Επιτρέψτε μου να
ξεκινήσω με δυο εισαγωγικές διευκρινήσεις. Η πρώτη: δεν θα θίξω εδώ το φαινόμενο
του φυλετισμού γενικά και διαχρονικά, αλλά τον ρατσισμό όπως εμφανίζεται στις
σύγχρονες κοινωνίες μας και ειδικότερα με την οξύτερη μορφή του, την
«εθνικοσοσιαλιστική». Η δεύτερη: αυτό που θα επιχειρήσω κυρίως να αναδείξω
είναι η ανθρωπολογική διάσταση του προβλήματος, ο «ανθρωπολογικός τύπος»
του σύγχρονου ρατσισμού, το πώς προσδιορίζει και οριοθετεί το «ανθρώπινο» —άρα
και το απάνθρωπο.
Η ανθρωπολογική προσέγγιση του Louis Dumont
Για το πρόβλημα
που θα μας απασχολήσει λοιπόν, είναι επιβεβλημένη από τα πράγματα η διαπίστωση
μιας σοβαρής αποτυχίας στην ίδια την προσέγγισή του. Κοινός τόπος είναι πλέον η
προσέγγιση και η καταγγελία του ρατσισμού, και γενικότερα του φασισμού και του
ναζισμού, σαν να πρόκειται για ένα φαινόμενο κατά βάση αναχρονιστικό και
οπισθοδρομικό· ένα φαινόμενο, το οποίο υποτίθεται πως αντλεί τις δυνάμεις του
από ό,τι πιο «σκοτεινό, σκοταδιστικό και ανορθολογικό» —δηλαδή ό,τι πιο ξένο
προς το νεωτερικό πολιτισμό μας, όπως λέγεται— υπάρχει στην ανθρώπινη ψυχή, απειλώντας
να γυρίσει σε εποχές «προνεωτερικές», στον «βάρβαρο Μεσαίωνα», τις σύγχρονες,
προοδευτικές και φιλελεύθερες κοινωνίες μας, το μοντέρνο σύστημά μας, που
υποτίθεται ότι προάγει τη μετριοπάθεια και τη λογική.
Όμως θα πρέπει επιτέλους να προσεχθεί ότι αυτή η προσέγγιση δεν έχει κατορθώσει ούτε να εξηγήσει πειστικά, αλλά ούτε και να ανακόψει δραστικά, την εμφάνιση παλιότερα και σήμερα την επανεμφάνιση του ναζιστοφασισμού στις πιο προηγμένες χώρες του δυτικού κόσμου, οι οποίες κατά τα άλλα οδύρονται, αλλά χωρίς να πείθουν, ότι αποτελεί εντός τους ξένο σώμα. Σε τελική ανάλυση, ακριβώς τον «αντινεωτερισμό» του επικαλείται και ο ίδιος ο ναζιστοφασισμός[i], αλλά ως καύχημά του και για «ευγενείς» υποτίθεται λόγους —την απαλλαγή από τις «υποκριτικές πολυπλοκότητες» της αστικής κουλτούρας και ζωής, και την αναβίωση ενός «απλού και ένδοξου αρχαίου παρελθόντος»—, στην προσπάθειά του να παρουσιαστεί και να κερδίσει έδαφος σαν ένα κίνημα «αντισυστημικό». Θα μπορούσε λοιπόν κανείς να αντιπαρατεθεί με επιτυχία σε κάποιον τονίζοντας υπέρμετρα ένα χαρακτηριστικό του, που και ο ίδιος θέλει να τονίζεται; Ασφαλώς όχι!
Όμως θα πρέπει επιτέλους να προσεχθεί ότι αυτή η προσέγγιση δεν έχει κατορθώσει ούτε να εξηγήσει πειστικά, αλλά ούτε και να ανακόψει δραστικά, την εμφάνιση παλιότερα και σήμερα την επανεμφάνιση του ναζιστοφασισμού στις πιο προηγμένες χώρες του δυτικού κόσμου, οι οποίες κατά τα άλλα οδύρονται, αλλά χωρίς να πείθουν, ότι αποτελεί εντός τους ξένο σώμα. Σε τελική ανάλυση, ακριβώς τον «αντινεωτερισμό» του επικαλείται και ο ίδιος ο ναζιστοφασισμός[i], αλλά ως καύχημά του και για «ευγενείς» υποτίθεται λόγους —την απαλλαγή από τις «υποκριτικές πολυπλοκότητες» της αστικής κουλτούρας και ζωής, και την αναβίωση ενός «απλού και ένδοξου αρχαίου παρελθόντος»—, στην προσπάθειά του να παρουσιαστεί και να κερδίσει έδαφος σαν ένα κίνημα «αντισυστημικό». Θα μπορούσε λοιπόν κανείς να αντιπαρατεθεί με επιτυχία σε κάποιον τονίζοντας υπέρμετρα ένα χαρακτηριστικό του, που και ο ίδιος θέλει να τονίζεται; Ασφαλώς όχι!
Εναλλακτικές προσεγγίσεις
Είναι ανάγκη επομένως,
να στραφούμε προς άλλου τύπου προσεγγίσεις. Να εξετάσουμε το πρόβλημα με τη
βοήθεια αναλύσεων, οι οποίες δεν αντιμετωπίζουν το σύγχρονο ρατσισμό σαν ένα
φάντασμα που ξεπροβάλλει από το ιστορικό παρελθόν, αλλά ως μια εκδήλωση του
ίδιου του μοντέρνου πολιτισμού. Υπάρχουν τέτοιες προσεγγίσεις; Βεβαίως! Ευτυχώς,
δεν είναι λίγοι οι στοχαστές που έχουν εντοπίσει και αναλύσει τη στενή σχέση
του ναζισμού και του φασισμού με το κυρίαρχο κοινωνικό σύστημα από μια βαθύτερη
πολιτική, κοινωνική και πολιτισμική σκοπιά, δείχνοντας καθαρά ότι ανήκουν στη
σφαίρα του μύθου τόσο η «αντισυστημικότητα» του ναζιστοφασισμού όσο και ο
«αντιφασιστοναζισμός» του συστήματος.
Τέτοια ήταν για
παράδειγμα η ανάλυση του μαρξιστή αγωνιστή και φιλόσοφου Karl Korsch (1886-1961), ο οποίος ήδη από το 1941, στο άρθρο του «Η πάλη των
εργατών εναντίον του Φασισμού», επισήμαινε το δομικό εκφασισμό του ίδιου
του αστικού κεφαλαιοκρατικού συστήματος μέσα από τη υπερσυγκέντρωση της
οικονομικής ισχύος στα χέρια ενός συστήματος γιγάντιων ανώνυμων εταιρειών και
την γραφειοκρατικοποίηση της διοικητικής
σφαίρας σε τέτοιο σημείο, ώστε, όπως έλεγε, «το ίδιο το αστικό κράτος να έχει
ήδη μετατραπεί σε κορπορατιστικό κράτος»[ii], δηλαδή ακριβώς στο
κράτος που οραματίζονταν οι φασίστες.
Ή πάλι, πρόσφατα,
η αξιοσημείωτη προσέγγιση του Enzo Traverso, ο οποίος
προχωρώντας το νυστέρι βαθύτερα στο πεδίο του πολιτισμού, τόνιζε πως ήταν
σοβαρό σφάλμα των αντιφασιστών του Μεσοπολέμου να βλέπουν στο ναζιστοφασισμό
ένα «σκοταδιστικό και μεσαιωνικό κατάλοιπο και όχι μια αντιδραστική εκδοχή της
νεωτερικότητας»[iii],
όπως πράγματι ήταν.
Παρόμοια υπήρξε
και η προσέγγιση στοχαστών από άλλες εντελώς σχολές σκέψης. Για παράδειγμα αυτή
του μετριοπαθούς Καναδού συγγραφέα John Ralston Saul (Πολιτισμός χωρίς συνείδηση), ο οποίος,
επιβεβαιώνοντας τον Κορς, κατέδειξε αναλυτικά
το γεγονός ότι στις σύγχρονες αστικές δημοκρατίες «η νομιμότητα έχει πλέον
μετατοπιστεί από τον πολίτη-άτομο στις ομάδες συμφερόντων», με αποτέλεσμα «η
εξουσία να ανήκει τώρα στο νεοκορπορατισμό, που δεν είναι άλλος από τον παλιό
κορπορατισμό»[iv]
—πράγμα που σημαίνει ότι «ο Μουσολίνι κέρδισε τον πόλεμο», δεδομένου ότι το
«συντεχνιακό κράτος» αποτελούσε ακριβώς το κεντρικό πολιτικό πρόταγμα του
ιταλικού φασισμού.
Ή τέλος, η διεισδυτική
ανάλυση —ήδη από το 1937— του Γάλλου χριστιανού στοχαστή Jacques Ellul, στην οποία αξίζει να σταθούμε λίγο καθώς παραμένει εντελώς
άγνωστη εδώ, αν και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Πράγματι, ο Ελλύλ τόνιζε, ίσως
νωρίτερα από όλους, πως δεν πρέπει να εξηγούμε τον φασισμό με τους όρους με
τους οποίους ο ίδιος αυτοπροβάλλεται, δηλαδή σαν υποτιθέμενη αντίδραση ή
διαμαρτυρία ενάντια στο φιλελευθερισμό και τον κομμουνισμό. Πρότεινε λοιπόν, να
προσέξουμε δυο κυρίως όψεις του ζητήματος.
