Σελίδες

21 Οκτωβρίου 2017

Για το υποτιθέμενο «ανεπικοινώνητο» του βιώματος και των αισθημάτων


Το πέπλο
«Κοίτα το γαλάζιο του ουρανού και πες στον εαυτό σου: Τι γαλάζιος που είναι ο ουρανός!. — Όταν το κάνεις αυθόρμητα —χωρίς φιλοσοφική πρόθεση— δεν σου έρχεται ποτέ στο νου η ιδέα πως αυτή η χρωματική  εντύπωση ανήκει μονάχα σε σένα.»

Λ. Βίττγκενσταϊν, Φιλοσοφικές Έρευνες, § 275

 
Το ζήτημα που θα θίξουμε εδώ απηχεί μια άποψη τόσο πολύ διαδεδομένη όσο και κρίσιμη για την αντίληψη των προβλημάτων που παρουσιάζει αυτό που λέμε ποιότητα της κοινωνικής σχέσης, ώστε είναι απαραίτητο να ξεκαθαρίσουμε την θέση μας.

Πρόκειται για την άποψη που υποστηρίζει το ριζικά «ανεπικοινώνητο» των αισθημάτων και του βιώματος, η οποία περιεκτικά αλλά σαφέστατα συνοψίζεται στο εξής: «Το αίσθημα και το βίωμα εν γένει δεν επικοινωνούνται ποτέ κυριολεκτικά, ούτε ακόμα και ανάμεσα σε ερωτευμένους, ή σε ανθρώπους που επιβεβαιωμένα αγαπιούνται. Περιγράφονται γλαφυρά, ποιητικά, όμως κυριολεκτικά είναι εντελώς αδύνατο να κοινωνηθούν. Δεν μπορώ να αισθανθώ ακριβώς ούτε τι περνάς, ούτε τι έχεις περάσει, ούτε πώς ακριβώς το αισθάνεσαι και βιώνεις, ούτε πως το έχεις αισθανθεί και βίωσες. Αυτό το γεγονός περιορίζει την επικοινωνία  καταλυτικά. Στο τέλος της ημέρας, ο κάθε άνθρωπος είναι ένα νησί».

Σύμφωνα με αυτή την άποψη, υπάρχει κάτι στην ίδια τη φύση των αισθημάτων και του βιώματος που, ανεξάρτητα από την ποιότητα της κοινωνικής σχέσης και της προσωπικής εμπλοκής μας σε αυτήν, τα καθιστά ριζικά ανεπικοινώνητα, φύσει αδύνατον να κοινωνηθούν κάτι που αποκλείει την «άμεση πρόσβαση» του ενός στα αισθήματα και το βίωμα του άλλου, πράγμα που περιορίζει καταλυτικά την επικοινωνία και κατ’ επέκταση την ποιότητα της κοινωνικής σχέσης. Με άλλα λόγια, όσο κι αν προσπαθήσουμε να συναισθανθούμε ο ένας τον άλλον και να χτίσουμε μεταξύ μας σχέσεις βαθιάς επικοινωνίας, σε τελική ανάλυση στον πυρήνα της ύπαρξής μας είμαστε και θα είμαστε για πάντα «ξένοι» μεταξύ μας και «μόνος του» ο καθένας.

Τη θέση αυτή τη θεωρούμε απαράδεκτη, διότι, όπως θα δείξουμε εδώ, στηρίζεται σε δυο αλληλοτροφοδοτούμενες πλάνες. Η πρώτη (Α) είναι μια παγίδευση σε ένα λεκτικό σχήμα και η δεύτερη (Β) μια άτοπη αντίληψη για την ίδια τη γλώσσα.

Α.

