Σελίδες

19 Απριλίου 2019

Ρώσικος μυστικισμός και Οκτωβριανή επανάσταση: «Αναρχοβιοκοσμιστές», οι πρόγονοι του Τρανσχιουμανισμού;


Έκθεση στη Λέσχη της οδού Τσβέρσκαγια, 1927

 
Πώς μου ήρθε τώρα; Θυμάμαι πριν πολλά χρόνια είχε πέσει μια ορισμένη θυμηδία για να το πω ευγενικά με τις απόψεις περί UFO που είχε διατυπώσει ένα κάποτε σημαντικό στέλεχος του διεθνούς Τροτσκισμού, ο  Όμηρος Ρωμύλος Κριστάλι Φρασνέλι, γνωστός ως Χ. Ποσάδας, στο κείμενό του με τον τίτλο-σιδηρόδρομο «Ιπτάμενοι δίσκοι, η διαδικασία της ύλης και της ενέργειας, η επιστήμη, ο επαναστατικός αγώνας της εργατικής τάξης και το σοσιαλιστικό μέλλον της ανθρωπότητας» (Ιούνιος 1968), όπου διαβεβαίωνε, μεταξύ άλλων, ότι τα εξωγήινα όντα «έρχονται από ανώτερου τύπου κοινωνίες (…), μας επισκέπτονται χωρίς εχθρικές διαθέσεις (…) μόνο για να μας παρατηρήσουν», για να καταλήξει στην ανάγκη να απευθύνουμε ένα κάλεσμα προς αυτά τα ανώτερα όντα για χάρη μιας διαπλανητικής επανάστασης.

Ε λοιπόν, το ενδιαφέρον είναι πως ο Ποσάδας, δηλαδή αυτές οι αλλόκοτες ιδέες του, δεν έπεσαν από τον ουρανό μέσα στο επαναστατικό κίνημα. Για την ακρίβεια, παρόμοιες απόψεις, και μάλιστα πολύ πιο πλούσιες θα έλεγε κανείς τουλάχιστον σε φαντασία, είχαν διατυπωθεί μισό αιώνα νωρίτερα από τους Αναρχοβιοκοσμιστές, ένα παράξενο ρεύμα που διαδέχτηκε τους Ουνιβερσαλιστές αναρχικούς στη Λέσχη της οδού Τσβέρσκαγια, στη Μόσχα, όταν τους «μάντρωσαν» οι μπολσεβίκοι μετά την εξέγερση της Κροστάνδης (βλ. Αλεξάντερ Μπέρκμαν, «Ο μπολσεβίκικος μύθος», Πανοπτικόν). Βλέπετε, οι Αναρχοβιοκοσμιστές ήταν πολύ πιο φιλικοί απέναντι στους μπολσεβίκους απ’ ό,τι οι Ουνιβερσαλιστές, παρ’ όλο που και αυτοί θεωρούνταν από τους άλλους αναρχικούς κάτι σαν «αναρχοσοβιετικοί» ή «αναρχομπολσεβίκοι» (βλ. «Οι Ρώσοι αναρχικοί και ο εμφύλιος πόλεμος», στο συλλογικό «Αναρχικοί και μπολσεβίκοι στη ρώσικη επανάσταση», Αλεξάνδρεια).

Τι πρέσβευαν οι Αναρχοβιοκοσμιστές; Τίποτα λιγότερο από τη «διαπλανητική επανάσταση» (πλην επί του σοβιετικού εδάφους, όπως διευκρίνιζαν) και τίποτε λιγότερο από την επίτευξη της «φυσικής αθανασίας για όλους»!  

Πράγματι, ένας από τους πιο ενδιαφέροντες αναρχοβιοκοσμιστές, ο εικαστικός και ποιητής Αλεξάντρ Σβιατόγκορ, που πήρε ενεργό μέρος στη ρώσικη επανάσταση και στις δραστηριότητες της Προλετκούλτ πριν τον ξαποστείλει ο Στάλιν στα γκουλάγκ όπου και πέθανε, το δήλωνε απερίφραστα: 