Αφ’ ενός, ότι ο
εκφασισμός των σύγχρονων κοινωνιών δεν προκύπτει με την εμφάνιση της φασιστικής
ιδεολογίας, αλλά της προηγείται καθώς αποτελεί δομικό δεδομένο των σύγχρονων
αστικοδημοκρατικών καθεστώτων. Έγραφε συγκεκριμένα: «Ο φασισμός ως γεγονός
προϋπάρχει του φασιστικού δόγματος» —είναι αυτό ακριβώς το γεγονός, το οποίο
εκδηλώνεται σε ένα «πλήθος τάσεων εκφασισμού των ίδιων των φιλελεύθερων
καθεστώτων: αστυνομικά και βίαια μέτρα, υποκατάσταση του κοινοβουλίου από
την κυβέρνηση, έκδοση διαταγμάτων, περιορισμός της ελευθερίας λόγου και του
απεργιακού δικαιώματος, συστηματική διασπορά φόβου από τον Τύπο, επιθέσεις
εναντίον κάθε αποκλίνουσας σκέψης και έκφρασης, διαμόρφωση μιας προ-φασιστικής
νοοτροπίας».[v]
Αφ’ ετέρου, ότι,
σχετικά με αυτό το δομικό στοιχείο, υπάρχει μια βαθιά συγγένεια του φασισμού με
το φιλελευθερισμό, η οποία εντοπίζεται στην κοινή τους τυφλή λατρεία του
τεχνικού πνεύματος. Είναι πράγματι κρίσιμο το γεγονός ότι «η απουσία
οργανωμένης θεωρίας, η οποία χαρακτηρίζει το φασισμό, αποτελεί ήδη συστατικό
του φιλελευθερισμού»·[vi]
και μάλιστα ένα θεμελιώδες συστατικό του, δεδομένου ότι «ο φιλελευθερισμός
χαρακτηρίζεται από ένα διαχωρισμό ανάμεσα στη σκέψη και τις συνέπειές της, [και]
από την παρεπόμενη σύγχυση μεταξύ του επείγοντος και του εξωπραγματικού», ακριβώς
επειδή επιδιώκει «να οργανώνεται ο υλικοτεχνικός οικονομικός κόσμος πάνω σε
βάσεις απολύτως ανεξάρτητες από κάθε απόπειρα σκέψης»[vii].
Χάρη σε αναλύσεις
όπως οι παραπάνω, διακρίνουμε καθαρά ότι η προσέγγιση του ναζιστοφασισμού ως
ένα φαινόμενο «οπισθοδρομικό» και «ξένο» προς το σύγχρονο πολιτισμό μας είναι
άστοχη· και ότι, κατά συνέπεια, η κριτική του προϋποθέτει την κριτική της ίδιας
της νεωτερικότητας και του σύγχρονου κοινωνικοπολιτικού συστήματος. Υπάρχει
ωστόσο, πλάι σε αυτές τις κοινωνικοπολιτικές και πολιτισμικές αναλύσεις του
ναζιστοφασισμού, μια προσέγγιση που κατά τη γνώμη μου τις συμπληρώνει και
μάλιστα προχωράει τη συζήτηση ακόμη βαθύτερα προς την ανθρωπολογική διάσταση
του προβλήματος.
Την προσέγγιση
αυτή την οφείλουμε στον Γάλλο ανθρωπολόγο Λουί Ντυμόν (1911-1998), μαθητή του
μεγάλου Marcel Mauss, ο οποίος μάλιστα γεννήθηκε εδώ στη
Θεσσαλονίκη μιας και ο πατέρας του δούλεψε για ένα διάστημα στην πόλη ως
μηχανικός. Δεν πρόκειται βέβαια για μια διεξοδική ανάλυση, αλλά περισσότερο για
μια καίρια υπόδειξη, την οποία συναντάμε στο κείμενό του με τίτλο «Η αρρώστια
του Ολοκληρωτισμού» και υπότιτλο «Ατομικισμός και Ρατσισμός στον Αδόλφο Χίτλερ»,[viii] και στην οποία ο Ντυμόν
συνδέει πειστικά το φαινόμενο αυτό με τις πρωταρχικότερες αξίες, τις
«πρωταξίες» ή «κεντρικές σημασίες», του κυρίαρχου νεωτερικού κόσμου.
Για να
κατανοήσουμε την ανάλυσή του, θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι ο Ντυμόν πρότεινε μια
εξαιρετική ανθρωπολογική άποψη της νεωτερικής κοινωνίας μας μέσα από τη
συγκριτική μελέτη της με βάση την έρευνα πεδίου μιας εντελώς διαφορετικής
κοινωνίας, της ινδικής. Πράγματι, έχοντας ξεκινήσει τις ανθρωπολογικές μελέτες
του το 1946 από την Προβηγκία και μια πολύ ιδιαίτερη τοπική λαϊκή γιορτή,[ix] ο Ντυμόν στράφηκε
το 1948 προς την Ινδία για να μελετήσει στα πλαίσια του διδακτορικού του μια
ιδιαίτερη κάστα, τους Πιραμαλάι Καλλάρ. Μέσα από αυτή την έρευνά του —αλλά και
από τη μελέτη κρίσιμων κειμένων, όπως η κριτική του Wittgenstein στον Χρυσό Κλώνο του James Frazer[x]— εδραίωσε δυο
κεφαλαιώδη συμπεράσματα.
Το πρώτο είναι μεθοδολογικής υφής και μπορούμε να το συνοψίσουμε ως εξής: έργο του ανθρωπολόγου δεν είναι να εξηγήσει για ποιο λόγο άνθρωποι άλλων κοινωνιών μπορεί να έχουν πεποιθήσεις, οι οποίες φαίνονται εντελώς απίστευτες σ’ εμάς τους μοντέρνους, αλλά να καταγράψει αυτές τις πεποιθήσεις με όρους που να μας είναι κατανοητοί, διευκρινίζοντας σε ποιες περιστάσεις ή καταστάσεις της δικής τους κοινωνικής ζωής οι άνθρωποι εκείνοι εκφράζουν αυτές τις πεποιθήσεις. Και πραγματικά, όπως διαπιστώνει κανείς στο κλασικό πλέον έργο του Homo hierarchicus,[xi] ο Ντυμόν προσέγγισε την ινδική κοινωνία με τρόπο ώστε να διακρίνει εντός της, αλλά σε θέση «περιθωρίου», ένα κεντρικό στοιχείο της δικής μας κοινωνίας (το Άτομο ως αξία)· και ταυτόχρονα να αναδείξει εντός της δικής μας κοινωνίας, αλλά «απωθημένο», ένα κεντρικό στοιχείο της ινδικής (το κοινωνικό Όλον ως αξία).
Το πρώτο είναι μεθοδολογικής υφής και μπορούμε να το συνοψίσουμε ως εξής: έργο του ανθρωπολόγου δεν είναι να εξηγήσει για ποιο λόγο άνθρωποι άλλων κοινωνιών μπορεί να έχουν πεποιθήσεις, οι οποίες φαίνονται εντελώς απίστευτες σ’ εμάς τους μοντέρνους, αλλά να καταγράψει αυτές τις πεποιθήσεις με όρους που να μας είναι κατανοητοί, διευκρινίζοντας σε ποιες περιστάσεις ή καταστάσεις της δικής τους κοινωνικής ζωής οι άνθρωποι εκείνοι εκφράζουν αυτές τις πεποιθήσεις. Και πραγματικά, όπως διαπιστώνει κανείς στο κλασικό πλέον έργο του Homo hierarchicus,[xi] ο Ντυμόν προσέγγισε την ινδική κοινωνία με τρόπο ώστε να διακρίνει εντός της, αλλά σε θέση «περιθωρίου», ένα κεντρικό στοιχείο της δικής μας κοινωνίας (το Άτομο ως αξία)· και ταυτόχρονα να αναδείξει εντός της δικής μας κοινωνίας, αλλά «απωθημένο», ένα κεντρικό στοιχείο της ινδικής (το κοινωνικό Όλον ως αξία).
Εδώ εντοπίζεται
το δεύτερο συμπέρασμά του, που αφορά άμεσα τη συζήτησή μας. Πρόκειται για τη
διάκριση που κάνει μεταξύ δυο τύπων κοινωνίας με βάση τον τρόπο με τον οποίο
ενσωματώνουν εντός τους, ή βαστούν στο περιθώριό τους, το «άτομο». Ποιο
«άτομο»; Ο Ντυμόν εξηγεί: «Όταν μιλούμε για “άτομο”, προσδιορίζουμε
δυο πράγματα ταυτόχρονα: ένα αντικείμενο έξω από εμάς και μια αξία. Η
σύγκριση μάς υποχρεώνει να διακρίνουμε αναλυτικά αυτές τις δυο πλευρές. Από τη
μια, το ομιλούν, σκεπτόμενο και με βούληση εμπειρικό υποκείμενο, δηλαδή
το ατομικό δείγμα του ανθρώπινου γένους, όπως το συναντούμε σε όλες τις
κοινωνίες· και από την άλλη, το ανεξάρτητο, αυτόνομο και άρα στην ουσία μη-κοινωνικό
ηθικό ον, που είναι φορέας των υπέρτατων αξιών μας και που το συναντούμε
καταρχήν στη σύγχρονη ιδεολογία μας για τον άνθρωπο και την κοινωνία».[xii]
Με βάση αυτή την
διάκριση, δικαιούμαστε να διακρίνουμε, από ανθρωπολογικής άποψης, τις κοινωνίες
σε:
- «ολιστικές» (holistes), όπως η Ινδία ή οι προνεωτερικές κοινωνίες, δηλαδή κοινωνίες όπου το κοινωνικό Όλον έχει απόλυτη αξιακή προτεραιότητα έναντι του ατομικού ενσωματώνοντας τα εμπειρικά άτομα ως αδιαίρετα μέλη του κοινωνικού Όλου· και όπου το Άτομο ως αξία και ιδεότυπος υποκειμένου μπορεί να υπάρξει μόνο «αναχωρώντας» από την κοινωνία και καταγγέλλοντάς την ως «ψευδαίσθηση», ή «τόπο του Κακού»· και
- «ατομικιστικές», δηλαδή κοινωνίες όπως η δική μας νεωτερική κοινωνία, όπου το Άτομο ως αξία, δηλαδή το «ανεξάρτητο» και «αυτόνομο» Άτομο-φορέας δικαιωμάτων και κανονιστικών αρχών, έρχεται στο κέντρο των κοινωνικών σημασιών, εκτοπίζοντας από εκεί το συλλογικό Όλον και προσδίδοντας σε αυτές ως κύριο χαρακτηριστικό τον ατομικισμό και τον εξισωτισμό.[xiii]
Σε τι αφορά αυτή
η ανάλυση το πρόβλημα που μας απασχολεί εδώ; Το αφορά στο βαθμό που αναδεικνύει
ένα δομικό «υβριδισμό» των νεωτερικών κοινωνιών μας, εντός του οποίου ριζώνει ο
μοντέρνος ρατσισμός.