Ένα λεκτικό σχήμα που περνιέται για αλήθεια

Σε ό,τι αφορά την πρώτη πλάνη, η παγίδα για την οποία μιλάμε βρίσκεται στις μικρές προτάσεις που λένε: «Δεν επικοινωνείται ποτέ κυριολεκτικά», «κυριολεκτικά δεν μεταφέρεται», «δεν μπορώ να αισθανθώ ακριβώς ό,τι και ο άλλος», κ.ο.κ. Τι εννοεί άραγε κανείς με αυτά; Τι θα μπορούσε να είναι μια «κυριολεκτική» επικοινωνία ενός αισθήματος, μια «κυριολεκτική» μεταφορά του και το να αισθανθεί κανείς «ακριβώς» αυτό που αισθάνεται ο άλλος;

Προφανώς κάτι τέτοιο εννοεί το εξής απίθανο: ότι λ.χ. χτυπάω κατά λάθος το δάχτυλό μου με το σφυρί, φωνάζω από τον πόνο, με ακούς, έρχεσαι από το διπλανό, με ρωτάς «τι έπαθες;», και εγώ σου απαντώ: «Χτύπησα το δάχτυλό με το σφυρί, αλλά δυστυχώς είναι αδύνατο να σου μεταφέρω κυριολεκτικά πώς ένιωσα και να το συναισθανθείς ακριβώς»! Προφανής η ανοησία.

Μια πιθανή διέξοδος θα ήταν να σου πω: «Εάν πάντως θέλεις να με νιώσεις, ο μόνος τρόπος είναι, ίσως, να σου δώσω μια με το σφυρί στο δάχτυλο»! Οπότε εσύ, για να ... γλυτώσεις τη σφυριά, απαντάς στην ίδια λογική: «Μα ούτε και έτσι θα αισθανθώ αυτό ακριβώς που αισθάνθηκες, διότι είναι άλλο το δικό μου δάχτυλο και άλλο το δικό σου, άλλος οργανισμός είμαι εγώ και άλλος εσύ, άσε που η ροπή του χτυπήματος δεν θα είναι ακριβώς η ίδια», κ.λπ. 

Ας το δούμε και από μια άλλη οπτική γωνία. Χτυπάω με το σφυρί κι εσύ με κοιτάζεις απαθώς, χωρίς κανένα μορφασμό, ίσως με κάποια απορία μόνο, ενώ φωνάζω απ' τον πόνο: «Αναίσθητε/η!» - οπότε εσύ απαντάς ήρεμα: «Γιατί με κατηγορείς για αναισθησία; Αφού δεν ξέρω ακριβώς τι ένιωσες, τι να αισθανθώ δηλαδή και τι να συναισθανθώ; Μεταφορικά, δεν αισθάνεται κανείς!». Ανόητο, ναι;

Πώς επικοινωνούμε στ' αλήθεια όσα αισθανόμαστε; 

Ασφαλώς, όταν εγώ χτυπάω, αυτός που πονάει είμαι εγώ και όχι εσύ. Όμως αυτό δεν συνεπάγεται καθόλου ότι είναι φύσει αδύνατον να με νιώσεις, να με συναισθανθείς, όπως το θέλει το λεκτικό σχήμα-παγίδα που εξετάσαμε. Διότι η επικοινωνία των αισθημάτων μας δεν παίζεται στο «κυριολεκτικά» και στο «ακριβώς». Δεν παίζεται ούτε και στο «μεταφορικά» ή το «περίπου». Το να συναισθανθείς τον άλλον δεν είναι ζήτημα «κυριολεξίας», ούτε «ακριβούς σύμπτωσης συναισθημάτων». Όπως δεν είναι ούτε ζήτημα δεξιότητας στο χειρισμό «μεταφορών» και «παρομοιώσεων».

Όταν κάποιος χτυπάει άσχημα μπροστά μας, δεν μορφάζουμε από πόνο και αγωνία εμείς οι ίδιοι; Ή πάλι, δεν μας πιάνει ευχάριστη διάθεση όταν τον βλέπουμε να γελάει από χαρά; 

Το  «κυριολεκτικά» και το «ακριβώς» (όπως και το «μεταφορικά» ή το «περίπου») όλα αυτά είναι απλώς λέξεις, οι οποίες όταν χρησιμοποιούνται με αυτό τον τρόπο σε αυτό το πεδίο (επικοινωνία αισθημάτων και βιωμάτων, ενσυναίσθηση), χρησιμοποιούνται καταχρηστικά και οδηγούν σε λεκτικές παγίδες και σε κενολογίες, οι οποίες απλώς προκαλούν σύγχυση όταν πιστέψει ότι δηλώνουν κάτι το πραγματικό, μια πραγματική αδυνατότητα βαθιάς επικοινωνίας. Θα το δούμε και παρακάτω.

