κορνήλιο Καστοριάδη και τον Κρίστοφερ Λας, που είχε
διοργανώσει το 1986 το βρετανικό κανάλι Channel 4 υπό τη διεύθυνση του Μάικλ
Ιγνάτιεφ ─την οποία εξέδωσαν σε βιβλίο με τίτλο
Η Κουλτούρα του Εγωισμού το 2014 οι
«Εναλλακτικές Εκδόσεις» σε μετάφραση Χριστίνας Σταματοπούλου και με εξαιρετικό επίμετρο το
κείμενο Η ψυχή του ανθρώπου στον
καπιταλισμό, του Ζαν Κλωντ Μισεά. ─HS.
* * *
Επιτρέψτε μου να ξεκινήσω από τα λόγια με τα οποία έκλεισε
τη συζήτηση ο πιο αφανής εκείνα τα χρόνια συντονιστής της συζήτησης, Καναδός
ιστορικός Μάικλ Ιγνάτιεφ:
«(…
Μέσα από αυτή τη συζήτηση) φτάνουμε στην άκρως ερεθιστική υπόθεση σύμφωνα με
την οποία, στη σημερινή κοινωνία, δεν διαμορφώνονται πλέον άτομα ικανά να
ενεργοποιήσουν το όραμα του Αριστοτέλη [για τον οποίον, Δεν μπορεί κανείς να έχει αρτιότητα ως ανθρώπινο ον παρά μόνο αν γίνει
πολίτης, που συμμετέχει στη ζωή ενός δημόσιου χώρου κληροδοτημένου, μάλιστα,
από πανάρχαιες παραδόσεις.] Και αυτό είναι ένα από τα μηνύματα της βραδιάς,
ένα δύσκολο ερώτημα: μήπως έχουμε
μεταβληθεί σε άλλο είδος ανθρώπων;
Μήπως έχουμε χάσει αυτό το ιδεώδες; Και εδώ νομίζω ότι ήρθε η ώρα να
σταματήσουμε. Καλό βράδυ.»
Όπως καταλαβαίνετε, η συζήτηση φαίνεται να σταματάει στο
καλύτερο! Μπορούμε όμως, και πρέπει, να το δούμε λίγο διαφορετικά: η συζήτηση
εκείνη μάς προετοιμάζει, προλειαίνει το έδαφος, μας δίνει μια σειρά από εντελώς απαραίτητα και
ισχυρά εφόδια, τη σκυτάλη ας πούμε −άρα και την ευθύνη−, ώστε να απαντήσουμε
εμείς στο ερώτημα.
Αυτό που μας παραδίδει εκείνη η συζήτηση, είναι η αγωνία
για την κατάρρευση εκείνου του Αριστοτελικού
πολιτικού ιδανικού, για την καλπάζουσα «αναχώρησή» του όχι μόνο από το πεδίο
του κοινωνικού γίγνεσθαι αλλά και από τη μοντέρνα ψυχή. Αυτή η αγωνία οδηγεί
τους εξαίρετους συνομιλητές στην ανάδειξη του Ατομισμού όχι ως ζωογόνου
δύναμης −έτσι τον βλέπουν άλλες «ομάδες»−
αλλά ως δύναμης καταστροφικής∙ στην καταγγελία, δηλαδή, της κυρίαρχης σήμερα
κουλτούρας ως «κουλτούρας του Εγωισμού».
Αριστοτεχνικά και προοδευτικά ξεδιπλώνουν οι συνομιλητές ένα προς ένα τα βασικά συστατικά, με τα οποία συγκροτείται και μας επιβάλλεται αυτή
η κουλτούρα −ξεκινώντας από πιο εξωτερικές, κοινωνιολογικού ας πούμε τύπου,
αλλά σημαντικές παρατηρήσεις, για να προχωρήσουν σε ολοένα και πιο βαθιά
υποστρώματα του προβλήματος. Συνοψίζω σε 10 σημεία τα χαρακτηριστικά που επισημαίνουν. Ας τα δούμε με τη σειρά που μας τα αποκαλύπτει ο
διάλογός τους.
Οι σπόνδυλοι της «εγωιστικής κουλτούρας» κατά τον Λας και
τον Καστοριάδη
1.
Ιδεολογία της
επιβίωσης, πάθος της αυτοσυντήρησης. «Μονάχα στην εποχή μας η επιβίωση έχει αποκτήσει μια
σχεδόν ηθική υπόσταση, σάμπως αυτή να ήταν το παν και όχι ο όρος για τη
δυνατότητα ενός ηθικού βίου», δίνει το εναρκτήριο λάκτισμα ο Κρίστοφερ Λας.
2.
Απουσία οράματος. «Για μένα», παίρνει τη σκυτάλη και
συνεχίζει ο Καστοριάδης, «αυτό που ειπώθηκε έχει μια σαφέστατη συνέπεια. ‘Μέρα με τη μέρα’, για να επαναλάβω αυτή την
πολύ σωστή έκφραση, είναι αυτό που εγώ αποκαλώ απουσία προτάγματος. (…) Κάποτε
οι άνθρωποι της Αριστεράς μιλούσαν για τη Μεγάλη Νύχτα και οι άνθρωποι της
Δεξιάς για την αέναη πρόοδο, κ.λπ. Σήμερα κανένας δεν τολμάει να εκφράσει ένα
φιλόδοξο σχέδιο, ή τουλάχιστον ορθολογικό, που να πηγαίνει πέρα από τον
προϋπολογισμό ή από τις προσεχείς εκλογές. (…) Κανένας δεν δεσμεύεται σε
χρονικό ορίζοντα δημόσιου χαρακτήρα, ούτε εντάσσεται σε ένα δημόσιο χώρο.».