«Το σημαντικότερο για εμάς είναι η αθανασία του ατόμου και η ζωή του μέσα στο σύμπαν. Έχουμε υψώσει αυτή την αξία σε σκοπό (…) [διότι] ο θάνατος υποβιβάζει τον άνθρωπο και ο φόβος του θανάτου τον κάνει δειλό, χαμερπή και ψεύτη (…) [ενώ] υπάρχει μέσα του και το υγιές ένστικτο της αθανασίας. (…) Σύμφυτη με την αξία της αθανασίας είναι για εμάς και η διαπλανητικότητα (…) το πώς θα γίνουμε πολίτες του σύμπαντος. (…) Η ταξική πάλη θα καταργήσει τις κοινωνικές διαιρέσεις και με τη βοήθεια της επιστήμης και της τεχνολογίας θα απαντήσει στα ζητήματα του βιοκοσμισμού» («Οι απόψεις μας», στο περιοδικό «Βιοκοσμιστής», τχ 1, Μάρτιος 1922).  

Βέβαια, θα ήταν μεγάλη παράλειψη αν δεν αναφέρουμε τον πατέρα του Βιοκοσμισμού, από τον οποίο οι Αναρχοβιοκοσμιστές του ’17 άντλησαν τις βασικές ιδέες τους, τον φιλόσοφο Νικολάι Φιοντόροβιτς Φιόντοροφ (1829-1903), φίλο του Τολστόι, ο οποίος έφτανε τα πράγματα ίσως ακόμη μακρύτερα αφού, πέρα από τον «αθανατισμό», πρέσβευε και την «ανάσταση νεκρών» με τη χρήση τεχνοεπιστημονικών μέσων! Κι εδώ έχει ενδιαφέρον ένα άρθρο του (αρχικά μαρξιστή και εμπλεκόμενου στις επαναστατικές διεργασίες που οδήγησαν στο ’17, και στη συνέχεια χριστιανού) πολιτικού και φιλόσοφου Νικολάι Αλεξάντροβιτς Μπερντγιάεφ (1874-1948), στο οποίο εξετάζει τη σκέψη του Φιόντοροφ καταλήγοντας: 

«Ο Φιόντοροφ ήταν ένας χαρακτηριστικά Ρώσος στοχαστής, που με τόλμη εξέφρασε τη βαθιά ρώσικη θλίψη απέναντι στην οδύνη, τον πόνο και το θάνατο των ανθρώπων, καθώς και τη ρώσικη αναζήτηση μιας πανανθρώπινης σωτηρίας» («The religion of resuscitative resurrection. “The Philosophy of Common Task” of N.F. Fedorov», 1915).

Όπως καταλαβαίνετε, τουλάχιστον ως προς τον «αθανατισμό», οι Αναρχοβιοκοσμιστές δικαίως θεωρούνται προφήτες και πρόγονοι από τους πιο σημαντικούς του σημερινού Τρανσχιουμανισμού, που και αυτός μπορεί να θεωρηθεί, όπως και ο «Βιοκοσμισμός», σαν ένα ένα παράξενο (ή ίσως όχι τόσο παράξενο) μίγμα μυστικισμού και επιστημονισμού κι ίσως γι’ αυτό το λόγο έχουν αρχίσει να τους «ανακαλύπτουν», όπως διαπιστώνει κανείς με το εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο «Russian Cosmism» του καθηγητή Boris Groys από τις εκδόσεις ΜΙΤ Press παρακαλώ.

Αν μάλιστα φέρουμε στο μυαλό μας τον «βιοκοσμιστή» βιοφυσικό Αλεξάντερ Λεονίντοβιτς Τσιζέφσκι (1897-1964), ιδρυτή της «ηλιοβιολογίας» και συγγραφέα άρθρων περί «κοσμοβιολογίας» και «βιορυθμών», που κι αυτός πήρε μέρος στη ρώσικη επανάσταση και πέρασε κι από τα γκουλάγκ, ίσως δεν είναι καθόλου παράλογο ν’ αναρωτηθούμε για έναν άλλο αιρετικό της επιστήμης: μήπως και ο αγαπημένος βιοαγρονόμος του Στάλιν αλλά και του Χρουτσώφ, ο αρνητής της μεντελιανής γενετικής και γενικά της ιδέας περί γονιδίων, ο Τροφίμ Ντενίσοβιτς Λυσένκο (1898-1976), δεν ήταν κατά βάση μυστικιστής και αυτός στο βαθμό που ένα πλήθος από τις ιδέες του ήταν σαφώς βιταλιστικές; όπως π.χ. η ιδέα ότι τα φυτά δεν πεθαίνουν επειδή γερνάνε, αλλά «αυτοκτονούν» αυτοθυσιαζόμενα ώστε να αναπτυχθούν τα νεαρά δέντρα και φυτά.

Κλείνοντας, ας θυμίσω πως εκτός από αυτό τον «επαναστατικό» μυστικισμό, στην προεπαναστατική Ρωσία ξεπήδησαν και τα πολύ περισσότερο γνωστά και διαδεδομένα ρεύματα ενός «αντεπαναστατικού» μυστικισμού, όπως η Θεοσοφία της Ελένα Μπλαβάτσκι (1831-1891), ή ο Τέταρτος Δρόμος του Πιότρ Νταμιάνοβιτς Ουσπένσκι (1878-1947), ένας μυστικισμός που διαπνεόταν από ένα έντονο «αριστοκρατικό», ας πούμε, πνεύμα (μόνο για τους εκλεκτούς, ο λαός είναι μια μάζα αδαών, κ.λπ.) και τάχθηκε εναντίον της Ρώσικης επανάστασης.

Σημ. Η εικόνα είναι από την Πρώτη Διεθνή Έκθεση Διαπλανητικών Αεροσκαφών και Μηχανισμών, που έλαβε χώρα στη Λέσχη της οδού Τσβέρσκαγια το 1927.


14 Απριλίου 2019

«Να κάνω κάτι γι’ αυτό» : απέναντι στην οδύνη

Rush Rhees (1905-1989)
O Rush Rhees (1905-1989) ήταν μαθητής, φίλος και από τους εκτελεστές διαθήκης του Λ. Βιτγκενστάιν. Μαζί με την Ελίζαμπεθ Άνσκομπ εξέδωσαν μετά το θάνατο του Αυστριακού φιλόσοφου το περίφημο έργο του Φιλοσοφικές Έρευνες (1953), που άσκησε καταλυτική επίδραση στη σύγχρονη φιλοσοφία. Έχει γράψει βιβλία για την ηθική και τη θρησκεία, για την Σιμόν Βέιλ, συζητήσεις με τον Βιτγκενστάιν, κ.α. Εδώ πραγματεύεται με ευαισθησία και οξεία αντίληψη το πρόβλημα της συμπαράστασης στην οδύνη. - Σημ. HS 
 
*
 
(…) Λες πως όταν βρίσκεσαι μπροστά σε μια ανθρώπινη οδύνη που σου φαίνεται παράλογη και περιττή, τότε σε «κατακλύζουν ποταμοί συγκίνησης κι ένα αίσθημα ότι είναι πάνω από τις δυνάμεις σου». Συμφωνώ. Κι ο μόνος λόγος για τον οποίο θα σου πρότεινα να κρατήσεις σε χαμηλούς τόνους τα συναισθήματά σου, είναι ότι μπορεί να μην είναι ώρα να εκδηλωθούν, ή μπορεί να σε καταπονήσουν. Πάρα πολύ χειρότερη κατάσταση είναι όταν αναγνωρίζεις μεν ότι όλος αυτός ο πόνος είναι «παράλογος και περιττός», αλλά δεν μπορείς να νιώσεις καμιά συγκίνηση, ή όταν αναγνωρίζεις πως τα συναισθήματά σου δεν είναι γνήσια.
Νομίζω όμως πως δεν είναι πάντοτε υποχρεωτικό να προσπαθεί κανείς να «κάνει κάτι» σε τέτοιες καταστάσεις. Τις περισσότερες φορές δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Κι αυτό το γεγονός βάζει το ερώτημα: πότε μπορούμε να λέμε «περιττή» μια οδύνη; Διότι όταν λέω ότι τις περισσότερες φορές δεν μπορεί κανείς να κάνει κάτι, δεν εννοώ τους σεισμούς.
Σε γενικές γραμμές λίγα πράγματα μπορώ να κάνω για να ανακουφίσω τη θλίψη κάποιου. Θα λεγα μάλιστα ότι γενικά δεν μπορώ να κάνω πολλά για να ανακουφίσω τη δυστυχία που νιώθει κανείς εξαιτίας μιας σοβαρής αρρώστιας, ή μεγάλης φτώχειας. Και σε γενικές γραμμές δεν μπορώ να κάνω τίποτα για να αποκαταστήσω την αδικία που υπέφερε, ή που του έκαναν (εκτός κι αν τον αδίκησα εγώ). Ξέρω πως αυτά που λέω ακούγονται σκληρά και βλακώδη· και ξέρω ότι μπορείς να μου αντιπαραθέσεις πάμπολλες περιπτώσεις, όπου κάποιος μπόρεσε να βοηθήσει πραγματικά ώστε να ανακουφίσει τη δυστυχία κάποιου άλλου, ή σταμάτησε μια αδικία σε βάρος του. Λοιπόν, αυτός εδώ είναι ένας από τους λόγους, για τους οποίους είναι πολύ δύσκολο να μιλάμε γι’ αυτά τα πράγματα πολύ δύσκολο να τα συζητάμε. Μπορεί να ξεκινήσεις φέρνοντας ένα παράδειγμα: «Ξέρω μια γυναίκα, μια χήρα, τελοσπάντων μια γυναίκα που ο άντρας της εξαφανίστηκε κι έμεινε μόνη με τρία ορφανά σ' ένα δωμάτιο δίχως θέρμανση ... και ναι, αυτά που έκανε ένας φίλος μου για να τη βοηθήσει δεν ήταν πολλά, ήταν όμως κάτι κι η γυναίκα αυτή είναι τώρα καλύτερα απ’ ό,τι αν δεν προσπαθούσε κανένας να τη βοηθήσει». Ασφαλώς, με τίποτα δεν το αρνούμαι αυτό!
Όμως δεν νομίζω ότι όλοι όσοι το προσπάθησαν, κατάφεραν πραγματικά να τη βοηθήσουν. Πολλοί από αυτούς είναι πολύ πιθανό να της προξένησαν πίκρα και μνησικακία, έστω κι αν δεν τους το έδειξε. (Το γεγονός ότι μια βοήθεια γίνεται δεκτή, δεν σημαίνει ότι δεν γεννάει τέτοια συναισθήματα στον αποδέκτη.) Και το παράδειγμα που μου ανέφερες, δεν διευκρινίζει και πολλά ως προς το τι συνέβη στη συνέχεια σε αυτή τη γυναίκα. Βέβαια, μπορείς να πεις ότι, ακόμα κι έτσι, αξίζει να το ρισκάρει κανείς.
Λοιπόν, αναρωτιέμαι μήπως το να της δείξεις συμπόνια —μια συμπόνια που δεν χρωματίζεται από κάτι σαν «κοίταξε, είμαι πιο καλότυχος από σένα, άσε λοιπόν να σε βοηθήσω»—, μήπως αυτό είναι ακόμα πιο σημαντικό γι’ αυτή τη γυναίκα από την υλική βοήθεια. Δεν λέω «κράτα τα χρήματά σου και δώσε της τις θερμότερες ευχές σου»! Δεν αμφισβητώ ότι «ένα γραμμάριο βοήθειας αξίζει περισσότερο από εκατό κιλά οίκτου»· συμφωνώ ότι συχνά έτσι είναι —κυρίως επειδή μπορούμε εύκολα να δούμε πως ο οίκτος που δεν δίνει χέρι βοήθειας, είναι έκφραση συναισθηματισμού και ανωτερότητας, και δεν έχει μέσα του ούτε γραμμάριο συμπόνιας. Διότι αυτό το τελευταίο είναι τρομερά δύσκολο: είναι αφάνταστα δύσκολο να δείξεις ή να έχεις συμπόνια. Και δεν πιστεύω ότι μπορεί κανείς να αποκτήσει συμπόνια αν το προσπαθήσει. Είμαι σίγουρος πως δεν υπάρχει ούτε μέθοδος, ούτε άσκηση με την οποία μπορεί να καλλιεργηθεί η συμπόνια. Νομίζω μάλιστα πως όσοι νιώθουν αληθινή συμπόνια, συνήθως δεν το καταλαβαίνουν. Θα ’λέγαμε σχεδόν πως είναι θέμα τύχης το να διαθέτεις συμπόνια. (Ένας χριστιανός θα έλεγε πως τη δίνει η Χάρις του Θεού.)
Το πρόβλημα που υπάρχει όταν κανείς μιλάει όπως εγώ τώρα, είναι ότι μοιάζει σαν να πετάει τη συμπόνια απ’ έξω, σαν να λέει πως δεν έχει νόημα ν’ ασχοληθεί κανείς μαζί της, και τέτοια: πως δεν είναι σημαντική. Αυτό είναι σίγουρα λάθος! Διότι η συμπόνια αναγνωρίζεται συχνά από το πρόσωπο προς το οποίο εκδηλώνεται. Και τότε —αν αυτή η σύγκριση σημαίνει κάτι—μπορεί να το βοηθήσει όσο τίποτε άλλο.
Είναι δύσκολο, ή σχεδόν αδύνατο, να δείξουμε αληθινή συμπόνια επειδή μας είναι δύσκολο να μπούμε στη θέση κάποιου που περνάει μεγάλο πόνο. Κι αν δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό, τότε θα προξενήσουμε πίκρα και τα πράγματα θα γίνουν πολύ χειρότερα έτσι και προσπαθήσουμε να κάνουμε σαν να τον νιώθουμε.—Εδώ, ένα από τα τρομερότερα εμπόδια είναι να ξεκινήσουμε λέγοντάς του: «Τι μπορώ να κάνω για να σε βοηθήσω;»· διότι έτσι δημιουργούμε μια διαίρεση ευθύς εξαρχής. Πρέπει απεναντίας να ξεκινήσουμε ρωτώντας τον άλλο (δηλαδή προσπαθώντας να βρούμε ένα τρόπο ώστε να τον ρωτήσουμε): «Τι σου συμβαίνει;». Αν ο άλλος περνάει κάτι πραγματικά βαρύ, αυτό φαίνεται από την τάση του ν’ απομονωθεί: επιζητεί μια απομόνωση, την οποία θα κάνουν ακόμα χειρότερη τα πλήθη των πρόθυμων να βοηθήσουν.
Έχει ειπωθεί πως κανείς δεν μπορεί να δείξει αληθινή συμπόνια για τον άλλο, εκτός κι αν είναι πραγματικά έτοιμος να περάσει το ίδιο βάσανο μ’ εκείνον. Κι είναι ευκολότερο «να είσαι έτοιμος να περάσεις ένα βάσανο» γενικά, παρά όταν βρίσκεσαι αντιμέτωπος με τη συγκεκριμένη οδύνη. (Είμαι στ’ αλήθεια έτοιμος να περάσω τη φτώχεια ή την αρρώστια αυτού εδώ του ανθρώπου; «Μα έχω να σκεφτώ την οικογένειά μου».) Αν σου λέει κάτι αυτή η παρατήρηση, δεν είναι παρά μια φτωχή περίληψη των όσων μπορείς να διαβάσεις στο βιβλίο της Σιμόν Βέιλ, Προσμονή Θεού (αν διαβάζεις γαλλικά, είναι το Attente de Dieu, διάβασέ το στο πρωτότυπο, είναι πολύ καλύτερο).
Όταν λες ότι προσπαθείς να βρεις κάποια «ικανοποιητική εξήγηση για όλες αυτές τις συμφορές» — τότε αναρωτιέμαι αν ρωτάς κάτι πραγματικά. Δεν θέλω να πω ότι αμφισβητώ πως η αμηχανία σου είναι πραγματική. Την ξέρω αρκετά καλά κι από εμένα τον ίδιο. Και ξέρω πώς φτάνει κανείς σε αυτό το ερώτημα. Όμως δεν ξέρω τι ακριβώς ρωτάμε όταν θέτουμε αυτό το ερώτημα. Δεν ξέρουμε τι είναι αυτό που ψάχνουμε, κι ούτε καν ξέρουμε πώς θα αναγνωρίζαμε μια ικανοποιητική απάντηση σε αυτό. Αυτό ακριβώς το γεγονός κάνει τούτο το ερώτημα τόσο διαφορετικό από τα ερωτήματα που μπαίνουν στο τομέα της τεχνολογίας ή της Φυσικής —ή των επιχειρήσεων. Το μισό από το πρόβλημά μας είναι πως δεν ξέρουμε καν πώς να αρχίσουμε· γι’ αυτό και το ερώτημα μάς βασανίζει.
«Συμβαίνουν φριχτά πράγματα —τελεία και παύλα». Αναρωτιέμαι αν μπορούμε να προχωρήσουμε παραπέρα από αυτή τη διαπίστωση. Θα συνεχίσουμε ν’ αναρωτιόμαστε «Γιατί;», κι αυτά θα εξακολουθούν να συμβαίνουν. Όμως αυτό το «Γιατί;» είναι μια ερώτηση που δεν έχει απάντηση. (…)
 
Rush Rhees, μια επιστολή, 27 Νοεμβρίου 1966
Από το βιβλίο Moral Questions (1999)