Β.

Μια άτοπη αντίληψη για τη γλώσσα

Η δεύτερη πλάνη, στην οποία στηρίζεται η άποψη για το ανεπικοινώνητο των αισθημάτων και των βιωμάτων μας, συνδέεται με μια αντίληψη για την γλώσσα, η οποία δυστυχώς παραμένει κραταιά. Κατ’ αυτήν, η γλώσσα είναι απλώς ένα «μέσον» ή ένα «εργαλείο» για να συνεννοούμαστε, αλλά επί της ουσίας είναι κάτι το επιφανειακό και μάλλον παραπλανητικό αυτό καθαυτό σε ό,τι αφορά τη βαθύτερη επικοινωνία μεταξύ μας.

Για ποιο λόγο; Διότι −υποστηρίζει αυτή η αντίληψη−, δουλεύοντας με λέξεις, έννοιες και γραμματικοσυντακτικούς κανόνες, η γλώσσα «σχηματοποιεί», παρουσιάζει «αφηρημένα» και τελικά «παγώνει» τα βιώματα, «συνταυτίζοντας αυτό που δεν είναι ταυτόσημο»,… ενώ τα αισθήματα και τα βιώματα στην πραγματικότητα είναι άμορφα, απείρως εύπλαστα, ρευστά, θερμά, συγκεκριμένα και κυρίως μιας εντελώς ατομικής ποιότητας, ένας αποκλειστικά δικός μας, ιδιωτικός θησαυρός, η πεμπτουσία αυτού που είμαστε ως άτομα, που τελικά είναι αδύνατο να επικοινωνηθεί.

Έτσι, σύμφωνα με αυτή την άποψη την οποία πρότεινε ο Νίτσε στο Περί της αληθείας και του ψεύδους υπό μια εξω-ηθική έννοια (1873) και έκτοτε παραμένει εξαιρετικά δημοφιλής,  υπάρχει ευθύς εξαρχής ριζικό χάσμα μεταξύ γλώσσας από τη μια μεριά και βιώματος και αισθημάτων από την άλλη. «Παγωμένη» η μεν και εγκλωβισμένη στη σχηματοποίηση και τους ψυχρούς κανόνες, «ρευστά» τα δε, θερμά και ανυπότακτα στα σχήματα.  

Πρόκειται για ένα (υποτιθέμενο) χάσμα, που αξίζει να σκεφτούμε ότι παρουσιάζεται ανάλογο του (υποτιθέμενου από αυτού του είδους τις αντιλήψεις) «χάσματος» μεταξύ ατόμου και κοινωνίας, μοναδικότητας και κοινών, λες και αυτά τα δυο αποτελούν ξεχωριστές, περιχαρακωμένες οντότητες και όχι διαστάσεις της ύπαρξής μας, εντός της οποίας συναντιούνται και με κάποιους τρόπους αλληλοτέμνονται.

Δεν θα επεκταθώ εδώ σε αυτό το ζήτημα. Ούτε στο πού και πώς τέμνονται, κατά την άποψή μου, η ατομική και η κοινωνική διάσταση της ύπαρξής μας. Ούτε στο πώς η τομή τους συγκροτεί αυτή η ίδια μια διάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης, την οποία, εξαιτίας της κυρίαρχης ατομιστικής ιδεολογίας και των σχετικών πρακτικών, καταφέρνουμε ολοένα και λιγότερο να αισθανόμαστε, να αναγνωρίζουμε, να σκεφτόμαστε, να δρούμε από αυτήν και να την καλλιεργούμε. Δεν θα επιμείνω, τώρα, ούτε στο κατά τη γνώμη μου ξεκάθαρο γεγονός ότι η άποψη αυτή συμπορεύεται πλήρως με την κυρίαρχη ιδεολογία, δηλαδή τις περί ανθρώπου, κοινωνίας και κόσμου ιδέες των κυρίαρχων του καιρού μας. 