Ο δομικός υβριδισμός των νεωτερικών κοινωνιών
Τι είναι και πώς
προκύπτει αυτός ο υβριδισμός; Είναι το
φαινόμενο εμφάνισης ασταθών «διασταυρώσεων» μεταξύ του μοντέρνου Ατόμου και
εκφράσεων κοινωνικού Ολισμού, και προκύπτει από το γεγονός ότι, στις σύγχρονες
ατομοκεντρικές κοινωνίες, το κοινωνικό Όλον παραγνωρίζεται μεν και απωθείται, αλλά
φυσικά δεν εξαλείφεται και έτσι «επιστρέφει» με τερατώδεις μορφές. Ας το δούμε
λίγο πιο αναλυτικά.
Σε ό,τι αφορά τις
«ολιστικού» τύπου κοινωνίες, θα λέγαμε πως είναι μάλλον αναμενόμενη η
απρόσκοπτη αναπαραγωγή τους —η αναπαραγωγή της συλλογικής ταυτότητάς
τους—, δεδομένου ότι, σε αυτές, ο καθένας προσδιορίζεται απαρέγκλιτα ως μέλος
ενός Όλου και επομένως κύρια μέριμνά του είναι πώς θα παραμείνει «μέλος» υπέρ
του Όλου. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, πως το Άτομο-αξία είναι παντελώς άγνωστο
σε αυτές τις κοινωνίες. Αναγνωρίζεται και σε αυτές, αλλά, όπως έδειξε ο Ντυμόν,
μόνο στο «περιθώριο» και «εκτός» του συλλογικού· ποτέ ως κεντρική αξία ή σημασία.
Ο αναχωρητής και ο ασκητής είναι δυο από τις μορφές αυτού του τύπου, ο οποίος,
από την πλευρά του, οχυρώνει τη θέση του στο περιθώριο της ολιστικής κοινωνίας καταγγέλλοντας
την ως «ψευδαίσθηση», ή «τόπο του Κακού».
Τι συμβαίνει όμως
όταν μια κοινωνία, όπως η σύγχρονη νεωτερική στην οποία ζούμε, ζητάει από τον
καθένα να μεριμνήσει πρωτίστως για την «ανεξάρτητη ατομικότητά» του και να
σπάσει τα κάθε τύπου «ολιστικά» δεσμά που την περιορίζουν, όπως π.χ. οι κοινοτικοί
ή ακόμα και οι οικογενειακοί δεσμοί; Πώς μπορεί άραγε μια τέτοια κοινωνία να
αναπαράγεται, δηλαδή να διασφαλίζει μέσα στο χρόνο τη συλλογική ταυτότητά της,
από τη στιγμή που ευνοεί εντός της μια τόσο οξεία αντίθεση του ατομικού με το
συλλογικό;
Σε αυτό το
κρίσιμο ερώτημα ο Ντυμόν απαντά λέγοντας ότι ο μοντέρνος ατομικισμός, αν και
χαρακτηρίζει τη νεωτερική κοινωνία, δεν μπορεί να προσδιορίζει και την πραγματική
φύση της. Είναι αδύνατον να αποπεμφθεί ολοκληρωτικά το κοινωνικό ως Όλον και να
μην καταρρεύσει την ίδια στιγμή μια κοινωνία. Γι’ αυτό το λόγο, εκείνο που
προσδιορίζει την πραγματική φύση της νεωτερικής ατομοκεντρικής κοινωνίας, είναι
η εμφάνιση διαφόρων υβριδικών συνδυασμών του Ατομικισμού με τον Ολισμό με
τις συνακόλουθες, ποικίλλων τύπων, συλλογικές τους παραστάσεις —ιδεολογίες που αποδεικνύονται
τόσο πιο προβληματικές, παραισθητικές και εύθραυστες όσο εντονότερη, και πιο
«τυφλή», προβάλλει η αποπομπή της ολιστικής διάστασης συλλογικού από τον
καλπασμό της «ανεξάρτητης ατομικότητας».
Σε αυτόν ακριβώς
το δομικό υβριδισμό των κοινωνιών μας εντοπίζεται και το «μαζικό γεγονός» της
νεωτερικότητας· και εδώ εδραιώνεται ο ναζιστοφασισμός και ο σύγχρονος ρατσισμός,
αποτελώντας έτσι καρπό του ίδιου του μοντέρνου κόσμου. «Επιβάλλεται
καταρχάς», τονίζει ο Ντυμόν, «να αναγνωρίσουμε στο ναζισμό ένα νεωτερικό φαινόμενο,
μια αρρώστια βέβαια, αλλά αρρώστια του κόσμου μας, και όχι απλά ένα παραλογισμό
μερικών φανατικών, ένα αποτέλεσμα ποικίλων ιστορικών αιτίων ή εκτροχιασμού ενός
ολόκληρου έθνους».[xiv] Είναι μια αρρώστια, η
οποία «απορρέει από την προσπάθεια, σε μια κοινωνία όπου ο ατομικισμός είναι
βαθιά ριζωμένος και κυριαρχεί, να τον υπαγάγουν στην προτεραιότητα της
κοινωνίας ως ολότητας»[xv]. Μάλιστα, η ίδια η
βία του ναζιστικού κινήματος έχει τις ρίζες της σε αυτή την απόπειρα
υβριδικής διασταύρωσης και «διαποτίζει και τους ίδιους τους ηγέτες του, καθώς
είναι διαμελισμένοι ανάμεσα σε δυο αντικρουόμενες τάσεις».[xvi]
Υπάρχει ναζιστική ιδεολογία;
Για να
επαληθεύσει αυτή την πρότασή του, ο Ντυμόν χρειάστηκε βέβαια να την εντοπίσει
στην ίδια τη ναζιστική ιδεολογία. Εδώ,
είχε να αντιμετωπίσει το εξής πρόβλημα: από διάφορες απόψεις, ο ναζιστοφασισμός
φαίνεται να είναι τόσο πολύ απορροφημένος με την «ευέλικτη δράση» και τον άνευ
ηθικών διλημμάτων «πρακτικισμό» ώστε, πέρα από μια σειρά κατά βάση
οπορτουνιστικών προπαγανδιστικών δηλώσεων, να μη διαθέτει ένα συμπαγές δόγμα,
μια στέρεη ιδεολογία. Μάλιστα, στην εποχή του ήδη, πολλοί σημείωναν σχετικά ότι
στο ναζιστικό κόμμα υπήρχαν τόσες ιδεολογίες όσες και αρχηγοί, και πως οι πλέον
επιρρεπείς στην ιδεολογία ήταν υποβαθμισμένοι σε σχέση με τους πιο κυνικούς
πρακτικιστές. Είναι λοιπόν θεωρητικά ορθό να επιχειρεί κανείς εξηγήσεις του
ναζιστοφασισμού εστιάζοντας στην ιδεολογία του;
Το πρόβλημα αυτό
δεν είναι αμελητέο. Φαίνεται πράγματι να υπάρχει εδώ ένα κομβικό σημείο του ναζιστοφασισμού.
Είδαμε λ.χ. ότι ο Ζακ Ελλύλ εντόπιζε ως κοινό σημείο του ναζισμού με το
φιλελευθερισμό την απόδοση προτεραιότητας στη μέθοδο έναντι του ιδεώδους και
την απόρριψη μιας συστηματικής θεωρίας, ενός συνεκτικού δόγματος. Έτσι,
σημείωνε πως «ο φασίστας ηγέτης δεν
είναι παρά ο άνθρωπος που καταπιάνεται με το να ενσαρκώσει όλους τους κοινούς
τόπους, τους οποίους τα πλήθη έχουν ήδη
αποδεχτεί, και γεννιέται αφότου ο
φασισμός έχει καταστεί αναγκαίος».[xvii] Μάλιστα, διέκρινε πιο
συγκεκριμένα πως «η εδραίωση του φασισμού ακολουθεί τα εξής κατά σειράν στάδια:
δημιουργία μιας φασίζουσας νοοτροπίας — λήψη μέτρων φασιστικού τύπου— Φασισμός
— δημιουργία ενός δόγματος»[xviii]. Γι’ αυτό το λόγο πρότεινε ότι μόνο «μέχρις
ενός σημείου έχει νόημα να δει κανείς το φασισμό μέσα από την ιδεολογία του
[αφού] το φασιστικό δόγμα είναι ένα εξωτερικό στοιχείο του φασισμού, το οποίο
προστίθεται σε αυτόν εκ των υστέρων για να εξωραΐζει την πρόσοψή του, χωρίς να
είναι αναγκαίο για την ύπαρξή του».[xix]
Από τη δική του πλευρά, ο Ντυμόν συμφωνεί έως ενός σημείου με τον Ελλύλ. Επισημαίνει και αυτός ότι ο εκφασισμός στο επίπεδο των συλλογικών
παραστάσεων προηγείται της εμφάνισης του ναζιστικού δόγματος, τονίζοντας πως «η
δημοτικότητα του Φύρερ θα ήταν ακατανόητη, αν δεν ήταν κατά κάποιο τρόπο και σε
κάποιο πεδίο αντιπροσωπευτικός τύπος του σύγχρονου Γερμανού και, πλατύτερα, του
σύγχρονου ανθρώπου».[xx] Παρ’ όλα αυτά, θεωρεί πως
η ιδεολογία είναι υπαρκτή στο ναζισμό και ότι μπορούμε να τον καταλάβουμε
καλύτερα εάν την ερευνήσουμε.