3.
Υποκατάσταση του δημόσιου
Λόγου από την Προπαγάνδα ώστε να τρέφονται με ενδιαφέρον και ελπίδες τα
ασύνδετα μεταξύ τους Άτομα. «Σήμερα, τι είναι ο δημόσιος
χώρος;», ρωτάει ο Καστοριάδης, και απαντά: «Είναι κενός ή, με μια έννοια, κάτι
ακόμα χειρότερο. Πρόκειται για ένα δημόσιο χώρο που προορίζεται αποκλειστικά
για τη διαφήμιση, την πορνογραφία −και δεν αναφέρομαι μόνο στην πορνογραφία με
την κυριολεκτική έννοια, υπάρχουν φιλόσοφοι που είναι πορνογράφοι».
Και ο Λας συμπληρώνει: «Ο κόσμος όπου ζούμε αποτελείται
από φευγαλέες εικόνες και τείνει όλο και περισσότερο −εν μέρει, νομίζω, χάρη
στην τεχνολογία των μαζικών μέσων επικοινωνίας− να αποκτήσει ένα
παραισθησιογόνο χαρακτήρα […Γιατί πρόκειται για] μια επίθεση από εικόνες
φτιαγμένες τις περισσότερες φορές για να ξυπνάνε τις φαντασιώσεις μας [όπου] ακόμα
και η επιστήμη, που θεωρούνταν ένα από τα κυριότερα μέσα μιας πιο ορθολογικής
κοσμοαντίληψης, εμφανίζεται στην καθημερινή ζωή σαν μια διαδοχή τεχνολογικών
θαυμάτων που μας κάνουν να πιστεύουμε ότι όλα είναι δυνατά».
4.
Αποπολιτικοποίηση. «Όλο αυτό έχει να κάνει με την
παρακμή του πολιτικού λόγου σε όλα τα επίπεδα. Οι άνθρωποι μιλούν μόνο για τον
εαυτό τους. Δεν υπάρχει πια καμμιά πραγματική σύγκρουση. (…) Η πολιτική
μετατρέπεται όλο και περισσότερο σε ζήτημα ομάδων συμφερόντων (…) [Μάλιστα,
ακόμα και] η ίδια η δυνατότητα να υπάρξει ένας λόγος κατανοητός από όλους και
να αποτελεί βάση της δημόσιας ζωής, του πολιτικού διαλόγου, αποκλείεται σχεδόν
εξ ορισμού», παρατηρεί ο Λας.
Ενώ από την πλευρά του ο Καστοριάδης επισημαίνοντας, εκ
πείρας, τη διάψευση των επαναστατικών οραμάτων, τονίζει: «Οι άνθρωποι έχουν την
εντύπωση, δικαίως, ότι με τις πολιτικές ιδέες που κυκλοφορούν σήμερα στην
αγορά, δεν αξίζει τον κόπο να αγωνιστεί κανείς γι’ αυτές. (…) Λες και οι
άνθρωποι κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι δεν γίνεται τίποτα και ότι πρέπει
επομένως ο καθένας να κλειστεί στον εαυτό του −πράγμα που άλλωστε αντιστοιχεί
στην ενδογενή κίνηση του καπιταλισμού».
5.
Αντιστροφή της
έννοιας του πολιτικού από το Κοινό στο Ιδιωτικό. «Για την πολιτική φιλοσοφία του
17ου αιώνα, αν εξαιρέσουμε τον Ρουσώ, η πολιτική αποσκοπεί στο να
επιτρέπει στον καθένα να αμύνεται απέναντι στο κράτος∙ δεν εννοεί ότι εμείς οι
ίδιοι αποτελούμε μια πολιτική κοινότητα, κάθε άλλο», λέει ο Καστοριάδης.
6.
Ιδιωτικότητα ως αξία
και ιδιώτευση ως πρακτική. Ρωτάει ευθέως ο Καστοριάδης, βάζοντας το μαχαίρι στο κόκκαλο: «Ανάμεσα
στα 55εκ. των Εγγλέζων, στα 55εκ. των Γάλλων, τα 230εκ. των Αμερικάνων, κ.ο.κ.,
πόσοι έχουν πραγματικά τη θέληση να δράσουν με υπεύθυνο τρόπο, για να πάρουν
την τύχη τους στα χέρια τους; Από πού προέρχεται αυτή η επιθυμία;».
Από το σημείο αυτό και πέρα, αρχίζει η κάθοδος στα σκοτεινότερα
βάθη του προβλήματος. Προηγείται μια μαεστρική σύνοψη από το Καστοριάδη: «Θα
έλεγα, με ένα ελαφρώς υπεροπτικό τρόπο, πως υπάρχουν τρία επίπεδα. Κατ’ αρχάς η
πραγματικότητα, η ουσία του προβλήματος (που είναι πως) η αύξηση της
κατανάλωσης και της ικανοποίησης της ιδιωτικής ζωής είναι μια αύξηση του τίποτα. (…) Το δεύτερο σημείο
είναι ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται αυτή την
πραγματικότητα. Είναι άραγε
ικανοποιημένοι; (…) Και τρίτον, η δυσαρέσκεια μπορεί να οδηγήσει
οπουδήποτε».