Θα καταθέσω μόνο δύο λόγους, που πιστεύω ότι δείχνουν πως είναι λαθεμένη και παραπλανητική η ιδέα περί χάσματος μεταξύ βιώματος και γλώσσας, και η ιδέα ότι η γλώσσα δεν κάνει τίποτε άλλο από το να «σχηματοποιεί» και «παγώνει» το «αέναα ρευστό» βίωμα. Πιο συγκεκριμένα, θα επιχειρήσω να δείξω ότι αυτή η κυρίαρχη ιδέα προϋποθέτει μια λαθεμένη και παραπλανητική ιδέα (α) για το τι είναι επικοινωνία, και (β) για την υφή της πραγματικότητας και του κόσμου γενικότερα.

Λόγος πρώτος

Ασφαλώς υπάρχουν όψεις της πραγματικότητας και της ζωής κάθε ανθρώπου, οι οποίες είναι εντελώς μοναδικές και με αυτή την έννοια δεν μπορούν να αναπαραχθούν, να «ανατυπωθούν». Σφάλλει όμως όποιος βασίζεται σε αυτή την κοινότοπη αλήθεια για να υποστηρίξει ότι, «άρα» είναι ουσιαστικά αδύνατο να επικοινωνήσουμε τη «μοναδικότητα των αισθημάτων και του βιώματός μας» με τη γλώσσα, η οποία χρησιμοποιεί λέξεις και έννοιες και δουλεύει με κανόνες.

Τι θα σήμαινε τάχα «βαθιά επικοινωνία της μοναδικότητας του βιώματος»; Θα σήμαινε πως, για να πούμε ότι επικοινωνούμε, θα έπρεπε να μεταδίδουμε στον άλλον, πιστά και σε όλη τους την ποιοτική λεπτομέρεια, με «ακρίβεια», όλα τα επιμέρους, ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ενός βιώματος ή μιας εμπειρίας; Στην  πράξη, αυτό μπορεί να σημαίνει μόνο ένα πράγμα: να κάνουμε με κάποιον τρόπο τον άλλο να βιώσει «αδιαμεσολάβητα» την ίδια «ακριβώς» εμπειρία που βιώσαμε εμείς. Είδαμε ωστόσο  στο παράδειγμα που προανέφερα με τη σφυριά στο δάχτυλο, ότι αυτή η ιδέα δεν στηρίζεται παρά σε μια λεκτική παγίδα.

Επικοινωνία δεν είναι αυτό το εξωπραγματικό ιδεώδες μετάδοσης των λεπτομερειών του βιώματος και των αισθημάτων. Όπως δεν είναι ούτε η αναμετάδοση από τον ένα στον άλλον των πιο κοινότοπων και σχηματοποιημένων, «πάγιων» και «γενικών» όψεων της ζωής. Δεν θα έλεγε κανείς ότι επικοινωνεί όταν π.χ. το μήνα Οκτώβριο λέει στο διπλανό του «είναι Οκτώβριος», ή όταν σταματάει στο κόκκινο όπως (σχεδόν) όλοι γύρω του. Δεν θα έλεγε κανείς ότι χρειάζεται «ενσυναίσθηση» για να καταλάβει τι του λέει ο άλλος όταν λέει «είναι Οκτώβριος», ή για να καταλάβει για ποιο λόγο όπως (σχεδόν) όλοι σταματάει στο κόκκινο.

Διότι, αυτό που έχουμε ονομάσει επικοινωνία με ενσυναίσθηση, δεν αναφέρεται στη μετάδοση ούτε των πιο «ατομικών» ούτε και των πιο «κοινών» όψεων της ζωής. Αναφέρεται σε μια τρίτη διάσταση της ύπαρξής μας, στην «περιοχή» όπου συναντιούνται το ατομικό με το κοινωνικό, το μοναδικό με το γενικό, το ρευστό με το πάγιο −δηλαδή, όπως μας έχει δείξει με μεγάλη ζωντάνια ο Ντόναλντ Γουίνικοτ και πολλοί άλλοι, στην κατεξοχήν δημιουργική διάσταση της ζωής, τα χαρακτηριστικά της οποίας είναι αυτά του παιχνιδιού και της συμμετοχής σε ένα παιχνίδι.

Λόγος δεύτερος

Είπα ότι η πλάνη για τη γλώσσα, την οποία συζητάμε εδώ, σχετίζεται και με μια πλάνη αναφορικά με την υφή της πραγματικότητας και του κόσμου γενικότερα, και εξηγούμαι αμέσως. Σε πείσμα όσων λέει η περί χάσματος μεταξύ «ρευστού» βιώματος και «παγωμένης» γλώσσας αντίληψη, η ίδια η πραγματικότητα και ο ίδιος ο κόσμος όπου ζουμε δεν είναι ούτε μόνο κάτι το «άμορφο» και «αέναα ρευστό», ούτε μόνο κάτι το «σχηματικό» και «εσαεί παγωμένο». Εάν ήταν έτσι ο κόσμος, η πραγματικότητα, τότε δεν θα μπορούσαμε να δράσουμε μέσα σε αυτήν και να φέρουμε σε πέρας ούτε το παραμικρότερο σχέδιό μας.

Πράγματι, όπως εύστοχα το έχουν επισημάνει στοχαστές σαν τον Κορνήλιο Καστοριάδη ή τον Βενσάν Ντεκόμπ, εάν ο κόσμος ήταν εντελώς «ρευστός» και «αέναα μεταβαλλόμενος», τότε δεν θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε κάτι σήμερα το πρωΐ και να το τελειώσουμε μέχρι το απόγευμα! Δεν θα μπορούσαμε καν να υποσχεθούμε κάτι, ούτε να δώσουμε ένα απλό ραντεβού. Και αν, από την αντίθετη μεριά, ο κόσμος ήταν εντελώς «πάγιος», πάλι δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε κάτι, αφού θα ήμασταν απλώς γρανάζια ενός συμπαντικού μηχανισμού, χωρίς βούληση, χωρίς προαίρεση, χωρίς καμιά δυνατότητα να σχεδιάσουμε ή ν’ αυτοσχεδιάσουμε κάτι.

Επομένως, η ιδέα περί ενός «ρευστού» βιώματος, μιας «στερεοποιημένης» γλώσσας και του υποτιθέμενα αγεφύρωτου χάσματός τους, στηρίζεται σε μια ανύπαρκτη φανταστική διαίρεση , η οποία παραβλέπει εντελώς την πρακτική πραγματικότητα της ζωής.  Δεν είναι τελικά παράξενο που μια ιδέα, η οποία υποτίθεται ότι υποστηρίζει με τον πιο ριζικό τρόπο το «βίωμα», αποδεικνύεται τελικά μια αφαίρεση ξένη προς τη ζωή;

Τι είναι λοιπόν «γλώσσα»;

Η γλώσσα δεν είναι «μέσον», ούτε «εργαλείο», παρ’ όλο που φυσικά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και χρησιμοποιείται και ως μέσον και εργαλείο, χωρίς αυτό να σημαίνει καθαυτό τίποτα το αρνητικό για τη γλώσσα. 

Η γλώσσα είναι μια δημιουργία στενά συνυφασμένη με το παιχνίδι της ανθρώπινης επικοινωνίας, που ξεπερνάει προς όλες τις κατευθύνσεις κάθε επιμέρους πλευρά της, από την εργαλειακή μέχρι ακόμα και την καλλιτεχνική-ποιητική. Η γλώσσα είναι, θα λέγαμε, αυτή η τρίτη περιοχή ή διάσταση της ύπαρξής μας, όπου το ατομικό συναντιέται  και τέμνεται με το συλλογικό −και αν η λέξη «είναι» πάει πολύ, εντάξει· ας πούμε πως είναι αδιανόητη η μια χωρίς την άλλη.

Το πραγματικό ζήτημα στην επικοινωνία των αισθημάτων μας

Επομένως, η άποψη που υποστηρίζει το ριζικά ανεπικοινώνητο των αισθημάτων και του βιώματός μας, είναι απλώς παραληρηματική; Όχι! Απεναντίας, συνδέεται με κάτι το πάρα πολύ πραγματικό.