Πράγματι,
μελετώντας το Mein Kampf (1924-1926), την πασίγνωστη «βίβλο» του Χίτλερ,
ο Ντυμόν εντοπίζει δυο κύρια δεδομένα. Από τη μια πλευρά, ένα πλήθος
διαφορετικών χαρακτηριστικών, ατομικιστικής από τη μια και ολιστικής από την
άλλη έμπνευσης, τα οποία διαποτίζουν αυτό το βιβλίο προπαγάνδας και
συνδυάζονται εντός του σε ένα υβριδικό σύνολο. Θα δούμε στην πορεία τη σημασία
τους.
Από την άλλη, ένα
μικρό αριθμό αλληλένδετων ιδεών, γύρω από τις οποίες υφαίνεται «μια λίγο-πολύ
ομόφωνη πίστη, η οποία προσανατολίζει τη δράση», δηλαδή σαφώς μια ιδεολογία: π.χ.
ιδέες όπως το «πρωτείο της δράσης», ή η έννοια του μοναδικού και υπέρτατου
«αρχηγού-οδηγητή» (Führer) και η προσήλωση στο πρόσωπό του, η οποία αποτελεί
την έσχατη αναφορά και αντικαθιστά αυτό που αλλού είναι η «αλήθεια», ή η «λογική».
Μάλιστα, όπως παρατηρεί, το ίδιο το Mein Kampf μάς δίνει μια σαφή
ένδειξη για τη θέση της ιδεολογίας μέσα στο ναζιστικό κίνημα από το γεγονός ότι
ο Χίτλερ εξηγεί εκεί, πως «η βία δεν μπορεί από μόνη της να καταστρέψει μια
κοσμοθεωρία και [ότι] για να καταστραφεί μια κοσμοθεωρία πρέπει να της αντιταχθεί
μια άλλη κοσμοθεωρία». Δεν υπάρχει βεβαίως αμφιβολία ότι, στη συσχέτιση που
κάνει μεταξύ της ισχύος και της ιδεολογικής δικαίωσής της, ο Χίτλερ δίνει
προτεραιότητα στην ισχύ έναντι της ιδέας. Παρ’ όλα αυτά, πρόκειται για μια
προτεραιότητα ιδεολογική, την οποία έρχεται να συνδράμει και να
εδραιώσει ο ρατσισμός γενικά και ο αντισημιτισμός ειδικότερα.
Επομένως, υπάρχει
ναζιστική ιδεολογία και μπορούμε, εξετάζοντάς την, να εξηγήσουμε
καλύτερα το φαινόμενο του σύγχρονου φυλετισμού. Δεδομένου ότι κεντρική σημασία
αυτής της ιδεολογίας είναι ο φυλετικός αντισημιτισμός, Φτάσαμε λοιπόν εδώ σε άμεση επαφή με το
ζήτημά μας. Θα το αδράξουμε μέσα από μια ερώτηση: Γιατί ο ρατσισμός και ο
αντισημιτισμός παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στη ναζιστική ιδεολογία;
Η απάντηση που προτείνεται
εδώ είναι η εξής: ο ναζιστοφασισμός στράφηκε σε αυτήν την έννοια, διότι
επιδίωξε να φτιάξει ένα μαζικό κίνημα
όντας ποτισμένος μέχρι το μεδούλι του στο μοντέρνο ατομικισμό και
την ιδέα της πάλης για την αυτοσυντήρηση και την ισχύ.
Αυτό οφείλουμε
τώρα να εξηγήσουμε.
Φυλετισμός…
Ο αντισημιτισμός
του Χίτλερ και των οπαδών του είναι πασίγνωστος. Πρέπει όμως εδώ να προσεχθεί
το εξής: ο ναζιστικός αντισημιτισμός, παρ’ όλο που συνδυάζει προπαγανδιστικά
όλες τις προϋπάρχουσες μορφές αντισημιτισμού, δεν είναι πλέον θρησκευτικός αλλά
ένας καθαρά φυλετικός αντισημιτισμός. Μάλιστα, η μετάβαση από ένα θρησκευτικό
σε ένα φυλετικό αντισημιτισμό είναι ένα σημείο στο οποίο ο Χίτλερ επιμένει. Διαβάζουμε
πράγματι στο Mein Kampf: «Οι Εβραίοι
ήταν ανέκαθεν ένας λαός με σαφή φυλετικά χαρακτηριστικά. Ποτέ δεν ήταν μια
θρησκευτική κοινότητα. (…) Και από το πρωταρχικό και μέγιστο ψέμα, ότι δήθεν
ήταν μια θρησκευτική κοινότητα και όχι μια φυλή, απορρέουν όλα τα άλλα ψέματα».[xxi] Και πάλι: «Η
ίδια τους η ύπαρξη στηρίζεται σε ένα και πρωταρχικό ψέμα, ότι δηλαδή είναι μια
θρησκευτική κοινότητα, ενώ στην πραγματικότητα είναι μια φυλή. Και τι φυλή!».[xxii]
Πού οφείλεται η
εμμονή του Χίτλερ στον φυλετισμό; Ασφαλώς, η μετάβαση στον φυλετικό
αντισημιτισμό τού επιτρέπει να παρουσιάσει τον αγώνα του σαν αγώνα μιας
«ανώτερης» φυλής, της Αρίας, εναντίον μιας φυλής «κατώτερης» και από κάθε άποψη
«διεφθαρμένης». Γιατί όμως συγκεντρώνει όλη τη δύναμη πυρός του στην έννοια της
φυλής;
Εδώ, ο Ντυμόν υπενθυμίζει
κάτι κρίσιμο. Πρόκειται για το γεγονός ότι, σύμφωνα με τον ίδιο τον Χίτλερ, ο
ναζισμός έπρεπε να είναι πρωτίστως μια απάντηση στο μαρξισμό, ο οποίος
στα χρόνια του επηρέαζε τεράστιες λαϊκές μάζες. Αυτό είναι ξεκάθαρο στο Mein Kampf: «Η δεξαμενή από
την οποία το νεαρό κίνημά μας πρέπει να αντλήσει τα μέλη του, είναι πρώτα-πρώτα
οι εργατικές μάζες. Πρέπει να ελευθερώσουμε αυτές τις μάζες από τη διεθνιστική παραφροσύνη.
Πρέπει να εξαλείψουμε την κοινωνική θλίψη τους (…) ώστε να μεταμορφωθούν σε ένα
αποφασισμένο στοιχείο, που θα εμπνέεται από εθνικές ιδέες, εθνικά αισθήματα και
εθνική θέληση υπέρ της λαϊκής κοινότητας».[xxiii]
Το πολιτικό του
ένστικτο ωστόσο, έδειξε στον Χίτλερ ότι, κατά την περίοδο εκκόλαψης του
κινήματός του τουλάχιστον, δεν θα ήταν καλό να ξεκινήσει με μια κατά μέτωπο στις
θέσεις του μαρξισμού, αλλά να τις αντιμετωπίσει πλαγίως. Να παρουσιάσει δηλαδή και
αυτός ένα εξηγητικό σχήμα τόσο των κοινωνικών προβλημάτων του καιρού όσο και
της ιστορίας, βάζοντας στη θέση του μαρξιστικού προλεταριάτου και της ιστορικής
αποστολής του ένα άλλο συλλογικό υποκείμενο με διαφορετική αποστολή, πάντοτε
όμως «λυτρωτικής» φύσης μέσα στην ιστορία. Έτσι, ανέθεσε στην έννοια της φυλής
ένα ρόλο «ομόλογο με αυτόν που έχει η έννοια της κοινωνικής τάξης στο
μαρξισμό, με τη φιλοδοξία να αντικαταστήσει την ταξική πάλη με τη φυλετική».[xxiv]
Σε όλο το Mein Kampf, αλλά ειδικότερα στο 11ο κεφάλαιο του Α΄ τόμου με τίτλο «Ο Λαός
και η Φυλή», αυτό είναι παραπάνω από σαφές. Διαβάζουμε λ.χ.: «Η πρόοδος της
ανθρωπότητας μπορεί να παρομοιαστεί με το ανέβασμα μιας σκάλας. Για να φτάσεις
το ανώτερο επίπεδο πρέπει οπωσδήποτε να σκαρφαλώσεις το κατώτερο. Αυτό το δρόμο
χρειάστηκε να ακολουθήσει και η Άρια φυλή, ένα δρόμο που της τον έδειξε η καλή της
αίσθηση της πραγματικότητας και όχι οι μοντέρνες πασιφιστικές ονειροφαντασίες».[xxv] «Αν χωρίσουμε την
ανθρωπότητα σε τρεις κατηγορίες —ιδρυτές πολιτισμού, φορείς πολιτισμού,
καταστροφείς πολιτισμού—, θα δούμε ότι την πρώτη κατηγορία την εκπροσωπεί
αποκλειστικά και μόνον η Άρια φυλή. Αυτή η φυλή έβαλε τα θεμέλια και ύψωσε τα
τείχη κάθε σπουδαίας δομής στον ανθρώπινο πολιτισμό».[xxvi] «Όλοι οι μεγάλοι
πολιτισμοί του παρελθόντος παρήκμασαν επειδή παρήκμασε η φυλή που τους
δημιούργησε όταν μολύνθηκε το αίμα της».[xxvii] «Η δηλητηρίαση του
αίματος και η φυλετική αλλοίωση είναι οι αιτίες κατάρρευσης των αρχαίων
πολιτισμών».[xxviii]
«[Η] τελική και βαθύτερη αιτία της κατάρρευσης της παλιάς Αυτοκρατορίας [ενν.
της πρωσικής] βρίσκεται στο ότι παραγνώρισε το φυλετικό πρόβλημα και τη
σημασία του στην ιστορική ανάπτυξη των λαών».[xxix] κ.ο.κ.