Κενότητα υποκειμένου. Στο σημείο αυτό παρεμβαίνει ο
Ιγνάτιεφ επικεντρώνοντας δια του Λας (το βιβλίο του Ο ελάχιστος εαυτός) στην ουσία: «Η ιδέα ότι η κατανάλωση ικανοποιεί
τους ανθρώπους προϋποθέτει ένα ειδικού τύπου Εγώ, ένα Εγώ που επιλέγει κάποια
προϊόντα και απορρίπτει άλλα (όμως) ο προορισμός όλων αυτών των προϊόντων είναι
ένα κενό κέντρο: Δεν υπάρχει κανείς
πάνω στη γέφυρα αυτών των μικρών πλοίων».
8.
Κρίση ταυτότητας. «Γιατί αυτό το Εγώ είναι κενό,
ανίκανο να επιλέξει, απογυμνωμένο από δικούς του στόχους;», ρωτάει ο Ιγνάτιεφ
και απαντάει ο Καστοριάδης: «Διότι η απάντηση στην ερώτηση ποιος είμαι; έχει ουσιώδη σχέση με αυτό που η θέσμιση της κοινωνίας
οφείλει να προσφέρει στα άτομα, δηλαδή ένα νόημα, ή ένα πλαίσιο σημασιοδότησης
για τη ζωή τους (….) και η σημερινή κοινωνία, αυτό δεν το κάνει».
9.
Η κρίση ταυτότητας στο
ατομικό επίπεδο είναι κρίση της ίδιας της κοινωνίας ως συστήματος
αλληλοαναγνώρισης.
Ξεκάθαρη η τοποθέτηση από τον Καστοριάδη: «Αυτό που στηρίζει την εικόνα του
Εγώ, είναι επίσης το γεγονός ότι οι άλλοι την αναγνωρίζουν και κατά μία έννοια
την αποδέχονται. Γι’ αυτό έχει ανάγκη να καρφιτσωθεί σε κάτι που είναι
διαφορετικό από την ίδια. Με την κατάρρευση όμως του δημόσιου χώρου, αυτό
ακριβώς που ο Χέγκελ ονόμαζε αναγνώριση
και που εμείς ονομάζουμε σεβασμό και
οι Έλληνες αποκαλούσαν κλέος και κύδος, αυτό είναι που χάνει κάθε νόημα.
Τι αναγνωρίζουμε σήμερα; Τους αστέρες που λάμπουν για μια περίοδο κι έπειτα
εξαφανίζονται».
10.
Τραγικότητα. Όλη αυτή η πορεία του σύγχρονου
Ατόμου εκβάλλει τελικά σε μια διπλή τραγικότητα, μια τραγωδία σε ατομικό και
συλλογικό επίπεδο. Όμως, πριν έρθω σε αυτό το καυτό σημείο −στο οποίο η
συζήτηση είναι αλήθεια ότι εισέρχεται ακροθιγώς και σαν με ένα άλμα, για να
κλείσει αμέσως, πριν προλάβουμε ν’ ακούσουμε τα ουσιαστικότερα−, οφείλω,
παίρνοντας τη σκυτάλη απ’ όσα μας έδωσαν οι συζητητές, να θέσω μια κρίσιμη
ερώτηση.
Ωραία λοιπόν∙ τα σύγχρονα υποκείμενα είναι παραδομένα στο
πάθος του εγωισμού, δεν έχουν κέντρο, ούτε ταυτότητα, δεν έχουν όραμα, ούτε πλατιούς
ορίζοντες, είναι αποπολιτικοποιημένα και έρμαια της προπαγάνδας, αυτοαναφορικά
Άτομα και κατά βάση Ιδιώτες. Πώς όμως
τέτοιας λογής όντα κατορθώνουν και συγκροτούν Κοινωνία; Πώς μπορούν και
συνυπάρχουν, συνεργάζονται; Τι είναι τελοσπάντων αυτό που όχι απλώς τα κρατάει
μαζί, αλλά και τα συνθέτει θεσμικά;
Το σύγχρονο Άτομο δεν είναι απλώς «εγωιστικό»
Λογικά, είναι αδύνατον καθαρώς εγωιστικά υποκείμενα να
στήσουν κοινωνία. Μόνο στο όραμα του Μαξ Στίρνερ υπήρξε ένας «συνεταιρισμός των
Μοναδικών». Στον πραγματικό όμως κόσμο, δεν μπορεί να υπάρξει κοινωνία
στηριγμένη απλά και μόνο στον εγωισμό και την κουλτούρα του. Χρειάζεται το αυτοαναφορικό
Άτομο να είναι πιο σύνθετο, «μιγαδικό»
αν θέλετε. Αλλιώς δεν βγαίνει. Πώς συγκροτεί επομένως κοινωνία το σύγχρονο
Άτομο;
Αν δεν απαντήσουμε σε αυτή την ερώτηση, κινδυνεύουμε πρώτα-πρώτα
να πέσουμε σε μια στεγνή ηθικολογία του τύπου «πόσο κακός είναι ο εγωισμός», από
την οποία τίποτα δεν αποκλείει να προβάλλουν ως προσδοκώμενη διέξοδος μαζικοκολλεκτιβιστικού
τύπου απαντήσεις. Το είδαμε μέσα στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Αλλά πέρα από
αυτό, κινδυνεύουμε ακόμα χειρότερα να μην καταλάβουμε τον κόσμο όπου ζούμε,
δηλαδή από πού αντλεί τη δύναμη που τον έκανε κυρίαρχο σε πλανητική πλέον
κλίμακα, τι είναι αυτό που τον συγκρατεί, άρα και πώς εισέρχεται σε ριζική (και
όχι απλώς περιφερειακή) κρίση, καθώς και το τι είναι αυτό που έχουμε πραγματικά
να του αντιτάξουμε, αν έχουμε κάτι τέτοιο.
Χωρίς να προχωρήσω εδώ σε πιο διεξοδικές απαντήσεις, θα
επισημάνω ότι ένας πολύ καλός τρόπος για να γνωρίσεις ένα πρόβλημα, προέρχεται
από μια αρχαιότερη, «γενεαλογική» ας πούμε μεθοδολογία: «Πες μου από πού
έρχεσαι, ποια είναι η μάνα σου, ο πατέρας σου και τα παιδιά σου».
Γνωρίζουμε λ.χ. μια διάσημη «εγγονή» αυτής της ατομιστικής
ανθρωπολογίας στο πρόσωπο της Άυν Ραντ (1905-1982),
που θέλησε να παρουσιάσει την ιδιοτέλεια σαν «ηθική αρετή». Αλλά πραγματικά
ενδιαφέροντες είναι οι πρόγονοί της.
Ξέρουμε λ.χ. ότι ο θεμελιωτής της οικονομικής σκέψης, ο Άνταμ Σμιθ (1723-1790), στην πραγματεία του για τον Πλούτο των Εθνών (1776), υποστήριξε
ότι το κοινό καλό προκύπτει, χάρη σ’ ένα «αόρατο χέρι», από την «ενάρετη
φιλαυτία» των Ατόμων. Υπογραμμίζω: «ενάρετη φιλαυτία». Ένα παράξενο μιγαδικό σχήμα, ασφαλώς.
Πριν ακριβώς από αυτόν, ο Ολλανδός φιλόσοφος και
οικονομολόγος Μπέρναρντ Μάντεβιλ (1670-1733), με το σατιρικό ποίημα-παραβολή
του Η γκρινιάρα κυψέλη (1705) −όπου
περιγράφει πώς μια ακμάζουσα κυψέλη ξεπέφτει στη μαύρη φτώχεια όταν ξαφνικά οι
μέλισσες μεταλλάσσονται σε ενάρετα, ηθικά όντα−, υποστήριξε πως τα ιδιωτικά
πάθη (του πλουτισμού, της άνεσης, της πολυτελούς διαβίωσης) είναι αυτά που
προωθούν τελικά την κοινή ευημερία. Χάρη σε κάποιο «αόρατο χέρι» άραγε; Όχι
ακριβώς. Λίγο μετά, στις σημειώσεις του στο Μύθο
του μελισσιού με τον χαρακτηριστικό υπότιτλο Ιδιωτικές αμαρτίες, δημόσια αρετές (1714), διευκρινίζει πως «τα
ιδιωτικά πάθη μπορούν να οδηγήσουν στη δημόσια ευημερία χάρη στην κατάλληλη
διαχείρισή τους από επιδέξιους πολιτικούς». Μιγαδικότητα
και πάλι: η αυτοαναφορικότητα μπορεί, χωρίς να δώσει γη και ύδωρ στο ενδιαφέρον για
τον Άλλον, να στήσει Κοινωνία.
Κι από πιο πριν, ο πατέρας ίσως όλων, Τόμας Χομπς (1588-1679),
κάνοντας μια ριζοσπαστική τομή στην πολιτική σκέψη, θέλησε να θεμελιώσει το
κοινό όφελος, την Κοινοπολιτεία του, ακριβώς πάνω στα ιδιωτικά συμφέροντα και την ιδιοτελή επιδίωξη της Ισχύος.
Βέβαια, το Άτομο που περιγράφει ο Χομπς: ένα «πλάσμα που ποθεί την ισχύ, ολοένα
και περισσότερη ισχύ», για το οποίο «λόγος και λογική δεν είναι τίποτε άλλο
παρά λογάριασμα, υπολογισμός, λογιστική», και που «δεν βρίσκει καμιά ευχαρίστηση,
τουναντίον άπειρη θλίψη στην παρέα με τους συνανθρώπους του αφού καμιά δύναμη
δεν μπορεί ποτέ να τους δέσει με αμοιβαίο σεβασμό»…, αυτό το Άτομο καθεαυτό
είναι αδύνατο να συγκροτήσει Κοινοπολιτεία.
Παρ’ όλα αυτά, θα πρέπει να προσέξουμε πως ετούτες οι
ιδέες προκύπτουν από τη μια πηγή από τις δυο πηγές της σκέψης του Χομπς, που
είναι η επίθεσή του στο θρησκευτικοφιλοσοφικό Σχολαστικισμό. Υπάρχει όμως από
κοντά κι η άλλη της πηγή, που είναι η λατρεία του για την Επιστήμη και τη
Γεωμετρία, απ’ όπου πρότεινε (στη σύντομη Εισαγωγή του στο Λεβιάθαν, 1651) ότι ο άνθρωπος είναι «κάτι σαν μηχανή» και η
Κοινοπολιτεία, ο πολιτικός σχηματισμός, ένα είδος τεχνητού ανθρώπου, δηλαδή θα
λέγαμε κάτι σαν μια Μεγαμηχανή∙ και ότι για να ζήσει κανείς, απαραίτητο είναι
να έχει αυτογνωσία, δηλαδή να συνειδητοποιήσει τη μηχανικότητά του και τη
κοινωνική Μεγαμηχανή. Ορίστε λοιπόν η τελική εικόνα για τον άνθρωπο του Χομπς:
το Άτομο που ποθεί και λατρεύει την ισχύ δεν είναι κατά βάθος παρά μια ζωντανή μηχανή!
Το σύγχρονο «μιγαδικό» υποκείμενo: ένα απρόσωπο αυτοαναφορικό Άτομο
Από τη σύντομη «γενεαλογία» μας, προκύπτει λοιπόν μια πιο
σύνθετη εικόνα για τον τύπο υποκειμένου που συγκροτεί το σύγχρονο πολιτισμό. Δεν
πρόκειται ακριβώς για καθαρά ή απλά «εγωιστικό» Άτομο. Αυτό που βλέπουμε είναι
μάλλον
·
ένα αυτοαναφορικό «απείθαρχο»
Άτομο, που κινείται
ιδιοτελώς, φίλαυτα, ιδιότροπα και χωρίς ηθική δέσμευση έναντι του Άλλου και της
κοινωνίας,
· ενσωματωμένο όμως πειθήνια μέσα σε ένα κατά το μέγιστο δυνατόν «απρόσωπο»
Συλλογικό, από την Αγορά του «αόρατου χεριού» έως την πιο εξελιγμένη μορφή
του, όταν έχει πλέον εκμηδενιστεί κάθε παραδοσιακού τύπου ηθική
κανονιστικότητα, το Τεχνικό Σύστημα
−δηλαδή την ενοποίηση των ατομικών πειραματισμών μέσω της εκτεχνίκευσής τους
και την αξιοποίηση του τεχνικού στοιχείου που μπορεί να έχουν.
Αυτό το μιγαδικό υποκείμενο, λοιπόν, το ικανό να παίζει
κατά κάποιο τρόπο «διπολικά» και στα δυο αυτά ταμπλό: του Εγωισμού και του Απρόσωπου συνάμα, αυτό είναι το υποκείμενο του
σημερινού πολιτισμού.
Προτυπική ενσάρκωσή του; Ο σύγχρονος Τεχνικός και, ως κοινωνική
κατηγορία, η τεχνοκρατική ελίτ, που έχει
πλέον αντικαταστήσει με καλπάζοντα ρυθμό την αστική τάξη −το βλέπουμε καθαρά σήμερα.
Επίλογος: η τραγωδία του καιρού μας
Τώρα μπορούμε, πιστεύω, να κατανοήσουμε καλύτερα την τραγικότητα,
στην οποία καταλήγουν ο Καστοριάδης με τον Λας.
«Σε ποιο σημείο η ελευθερία του Ατόμου να επιλέγει και να
διαμορφώνει μόνο του τον εαυτό του, να επιλέγει τις δικές του αξίες, πρέπει να
υποχωρεί μπροστά στη συναίσθηση των συλλογικών υποχρεώσεων που δεσμεύουν όλα τα
άτομα ως ανθρώπινα όντα;», ρωτάει ο Ιγνάτιεφ. Και ο Καστοριάδης απαντά: «Η
ελευθερία δεν είναι εύκολη υπόθεση, δεν είναι εύκολη έννοια. Υπό μία έννοια, αν
μιλήσουμε για πραγματική ελευθερία, θα έλεγα ότι πρόκειται για μία τραγική
έννοια. Όπως και η δημοκρατία είναι τραγικό καθεστώς. Γιατί δεν υπάρχουν
εξωτερικά όρια, δεν υπάρχουν μαθηματικά
θεωρήματα που θα σας έλεγαν: Πρέπει
να σταματήσετε εδώ! (…)».
Γνωρίζοντας από τον Ζακ Ελλύλ, ότι η Τεχνική δεν μπορεί
ποτέ να πει «πρέπει να σταματήσετε εδώ!» ─απεναντίας, η άνευ τελικού σκοπού
μεγέθυνση αποτελεί δομικό χαρακτηριστικό της─, το μέλλον του σύγχρονου «αυτοαναφορικού»
Ατόμου, που όπως είδαμε στηρίζει το κοινωνικό του Είναι στο Τεχνικό σύστημα,
προδιαγράφεται … λαμπρό. Γι’ αυτό, η αναζήτηση ανασχετικών σκέψεων και μέτρων
στην ξέφρενη πορεία του επείγει όσο ποτέ.
07 Μαρτίου 2017
Νέος Φάκελος: ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ!
03 Μαρτίου 2017
Εκπομπή #39 | Η οικονομία δεν υπάρχει, μέρος 2ο
Με αναβολή μιας μέρας από την προγραμματισμένη για σήμερα, η εκπομπή μας από το
διαστημικό σταθμό του RadioBubble έκανε ένα βήμα
ακόμα πιο γλιστερό στην έρευνά μας για την Οικονομία, ξεκινώντας με Flamin' Groovies και περνώντας από μια σύντομη αλλά άκρως διασκεδαστική τοποθέτηση για το φαινόμενο του γιαθυμήσου. Γιατί παρά τις προσπάθειές
μας δεν μπορέσαμε να βρούμε την Οικονομία πουθενά; Μήπως
δεν ψάχνουμε στο σωστό μέρος; Αλλά τότε γιατί οι περίφημοι «σέρπα» της οικονομικής ιδεολογίας πέφτουν
μόνοι τους στο γκρεμό; Μια συστηματική κατάρριψη των κύριων επιχειρημάτων όσων υποστηρίζουν ότι η οικονομία υπάρχει!
02 Μαρτίου 2017
Ανοησίες περί Τεχνητής Νοημοσύνης
Όποια συναισθήματα (ενθουσιασμό ή φόβο) και αν γεννάει η θριαμβολογική παρουσίαση διαφόρων μηχανών τεχνητής νοημοσύνης και ρομπότ, τα οποία προορίζονται,
λέει, όχι μόνο να κάνουν τις βαριές δουλειές αλλά και να μας … συντροφεύουν
ερωτικά ή άλλως πως στις μοναξιές μας, είναι απαραίτητο το ξεκαθάρισμα της
σκέψης μας ώστε να ξέρουμε πρώτα-πρώτα με τι ακριβώς έχουμε να κάνουμε. Διότι είναι ανόητο να ενθουσιάζεται κανείς, ή να φοβάται, με αερολογίες.
Περικυκλώνοντας μεθοδικά λοιπόν το κύριο θέμα μας, που είναι ο άνθρωπος και τα κακοπαθήματά του, φιλοξενούμε και πάλι τον Πήτερ Χάκερ από τη σύντομη αλλά εξαιρετικά διαφωτιστική μελέτη του για το πώς
αντιλαμβανόταν τον άνθρωπο ο Βίττγκενσταϊν. Από εδώ μπορούμε να αντιληφθούμε πόσο αέρα περιέχει το κουτί της τεχνητής νοημοσύνης ... ένα θέμα στο οποίο δεν θα σταματήσουμε να επανερχόμαστε..
«(…) Οι επιστήμονες στο πεδίο της “τεχνητής νοημοσύνης”
υποστηρίζουν πως οι μηχανές τους μπορούν νααναγνωρίζουν και να ταυτοποιούν
αντικείμενα, να κάνουν επιλογές και να παίρνουν αποφάσεις, κοντολογίς να
σκέφτονται. Τα μηχανήματα που παίζουν σκάκι μπορούν να νικήσουν τους μετρ
σκακιστές και τα κομπιούτερς υπολογίζουν πιο γρήγορα από τους μαθηματικούς. Όλα
αυτά αποτελούν άραγε αποδείξεις πως η πρόοδος της επιστήμης αναιρεί τον
ισχυρισμό ότι τέτοιας λογής ιδιότητες μπορούν ν’ αποδοθούν μόνο στα ανθρώπινα
πλάσματα;
Μια διευκρίνηση πάνω σε αυτά που θα διαβάσετε τώρα. Ο όρος μορφή ζωής
έχει μια ιδιαίτερη και σύνθετη έννοια στον Βίττγκενσταϊν, που δεν πρέπει
να τον συγχέουμε με το πώς τον εννόησαν άλλοι στοχαστές (π.χ. ο
Αγκάμπεν). Ο Βίττγκενσταϊν τον χρησιμοποίησε εμφατικά στις Φιλοσοφικές Έρευνες και στο Περί βεβαιότητας. Από μια σημαντική πλευρά του, πιστεύω ότι πλησιάζει πάρα πολύ στον κατά Ηράκλειτο «ξυνό (κοινό) Λόγο», μια έννοια που δεν αφορά μια απλή συμφωνία στα λόγια, ή ομοφωνία, αλλά ένα συντονισμό στον τρόπο ζωής. Παραθέτω χαρακτηριστικά την § 241 από τις Φιλοσοφικές Έρευνες: «"Ώστε
εσύ λες πως η ομοφωνία ανάμεσα στους ανθρώπους είναι αυτή που
αποφασίζει τι είναι σωστό και τι λάθος;" - Σωστό και λάθος είναι αυτό
που λένε οι άνθρωποι. Και ομοφωνούν οι άνθρωποι μέσα στη γλώσσα που χρησιμοποιούν. Αυτό δεν είναι ομοφωνία στις γνώμες, αλλά στη μορφή ζωής.».
Καλή ανάγνωση! - Σημ. HS.
*
Ο Βίττγκενσταϊν έζησε πριν από την εποχή των υπολογιστών.
Ωστόσο, τα ζητήματα αυτά τον είχαν απασχολήσει:
“Είναι δυνατόν ένα μηχάνημα να σκέφτεται;” (…) Αυτό που μας προβληματίζει μ’ αυτό το ερώτημα, δεν είναι το γεγονός ότι δεν έχουμε ακόμα την εμπειρία ενός μηχανήματος που θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο. Το ερώτημα αυτό δεν είναι ανάλογο με την ερώτηση “μπορεί μια μηχανή να υγροποιήσει ένα αέριο;”, που θα μπορούσε εύλογα να κάνει κάποιος πριν από εκατό χρόνια. Το πρόβλημα βρίσκεται μάλλον στο ότι η ίδια η πρόταση “Ένα μηχάνημα σκέφτεται (αντιλαμβάνεται, επιθυμεί)”, μοιάζει άνευ νοήματος. Είναι σαν να ρωτάμε “Έχει χρώμα ο αριθμός 3;” (Λ. Βίττγκενσταϊν, Το Μπλε και το Καφέ βιβλίο, σ. 81)
Σήμερα ωστόσο, που έχουμε εξοικειωθεί τόσο πολύ με την
επιστημονική φαντασία και τη “διάλεκτο” των επιστημόνων τεχνητής νοημοσύνης, το
ερώτημα δεν ακούγεται τόσο ανόητο. Όμως είναι
ανόητο. Ο Βίττγκενσταϊν προσέγγισε το θέμα πλαγίως:
“Θα μπορούσε μια μηχανή να σκέφτεται; ─ Θα μπορούσε να έχει πόνους; ─ Πρέπει μήπως να πούμε πως το ανθρώπινο σώμα είναι μια τέτοια μηχανή; Χωρίς άλλο, λίγο του λείπει για να είναι μια τέτοια μηχανή.” (Λ.Β., Φιλοσοφικές Έρευνες, §359)
Η επιστήμη συχνά παρουσιάζει, εκλαϊκευμένα, το σώμα σαν
μια “βιολογική μηχανή”, αλλά ακόμα και για μια τέτοια “μηχανή” δεν λέμε ότι έχει πόνους. Διότι δεν έχει το σώμα μου πόνο
στο κεφάλι του, αλλά εγώ έχω πονοκέφαλο στο κεφάλι μου.
“Όμως μια μηχανή δεν μπορεί βέβαια να σκέφτεται! ─ Αυτό είναι άραγε μια εμπειρική πρόταση; Όχι. Μόνο για τον άνθρωπο, και για ό,τι μοιάζει με αυτόν, μπορούμε να λέμε ότι σκέφτεται. Το λέμε και για τις κούκλες, σίγουρα και για τα φαντάσματα. Δες τη λέξη “σκέφτομαι” σαν εργαλείο.” (Φ.Ε., §360)
Τα κριτήρια για ν’ αποδώσουμε σκέψη σ’ ένα υποκείμενο,
υπόκεινται στη συμπεριφορά που αυτό εκδηλώνει σε συγκεκριμένες συνθήκες. Όμως
κι οι υπολογιστές δεν συμπεριφέρονται κατάλληλα στις συνθήκες; Δεν
συμπεριφέρονται, δεν παράγουν στις οθόνες τους τα επιθυμητά αποτελέσματα των
υπολογιστικών διαδικασιών που έχουν κάνει απαντώντας στις ερωτήσεις που τους
θέσαμε; Δεν λέμε “τώρα σκέφτεται” καθώς περιμένουμε να εμφανιστεί η απάντηση;
Κάτι ανάλογο δεν λέμε και για το παλιό μας αυτοκίνητο: “Α, έχει γίνει πολύ
σπαστικό!”;
Ωστόσο, ένα κομπιούτερ δεν θα συμπεριφερόταν σαν ανθρώπινο
πλάσμα ακόμα και στην περίπτωση που θα ήταν προγραμματισμένο με τέτοιο τρόπο,
ώστε οι απαντήσεις του στις πληκτρολογημένες ερωτήσεις μας δεν θα είχαν καμιά
διαφορά από τις απαντήσεις που θα δακτυλογραφούσε ένας άνθρωπος (βλ. το τεστ του Τιούρινγκ). Διότι, για να απαντηθεί μια ερώτηση, χρειάζονται πολλά
περισσότερα ─όχι όμως προσθετικά περισσότερα─
από το να παράγεις τον κατάλληλο ήχο, ή να εμφανίσεις μια επιγραφή που θα λέει
κάτι.
Η εμφάνιση της κατάλληλης απάντησης στην οθόνη είναι
καρπός της συμπεριφοράς του προγραμματιστή
που σχεδίασε το πρόγραμμα του κομπιούτερ και σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί
μια μορφή ανθρώπινης συμπεριφοράς από τη μεριά του μηχανήματος. Όπως ο αριθμός 3 δεν μπορεί στ’ αλήθεια να πρασινίσει από το κακό του, έτσι και το κομπιούτερ
δεν μπορεί αληθινά να εκπληρώσει τα κριτήρια συμπεριφοράς βάσει των οποίων
λέμε, στη πραγματική ζωή, ότι ένα πλάσμα σκέφτεται.
Ναι, αλλά δεν είναι αλήθεια ότι το κομπιούτερ υπολογίζει; Υπολογίζει, αλλά όχι με τον τρόπο
που υπολογίζουμε εμείς. Ο υπολογιστής δεν
κατανοεί τα αποτελέσματα που παρουσιάζει, ούτε γνωρίζει τη σημασία των συμβόλων που εμφανίζει στην οθόνη,
διότι δεν γνωρίζει ούτε καταλαβαίνει
τίποτα. Γι’ αυτό το λόγο τα πάντα είναι ίδια, ανεξαρτήτως αν είναι
συνδεδεμένος με μια οθόνη που εμφανίζει σύμβολα, ή μ’ ένα κλαβιέ που παίζει
νότες.
Αλλά τελοσπάντων, δεν κάνει υπολογισμούς μηχανικά; Το
κάνει μόνο με τον παράγωγο, από δεύτερο χέρι τρόπο, με τον οποίο το έκανε και
μια αριθμομηχανή του 19ου αιώνα. Όχι με τον τρόπο που το κάνει ένας
άνθρωπος, ο οποίος μπορεί να λογαριάζει μηχανικά αλλά ταυτόχρονα μπορεί να υπολογίζει και στοχαστικά. Αν μπορούσε
πραγματικά το κομπιούτερ να σκέφτεται, τότε θα μπορούσε επίσης να συλλογίζεται,
ν’ αναρωτιέται, να αναθεωρεί ─αλλά το να αναθεωρεί κανείς μηχανικά, αυτό είναι
κάτι το ανύπαρκτο.
Το να λέμε ότι κάποιος είναι απορροφημένος, προσηλωμένος
στις σκέψεις του, έχει νόημα. Θα πρέπει να είναι ικανός να πράττει και
στοχαστικά αλλά και ασυλλόγιστα, να σκέφτεται πριν πράξει αλλά και να πράττει
πριν σκεφτεί. Αν μπορεί κάποιος να σκέφτεται, τότε μπορεί να έχει άποψη, να
είναι ισχυρογνώμονας, εύπιστος ή δύσπιστος, ανοιχτόμυαλος ή στενοκέφαλος, να
έχει καλή ή χάλια κρίση, να είναι διστακτικός ή αποφασιστικός, έξυπνος, συνετός
ή απερίσκεπτος και επιπόλαιος στις κρίσεις του. Κι όλο αυτό το νήμα ικανοτήτων
και διαθέσεων πρέπει με τη σειρά του να είναι τυλιγμένο σ’ ένα μεγαλύτερο
κουβάρι. Διότι όλες αυτές οι ιδιότητες μπορούν ν’ αποδοθούν μόνο σ’ ένα πλάσμα,
που μπορεί να φανερώσει τέτοιου είδους ικανότητες στη συμπεριφορά, στην ομιλία,
στην πράξη και στις αντιδράσεις του απέναντι στις συνθήκες της ζωής.
“Πόσο πολλά είναι όλα αυτά που πρέπει να κάνει ένας άνθρωπος για να μπορέσουμε να πούμε ότι σκέφτεται!” (Λ.Β., Σημειώσεις πάνω στη Φιλοσοφία της Ψυχολογίας, τ. Ι, §563)
Οι πνευματικές ικανότητες δεν είναι ανεξάρτητες από τις
συναισθηματικές και τις βουλητικές ικανότητες, κι αυτές εδώ δεν μπορούν να
διαχωριστούν από τις αντιληπτικές ικανότητες ή από τη δεκτικότητα στην
ευχαρίστηση και τον πόνο. Έχουμε εφεύρει τους υπολογιστές για να μας απαλλάξουν
από τον κόπο της στενά υπολογιστικής διαδικασίας.
Αυτές οι μηχανές δεν είναι σκεπτόμενα όντα που σκέφτονται αντί για εμάς, αλλά
εφευρέσεις που παράγουν αποτελέσματα υπολογισμών χωρίς κανείς ουσιαστικά να
υπολογίζει ή να σκέφτεται.
Αυτό που δεν μας επιτρέπει να μιλάμε κυριολεκτικά για
νοητικές ικανότητες των υπολογιστών, δεν είναι η έλλειψη ή η ανεπάρκεια
υπολογιστικής ικανότητας. Είναι το γεγονός ότι δεν έχει νόημα να αποδίδουμε βούληση ή πάθος, επιθυμία ή πόθο σε
ένα μηχάνημα. Αυτές είναι ιδιότητες των έμψυχων πλασμάτων, δηλαδή
- πλασμάτων τα οποία έχουν σώμα ─αλλά οι μηχανές δεν έχουν σώμα
- πλασμάτων που δεν έχουν εγγενή σκοπό και όμως υιοθετούν δικούς τους στόχους ─αλλά οι μηχανές δεν έχουν προαίρεση, δεν έχουν πρόθεση [intention], ούτε άλλο στόχο από αυτό για τον οποίο έχουν κατασκευαστεί
- πλασμάτων τα οποία, αντίθετα από τις μηχανές, θέτουν για τους εαυτούς τους αντικειμενικούς σκοπούς, έχουν προτιμήσεις, επιθυμίες κι αντιπάθειες, ευχαριστιούνται όταν πετυχαίνουν τους σκοπούς τους και στεναχωριούνται όταν αποτυχαίνουν.
Όλα αυτά είναι ικανότητες πλασμάτων που μπορούν να έχουν
μια καλή μέρα, να ευημερήσουν ή να βαλτώσουν, να ευτυχήσουν. Ενώ όμως οι
συνθήκες μπορούν να επηρεάσουν τη λειτουργία ενός μηχανήματος, να είναι
ευνοϊκές ή όχι γι’ αυτήν, δεν μπορούν να επηρεάσουν ούτε την ευημερία, ούτε τη
διάθεση του, διότι τέτοιας λογής πράγματα δεν ισχύουν για τα μηχανήματα. Ό,τι
είναι άψυχο, δεν μπορεί να είναι καλά, ούτε να πράττει καλά. Ό,τι είναι χωρίς
ζωή, δεν μπορεί να ευτυχήσει.
Η σκέψη είναι φαινόμενο της ζωής. Εκδηλώνεται σε μια
απέραντη ποικιλία τρόπων συμπεριφοράς μέσα στη ζωή. Οι μορφές σκέψης είναι
εκφάνσεις μιας μορφής ζωής, μιας κουλτούρας, ενός πολιτισμού. Δεν χρειάζεται να
φοβόμαστε ότι οι μηχανές θα σκέφτονται
αντί για εμάς. Μπορούμε όμως κάλλιστα να φοβόμαστε την πιθανότητα να μας
οδηγήσουν στο σημείο να πάψουμε να σκεφτόμαστε από μόνοι μας.
Αυτό που στερούνται τα μηχανήματα δεν είναι η υπολογιστική
ικανότητα. Είναι η ζωϊκότητα. Η επιθυμία και η δυστυχία, η ελπίδα κι η
απογοήτευση, είναι οι ρίζες του σκέπτεσθαι και όχι του μηχανικού υπολογισμού.»
Π.Μ.Σ. Χάκερ, Βίττγκενσταϊν. Περί της ανθρώπινης φύσης. (1997)
ελληνική έκδοση, «Ενάλιος», 2002