Είναι ένα πολύ πραγματικό γεγονός το ότι μπορεί κανείς, σε κάποιες περιπτώσεις και για δικούς τους λόγους, να επιλέξει να μη φανερώσει αυτό που βιώνει ή αισθάνεται, ή να υποκριθεί ότι αισθάνεται κάτι ενώ δεν το αισθάνεται. Μπορεί κανείς να δείξει ότι δεν πονάει ενώ πονάει, ή να καμωθεί ότι υποφέρει ενώ απλά θέλει να μας πιέσει για να του κάνουμε το χατίρι. Μπορεί κανείς να  παίξει «θέατρο», όπως λέμε. Αυτό μάλιστα γίνεται πάρα πολύ συχνά στη ζωή και έχουμε αρκετά εκπαιδευτεί να «κρυβόμαστε», ή να υποκρινόμαστε και να «παίζουμε θέατρο» σε ό,τι αφορά τις μύχιες σκέψεις μας, αυτά που αισθανόμαστε και βιώνουμε. Αυτό το κάνουμε για πολλούς και διάφορους λόγους, χωρίς αυτό να σημαίνει πως είναι όλοι τους παράλογοι, ή εξουσιαστικά επιβεβλημένοι: π.χ. μπορεί κανείς να κρύβει ότι πονάει όταν κρίνει πως έτσι μπορεί να εμψυχώσει τους συντρόφους του σε μια στιγμή μεγάλης δυσκολίας.

Το λάθος της άποψης στην οποία ασκήσαμε εδώ κριτική βρίσκεται στο ότι, πατώντας πάνω σε αυτό το πολύ πραγματικό δεδομένο της ζωής μας, συμπεραίνει βιαστικά ότι τα αισθήματα και τα βιώματά μας είναι αυτά καθεαυτά ανεπικοινώνητα. Κάνει δηλαδή το λάθος να θεωρεί ότι αυτά ανήκουν σε κάτι το «πολύ εσωτερικό και μύχιο» δικό μας, στο οποίο ο άλλος είναι φύσει αδύνατον να έχει πρόσβαση διότι, υποτίθεται, δεν μπορούμε να του το μεταφέρουμε «κυριολεκτικά» και να αισθανθεί «ακριβώς» αυτό που αισθανόμαστε.

Πρέπει λοιπόν να το δούμε καθαρά: είναι άλλο πράγμα το ότι επιλέγουμε να μην φανερώνουμε σκέψεις, αισθήματα ή το βίωμά μας, και τελείως άλλο το να πιστεύουμε πως αυτά είναι καθαυτά ή φύσει ανεπικοινώνητα, ότι δηλαδή είναι ριζικώς ιδιωτικά και ο άλλος δεν μπορεί ποτέ να καταλάβει τι αισθανόμαστε, να μας συναισθανθεί, να επικοινωνήσουμε ουσιαστικά πάνω στα βιώματα ή τα αισθήματά μας.

Εφόσον λοιπόν η έκφραση των συναισθημάτων μας εξαρτάται από το αν τα κρύβουμε ή τα φανερώνουμε, αν παίζουμε ή όχι θέατρο, έστω και «ασυνείδητα», αυτό σημαίνει ότι το πρόβλημα στην επικοινωνία δεν βρίσκεται στο υποτιθέμενο φύσει ανεπικοινώνητο των αισθημάτων και του βιώματος (ή και των σκέψεων, που επίσης μπορούμε να επιλέξουμε αν θα φανερώσουμε στον άλλον ή όχι). Βρίσκεται στο «κρύψιμο» ή το «φανέρωμα» από τη μια πλευρά και στην ποιότητα της ενσυναίσθησης και της ευαισθησίας από την άλλη. Δεν είναι ένα πρόβλημα της «φύσης» των αισθημάτων και του βιώματος, δεν είναι πρόβλημα της «ανθρώπινης φύσης». Είναι πρόβλημα της ανθρώπινης κοινωνικής σχέσης, της ποιότητάς της, καθώς και της προσωπικής εμπλοκής μας σε αυτήν.

Υστερόγραφη διευκρίνιση

Με αυτά δεν θέλω με τίποτα να πω ότι μια ποιοτική ανθρώπινη σχέση στηρίζεται στη χύμα «φανέρωση» των πάντων! Όποιος έχει δει ή ζήσει από κοντά την εφαρμογή τέτοιου τύπου «ριζοσπαστικών πειραμάτων», γνωρίζει ότι πρόκειται για διανοουμενίστικες κενολογίες, με την έννοια ότι θεωρούν ότι η λύση ενός προβλήματος είναι να κάνουμε το ... ανάποδο. Τέτοιες συνταγές οδηγούν σε βαρβαρότητες καμιά φορά χειρότερες  από αυτές τις οποίες θέλουν να πολεμήσουν. Γι' αυτό το λόγο απαιτούνται ποιοτικά κριτήρια στην προσπάθεια μετασχηματισμού της κοινωνικής σχέσης κάτι με το οποίο, δυστυχώς, λίγοι επαναστάτες έχουν ασχοληθεί. 

 

 

2 σχόλια:

  1. Πολλοί φοβούνται ότι τέτοιου είδους τοποθετήσεις στερούν τον άνθρωπο από την ιδιωτικότητά του γιατί δεν την αναγνωρίζουν σαν μια πραγματική ανάγκη (δε μπορεί κανείς να είναι διαρκώς ανοιχτός στην επικοινωνια, θα χαθεί). Τι έχετε να πείτε;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Πολύ καλή ερώτηση Σκεπτικέ! Πράγματι ο καθένας μας έχει ανάγκη να μην επικοινωνεί όλη την ώρα, ούτε και τα πάντα. Και πολύ καλά κάνουμε σε αυτό! Είναι αναγκαίο και ωφέλιμο να βαστάμε κάποια πράγματα "μέσα μας", "για τον εαυτό μας" όπως λέμε, ή ακόμα να μην εξωτερικεύουμε με τη μία κι όπως μας έρθει ότι έχουμε "μέσα μας", είτε για να το δουλέψουμε παραπάνω, να δούμε πόσο βάρος έχει για εμάς κι αν έχει νόημα να το επικοινωνήσουμε, ή απλώς επειδή κρίνουμε ότι δεν έχουμε απέναντί μας ευήκοα ώτα, ή ανθρώπους που θα μας καταλάβουν.

    Η "θέση" όμως της ανάρτησης δεν είναι ΚΑΘΟΛΟΥ ότι δεν πρέπει, ή είναι κακό, ή απαγορεύεται να κάνουμε κάτι τέτοιο! Έχουμε φυσικά κάθε δικαίωμα να βαστάμε "για τον εαυτό μας" ό,τι κρίνουμε ότι πρέπει να τα βστήξουμε και για όσο το κρίνουμε (η με όποιον τρόπο στέρηση αυτής της δυνατότητας, σημαίνει ολοκληρωτισμό).

    Πρόσεξε όμως: είναι άλλο πράγμα να βαστάμε κάτι "μέσα μας", "αποκλειστικά δικό μας" επειδή ΜΠΟΡΟΥΜΕ μεν να το επικοινωνήσουμε αλλά ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΜΕ (με γειά μας με χαρά μας), και τελείως άλλο να θεωρούμε ότι είναι ΑΔΥΝΑΤΟΝ να το επικοινωνήσουμε, ότι δηλαδή πρόκειται για κάτι που, και να θέλαμε να το επικοινωνήσουμε, δεν θα μπορούσαμε επειδή είναι κάτι από την ίδια του τη φύση ανεπικοινώνητο, μη-επικοινωνήσιμο.

    Αυτή και μόνο αυτή τη δεύτερη θεώρηση απορρίπτει η ανάρτηση! Δεν απορρίπτει καθόλου τη δυνατότητα να μην επικοινωνούμε ό,τι δεν θέλουμε να επικοινωνήσουμε, η οποία δυνατότητα υπάρχει ακριβώς επειδή υπάρχει η δυνατότητα να το επικοινωνήσουμε εάν θελήσουμε.

    Επομένως, μάλλον άδικα φοβούνται ότι η τοποθέτηση της ανάρτησης στερεί τον άνθρωπο από την ιδιωτικότητά του. Ίσα-ίσα, του αναγνωρίζει αυτή τη δυνατότητα (άρα την ελευθερία να κρίνει και ν' αποφασίσει τι θα κάνει) ακριβώς επειδή αυτή την "ιδιωτικότητα" δεν την παρουσιάζει σαν κάτι το "φύσει αδύνατο" να επικοινωνηθεί, αλλά σαν κάτι που εξαρτάται από εμάς: αν το θέλουμε.




    ΑπάντησηΔιαγραφή