Ο Χίτλερ
αγωνιούσε λοιπόν να θεμελιώσει και
ενισχύσει την φυλή ως αξία στο επίπεδο των λαϊκών παραστάσεων, προκειμένου να πάρει σε μια πρώτη φάση την
ιδεολογική και σε μια δεύτερη την πολιτική εξουσία στη χώρα του. Χαρακτηριστικός
είναι εξάλλου ο τρόπος με τον οποίον προσπάθησε να εγκολπωθεί πλαγίως και δυο
άλλες έννοιες σχετικές με τη συλλογική ταυτότητα —τις έννοιες «λαός» και
«έθνος»— προσδίδοντάς τους καθαρώς φυλετική χροιά, δηλαδή απομειώνοντας
οτιδήποτε εντός τους μπορούσε να παρουσιάζει τη συλλογική κοινωνική οντότητα με
όρους που υπερέβαιναν το «φυσικό-βιολογικό» και τη «συγγένεια αίματος». Είχε
εδώ ένα σοβαρό πρόβλημα, αφού με πολλή στενοχώρια διαπίστωνε πως ο γερμανικός
λαός (Volk) «αποτελείται από τέσσερα φυλετικά στοιχεία» και ότι, «δυστυχώς,
το γερμανικό έθνος (Volksturm) μας δεν εδράζεται πάνω σε ενιαίο φυλετικό
πυρήνα».[xxx]
… και
αντισημιτισμός
Ωστόσο, η έννοια
της φυλής έχει ένα σοβαρό πρόβλημα, που δεν διέφυγε του Χίτλερ. Δεν μπορούσε να
παίξει ικανοποιητικά το ρόλο του υποκατάστατου της μαρξιστικής έννοιας της κοινωνικής
τάξης, διότι, όπως υπογραμμίζει ο Ντυμόν, η φυλή «απλώς παρατάσσει σε μια
γραμμή ένα πλήθος ατόμων που σαν τέτοια δεν έχουν καν στην καθημερινή ζωή την
αλληλεγγύη, που μπορούν να παρουσιάσουν τα μέλη της ίδιας κοινωνικής τάξης,
π.χ. οι εργάτες ως εργάτες στους διεκδικητικούς αγώνες τους».[xxxi]
Αυτή την πολιτική
αδυναμία ήρθε να αποκαταστήσει ο αντισημιτισμός με την υπόδειξη ενός φυλετικού
αποπομπαίου τράγου[xxxii]. Ας θυμηθούμε εδώ τον Réné Girard.[xxxiii]
Όταν μια κοινωνία, ή και μια μικρότερη ομάδα, πέφτει σε εσωτερική κρίση, δηλαδή
σε μια κατάσταση όπου οριακά «όλοι στρέφονται εναντίον όλων», τότε είτε
καταρρέει ολοκληρωτικά και χάνεται, είτε «ξεθυμαίνει» με την υπόδειξη
αποπομπαίων τράγων, που υποδεικνύονται ως υπεύθυνοι για την κρίση αυτή και έτσι
η ομάδα ενώνεται και πάλι στρεφόμενη εναντίον τους. Με αυτό τον τρόπο η
κοινωνία ή η ομάδα επαναπροσδιορίζει τη συλλογική της ταυτότητα,
προσδιορίζοντας ταυτόχρονα, μέσω μαζικών τελετουργικών, ποια ήταν η «αρρώστια»
με την οποία οι αποπομπαίοι θέλησαν να την «μιάνουν». Αλλά βέβαια, σε κάθε
περίπτωση χρειάζεται να έρθει κάποιος και να υποδείξει τον
αποπομπαίο τράγο, κάποιος δηλαδή που «θα ξεκινήσει το λιθοβολισμό».
Αυτός ο κάποιος
ήταν εδώ ο Χίτλερ και το κόμμα του. Η ομάδα που κατ’ αυτούς κινδύνευε, ήταν η φυλή,
η Άρια φυλή. Το όνομα της «ασθένειας» ήταν «δηλητηρίαση του αίματος». Και
μιάσματα, οι κάθε λογής «δηλητηριαστές του αίματος»: οι ανάπηροι, οι τσιγγάνοι,
οι ομοφυλόφιλοι, οι μαρξιστές, αλλά πρώτα και πάνω απ’ όλους, οι
Εβραίοι, οι πιο επικίνδυνοι όλων των «μιασμάτων» ακριβώς επειδή, κατά τον Χίτλερ, ήταν και αυτοί μια φυλή —μια
«κατώτερη και παρασιτική φυλή»,[xxxiv] η οποία «από αμνημονεύτων
χρόνων ήξερε καλύτερα από τον καθένα πώς να χρησιμοποιούν τη συκοφαντία και το
ψέμα»,[xxxv] όντας «το ακριβώς
αντίθετο των Αρίων»![xxxvi]
Μέσα από
την αποπομπή των Εβραίων ως φυλή και ως φυλετική προσωποποίηση
του κακού, ο ναζιστικός φυλετισμός παρουσιάστηκε σαν ένα θετικό δόγμα, σαν μια
θετική αξία στο πεδίο των συλλογικών παραστάσεων, παίρνοντας εκεί τη θέση της μαρξιστικής
έννοιας της επαναστατικής εργατικής τάξης. Η μάχη για την κατάκτηση του
ιστορικού ορίζοντα δεν ανήκει πια στο προλεταριάτο: «Αρκεί να παρέμβουμε
καθαρτικά εμείς, η Άρια φυλή, για να ξαναπάρει η Ιστορία το φυσικό της δρόμο» —αυτό ήταν το μήνυμα.
«Οπισθοδρομικά» στοιχεία του σύγχρονου
φυλετισμού
Εάν όμως όλη η
έγνοια του Χίτλερ και του ναζιστοφασισμού επικεντρώνεται στην ανάδειξη ενός συλλογικού
υποκειμένου —και μάλιστα τόσο ολοκληρωτικού—, τότε πώς είναι δυνατόν να τον
θεωρήσουμε ως ένα νεωτερικό φαινόμενο; Πού εντοπίζεται ο ατομοκεντρισμός του;
Δεν είναι πολύ πιο λογικό και απλό να παραμείνουμε στη διαδεδομένη άποψη ότι
πρόκειται για ένα φαινόμενο οπισθοδρόμησης σε προνεωτερικές εποχές κοινωνικού
«ολισμού»;
Το ερώτημα είναι
εύλογο. Καταρχήν, το γεγονός ότι ο Χίτλερ δεν σταματάει να μιλά για την
«αριστοκρατική αρχή [principle]», που υποτίθεται ότι διέπει τη Φύση, δεν
φανερώνει άραγε οπισθοδρομισμό; Λέει λ.χ. ότι «Η Εβραϊκή θεωρία του μαρξισμού
απορρίπτει την αριστοκρατική αρχή της Φύσης»,[xxxvii] ενώ η «υγιής» έννοια
του Völkisch [έθνος-φυλή] χωρίζει την ανθρωπότητα σε
ανώτερες και κατώτερες φυλές […] και τιμά την αλήθεια ότι η αρχή που στηρίζει
όλες τις διεργασίες της Φύσης, είναι η αριστοκρατική αρχή,
υποστηρίζοντας μάλιστα ότι αυτός ο νόμος ισχύει πλήρως ακόμα και στο επίπεδο
του τελευταίου ατόμου».[xxxviii] Ή: «Μια Κοσμοθεώρηση
που αποκηρύσσει τη δημοκρατική αρχή στη διακυβέρνηση των μαζών και στοχεύει να
παραδώσει αυτό τον κόσμο στους καλύτερους —δηλαδή στην άριστη ποιότητα της
ανθρωπότητας—, πρέπει να εφαρμόσει αυτή την αριστοκρατική αρχή
και στο επίπεδο των ατόμων εντός της λαϊκής κοινότητας».[xxxix]
Ακόμα
περισσότερο, αν δούμε τις ύβρεις που εξαπολύει ο Χίτλερ εναντίον των Εβραίων,
είναι πολύ λογικό να σκεφτούμε ότι πηγάζουν από ένα βαθύ «αντι-ατομικισμό», άρα
και «οπισθοδρομικό αντινεωτερισμό». Τον βλέπουμε πράγματι να τους κατηγορεί ασταμάτητα
ότι, «αντίθετα από τους Άριους [οι οποίοι] πρόθυμα
υποτάσσουν το Εγώ τους στο κοινό καλό και όποτε υπάρχει ανάγκη θυσιάζουν και τη
ζωή τους για την κοινότητα»[xl], οι Εβραίοι διέπονται «από
το ένστικτο της ατομικής αυτοσυντήρησης μόνο. […] Συσπειρώνονται
δηλαδή σαν τα αγελαία ζώα την ώρα του κινδύνου κι έπειτα, όταν περάσει ο
κίνδυνος, σκορπίζουν»[xli].
Ωστόσο, ο Ντυμόν
μάς συμβουλεύει να είμαστε προσεκτικοί, διότι η εντύπωση αυτή είναι τελείως εσφαλμένη.
Στην πραγματικότητα, λέει, «ο Χίτλερ
πρόβαλε πάνω στους Εβραίους την ατομικιστική ροπή, την οποία αισθανόταν ο
ίδιος να απειλεί εντός του την ‘‘άρια’’ αφοσίωσή του στην κοινότητα».[xlii]
Με άλλα λόγια, αυτό που έκανε τον Χίτλερ να θέσει ως ύψιστη έννοια την ιδέα της
φυλής και της φυλετικής πάλης, είναι ο βαθύτατα μοντέρνος ατομικισμός του.
«Μοντέρνα»
στοιχεία του σύγχρονου φυλετισμού
Ας το εξετάσουμε.
