Σελίδες

18 Αυγούστου 2025

Η νέα άρχουσα τάξη ως Αριστοκρατία

 

 


«[Ο]ι τεχνικοί αντιλήφθηκαν κάποια στιγμή ότι τίποτα δεν μπορεί πια να γίνει χωρίς αυτούς. Αυτοί υπαγορεύουν τις αποφάσεις που πρέπει να πάρουν οι πολιτικοί και οι διευθύνοντες. Ο αριθμός τους πολλαπλασιάστηκε απίστευτα με τον πολλαπλασιασμό των κάθε είδους τεχνολογιών. Διείσδυσαν ολοένα και περισσότερο μέσα σε όλα τα πεδία της πολιτικής δράσης. Εφεξής, η κύρια δραστηριότητα των κρατών είναι να προάγουν διάφορες τεχνικές και να εμπλέκονται σε ευρύτατες τεχνικές επιχειρήσεις. Φαίνεται λοιπόν πως όλη η ζωή της κοινωνίας είναι πλέον άρρηκτα δεμένη με την τεχνική ανάπτυξη −και ο τεχνικός είναι το πρόσωπο-κλειδί στα πάντα. 

Έτσι, συνειδητοποιώντας την κατάσταση, οι τεχνικοί έπαψαν πλέον να μιλούν σαν τεχνικοί –δηλαδή να προτείνουν απλώς τεχνικές λύσεις σε δεδομένα προβλήματα− και άρχισαν να μιλούν σαν τεχνοκράτες λέγοντας: “Ορίστε η λύση. Δεν υπάρχει άλλη. Αυτό που έχετε να κάνετε λοιπόν, είναι να την ασπαστείτε και να την εφαρμόσετε!”. Προσθέτουν δηλαδή πλέον αυθεντία και εξουσία στην επαγγελματική τους κατάρτιση και δεξιότητα. Κι αυτό ακριβώς τούς κάνει τεχνοκράτες. Δεν υπάρχει τίποτα πέρα από αυτά που γνωρίζουν και λένε. Το τελικό στάδιο αυτής της μεταμόρφωσής τους είναι ότι, στη βάση της ειδικής κατάρτισής τους, σκαρώνουν ένα γενικό σχεδιάγραμμα για το τι πρέπει να γίνει, για το ποια μορφή πρέπει να πάρει η αυριανή κοινωνία.

Αυτό το φαινόμενο είναι λιγότερο ορατό και πιο βαθύ. Οι τεχνικοί συγκροτούν τη νέα άρχουσα τάξη και σήμερα ζούμε πλέον σε ένα αριστοκρατικό καθεστώς. Οι τεχνοκράτες είναι οι άριστοι*. Το ποιοι είναι οι “άριστοι” σαφώς ποικίλλει ανάλογα με το εκάστοτε κυρίαρχο κριτήριο σε μια κοινωνία, ανάλογα με τον κύριο στόχο της. Σε μια μιλιταριστική κοινωνία λ.χ. οι “άριστοι” είναι οι καλύτεροι πολεμιστές. Σε μια δημοκρατική κοινωνία είναι, ίσως, εκείνοι που είναι προικισμένοι με τη μεγαλύτερη πολιτική φρόνηση ή εκείνοι που είναι οι καλύτεροι ρήτορες και καταφέρνουν να πείθουν τον λαό.

Οι άριστοι δεν μπορεί ποτέ να κριθούν υπεύθυνοι για κάτι, διότι ποιος είναι αυτός που θα τους κρίνει; Οι μόνες περιπτώσεις, και αυτές σπάνιες, είναι των χειρουργών και γνωρίζουμε πόση ανησυχία προκαλείται όταν κατηγορείται κάποιος μεγάλος χειρουργός. Ακόμα όμως και σε περιπτώσεις που έχουν διαπραχθεί σοβαρά σφάλματα ή έχει προκληθεί εκτεταμένη βλάβη, δεν βλέπουμε ποτέ να κατηγορείται, να δικάζεται και να καταδικάζεται ένας πυρηνικός φυσικός ή ένας μηχανικός πυραύλων. Είναι χαρακτηριστικό της Αριστοκρατίας ότι οι αριστοκράτες είναι υπεράνω του νόμου. Το ίδιο ισχύει και για τους σημερινούς Τεχνοκράτες.

Για τους τεχνοκράτες ο νόμος δεν έχει καμιά αξία ούτε και ενδιαφέρον. Είναι μια επινόηση του παρελθόντος, που μπορεί να ήταν ίσως χρήσιμη τον 16ο αιώνα, αλλά σήμερα δεν είναι χρήσιμη διότι παραλύει την πρόοδο. Σε κάθε περίπτωση, ο νόμος δεν μετράει καθόλου όταν έχουμε να κάνουμε με τις τεχνικές επιταγές που εντέλλονται οι τεχνοκράτες (π.χ. οι πάμπολλες συμφωνίες κατά των πυρηνικών σπανίως εφαρμόζονται). Οι τεχνοκράτες, ακριβώς σαν τους αριστοκράτες, χαρακτηρίζονται από το γεγονός ότι έχουν πρακτικές που αποκλείουν όσους δεν ανήκουν στην κάστα τους.

Ένα χαρακτηριστικό των αριστοκρατών είναι ότι μόνον αυτοί κατέχουν και έχουν το δικαίωμα να ασκούν ορισμένες πρακτικές. Στις τεχνικές σφαίρες, έπειτα από ένα σημείο μόνον οι ειδικοί έχουν δικαίωμα πρόσβασης. Δεν είναι απλώς θέμα γνώσεων. Πρόκειται για ένα μονοπώλιο, ένα φράγμα ανάμεσα στους τεχνοκράτες και τον υπόλοιπο κόσμο, στον οποίο επιτρέπεται μόνο να παίζουν με κάποιες ήσσονος σημασίας τεχνικές. Ο καθένας μπορεί να πληκτρολογεί σε έναν υπολογιστή, αλλά μόνο κάποιοι ανώτερης διαβάθμισης τεχνικοί μπορούν να προγραμματίσουν τα πολύπλοκα συστήματα από τα οποία εξαρτώνται οι οικονομικοί σχεδιασμοί, οι χρηματοδοτικοί στόχοι και οι εμπιστευτικές επικοινωνίες. Το πιο ουσιαστικό κομμάτι της τεχνικής χρήσης βρίσκεται πέρα από την πρόσβαση του μέσου πολίτη. Μια εσωτερική διάλεκτος αντιστοιχεί σε πρακτικές που αποκλείουν όσους δεν ανήκουν στην κάστα που την μιλάει. Όλοι οι αριστοκράτες μιλούν μια δική τους γλώσσα, που δεν είναι η γλώσσα των απλών ανθρώπων. Δεν είναι μια διαφορετική γλώσσα με την έννοια με την οποία τα γερμανικά διαφέρουν από τα γαλλικά. Είναι μια κωδικοποιημένη γλώσσα, που την καταλαβαίνουν μόνο οι μυημένοι. Αυτό ίσχυε με τους ιππότες του Μεσαίωνα καθώς και με διάφορες άλλες αριστοκρατίες, όπως π.χ. αυτές του 18ου αιώνα. Οι Μασόνοι το πήγαν αυτό μέχρι τα πιο παράλογα άκρα προσπαθώντας να στήσουν μια τεχνητή Αριστοκρατία. Οι Τεχνοκράτες έχουν και αυτοί τη δική τους γλώσσα.»

*ελληνικά στο πρωτότυπο

 

Σημ. HS. Μικρό απόσπασμα από το βιβλίο του Ζακ Ελλύλ, Le bluff technologique, το τρίτο της τριλογίας που αφιέρωσε ο Ελλύλ στην ανάλυση της σύγχρονης τεχνικής (Η Τεχνική ή το διακύβευμα του αιώνα, 1956 – Το τεχνικό σύστημα, 1977 – Η μπλόφα της τεχνολογίας, 1988). Ελπίζω να μεταφραστεί και στα ελληνικά. Πλάι σε αυτά τα τρία βιβλία, έγραψε κάμποσα ακόμα που σχετίζονταν με αυτό το κεντρικό θέμα ή ανέλυαν επιμέρους όψεις του (όπως π.χ. Η προπαγάνδα, 1962 – Η πολιτική αυταπάτη, 1965 - Η μεταμόρφωση του αστού, 1967 – Από την επανάσταση στις εξεγέρσεις, 1972, κ.ά.).

06 Αυγούστου 2025

Η Χιροσίμα και το Ναγκασάκι δεν ήταν «τραγωδία». Ήταν ΕΓΚΛΗΜΑ ΠΟΛΕΜΟΥ!

 


«Αποφάσισα ν’ αντιταχθώ στην πρόταση απονομής τιμητικού διπλώματος στον κ. Τρούμαν από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. (…)

Το 1945, ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, μολονότι ενήμερος του γεγονότος ότι η αντίπαλη Ιαπωνία είχε κάνει δύο διαβήματα για τη διαπραγμάτευση της ειρήνης, έδωσε διαταγή να ριφθεί ατομική βόμβα πάνω σε μιαν ιαπωνική πόλη. Τρεις μέρες αργότερα, μια δεύτερη βόμβα, διαφορετικού τύπου, έπεφτε σε μιαν άλλη πόλη. Κανένα τελεσίγραφο δεν είχε επιδοθεί πριν από τη ρίψη της δεύτερης βόμβας. (…)

Λίγο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος, και σε μεγαλύτερη ένταση μετά, γινόταν συστηματική προπαγάνδα στη χώρα αυτή [την Αγγλία] πάνω στο θέμα του “αδιαίρετου” του συγχρόνου πολέμου. Οι πολίτες —μας έλεγαν— είναι τόσο εμπόλεμοι όσο και οι μάχιμες μονάδες. Η στρατιωτική δύναμη ενός έθνους περιλαμβάνει ολόκληρη την οικονομική και κοινωνική του δύναμη. Επομένως, μας έλεγαν, η διάκριση ανάμεσα σε εκείνους που ασχολούνται με τη διεξαγωγή του πολέμου και στον υπόλοιπο πληθυσμό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Δεν υπάρχουν “αμέτοχοι”. Είτε αγοράζεις γραμματόσημα ή κάποιο φορολογούμενο αντικείμενο, είτε καλλιεργείς πατάτες είτε μαγειρεύεις το φαγητό σου, συνεισφέρεις στην “πολεμική προσπάθεια”. (…) Υπήρχε ένα είδος δόγματος περί “συλλογικής ευθύνης” που το χαρακτήριζε ένας πένθιμα υψωμένος ηθικός τόνος. Το τελικό συμπέρασμα ήταν πως δεν μπορείς να χαράξεις διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε νόμιμα και μη νόμιμα αντικείμενα επίθεσης. Αυτά μας λέγανε οι αυλικοί και οι πρωθιερείς της δημοκρατίας. (…)

Ύστερα ήρθε η μεγάλη αλλαγή: Αντί για το σύστημα του “βομβαρδισμού στόχων” υιοθετήσαμε το σύστημα του “βομβαρδισμού περιοχών”. Αυτό διέφερε ακόμη κι από τις μεγάλες επιδρομές πάνω από τις πόλεις, έτσι όπως τις είχαμε γνωρίσει κατά τη διάρκεια του πολέμου, κατά το ότι ήταν πολύ πιο εκτεταμένες και καταστροφικές και πολύ λιγότερο απρογραμμάτιστες. Ολόκληρο το σχέδιο της πόλης έμπαινε κάτω και σημαδευόταν με τους στόχους που επρόκειτο να πλήξουν οι βόμβες. (…)

Για κάθε άνθρωπο, η πράξη του να σκοτώνεις αθώους ως μέσον για την επίτευξη των σκοπών σου είναι πάντοτε δολοφονία, και η δολοφονία είναι η χειρότερη ανθρώπινη πράξη. Γι’ αυτό τον λόγο η απαγόρευση να σκοτώνεις αιχμαλώτους πολέμου ή άμαχο πληθυσμό δεν είναι σαν τους κανόνες της πυγμαχίας: η ισχύς της δεν εξαρτάται από το γεγονός ότι διακηρύσσεται ως τμήμα μιας γενικότερης νομοθεσίας η οποία καταγράφεται, συνομολογείται και αναγνωρίζεται από τα ενδιαφερόμενα μέρη. (…)

Όταν ισχυρίζομαι ότι το να σκοτώνεις αθώους ως μέσον για την επίτευξη των σκοπών σου είναι δολοφονία, λέω κάτι που όλοι παραδέχονται ως ορθό. Θα μου ζητηθεί φυσικά ο ορισμός των αθώων. Θα τον δώσω, αλλά αργότερα. Εδώ δεν είναι απαραίτητος. Διότι στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι δεν έχουμε να κάνουμε με οριακές περιπτώσεις. Στον βομβαρδισμό των πόλεων αυτών είχε σίγουρα ληφθεί απόφαση να σκοτωθούν αθώοι, ως μέσον για την επίτευξη κάποιου σκοπού. Και μάλιστα ένας τεράστιος αριθμός αθώων, με μία κίνηση, χωρίς προειδοποίηση, χωρίς ενδιάμεσο διάστημα που θα επέτρεπε τη διαφυγή ή την κάλυψή τους σε κάποιο καταφύγιο, πράγματα που υπήρχαν ακόμη και στους “βομβαρδισμούς περιοχών” εναντίον των γερμανικών πόλεων. (…)»

Ελίζαμπεθ Άνσκομπ, «Το βραβείο του κ. Τρούμαν» (1957)


Σημ.
HS. Μια θαυμάσια πράξη κι ένα πολύ δυνατό κείμενο της 38χρονης τότε Ελίζαμπεθ Άνσκομπ, που είναι ολοφάνερα εξαιρετικά επίκαιρο και σήμερα.

Αντιγράφω από τον πρόλογο του μεταφραστή Κ. Κωβαίου: «[Το κείμενο της Άσκομπ] είναι ένα θαρραλέο κείμενο γραμμένο από μια θαρραλέα γυναίκα, η οποία τόλμησε με το άρθρο αυτό να αντιταχθεί, σε μια κρίσιμη εποχή (1957), στην υποκρισία των κρατικών φορέων και στην ενδοτικότητα των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της πατρίδας της, το εξοχότερο από τα οποία —το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης— είχε την ατυχή έμπνευση ή ίσως την «ευκαμψία» να απονείμει στον τέως πρόεδρο των ΗΠΑ, Χάρυ Τρούμαν, τον τίτλο του επιτίμου διδάκτορος. Η Ελίζαμπεθ Άνσκομπ, μαθήτρια του Βιτγκενστάιν και αργότερα καθηγήτρια του Καίμπριτζ, προσπάθησε να τορπιλίσει αυτή την ανόητη ενέργεια υποστηρίζοντας με φιλοσοφικά επιχειρήματα ότι ο άνθρωπος που επέτρεψε τη ρίψη των ατομικών βομβών στην Ιαπωνία δεν μπορεί να είναι τίποτε καλύτερο από ένα μαζικό δολοφόνο, και ότι η απόδοση τιμών στο άτομό του δεν προδίδει παρά τη συνυπαιτιότητα της πατρίδας της και όλων των συμμάχων σ’ αυτό το απάνθρωπο έγκλημα» (βλ. Ελίζαμπεθ Άνσκομπ – Τόμας Νέιγκελ, «Ηθικός πόλεμος – Ηθική εν πολέμω», εκδ. Εκκρεμές, 2002).