Πρώτα-πρώτα, σε ό,τι αφορά την επίκληση της «αριστοκρατικής αρχής», εάν
προσέξουμε θα διαπιστώσουμε ότι αυτό με αυτό τον όρο ο Χίτλερ εκφράζει την
πίστη του σε ένα κατεξοχήν νεωτερικό ιδεολόγημα, τον κοινωνικό δαρβινισμό:
«ο ισχυρός θριαμβεύει πάνω στον αδύναμο, λέει ο Χίτλερ· και εδώ βρίσκεται το
μέτρο των αξιών. Έχουμε δηλαδή την αναγωγή του συσχετισμού δυνάμεων σε ηθική
αρχή, την ανύψωση της ισχύος σε αξία —μια σαφή αντιστροφή της ‘‘αριστοκρατικής
αρχής’’».[xliii]
Διαβάζουμε πράγματι στο Mein Kampf μια σειρά από φρικώδεις δηλώσεις ααποθέωσης της ωμής ισχύος: «Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης
οδήγησε τους Γερμανούς να υπερασπιστούν αποφασιστικά τον εαυτό τους εναντίον
του εγγλέζικου φιλελευθερισμού· οι οικονομικές βλέψεις ήρθαν αργότερα και είχαν
δευτερεύουσα σημασία γι’ αυτούς».[xliv] «Κανείς δεν αμφιβάλλει
ότι μια μέρα αυτός ο κόσμος θα γίνει θέατρο σκληρών συγκρούσεων για την ύπαρξη
του ανθρώπινου είδους. Αλλά στο τέλος, το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και μόνον
αυτό θα θριαμβεύσει».[xlv] «Το ένστικτο
αυτοσυντήρησης του είδους είναι ο πρώτος λόγος του σχηματισμού των ανθρώπινων
κοινοτήτων. Γι’ αυτό το λόγο το Κράτος είναι ένας φυλετικός οργανισμός και όχι
ένας οικονομικός οργανισμός».[xlvi] «Αυτό που θέλει η Φύση,
είναι επιλεκτικές βελτιώσεις της ζωής γενικά. Ευνοϊκή προϋπόθεση γι’ αυτές τις
βελτιώσεις είναι λοιπόν να μην ζευγαρώνουν άτομα ανώτερης τάξης με άτομα
κατώτερης τάξης, αλλά να διασφαλίζεται ο πλήρης θρίαμβος της ανώτερης τάξης. Ο
ισχυρότερος πρέπει να κυριαρχεί και να μην ζευγαρώνει με τον κατώτερο, διότι
έτσι θα θυσίαζε την ανώτερη φύση του».[xlvii] «Η πάλη που
φέρνει αντιμέτωπα τα διάφορα είδη δεν οφείλεται τόσο σε κάποια βαθιά αντιπάθεια
όσο στην πείνα και τον έρωτα. Και στις δυο περιπτώσεις, αδέκαστος κριτής είναι
η Φύση. Η πάλη για το καθημερινό ψωμί οδηγεί στην ήττα κάθε αδύναμο ή ασθενές ή
δειλό πλάσμα. Και η πάλη του αρσενικού για την κατάκτηση του θηλυκού. […] Η
πάλη είναι πάντοτε το μέσον για την ανάπτυξη της υγείας και της δύναμης του
είδους».[xlviii] «Αν η Φύση
απεχθάνεται να ζευγαρώνουν τα κατώτερα άτομα με τα ανώτερα, πολύ περισσότερο απεχθάνεται
την ανάμειξη μιας ανώτερης φυλής με μια κατώτερη».[xlix]— κ.ο.κ.
Κατόπιν, οι
αδιάκοπες επικλήσεις του Χίτλερ και του σύγχρονου φυλετισμού γενικότερα στο
ένστικτο της αυτοσυντήρησης, φανερώνουν ότι κατ’ αυτούς έσχατη αλήθεια της
ανθρωπότητας είναι η πάλη για το συμφέρον, την ισχύ, την εξουσία και την
κυριαρχία. Όμως, όπως διευκρινίζει ο Ντυμόν, «ο υπερτονισμός της πάλης για τη
ζωή (και για την κυριαρχία) μεταφράζει ακριβώς την ατομικιστική καταξίωση και
την ατομικιστική άρνηση των συλλογικών πίστεων».[l]
Με τα λόγια του ίδιου του Χίτλερ: «Ο πολιτισμός και η κουλτούρα εξαρτώνται από τους ανθρώπους, και όχι το αντίστροφο. Επομένως, για να συντηρηθεί μια κουλτούρα, πρέπει πρωτίστως να συντηρηθεί ο άνθρωπος που την έχει δημιουργήσει. Αλλά αυτό συνδέεται άρρηκτα με τον αδυσώπητο νόμο, σύμφωνα με τον οποίον ο ισχυρότερος και ο καλύτερος είναι εκείνος που θριαμβεύει και έχει το δικαίωμα να συντηρηθεί».[li] «Όταν η γενετήσια ικανότητα φθίνει και μειώνεται ο αριθμός των γεννήσεων, τότε η φυσική πάλη για την ύπαρξη, η οποία επιτρέπει μόνο σε υγιή και δυνατά άτομα να επιβιώσουν, αντικαθίσταται από την τρελή μανία “διάσωσης” με κάθε κόστος των αδύναμων, ή ακόμα και των ανάπηρων πλασμάτων».[lii] «Το κίνημά μας […] δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάει ότι όλες οι ανθρώπινες αξίες στηρίζονται σε προσωπικές αξίες, και ότι όλες οι ιδέες και όλα τα επιτεύγματα είναι καρπός της δημιουργικής δύναμης ενός μόνο ανθρώπου».[liii] «Όλες οι εφευρέσεις είναι καρποί της δημιουργικότητας του ατόμου».[liv]
Με τα λόγια του ίδιου του Χίτλερ: «Ο πολιτισμός και η κουλτούρα εξαρτώνται από τους ανθρώπους, και όχι το αντίστροφο. Επομένως, για να συντηρηθεί μια κουλτούρα, πρέπει πρωτίστως να συντηρηθεί ο άνθρωπος που την έχει δημιουργήσει. Αλλά αυτό συνδέεται άρρηκτα με τον αδυσώπητο νόμο, σύμφωνα με τον οποίον ο ισχυρότερος και ο καλύτερος είναι εκείνος που θριαμβεύει και έχει το δικαίωμα να συντηρηθεί».[li] «Όταν η γενετήσια ικανότητα φθίνει και μειώνεται ο αριθμός των γεννήσεων, τότε η φυσική πάλη για την ύπαρξη, η οποία επιτρέπει μόνο σε υγιή και δυνατά άτομα να επιβιώσουν, αντικαθίσταται από την τρελή μανία “διάσωσης” με κάθε κόστος των αδύναμων, ή ακόμα και των ανάπηρων πλασμάτων».[lii] «Το κίνημά μας […] δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάει ότι όλες οι ανθρώπινες αξίες στηρίζονται σε προσωπικές αξίες, και ότι όλες οι ιδέες και όλα τα επιτεύγματα είναι καρπός της δημιουργικής δύναμης ενός μόνο ανθρώπου».[liii] «Όλες οι εφευρέσεις είναι καρποί της δημιουργικότητας του ατόμου».[liv]
Αυτή η βαθύτερη βεβαιότητα
του Χίτλερ λοιπόν, ότι τα πραγματικά υποκείμενα (ή τελοσπάντων τα κυριότερα)
είναι τα βιολογικά άτομα που παλεύουν για την επιβίωση, και τα οποία υποτίθεται
ότι προηγούνται των σχέσεων τις οποίες συνάπτουν, δηλαδή της κοινωνίας
ως σύνολο, είναι ακριβώς η βαθύτερη βεβαιότητα του ατομικισμού και του νεωτερικού
κόσμου μας στο σύνολό του.
Τέλος, ο Ντυμόν
μάς καλεί να προσέξουμε εδώ κάτι ιδιαίτερα αποκαλυπτικό. Πρόκειται για το
γεγονός ότι στην πραγματικότητα ο Χίτλερ δεν πίστευε σε καμιά απολύτως αξία.
Τα ίδια του τα γραπτά φανερώνουν έναν άνθρωπο βαθιά σκεπτικιστή και συνάμα
κυνικό, δηλαδή ένα τυπικό άνθρωπο της εποχής μας, που όλα αυτά τα θεωρεί
απλώς σαν αγωγούς κρυφών συμφερόντων και
τα αντιμετωπίζει ξεκάθαρα σαν εργαλεία για την απόκτηση ισχύος και την
καθυπόταξη των άλλων σε αυτήν.[lv]
Εδώ λοιπόν, εντοπίζεται
το κύριο γεγονός μέσω του οποίου ο Χίτλερ, με μια μορφή που ασφαλώς την είχαν
εντείνει στο έπακρο οι εμμονές του, αντιπροσώπευσε τον καιρό του και εξέφραζε
τις βασικές παραστάσεις ενός πλήθους ανθρώπων ποικίλης κοινωνικής προέλευσης,
αφού πραγματικά «δεν έκανε τίποτε άλλο από το να ωθήσει ως την έσχατη προέκτασή
τους παραστάσεις κοινότατες στην εποχή μας: την ‘‘πάλη όλων εναντίον όλων’’,
την κοινοτοπία αυτής της χοντροκοπιάς, ή το πιο εκλεπτυσμένο ισοδύναμό της, τη
μειωτική περιστολή του πολιτικού στοιχείου στην έννοια της ισχύος».[lvi]
Η «φυλή» ως μια
έκφραση του μοντέρνου ατομικισμού
Φέρνοντας λοιπόν
στην επιφάνεια τον ατομικισμό που ενυπάρχει ακμαιότατος μέσα στο
ναζιστοφασισμό, μπορούμε να απαντήσουμε μάλλον καλύτερα στο κρίσιμο ερώτημα για
τον κεντρικό ρόλο που παίζει εκεί η έννοια της «φυλής» και κατ’ επέκταση ο φυλετισμός.
Ο ναζιστοφασισμός στράφηκε και στρέφεται σε
αυτήν την «ολιστική» έννοια, διότι επεδίωξε και επιδιώκει να φτιάξει ένα μαζικό
κίνημα, δηλαδή να εγείρει εικόνες συλλογικής μέθεξης, όντας ποτισμένος
μέχρι το μεδούλι του στο μοντέρνο ατομικισμό. Σε τελική ανάλυση, τι άλλο
από άτομο είναι αυτή η περίκλειστη στην βιολογική «καθαρότητά» της
«φυλή»; Τι άλλο από ένα ατομικό δείγμα του ανθρώπινου είδους, όπως είναι
το πραγματικό εμπειρικό άτομο;
Θα έλεγε ίσως κανείς, ότι δεν είναι ακριβώς
άτομο αλλά «συλλογικό άτομο». Μα πρώτα-πρώτα, η έννοια αυτή είναι οπωσδήποτε
άτοπη και σαφώς παραπέμπει σε κάτι το υβριδικό. Οι συλλογικότητες δεν είναι …
γιγαντιαία άτομα, όπως συχνά το φαντάζεται ο μοντέρνος ατομικισμός. Κι αυτό που
ενώνει τα επιμέρους, εμπειρικά άτομα σε μια συλλογικότητα, ομάδα ή κοινωνία,
δεν είναι ασφαλώς το «αίμα», αλλά μια πολύ πραγματική συμβολική
κοινότητα, μια κοινότητα στο πεδίο του συμβολικού και του θεσμικού.
Στην ουσία λοιπόν, ο ναζιστοφασισμός αντλεί
την υπόστασή του από το δομικό υβριδισμό του νεωτερικού κόσμου, δηλαδή
από την ανάγκη του να παράγει «διασταυρώσεις» του ατομικισμού με κελύφη
κοινωνικού ολισμού ώστε να αναπληρώσει το κενό —ακριβέστερα: να γεμίσει το μηδέν—
που ο κόσμος αυτός επιφύλαξε στη θέση του κοινωνικού.
Ο Ντυμόν το
υπογραμμίζει: «Το μόνο κατάλοιπο “ολισμού” που θα μπορούσε ο άγριος ατομικισμός του [του Χίτλερ] να ανεχτεί
στο πεδίο της κοινότητας, δεν ήταν άλλο από τη φυλή. Και αυτό διότι πίστευε πως
οι άνθρωποι σκέφτονται τα ίδια πράγματα και τουλάχιστον ιδεωδώς ζουν μαζί,
επειδή είναι ταυτόσημοι από φυσική, βιολογική και υλική άποψη».[lvii] Γι’ αυτό το λόγο
άλλωστε, διακηρύσσει ότι «το Κράτος είναι μια κοινότητα ζωντανών όντων, που
διαθέτουν ομοειδή (gleichartig) φύση και
πνευματικότητα, και είναι οργανωμένη με στόχο να εξασφαλίζει τη διατήρηση του
δικού τους είδους».[lviii]
Πράγματι, η αδυναμία
του να σκεφτεί το κοινωνικό με όρους άλλους από το φυσικό-βιολογικό, σχετίζεται
άμεσα με την πίστη του στον κοινωνικό δαρβινισμό και στην ιδέα της
αυτοσυντήρησης, και συνδέεται απευθείας με την ανικανότητά του να δει ότι η
κοινωνία ως «όλον» πάντοτε προηγείται των ατόμων και δεν προκύπτει ποτέ ως
άθροισμά τους. Και αυτή η αδυναμία αποτελεί ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά
της μοντέρνας, ατομικιστικής προσέγγισης στο κοινωνικό, από την οποία,
αναγκαστικά, διαφεύγει εντελώς η σύλληψη του κοινού ως κοινός λόγος, δηλαδή
ως ικανότητα θέσμισης σημασιών.
Από εδώ θα άξιζε
ίσως να σκεφτούμε δυο πράγματα. Πρώτον, ότι η αποπομπή της συλλογικής
(«ολιστικής» στο λεξιλόγιο του Ντυμόν) διάστασης του ανθρώπινου όντος είναι
τόσο μεγαλύτερη όσο μεγαλύτερη είναι η θριαμβολογική έπαρση του ατομικισμού του·
αλλά και τόσο πιο επικίνδυνη, δεδομένου ότι αποπομπή δεν σημαίνει επίλυση του
προβλήματος, αλλά συσκότισή του —και είναι γνωστό ότι μέσα από το σκοτάδι
ξεπροβάλλει πάντοτε ο αποπεμπόμενος με την πιο αποτρόπαια μορφή.
Και δεύτερον, ότι
μια πραγματικά αντισυστημική σύλληψη του προβλήματος σημαίνει μια πραγματικά
αντισυστημική σύλληψη της συλλογικής θέσμισης και της παρουσίας του ατόμου
εντός της. Μια τέτοια απόπειρα προϋποθέτει βεβαίως μια αντίληψη του
«υποκειμένου», η οποία θα είναι διαφορετική τόσο από την «ατομικιστική» όσο και
από τη στενά «ολιστική», και θα συλλαμβάνει καλύτερα το ζήτημα του συλλογικού
υποκειμένου.
Είμαστε πράγματι
σε θέση πλέον να γνωρίζουμε ότι βρίσκονται σε ιστορικό αδιέξοδο τόσο η
ιδέα του υποκειμένου τόσο ως «αυτοαναφορικό Άτομο» —το οποίο, από το όραμα του
ατόμου-πολίτη, έχει καταλήξει στο άτομο-ιδιώτη—, όσο και ως «Μέλος
συλλογικότητας», το οποίο, από το όραμα του οργανικού μέλος ενός ευρύτερου
σώματος, καταλήγει στην πραγματικότητα του δουλικού και πειθήνιου. Σε αυτό το
αδιέξοδο οφείλονται άλλωστε, κατά τη γνώμη μου, τόσο η επιβλητική εμφάνιση κατά
τις προηγούμενες δεκαετίες διαφόρων ιδεών που αρνούνται πλήρως της ίδιας της
έννοιας του υποκειμένου, όσο και η κατά καιρούς αναβίωση του ναζιστικού και
ρατσιστικού υβρίδιου στο δυτικό κόσμο.
Υπάρχει διέξοδος;
Πιθανόν. Σε κάθε περίπτωση, μια καινούργια ιδέα για το ανθρώπινο υποκείμενο,
για το ποιοι είμαστε σε τελική ανάλυση ως «ζώα πολιτικά», επιβάλλει να
ξανασκεφτούμε όχι «πριν», αλλά πέρα από το Άτομο.
Δεκέμβριος 2018
Γιάννης Δ.
Ιωαννίδης
Υποσημειώσεις
[i] Γνωρίζω ότι ο όρος μπορεί να
θεωρηθεί αδόκιμος, ή υπερβολικά ιδεολογικός, δεδομένων των υπαρκτών διαφορών
μεταξύ της γερμανικής και της ιταλικής εκδοχής του εθνικοσοσιαλισμού. Παρ’ όλα
αυτά, για το ζήτημα που μας απασχολεί και την ανάλυσή του αυτές οι διαφορές
είναι αμελητέες.
[ii] «The workers’ fight against Fascism», στην επιθεώρηση Living Marxism (τόμος 5, τχ 3, Χειμώνας 1941, σσ. 36-49), την οποία εξέδιδαν στις ΗΠΑ συμβουλιακοί κομμουνιστές, κυρίως εξόριστοι από τη ναζιστική τότε Γερμανία.
[iii] «Οι αντινομίες του αντιφασισμού», στο Δια Πυρός και Σιδήρου. Περί του ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου, μτφ Γιάννης Ευαγγέλου, Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2007.
[iv] Πολιτισμός χωρίς συνείδηση, μτφ Ευηνέλλα Αλεξοπούλου-Δημήτρης Μπάκουλης, Αθήνα: Ροές, 1995.
[v] Jacques Ellul, «Le Fascisme, fils du Libéralisme» («Ο φασισμός, υιός του φιλελευθερισμού»), επιθεώρηση Esprit, τχ 53, Παρίσι: Φεβρουάριος 1937, σ. 764.
[vi] Ό.π., σ. 768.
[vii] Ό.π., σ. 768-69.
[viii] Αρχικά, ως περίληψη μιας διάλεξης με τίτλο «Le racisme comme maladie de la société moderne», δημοσιεύτηκε στο Noroit, τχ 147 (Arras, 1970). Βλ. Λουί Ντυμόν, Δοκίμια για τον Ατομικισμό. Μια ανθρωπολογική προσέγγιση στη σύγχρονη ιδεολογία, μτφ Μπάμπης Λυκούδης, Αθήνα: Ευρύαλος, 1988, σσ. 155-194.
[ix] Βλ. L. Dumont, La Tarasque, Essai de description d'un fait local d'un point de vue ethnographique, Παρίσι: Gallimard, 1951 (1988).
[x] Λ. Βίτγκενσταϊν, Γλώσσα, Μαγεία, Τελετουργία, εισαγωγή-μετάφραση Κωστής Μ. Κωβαίος, Αθήνα: Εκδόσεις Καρδαμίτσα, 1990.
[xi] Homo hierarchicus : Le Système des castes et ses implications, Παρίσι: Gallimard, 1967.
[xii] Δοκίμια για τον Ατομικισμό, σ. 41.
[xiii] Louis Dumont, Homo Aequalis , Ι, Genèse et épanouissement de l' idéologie économique, Παρίσι: Gallimard, 1977.
[xiv] Δοκίμια για τον Ατομικισμό, σ. 158.
[xv] Homo Aequalis , σσ. 21-22.
[xvi] Ό.π., σ. 22.
[xvii] Ό.π., σ. 765.
[xviii] Jacques Ellul, στο ίδιο, σ. 764.
[xix] Ό.π., σ. 764.
[xx] Δοκίμια για τον Ατομικισμό, σ. 168.
[xxi] Adolf Hitler, Mein Kampf (My Struggle), τ. Α΄, μτφ. James Murphy (1939), σ. 254.
[xxii] Ό.π., σ. 197.
[xxiii] Ό.π., σ. 283.
[xxiv] Δοκίμια για τον Ατομικισμό, σ. 158.
[xxv] Mein Kampf, σ. 245.
[xxvi] Ό.π., σ. 241.
[xxvii] Ό.π., σ. 240.
[xxviii] Ό.π., σ. 246.
[xxix] Ό.π., σ. 271.
[xxx] Ό.π., σ. 328. Γι’ αυτό το λόγο άλλωστε, μην μπορώντας να εξομοιώσει εύκολα τους όρους Volk και το Volksturm με τη φυλή, ο Χίτλερ, όπως σημειώνει ο Ντυμό, προτίμησε μια διαφορετική έννοια, την völkisch, η οποία είχε αρχίσει να διαδίδεται από τους ρατσιστές και αντισημίτες παγγερμανιστές ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα ως το γερμανικό ισοδύναμο του «National», επιτρέποντας να λέγεται το «εθνικό» στα γερμανικά και όχι πλέον μέσω μιας λέξης ρωμανικής προέλευσης.
[xxxi] Δοκίμια για τον Ατομικισμό, σ. 190.
[xxxii] Βαστούμε τον όρο «αποπομπαίος» (αντί «αποδιοπομπαίος») από την εξαιρετική μετάφραση του βιβλίου του Ζιράρ Κεκρυμμένα από καταβολής, μτφ. Κωνσταντίνος Γ. Γκότσης, Αθήνα: Κουρής, 1994.
[xxxiii] Ρενέ Ζιράρ, Η Βία και το Ιερό. Το εξιλαστήριο θύμα, μτφ. Κωστής Παπαγιώργης, Αθήνα: Πλέθρον, 2017.
[xxxiv] Mein Kampf, σ. 131.
[xxxv] Ό.π., σ. 196.
[xxxvi] Ό.π., σ. 246.
[xxxvii] Ό.π., σ. 59.
[xxxviii] Ό.π., σ. 317.
[xxxix] Ό.π., σ. 365.
[xl] Ό.π., σ. 247.
[xli] Ό.π., σ. 250.
[xlii] Δοκίμια για τον Ατομικισμό, σ. 180 (τα πλάγια δικά μου).
[xliii] Ό.π., σ. 181.
[xliv] Mein Kampf, σ. 84.
[xlv] Ό.π., σ. 119.
[xlvi] Ό.π., σ. 131.
[xlvii] Ό.π., σ. 237.
[xlviii] Ό.π., σ. 237.
[xlix] Ό.π., σ. 238.
[l] Δοκίμια για τον Ατομικισμό, σ. 187.
[li] Mein Kampf, σ. 240.
[lii] Ό.π., σ. 117.
[liii] Ό.π., σ. 293.
[liv] Ό.π., σ. 366.
[lv] Μάλιστα, σε αυτή τη χιτλερική εξύψωση της ωμής πάλης για την αυτοσυντήρηση σε εξηγητική αρχή της ανθρώπινης ιστορίας και σε υπέρτατη αρχή της δράσης εδράζεται και ένα από τα πιο γνωστά συστατικά της ναζιστικής ιδεολογίας, ο εγκωμιασμός της θέλησης, για χάρη της οποίας η ειρήνη δεν τίποτε περισσότερο από μια συνέχιση του πολέμου με άλλα μέσα, και η νομιμότητα ένα απλό προσχηματικό μέσον.
[lvi] Δοκίμια για τον Ατομικισμό, σ. 191.
[lvii] Ό.π., σ. 189.
[lviii] Mein Kampf, σ. 131.
[ii] «The workers’ fight against Fascism», στην επιθεώρηση Living Marxism (τόμος 5, τχ 3, Χειμώνας 1941, σσ. 36-49), την οποία εξέδιδαν στις ΗΠΑ συμβουλιακοί κομμουνιστές, κυρίως εξόριστοι από τη ναζιστική τότε Γερμανία.
[iii] «Οι αντινομίες του αντιφασισμού», στο Δια Πυρός και Σιδήρου. Περί του ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου, μτφ Γιάννης Ευαγγέλου, Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2007.
[iv] Πολιτισμός χωρίς συνείδηση, μτφ Ευηνέλλα Αλεξοπούλου-Δημήτρης Μπάκουλης, Αθήνα: Ροές, 1995.
[v] Jacques Ellul, «Le Fascisme, fils du Libéralisme» («Ο φασισμός, υιός του φιλελευθερισμού»), επιθεώρηση Esprit, τχ 53, Παρίσι: Φεβρουάριος 1937, σ. 764.
[vi] Ό.π., σ. 768.
[vii] Ό.π., σ. 768-69.
[viii] Αρχικά, ως περίληψη μιας διάλεξης με τίτλο «Le racisme comme maladie de la société moderne», δημοσιεύτηκε στο Noroit, τχ 147 (Arras, 1970). Βλ. Λουί Ντυμόν, Δοκίμια για τον Ατομικισμό. Μια ανθρωπολογική προσέγγιση στη σύγχρονη ιδεολογία, μτφ Μπάμπης Λυκούδης, Αθήνα: Ευρύαλος, 1988, σσ. 155-194.
[ix] Βλ. L. Dumont, La Tarasque, Essai de description d'un fait local d'un point de vue ethnographique, Παρίσι: Gallimard, 1951 (1988).
[x] Λ. Βίτγκενσταϊν, Γλώσσα, Μαγεία, Τελετουργία, εισαγωγή-μετάφραση Κωστής Μ. Κωβαίος, Αθήνα: Εκδόσεις Καρδαμίτσα, 1990.
[xi] Homo hierarchicus : Le Système des castes et ses implications, Παρίσι: Gallimard, 1967.
[xii] Δοκίμια για τον Ατομικισμό, σ. 41.
[xiii] Louis Dumont, Homo Aequalis , Ι, Genèse et épanouissement de l' idéologie économique, Παρίσι: Gallimard, 1977.
[xiv] Δοκίμια για τον Ατομικισμό, σ. 158.
[xv] Homo Aequalis , σσ. 21-22.
[xvi] Ό.π., σ. 22.
[xvii] Ό.π., σ. 765.
[xviii] Jacques Ellul, στο ίδιο, σ. 764.
[xix] Ό.π., σ. 764.
[xx] Δοκίμια για τον Ατομικισμό, σ. 168.
[xxi] Adolf Hitler, Mein Kampf (My Struggle), τ. Α΄, μτφ. James Murphy (1939), σ. 254.
[xxii] Ό.π., σ. 197.
[xxiii] Ό.π., σ. 283.
[xxiv] Δοκίμια για τον Ατομικισμό, σ. 158.
[xxv] Mein Kampf, σ. 245.
[xxvi] Ό.π., σ. 241.
[xxvii] Ό.π., σ. 240.
[xxviii] Ό.π., σ. 246.
[xxix] Ό.π., σ. 271.
[xxx] Ό.π., σ. 328. Γι’ αυτό το λόγο άλλωστε, μην μπορώντας να εξομοιώσει εύκολα τους όρους Volk και το Volksturm με τη φυλή, ο Χίτλερ, όπως σημειώνει ο Ντυμό, προτίμησε μια διαφορετική έννοια, την völkisch, η οποία είχε αρχίσει να διαδίδεται από τους ρατσιστές και αντισημίτες παγγερμανιστές ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα ως το γερμανικό ισοδύναμο του «National», επιτρέποντας να λέγεται το «εθνικό» στα γερμανικά και όχι πλέον μέσω μιας λέξης ρωμανικής προέλευσης.
[xxxi] Δοκίμια για τον Ατομικισμό, σ. 190.
[xxxii] Βαστούμε τον όρο «αποπομπαίος» (αντί «αποδιοπομπαίος») από την εξαιρετική μετάφραση του βιβλίου του Ζιράρ Κεκρυμμένα από καταβολής, μτφ. Κωνσταντίνος Γ. Γκότσης, Αθήνα: Κουρής, 1994.
[xxxiii] Ρενέ Ζιράρ, Η Βία και το Ιερό. Το εξιλαστήριο θύμα, μτφ. Κωστής Παπαγιώργης, Αθήνα: Πλέθρον, 2017.
[xxxiv] Mein Kampf, σ. 131.
[xxxv] Ό.π., σ. 196.
[xxxvi] Ό.π., σ. 246.
[xxxvii] Ό.π., σ. 59.
[xxxviii] Ό.π., σ. 317.
[xxxix] Ό.π., σ. 365.
[xl] Ό.π., σ. 247.
[xli] Ό.π., σ. 250.
[xlii] Δοκίμια για τον Ατομικισμό, σ. 180 (τα πλάγια δικά μου).
[xliii] Ό.π., σ. 181.
[xliv] Mein Kampf, σ. 84.
[xlv] Ό.π., σ. 119.
[xlvi] Ό.π., σ. 131.
[xlvii] Ό.π., σ. 237.
[xlviii] Ό.π., σ. 237.
[xlix] Ό.π., σ. 238.
[l] Δοκίμια για τον Ατομικισμό, σ. 187.
[li] Mein Kampf, σ. 240.
[lii] Ό.π., σ. 117.
[liii] Ό.π., σ. 293.
[liv] Ό.π., σ. 366.
[lv] Μάλιστα, σε αυτή τη χιτλερική εξύψωση της ωμής πάλης για την αυτοσυντήρηση σε εξηγητική αρχή της ανθρώπινης ιστορίας και σε υπέρτατη αρχή της δράσης εδράζεται και ένα από τα πιο γνωστά συστατικά της ναζιστικής ιδεολογίας, ο εγκωμιασμός της θέλησης, για χάρη της οποίας η ειρήνη δεν τίποτε περισσότερο από μια συνέχιση του πολέμου με άλλα μέσα, και η νομιμότητα ένα απλό προσχηματικό μέσον.
[lvi] Δοκίμια για τον Ατομικισμό, σ. 191.
[lvii] Ό.π., σ. 189.
[lviii] Mein Kampf, σ. 131.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου