Σελίδες

21 Οκτωβρίου 2006

Πρώτη επιστολή στα «Παιδιά τής Γαλαρίας» | Περί Ντωβέ, κομμουνισμού και δημοκρατικής διεκδίκησης

Αθήνα, 14/7/2003

Αγαπητοί Γκαράνς, Λασεναίρ, Μάριους, Ντεμπυρό και Γ.,


Διάβασα το τελευταίο τεύχος (αρ. 10, Ιούνιος 2003) τού περιοδικού σας, που το αφιερώνετε στούς «δημοκράτες, ένοπλους και μη, και τούς ειρηνιστές». Συνολικά μπορώ να πω οτι το βρήκα ενδιαφέρον, με την έννοια οτι παρουσιάζει κάμποσες καλές διευκρινήσεις ορισμένων ζητημάτων και, κυρίως, έναν άξονα σκέψης. Έστω κι αν δεν συμφωνώ με το συγκεκριμένο άξονα, θεωρώ οτι είναι σημαντικό που κάποιοι «συμμαζεύουν» τη σκέψη τους μέσα στις σημερινές συνθήκες τής γενικευμένης φίρδην-μίγδην «σκέψης».

Σε μια υποσημείωση όμως τού κεφαλαίου Τι είναι η περίφημη δημοκρατία και γιατί δεν αξίζει να την υπερασπιζόμαστε, με αναφέρετε σαν … «ένα ακόμα επικριτή τής κομμουνιστικής θεωρίας και υπέρμαχο τής δημοκρατίας» (σελ. 68). Σάς οφείλω λοιπόν μιάν απάντηση, δεδομένου μάλιστα οτι το συγκεκριμένο κεφάλαιό σας αλλά και το επόμενο (Ο κομμουνισμός ως πρακτική ανθρώπινη κοινότητα, σελ 80-83), είναι κατά κάποιον τρόπο και μια τοποθέτησή σας πάνω στα δικά μου Σχόλια στο βιβλίο τού Ζιλ Ντωβέ, “Έκλειψη και επανεμφάνιση τού κομμουνιστικού κινήματος”, που σάς έδωσα πριν από 8 μήνες —χωρίς από τότε να μου απαντήσετε.

Μου κάνει ιδιαίτερη εντύπωση το γεγονός οτι την υποσημείωση αυτή (υπ’ αρ. 53), που αναφέρεται στη ημιφάλακρη αφεντομουτσουνάρα μου και παραπέμπει στο παραπάνω γραπτό μου, την βάλατε στο τέλος τής εξής πρότασής σας: «Σε όλο το φάσμα, όπως είδαμε, από την άκρα αριστερά ώς τούς συντηρητικούς, φαίνεται να υπάρχει συμφωνία οτι η δημοκρατία, ως πρακτική και ιδεολογία, εμπεριέχει το κλειδί τής επίλυσης όλων τών κοινωνικών προβλημάτων» (σελ.68). Αυτό σημαίνει προφανώς οτι, κατά τη γνώμη σας, στην παραπάνω συμφωνία όλου τού πολιτικού φάσματος μετέχει και η αυτού ταπεινότης μου× και οτι υποστηρίζω πως η δημοκρατία «εμπεριέχει το κλειδί τής επίλυσης όλων των κοινωνικών προβλημάτων»!

Εντάξει. Από τη στιγμή που μιλάω δημόσια, δέχομαι οτι ο οποιοσδήποτε μπορεί να έχει την οποιαδήποτε γνώμη για όσα λέω. Αρκεί ωστόσο να αποδεικνύει οτι η γνώμη του κάπου πατάει γερά και δεν είναι απλώς πυροτέχνημα. Όχι για κανέναν άλλο λόγο αλλά απλώς επειδή, φίλη μεν η πολεμική, φιλτάτη δε η αλήθεια.

Σας ρωτάω λοιπόν: πού βρε παιδιά, σε ό,τι έχω γράψει στα Σχόλια στο βιβλίο τού Ζιλ Ντωβέ ή αλλού, με έχετε δει να υποστηρίζω ότι η δημοκρατία … «εμπεριέχει το κλειδί τής επίλυσης όλων τών κοινωνικών προβλημάτων»;

Η θέση μου είναι σαφής και απέχει μερικά έτη φωτός από το παραπάνω. Αυτό που υποστήριξα κριτικάροντας το βιβλίο τού Ντωβέ, δεν είναι βέβαια πως η δημοκρατία εμπεριέχει το κλειδί για την επίλυση όλων (!) τών κοινωνικών προβλημάτων. Ούτε οτι αρκεί η δημοκρατική (ή όποια άλλη) μορφή για να μετασχηματιστεί το περιεχόμενο τών κοινωνικών σχέσεων.

Υποστήριξα οτι δεν μπορούμε να σκεφτόμαστε τη μορφή ανεξάρτητα από το περιεχόμενο. Έδειξα, αρκετά λεπτομερειακά, τις αντιφάσεις και το αδιέξοδο τής προσπάθειας τού Ντωβέ να εμμένει στο περιεχόμενο παραμελώντας τη μορφή. Δεν πήρα το μέρος τής μορφής κατά τού περιεχομένου αλλά τόνισα πως ένα από τα κύρια προβλήματα τής κομμουνιστικής θεωρίας είναι «η αδυναμία [της] να συλλάβει με μια ενιαία κίνηση τη 'μορφή' και το 'περιεχόμενο' τού κομμουνισμού» (Σχόλια στο βιβλίο τού Ζιλ Ντωβέ…).

Επανέλαβα επίσης, καμμιά 80αριά χρόνια μετά τον Καρλ Κορς, οτι η «αντικειμενική» (ανάπτυξη τών παραγωγικών δυνάμεων) και η «υποκειμενική» (ταξική πάλη) θεώρηση τής ιστορίας οριοθέτησαν — ήδη απ' τον Μαρξ — δύο διαφορετικές οπτικές μέσα στην κομμουνιστική θεωρία, που δεν κατόρθωσαν ώς σήμερα να συγκλίνουν σε μια ενιαία θεώρηση. Επιχείρησα να ξαναθυμίσω τη σχέση μεταξύ τού περιεχομένου τών κοινωνικών σχέσεων με την οργανωτική τους μορφή, όπως και τη σχέση μεταξύ αντικειμενικού και υποκειμενικού, σαν ζητήματα που η κομμουνιστική θεωρία άφησε στο σκοτάδι× και υπογράμμισα οτι «σήμερα που, έπειτα από την εμπειρία τής δεκαετίας τού '60, γνωρίζουμε οτι δεν μπορούμε ν' αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς ν' αλλάξουμε τον εαυτό μας και αντίστροφα, γίνεται όλο και πιο σαφές οτι η αδυναμία αυτή τού ιστορικού κομμουνιστικού κινήματος βρίσκεται στη ρίζα τής 'έκλειψής' του» (Σχόλια…) [1].

Μέσα σ’ αυτό τον άξονα σκέψης πρότεινα τη δημοκρατική διεκδίκηση σαν την οργανωτική μορφή τόσο ενός ανώτερου σταδίου κοινωνικών σχέσεων όσο και τής οποιασδήποτε «τάσης» προς αυτό. Βέβαια προχώρησα και σε μια κριτική ορισμένων από τις βασικές απόψεις τού υλιστικού ντετερμινισμού, μιά και θεωρώ πως ευθύνονται για τις αντιφάσεις και τ' αδιέξοδα τού Ντωβέ και τής κομμουνιστικής θεωρίας γενικότερα. Αλλά σε καμμιά στιγμή δεν υποστήριξα, ούτε υποστηρίζω, οτι η δημοκρατία (ή οποιαδήποτε άλλη οργανωτική μορφή) «εμπεριέχει το κλειδί για την επίλυση όλων τών κοινωνικών προβλημάτων», όπως μού αποδίδετε!

Έτσι, ενώ πράγματι είμαι «υπέρμαχος τής δημοκρατίας», όπως το λέτε σωστά, δεν είμαι βέβαια υπέρμαχος τής παραπάνω άποψης που εντελώς αυθαίρετα και λανθασμένα μού χρεώνετε.

Όσο για το «επικριτής τής κομμουνιστικής θεωρίας», φαντάζομαι οτι θα γνωρίζετε πως «επικρίνω» σημαίνει «ψέγω, σχολιάζω δυσμενώς, αποδοκιμάζω». Μέχρι να πληροφορηθώ από την υποσημείωσή σας οτι «επικρίνω» την κομμουνιστική θεωρία, είχα την εντύπωση οτι την έκρινα. Αν τώρα, κατά τη γνώμη σας, η κριτική ισοδυναμεί με αποδοκιμασία, μήπως θα έπρεπε να σβύσουμε τη λέξη «κριτική» από το λεξιλόγιό μας, να την αντικαταστήσουμε με τη λέξη «επίκριση» και να περιορίσουμε τη σκέψη μας στο δίπολο «αποδοκιμασία» ή «επιδοκιμασία»;

*

Δεν θα επιμείνω σε ορισμένες λεπτομέρειες τής αυθαίρετης από την πλευρά σας συνταύτισής μου με αυτή τη «συμφωνία όλου τού πολιτικού φάσματος» περί δημοκρατίας — όπως για παράδειγμα στο οτι, κατ' αυτό τον τρόπο, με τσουβαλιάζετε ετσιθελικά με τις (εντελώς άσχετες με ό,τι εγώ λέω) «σύγχρονες θεωρίες [περί δημοκρατίας, που] συγκλίνουν στη θεώρηση τής δημοκρατίας ως ενός συστήματος λήψης κυβερνητικών αποφάσεων, δίνοντας έμφαση στις μορφές μέσω τών οποίων συγκροτείται η σχέση τού ατόμου με το κράτος» («Τα παιδιά τής γαλαρίας», τχ 10, σελ. 69)× ή με τις «δημοκρατικές απολογητικές θεωρίες [που] χαρακτηρίζονται από πλήρη έλλειψη ανάλυσης τών σύγχρονων κοινωνικών σχέσεων» (σελ. 73)× ή μ' εκείνες τις δημοκρατικές θεωρήσεις που επιδιώκουν «την ενοποίηση στη βάση τής συγκαλυμμένης εκμετάλλευσης» (στο ίδιο, σελ. 82).

Ούτε θα μπω στον πειρασμό να σάς αντιπαραθέσω μια — ανάλογη με τη δική σας περί τής δημοκρατίας — ιστορία τού κομμουνισμού και τών περισσότερο ή λιγότερο σύγχρονων θεωριών του, μέσ' από την οποία θα μπορούσε εύκολα κανείς να δείξει, διαπράττοντας ανάλογα με τα δικά σας αυθαίρετα τσουβαλιάσματα, «τι είναι αυτός ο περίφημος κομμουνισμός και γιατί δεν αξίζει να τον υπερασπιζόμαστε».

Κι αυτό για δύο λόγους. Πρώτον, επειδή δεν μ' αρέσει να τσουβαλιάζω αυθαίρετα κανέναν, ειδικά όταν προσπαθεί να βρει μιαν άκρη ξαναπιάνοντας κομμένα νήματα× και δεύτερον επειδή αναγνωρίζω οτι, στη δύσκολη θέση που βρίσκομαι εγώ όταν προσπαθώ να ξαναδώσω ένα ορισμένο νόημα στη λέξη «δημοκρατία», βρίσκεστε κι εσείς που προσπαθείτε να ξαναδώσετε ένα ορισμένο νόημα στη λέξη «κομμουνισμός».

Θα καταπιαστώ λοιπόν με κάτι που θεωρώ πιο ουσιαστικό, δηλαδή με τις βασικές θέσεις σας για τη δημοκρατία, όπως φαίνονται μέσ' από τρία κυρίως σημεία τού κειμένου σας, τα οποία θα σχολιάσω εδώ με τη σειρά τους στις παρακάτω ενότητες 1, 2 και 3.




1.

Εξετάζοντας την ιστορία τής δημοκρατικής διεκδίκησης, έπειτα από μια σύντομη αναφορά στην αρχαία ελληνική δημοκρατία περνάτε κατευθείαν στις «σύγχρονες θεωρίες», που τη βλέπουν σαν ένα σύστημα λήψης κυβερνητικών αποφάσεων, κ.λπ. Αυτό σημαίνει οτι, κατά τη γνώμη σας, από τον 5ου-4ου αιώνα π.Χ. μέχρι τις σύγχρονες θεωρίες περί δημοκρατίας, δηλαδή για ένα ιστορικό διάστημα 24 με 25 αιώνων, δεν υπήρξε δημοκρατική διεκδίκηση στον πλανήτη μας! Με άλλα λόγια, κατά τη γνώμη σας, λ.χ. η «βάρβαρη», η υστερορωμαϊκή και μεσαιωνική αγροτική κοινότητα είτε δεν υπήρξαν είτε δεν ήταν κατά κανένα τρόπο φορείς μιάς δημοκρατικής διεκδίκησης, έστω και με μορφές διαφορετικές από τής αρχαίας αθηναϊκής δημοκρατίας.

Επειδή αυτό το ιστορικό άλμα που επιχειρείτε μπορεί μεν να εξυπηρετεί την πολεμική σας αλλά δεν υπηρετεί την ιστορική αλήθεια, θα σάς θυμίσω εδώ με συντομία τι έλεγε, όχι κάποιος … «επικριτής τής κομμουνιστικής θεωρίας και υπέρμαχος τής δημοκρατίας», αλλά ένας από τούς δύο κορυφαίους εκφραστές τής κομμουνιστικής θεωρίας, ο Φρήντριχ Ένγκελς.

Δεν θα επιμείνω σε φράσεις τού Ένγκελς όπως η ακόλουθη:

«Στο βιομηχανικό κόσμο ωστόσο, ο ειδικός χαρακτήρας τής οικονομικής καταπίεσης που βαραίνει πάνω στο προλεταριάτο, φαίνεται σ' όλη του την οξύτητα μόνον αφού παραμεριστούν όλα τα νομικά ειδικά προνόμια τής κεφαλαιοκρατικής τάξης και αποκατασταθεί η ολοκληρωτική νομική ισοτιμία τών δύο τάξεων. Η δημοκρατία δεν αναιρεί την αντίθεση τών δύο τάξεων, απεναντίας, προσφέρει ίσα-ίσα το έδαφος όπου λύνεται με την πάλη η αντίθεση αυτή» (Η καταγωγή τής οικογένειας, τής ατομικής ιδιοκτησίας και τού κράτους, 1884).

Μπορεί πράγματι να υποστηρίξει κανείς οτι τέτοιου είδους σκέψεις τού Ένγκελς (και πολλές ανάλογες τού Μαρξ) είχαν να κάνουν με τις συνθήκες τής τυπικής κυριαρχίας τού κεφαλαίου και οτι, συνεπώς, είναι απορριπτέες για τις σημερινές συνθήκες τής πραγματικής κυριαρχίας του.

Έστω. Ας δούμε όμως κάποιες άλλες σκέψεις τού Ένγκελς από το ίδιο βιβλίο του, που το θεωρούσε σαν «εκτέλεση τής διαθήκης» τού Καρλ Μαρξ, και οι οποίες δεν αφορούν στην τυπική ή την πραγματική κυριαρχία τού κεφαλαίου αλλά στην ιστορία και το μέλλον τής δημοκρατικής διεκδίκησης.

Μιλώντας π.χ. για την ινδιάνικη κοινότητα, ο Ένγκελς γράφει:

«Το γένος έχει ένα συμβούλιο, τη δημοκρατική συνέλευση όλων τών ενηλίκων αντρών και γυναικών τού γένους, όπου όλοι έχουν το ίδιο δικαίωμα ψήφου […] Αυτές είναι οι αρμοδιότητες ενός τυπικού ινδιάνικου γένους. Όλα τα μέλη του είναι ελεύθεροι άνθρωποι, υποχρεωμένοι να προστατεύουν ο ένας την ελευθερία τού άλλου. Ίσοι στα ατομικά τους δικαιώματα - ούτε οι σαχέμ, ούτε οι πολέμαρχοι διεκδικούν πρωτεία. Αποτελούν μια αδελφότητα, συνδεδεμένη με δεσμούς αίματος. Ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα, αν και δεν είχαν ποτέ διατυπωθεί, ήταν οι βασικές αρχές τού γένους, και τούτο πάλι ήταν η μονάδα ολόκληρου τού κοινωνικού συστήματος, η βάση τής οργανωμένης ινδιάνικης κοινωνίας. Αυτό εξηγεί το αδάμαστο αίσθημα τής ανεξαρτησίας και την προσωπική αξιοπρέπεια στους τρόπους, που όλοι αναγνωρίζουν στους Ινδιάνους» (Η καταγωγή τής οικογένειας…).

Με τον ίδιο τρόπο αναφέρεται εκεί και στη γερμανική αγροτική κοινότητα, που επιβίωνε ώς τις μέρες του, αλλά και σε άλλες ανάλογες κοινότητες:

«Στους Ιροκέζους η τελική απόφαση έπρεπε να παρθεί ομόφωνα, όπως συνέβαινε και για πολλές αποφάσεις τών γερμανικών αγροτικών κοινοτήτων (Markgemeinden) […] Την εποχή εκείνη [τού Ομήρου] η πρωτόγονη δημοκρατία βρισκόταν ακόμα σε πλήρη άνθιση και αυτό πρέπει να το παίρνουμε σαν αφετηρία όταν κρίνουμε την εξουσία και τη θέση τόσο τού συμβουλίου όσο και τού βασιλιά […] Έτσι εδώ η οργάνωση τών γενών, τουλάχιστον στις χώρες όπου διατηρήθηκε η Markengenossenschaft — Βόρεια Γαλλία, Αγγλία, Γερμανία και Ολλανδία —, πέρασε απαρατήρητα σε μια εδαφική οργάνωση και απέκτησε έτσι την ικανότητα τής προσαρμογής στο κράτος. Διατήρησε ωστόσο τον έμφυτο δημοκρατικό χαρακτήρα, που διακρίνει όλο το καθεστώς τού γένους, και διαφύλαξε, ακόμη και όταν πια αργότερα αναγκαστικά παρακμάζει, υπολείμματα από την παλιά οργάνωση τών γενών, κι έτσι ένα όπλο στα χέρια τών καταπιεζομένων, ένα όπλο που μένει ζωντανό ώς τη νεότατη εποχή» (στο ίδιο, οι υπογραμμίσεις δικές μου).

Είναι νομίζω σαφές οτι αυτό το «δημοκρατικό όπλο στα χέρια τών καταπιεζομένων», ο Ένγκελς δεν το συνταύτιζε με την αντιπροσωπευτική ή αστική δημοκρατία. Όταν μάλιστα αναρωτιέται παρακάτω «ποιό ήταν όμως το μυστηριώδες μαγικό μέσο, με το οποίο οι Γερμανοί εμφύσησαν μια νέα δύναμη ζωής στην Ευρώπη που ψυχομαχούσε;», η απάντηση που δίνει είναι σαφέστατα διατυπωμένη:

«Η προσωπική τους ικανότητα και παλικαριά, το αίσθημα τής ελευθερίας και το δημοκρατικό τους ένστικτο που τούς έκανε να βλέπουν δικές τους όλες τις δημόσιες υποθέσεις, κοντολογίς όλες οι ιδιότητες, τις οποίες είχε χάσει ο Ρωμαίος και που μόνον αυτές ήταν σε θέση να φτιάξουν από τη λάσπη τού ρωμαϊκού κόσμου νέα κράτη και νέες εθνότητες».

Όπως βλέπουμε λοιπόν, ο Ένγκελς τολμούσε να βάλει στο στόμα του τη λέξη «δημοκρατία» και μάλιστα εγκωμιαστικά! Μήπως μετείχε κι αυτός στην … ανίερη συμφωνία που αναφέρετε και ευνοούσε μια συγκάλυψη τής εκμετάλλευσης μέσω τής δημοκρατικής αρχής; Όχι βέβαια! Διότι πολύ σημαντική, θεμελιώδης, για την κατανόηση τής τοποθέτησής του πάνω στο ζήτημα είναι η κεντρική θέση που διατυπώνει στο ίδιο βιβλίο, μια θέση που διατύπωσε κι ο ίδιος ο Μαρξ.

Πρόκειται για τη διάκριση που κάνει μεταξύ τής δημοκρατικής διάρθρωσης εκείνων τών κοινοτήτων και τής συγκρότησης αυτού που ονομάζει διαχωρισμένη «δημόσια εξουσία»:

«Την περιέγραψα λεπτομερειακά [την κοινωνική συγκρότηση τών Ιροκέζων] σύμφωνα με τον Μόργκαν, γιατί εδώ έχουμε την ευκαιρία να μελετήσουμε την οργάνωση μιάς κοινωνίας που δεν ξέρει ακόμα το κράτος. Το κράτος προϋποθέτει μιάν ιδιαίτερη δημόσια εξουσία, χωρισμένη από το σύνολο αυτών που το αποτελούν μόνιμα, και ο Μάουρερ, που με αλάθητο ένστικτο αναγνωρίζει τη γερμανική κοινοτική συγκρότηση (Markverfassung) σαν ένα καθαρό κοινωνικό θεσμό ο οποίος διαφέρει ουσιαστικά από το κράτος […], εξετάζει σ' όλα τα συγγράμματά του το πώς αναπτύχθηκε σιγά-σιγά η δημόσια εξουσία μέσα και δίπλα από την αρχική οργάνωση τών μαρκιών (αγροτικών κοινοτήτων), τών χωριών, τών μεγάλων αγροκτημάτων (Hofe) και τών πόλεων» (οπ.π., η υπογράμμιση τού Ένγκελς).

Στο νόημα τής παραπάνω διάκρισης μέσα στη σκέψη τών Μαρξ-Ένγκελς θα επανέρθω αργότερα εδώ. Προς το παρόν θέλω να τονίσω οτι, γιά όλους αυτούς τούς λόγους, ο Ένγκελς κλείνει το βιβλίο του εκείνο παραθέτοντας «σαν συμπέρασμα», όπως λέει, ένα απόσπασμα από το βιβλίο τού Μόργκαν (The Ancient Society):

«[…] Η δημοκρατία στη διοίκηση, η αδελφότητα στην κοινωνία, η ισότητα δικαιωμάτων, η γενική εκπαίδευση, θα εγκαινιάσουν το κατοπινό ανώτερο στάδιο τής κοινωνίας, για το οποίο εργάζονται αδιάκοπα η πείρα, το λογική και η επιστήμη. Το στάδιο αυτό θα είναι η αναζωπύρρωση — μα σε ανώτερη μορφή — τής ελευθερίας, τής ισότητας και τής αδελφότητας τών παλιών γενών» (οι υπογραμμίσεις τού Ένγκελς).

Νομίζω λοιπόν οτι είναι σαφή δύο πράγματα.

Πρώτον, οτι, αντίθετα από τη δική σας παρουσίαση τού ζητήματος, ο Ένγκελς έβλεπε τη δημοκρατική διεκδίκηση να εκφράζεται καθ' όλο το ιστορικό διάστημα τών 24-25 αιώνων που παραγράψατε στο κείμενό σας, και την υποστήριζε με πολύ συγκεκριμένα και σαφή λόγια.

Δεύτερον, οτι, επίσης αντίθετα από τη δική σας εντελώς αρνητική τοποθέτηση πάνω στο ζήτημα τής δημοκρατικής διεκδίκησης, ο κομμουνιστής Ένγκελς υιοθετούσε μια συγκεκριμένη θετική στάση διακρίνοντας τη διεκδίκηση αυτή από τη διαχωρισμένη «δημόσια εξουσία», αναγνωρίζοντάς της το γεγονός οτι χρησίμεψε σαν ένα «όπλο στα χέρια τών καταπιεζόμενων ώς τη νεότατη εποχή», και προτείνοντας την ιδέα οτι ο κομμουνισμός είναι «η αναζωπύρρωση, μα σε μια ανώτερη μορφή, τής ελευθερίας, τής ισότητας και τής αδελφότητας τών παλιών γενών».

Το γεγονός άλλωστε οτι η λέξη «δημοκρατία» γενικά δεν αποτελούσε κανενός είδους λέξη φτου-κακά ή αντικείμενο προς κατακεραύνωση για τον Ένγκελς, φαίνεται και σε κάμποσες άλλες αναφορές στα έργα του, μεταξύ τών οποίων και οι ακόλουθες:

«Η οργάνωση [τής Ένωσης τών Κομμουνιστών] ήταν πλήρως δημοκρατική. Οι αρχηγοί της ήταν αιρετοί και ανακλητοί, κι αυτό ήταν αρκετό για να εμποδιστεί οποιαδήποτε απόπειρα συνωμοσίας, δηλαδή δικτατορίας» (Ιστορία τής Ένωσης τών Κομμουνιστών, 1885). Και: «[Η προλεταριακή επανάσταση] θα εγκαθιδρύσει ένα δημοκρατικό σύνταγμα και μέσω αυτού, άμεσα ή έμμεσα, την πολιτική κυριαρχία τού προλεταριάτου» (Οι αρχές τού κομμουνισμού, 1847) [2].

Ας επαναλάβω εδώ ότι όλες αυτές οι προτάσεις τού Ένγκελς δεν έχουν να κάνουν με τις συνθήκες της τυπικής κυριαρχίας τού κεφαλαίου. Αναφέρονται στην ιστορία τής δημοκρατικής διεκδίκησης και στην οργανωτική βάση τής κομμουνιστικής «τάσης» και κοινωνίας. Ο Ένγκελς διέκρινε πράγματι τη δημοκρατική ανθρώπινη κοινότητα (την οποία υποστήριζε) από την αντιπροσωπευτική ή αστική ή «φαινομενική» δημοκρατία, την οποία δεν υποστήριζε ακριβώς επειδή την ενέτασσε μέσα στη σφαίρα τής «διαχωρισμένης δημόσιας εξουσίας».

Από αυτήν άλλωστε την τελευταία έννοια μπορούμε να κατανοήσουμε τι εννοούσαν οι Μαρξ και Ένγκελς με τον όρο «αφαίρεση». Δεν τού έδιναν μια φιλοσοφική χροιά. Εννοούσαν, με καθαρά ιστορικοκοινωνικούς όρους, το διαχωρισμό από την ανθρώπινη κοινότητα σε όλα τα επίπεδα (έκφραση τού οποίου θεωρούσαν και την αντιπροσωπευτική ή αστική δημοκρατία). Έτσι, όποτε διατύπωσαν κάποιες οργανωτικές σκέψεις για την αδιαίρετη ανθρώπινη κοινότητα, είτε αυτές είχαν να κάνουν με προηγούμενες ιστορικές μορφές της είτε με την Παρισινή Κομμούνα ή την Α΄ Διεθνή είτε με τον κομμουνισμό ή ακόμα και με τη δική τους οργάνωση σαν «τάση», οι σκέψεις τους αυτές απέδιδαν στην αδιαίρετη ανθρώπινη κοινότητα δημοκρατικά οργανωτικά χαρακτηριστικά (ελευθερία-ισότητα-αδελφότητα, δικαίωμα ψήφου, ανάκληση τών εκπροσώπων, κ.λπ.).

Μήπως όμως με αυτές τις τοποθετήσεις του ο Ένγκελς «πρόδιδε» τις απόψεις τού φίλου και συντρόφου του Μαρξ; Μήπως οι απόψεις τού Μαρξ πάνω στη δημοκρατική διεκδίκηση ήταν εντελώς αντίθετες προς αυτές που διατύπωσε ο Ένγκελς; Πριν απαντήσω σ' αυτά τα ερωτήματα, θα ήθελα με μεγάλη συντομία να προλάβω μια ενδεχόμενη ένστασή σας: Πού το ξέρουμε οτι η δημοκρατική διεκδίκηση ήταν ζωντανή καθ' όλο το Μεσαίωνα; Τη βρίσκουμε πουθενά διατυπωμένη;

Αν και, όπως έδειξα παραπάνω, η απουσία μιάς τυπικής διατύπωσής τους δεν εμπόδιζε τον Ένγκελς (και τον Μαρξ) να θεωρήσουν οτι «η ελευθερία, η ισότητα και η αδελφότητα ήταν οι βασικές αρχές τού γένους», ωστόσο θα πρέπει να πω οτι κατά το Μεσαίωνα είχαμε σαφείς διατυπώσεις τής δημοκρατικής διεκδίκησης.

Ιδού, μεταξύ άλλων, ένα απόσπασμα από το Dialogus inter magistrum et discipulum (Διάλογος μεταξύ διδασκάλου και μαθητή), τού Γουίλιαμ Όκκαμ (1270-1347):

«Κάθε λαός και κάθε κοινότητα έχει το δικαίωμα να νομοθετεί χωρίς τη μεσολάβηση ή την έγκριση καμμιάς εξουσίας, με βάση και μόνο την ύπατη εξουσία που παρέχει το γεγονός οτι η κοινότητα ή ο λαός ψηφίζει και αποφασίζει ελεύθερα. Κάθε μέλος τής κοινότητας έχει το δικαίωμα να εκλέγει τούς αντιπροσώπους του κι όταν οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι συνέλθουν επί τώ αυτώ συγκροτούν Γενική Συνέλευση, η οποία αποφασίζει χωρίς να χρειάζεται την έγκριση καμμιάς εξουσίας άλλης από αυτήν που εκφράζει, δηλαδή άλλης από τη θέληση τού ελευθέρου εκλογέως. Αυτή η θέση σημαίνει α) οτι η Συνέλευση μπορεί να συνέρχεται χωρίς την έγκριση τού Πάπα, β) οτι οι βασιλείς, οι πρίγκηπες και οι μη-κληρικοί θα πρέπει να μετέχουν στη Συνέλευση, και γ) οτι οι γυναίκες μπορούν επίσης να μετέχουν σε κάθε Συνέλευση».

Για όποιον εξετάσει απροκατάληπτα την ιστορία τού Μεσαίωνα, είναι σαφές πως αυτές οι ιδέες δεν ξεπήδησαν στο κεφάλι τού Όκκαμ από το πουθενά.

2.

Εξετάζοντας την ιστορία τής συσσώρευσης τού κεφαλαίου, καταλήγετε στο παρακάτω συμπέρασμα, θεωρώντας οτι ενισχύει τη γενική αρνητική στάση σας απέναντι στη δημοκρατική διεκδίκηση: «Βλέπουμε λοιπόν οτι οι θεμελιώδεις προϋποθέσεις τής δημοκρατικής αρχής (ισότητα και ελευθερία) αποτελούν ταυτόχρονα και τις θεμελιώδεις προϋποθέσεις τού καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής» («Τα παιδιά τής γαλαρίας, τχ 10, σελ. 77).

Αν ίσχυε πραγματικά αυτό που λέτε και έτσι όπως το λέτε, τότε ο κομμουνιστής Ένγκελς θα πρέπει να υποστήριζε πως η ιροκέζικη και η γερμανική αγροτική κοινότητα (που, όπως λέει, διέπονταν από την αρχή τής ισότητας και τής ελευθερίας) ήταν … προϋποθέσεις τού καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής! Φυσικά ο Ένγκελς αποφεύγει να κάνει τέτοιου είδους ανιστόρητα τσουβαλιάσματα. Αντίθετα, δείχνει αρκετά συγκεκριμένα πως μία από τις βασικές προϋποθέσεις τού καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής δεν ήταν βεβαίως η αρχή τής ισότητας και τής ελευθερίας, αλλά η καθυπόταξη και η διάλυση εκείνων τών κοινοτήτων και τών δημοκρατικών αρχών τους μέσ' από τη συγκρότηση μιάς διαχωρισμένης δημόσιας εξουσίας.

Στο ίδιο μάλιστα βιβλίο του για την Καταγωγή τής οικογένειας…, ο Ένγκελς τονίζει: «Με την εξαφάνιση τών τάξεων θα εξαφανιστεί αναπόφευκτα και το κράτος. Η κοινωνία που οργανώνει με νέο τρόπο την παραγωγή πάνω στη βάση τής οργάνωσης τών ελεύθερων και ίσων παραγωγών, θα τοποθετήσει ολόκληρη την κρατική μηχανή εκεί όπου θα 'ναι τότε η θέση της: στο μουσείο τών αρχαιοτήτων, δίπλα στο ροδάνι και το μπρούτζινο τσεκούρι» (η υπογράμμιση δική μου).

Ας έρθω λοιπόν στο αν ο Ένγκελς, με όλες αυτές τις φιλοδημοκρατικές διακηρύξεις του, «πρόδωσε» τον Μαρξ. Η απάντησή μου είναι: όχι, δεν τον «πρόδωσε». Κατ' αρχήν ο Μαρξ δεν συνταύτισε ποτέ τη δημοκρατική διεκδίκηση γενικά με τον καπιταλισμό. Έπειτα, δεν υποστήριξε πως η γενική δημοκρατική αρχή τής ισότητας και τής ελευθερίας αποτέλεσαν «προϋποθέσεις τού καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής»[3]!

Το τι ακριβώς λέει επ' αυτού, τι εννοεί σαν «ελεύθερη και ίση εργασία», πρέπει να το προσέξουμε καλύτερα - και τα αποσπάσματα που παραθέσατε από Το Κεφάλαιο και τις Grundrisse στη σελίδα 76 τού κειμένου σας, εξυπηρετούν μεν τις απόψεις σας αλλά δεν μεταφέρουν σωστά τις απόψεις τού Μαρξ.

Είναι αλήθεια οτι ο Μαρξ, λ.χ. στις Grundrisse (1857-58), μιλώντας για την εμπορευματική ανταλλαγή έλεγε πως, στο ιδεώδες επίπεδο, αυτή προϋποθέτει ανταλλαγή με όρους, αφ' ενός ισότητας: «Ο καθένας έχει την ίδια κοινωνική σχέση προς τούς άλλους με αυτήν που έχουν οι άλλοι προς αυτόν»× και αφ' ετέρου ελευθερίας: «Δεν είναι μόνο μια σχέση ισότητας αλλά και μια κοινωνική σχέση […] αυτοί που ανταλλάσσουν έχουν συνείδηση οτι ανήκουν στο ίδιο είδος ή συλλογικότητα, ενώ οι ελέφαντες δεν παράγουν για τις τίγρεις […] κι αυτή η έννοια τής ισότητας συμπληρώνεται με την έννοια τής ελευθερίας. Αν και ο Α νιώθει την ανάγκη για το εμπόρευμα Β, δεν το παίρνει δια τής βίας, και το αντίστροφο: αναγνωρίζουν ο ένας στον άλλον την ποιότητα τού ιδιοκτήτη, τού προσώπου [4] […] Απ' όπου και οι νομικές έννοιες τού προσώπου και τής ελευθερίας», (οι υπογραμμίσεις τού Μαρξ).

Όμως θα πρέπει να προσέξουμε οτι λίγες παραγράφους παραπέρα στο ίδιο κείμενο τονίζει: «Αλλά στο βάθος διαδραματίζονται εντελώς άλλες κινήσεις, στις οποίες εξαφανίζεται αυτή η φαινομενική ισότητα κι ελευθερία τών ατόμων. Να λοιπόν τι ξεχνάμε εξ αρχής: […] όλα αυτά προϋποθέτουν τη διαίρεση τής εργασίας, μέσα στην οποία τα άτομα έχουν σχέσεις εντελώς διαφορετικές από εκείνες τών απλών ανταλλακτών […] Ξεχνάμε πως οι απλές έννοιες τής ανταλλακτικής αξίας και τού χρήματος εμπερικλείουν ήδη, υπόγεια, την αντίθεση μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου» (οι υπογραμμίσεις δικές μου).

Με άλλα λόγια, η «ισότητα» και η «ελευθερία», τις οποίες ο Μαρξ θεωρεί σαν προϋποθέσεις τού καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής είναι, όπως το λέει ο ίδιος, μια φαινομενική ισότητα κι ελευθερία. Κι αυτό είναι βέβαια κάτι πολύ διαφορετικό από το να λέει κανείς έτσι γενικά, όπως εσείς, οτι η ισότητα και η ελευθερία αποτελούν προϋποθέσεις τού καπιταλισμού!

Γι' αυτόν το λόγο άλλωστε ο Μαρξ καταπιάστηκε ν' αποδείξει οτι, πίσω από την «ισότητα» και την ¨ελευθερία» όλων τών εμπορευματικών ανταλλαγών μέσα στον καπιταλισμό, υπάρχει μια ανταλλαγή — η οποία μάλιστα καθορίζει όλες τις άλλες —, στην οποία δεν υπάρχει κανενός είδους «ισότητα» ούτε «ελευθερία» αλλά πλήρης ανελευθερία και ανισότητα: η ανταλλαγή μεταξύ μισθωτής εργασίας και κεφαλαίου. Ειδάλλως θα αρκούνταν, όπως εσείς, στη γενική καταγγελία τής αρχής «ελευθερία-ισότητα» τής εμπορευματικής ανταλλαγής και δεν θα τόνιζε οτι πρόκειται περί φαινομενικής ισότητας κι ελευθερίας.

Εδώ θα πρέπει να επιμείνω λιγάκι σ' αυτό τον όρο «φαινομενική», που χρησιμοποιούσε ο Μαρξ μιλώντας για την «ελευθερία-ισότητα» τής γενικευμένης εμπορευματικής ανταλλαγής. Και θα επιμείνω, διότι λέτε: «Μπορεί βέβαια να προβληθεί η αντίρρηση οτι το πραγματικό περιεχόμενο τών κοινωνικών σχέσεων στον καπιταλισμό είναι η 'ελευθερία' και η 'ισότητα' μόνο σε ένα θεωρητικό επίπεδο. Ωστόσο, ο αφηρημένης χαρακτήρας τής ελευθερίας και τής ισότητας στον καπιταλισμό δεν εμποδίζει καθόλου τις έννοιες αυτές απ' το να έχουν πρακτικές συνέπειες» (τχ 10, σελ. 77).

Ήδη για τον Μαρξ, το οτι αυτές οι έννοιες έχουν (όπως κάθε ιδεολογία ή ψευδής συνείδηση άλλωστε) «πρακτικές συνέπειες», δεν σημαίνει καθόλου οτι δεν είναι φαινομενικές-αφηρημένες! Εκείνο που τον ενδιαφέρει, δεν είναι τόσο οι όποιες «πρακτικές συνέπειές» τους όσο το οτι είναι φαινομενικές-αφηρημένες, δηλαδή:

1.      έχουν αφαιρεθεί από την αδιαίρετη ανθρώπινη κοινότητα (γι' αυτό είναι αφηρημένες),
2.      έχουν αλλοιωθεί και συμπλεχτεί με τη διαχωρισμένη δημόσια εξουσία (γι' αυτό είναι φαινομενικές), και
3.      «στο βάθος διαδραματίζονται εντελώς άλλες κινήσεις, [που] προϋποθέτουν τη διαίρεση τής εργασίας, μέσα στην οποία τα άτομα έχουν σχέσεις εντελώς διαφορετικές από εκείνες τών απλών ανταλλακτών, [ώστε ] οι απλές έννοιες τής ανταλλακτικής αξίας και τού χρήματος εμπερικλείουν ήδη, υπόγεια, την αντίθεση μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου» (Μαρξ, όπ.π.).

Αυτήν εδώ την ειδική μορφή δημοκρατίας, τη «φαινομενική» δημοκρατία (και όχι γενικά τη δημοκρατική αρχή) κατήγγειλε οτι αποκρύπτει την «αντίθεση εργασίας-κεφαλαίου» και την ταξική διαίρεση τής κοινωνίας.

Από την άλλη, όταν ο Μαρξ έλεγε πως η συσσώρευση κεφαλαίου προϋποθέτει τον «ελεύθερο ιδιοκτήτη τής εργασίας του», είναι από πάρα πολλές πλευρές τού έργου του σαφές οτι δεν εννοούσε τον άνθρωπο τής δημοκρατικής αγροτικής κοινότητας, ούτε γενικά τον ελεύθερο άνθρωπο, ούτε πάλι εξίσου γενικά τον ελεύθερο παραγωγό. Εννοούσε ειδικά και συγκεκριμένα τον άνθρωπο που ξερριζώθηκε βίαια από την κοινότητά του, αποκόπηκε από τα «μέσα παραγωγής τής υλικής ζωής» του, κι έμεινε να πλανιέται «ελεύθερος» αναζητώντας απελπισμένα τροφή.

Γι' αυτό ακριβώς και καταπιάστηκε να δείξει πώς επήλθε ιστορικά «η δημιουργία ενός προλεταριάτου χωρίς εστία και δίχως τόπο — απολυμένοι τών μεγάλων φεουδαρχών και καλλιεργητές θύματα βίαιων κι επαναλαμβανόμενων απαλοτριώσεων» (Κεφάλαιο, τ. Ι), επισημαίνοντας επιπλέον τον καίριο ρόλο τής διαχωρισμένης δημόσιας εξουσίας σ' αυτήν την ιστορική εξέλιξη.

Έτσι, γι' άλλη μια φορά, η ελευθερία στην οποία αναφέρεται ο Μαρξ μιλώντας για τον «ελεύθερο ιδιοκτήτη τής εργασίας του», δεν συνταυτίζεται με την ελευθερία γενικά αλλά με μια «απελευθέρωση» που πολύ σωστά κι εσείς βάζετε (τχ 10, σελ. 76) σε εισαγωγικά× δηλαδή, όπως λέει, με μια «φαινομενική» ελευθερία. Γι' αυτό άλλωστε, στο Μανιφέστο τού Κομμουνιστικού Κόμματος διευκρίνιζε οτι «στούς κόλπους τών σημερινών αστικών παραγωγικών σχέσεων, σαν ελευθερία εννοείται η ελευθερία τής ανταλλαγής, η ελευθερία τού ν' αγοράζεις και να πουλάς». Προσέξτε τι λέει: «σαν ελευθερία εννοείται», και όχι «είναι». Για αλλοίωση και φάντασμα τής ελευθερίας μιλάει δηλαδή! Και βέβαια όλες αυτές οι σκέψεις του δεν είχαν να κάνουν με τις συνθήκες τής τυπικής κυριαρχίας τού κεφαλαίου.

Ο Μαρξ λοιπόν όχι μόνο διέκρινε την ελευθερία και την ισότητα από τη φαινομενική-αφηρημένη «ελευθερία» και «ισότητα», όχι μόνο δεν θεωρούσε την ελευθερία και την ισότητα γενικά σαν προϋπόθεση τού καπιταλισμού, αλλά και δεν θεωρούσε καθόλου ασύμβατη γενικά, όπως θεωρείτε εσείς, τη δημοκρατική αρχή τής ισότητας και τής ελευθερίας με τον κομμουνισμό.

Υποστηρίζοντας λ.χ. τις συνεργατικές ενώσεις (cooperatives) την εποχή που δρούσε στα πλαίσια τής Α΄ Διεθνούς, έγραφε:

«Η μεγάλη αρετή [τού συνεργατιστικού κινήματος] είναι οτι δείχνει πρακτικά πως το σημερινό δεσποτικό κι εξαχρειωτικό σύστημα υποταγής τής εργασίας στο κεφάλαιο, μπορεί να ξεπεραστεί από το δημοκρατικό σύστημα τής ένωσης ελεύθερων και ίσων παραγωγών» (Έκθεση τού Κεντρικού Συμβουλίου τής Διεθνούς,1865, οι υπογραμμίσεις τού Μαρξ).

Είναι νομίζω χαρακτηριστικό μάλιστα οτι, όταν στην αμέσως επόμενη παράγραφο κάνει μερικές κριτικές επισημάνσεις και παραινέσεις προς το συνεργατιστικό κίνημα εκείνου τού καιρού, δεν κριτικάρει καθόλου την ιδέα τού «δημοκρατικού συστήματος τής ένωσης ελεύθερων και ίσων παραγωγών». Απλώς τονίζει οτι το κίνημα αυτό πρέπει να αφορά ουσιαστικά στο χώρο τής παραγωγής και όχι τής κατανάλωσης (διότι από τότε είχαν εμφανιστεί συνεργατικές ενώσεις καταναλωτών).

Αλλά και στο καταστατικό τής Α΄ Διεθνούς, που εγκρίθηκε το 1871 στη συνδιάσκεψη τού Λονδίνου, έγραφε: «[…] ο αγώνας για τη χειραφέτηση τής εργατικής τάξης δεν είναι αγώνας για ταξικά προνόμια και μονοπώλια, αλλά για ίσα δικαιώματα και καθήκοντα και για την κατάργηση κάθε ταξικής κυριαρχίας […]».

Μήπως αυτές οι απόψεις τού Μαρξ είχαν να κάνουν με τις συνθήκες τής τυπικής κυριαρχίας τού κεφαλαίου; Όχι. Δεν πρόκειται για απόψεις που (όπως έκανε αλλού ο Μαρξ) μιλούν για πολιτικές συμμαχίες τής εργατικής τάξης με άλλες πολιτικές δυνάμεις, ή για τη «συγκρότηση τής εργατικής τάξης σε πολιτική τάξη» («Τα παιδιά τής γαλαρίας», τχ 10, σελ 79, η υπογράμμιση δική σας), απόψεις υπαγορευμένες από το πλαίσιο τής τυπικής κυριαρχίας τού κεφαλαίου, όπως επισημαίνετε. Πρόκειται για προτάσεις που αφορούν ακριβώς στις οργανωτικές βάσεις τής κομμουνιστικής «τάσης» και τής κομμουνιστικής κοινωνίας γενικά. Άλλωστε, όταν τα έγραφε αυτά, η τυπική κυριαρχία τού κεφαλαίου είχε δώσει (τουλάχιστον στην Αγγλία) σε τεράστιο βαθμό τη θέση της στην πραγματική κυριαρχία του — γι' αυτό και μπόρεσε να διακρίνει αυτές τις δύο περιόδους.

Είναι βέβαια γνωστό οτι ο Μαρξ, στην Κριτική τού προγράμματος τής Γκότα (1875), αναφερόμενος στις περιπλοκές που δημιουργεί «η ανισότητα τών ατομικών ταλέντων και κατ' επέκταση τών παραγωγικών ικανοτήτων ως φυσικών προσόντων», έγραφε οτι «για να αποφευχθούν αυτές οι περιπλοκές, το δίκαιο δεν θα έπρεπε να είναι ίσο αλλά άνισο». Όμως συνέχιζε αμέσως μετά:

«Αλλά αυτές οι περιπλοκές είναι αναπόφευκτες κατά την πρώτη φάση τής κομμουνιστικής κοινωνίας, όπως αυτή βγαίνει από την καπιταλιστική κοινωνία […] Σε μια ανώτερη φάση τής κομμουνιστικής κοινωνίας, όταν θα έχει εξαφανιστεί η εξευτελιστική υποταγή τών ατόμων στη διαίρεση τής εργασίας […], τότε μόνον ο στενός ορίζοντας τού αστικού δικαίου θα ξεπεραστεί ολοκληρωτικά και η κοινωνία θα μπορέσει να γράψει στις σημαίες της: Από τον καθένα σύμφωνα με τις ικανότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του».

Εδώ θα πρέπει να προσέξουμε κάτι που αφορά στο θέμα που συζητώ. Αυτές οι τελευταίες λέξεις τού Μαρξ επαναλαμβάνουν αυτούσιο αυτό που υποστήριζε τριάντα χρόνια νωρίτερα, με τρόπο μάλιστα που δείχνει σαφέστατα την άποψή του για το ζήτημα τής ισότητας:

«Μια από τις πιό ουσιαστικές αρχές τού κομμουνισμού συνίσταται στην εμπειρική ιδέα, η οποία βασίζεται στην ανθρωπινη φύση, όπου οι διαφορές τού κεφαλιού και τών διανοητικών ικανοτήτων γενικά δεν επιφέρουν διόλου διαφορές τού στομαχιού και τών φυσικών αναγκών. Κατά συνέπεια, η ψεύτικη αρχή Στον καθένα σύμφωνα με τις ικανότητές του, η οποία θεμελιώνεται πάνω στις σημερινές συνθήκες, πρέπει […] να μετασχηματιστεί σ' αυτή την άλλη αρχή: Στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του. Με άλλα λόγια, οι διαφορές στη δραστηριότητα, στα έργα, δεν θεμελιώνουν καμμία ανισότητα, κανένα προνόμιο σε ό,τι αφορά την κατοχή αγαθών και την απόλαυση» (Η Γερμανική ιδεολογία, 1846, οι υπογραμμίσεις τού Μαρξ).

Με άλλα λόγια (και θα μπορούσα να φέρω κάμποσα ακόμα παραδείγματα από το έργο του) ο Μαρξ δεν είχε κανένα πρόβλημα να υποστηρίζει τη «δημοκρατική ένωση τών ελεύθερων και ίσων παραγωγών», και να καταγγέλει την ανισότητα (όπως και την ανελευθερία βεβαίως) θεωρώντας την ασύμβατη με τον κομμουνισμό.

Φυσικά, από μια εποχή κι έπειτα, δεν αυτοχαρακτηρίστηκε δημοκράτης και μάλιστα συνέδεσε τούς δημοκράτες τού καιρού του με τη μικροαστική τάξη (π.χ. στο Η 18η Μπρυμαίρ τού Λουδοβίκου Βοναπάρτη, 1852). Ωστόσο, συνολικά, δεν διαμόρφωσε μια κάθετα αρνητική και γενικά απορριπτική θέση, σαν τη δική σας, εναντίον τής δημοκρατικής διεκδίκησης! Και ασφαλώς δεν είπε ποτέ, όπως εσείς (μαζί με τον Ντωβέ), οτι «ο κομμουνισμός είναι αντιπολιτικός και επομένως αντιδημοκρατικός» (τχ 10, σελ. 82, η υπογράμμιση δική σας).

Αντίθετα, όπως έχω δείξει και στα Σχόλια στο βιβλίο τού Ζιλ Ντωβέ…, ο Μαρξ επέκρινε (ακριβώς: κατέκρινε!) την αντιπολιτική θεωρία και στάση, που στα χρόνια του υποστήριζαν οι προυντωνιστές και οι στιρνερικοί: «[Ο Στίρνερ] φαντάζεται πως οι προλετάριοι είναι αδιάφοροι για τα πολιτικά δικαιώματα και τη μορφή τής διακυβέρνησης. Οι εργάτες όμως ενδιαφέρονται σε τέτοιο βαθμό για τα πολιτικά δικαιώματα, δηλαδή για το δικαίωμα τής ενεργού άσκησης τών πολιτικών δικαιωμάτων, ώστε εκεί που το έχουν, δηλαδή στις ΗΠΑ, το βάζουν άμεσα σε πράξη κι εκεί που δεν το έχουν, θέλουν να το κατακτήσουν» (Η Γερμανική ιδεολογία). Ανάλογα πράγματα έλεγε και πολλά χρόνια αργότερα, στην Α΄ Διεθνή.

Ποια ήταν λοιπόν η στάση τού Μαρξ απέναντι στη δημοκρατική διεκδίκηση; Το ερώτημα αυτό είναι πραγματικά δύσκολο και, αν πάρουμε υπ' όψη μας τόσο τις σοσιαλδημοκρατικές όσο και τις λενινιστικές-σταλινικές «παρεκλίσεις» εδώ, δεν θα πρέπει να το προσπερνάμε αβασάνιστα. Διότι στον Μαρξ συναντάμε ταυτόχρονα μια κριτική αλλά κι ένα εγκώμιο τής δημοκρατικής αρχής.

Απ' ό,τι έδειξα ώς τώρα, η κριτική του στη δημοκρατία δεν αφορά στην ίδια τη δημοκρατική διεκδίκηση γενικά αλλά ειδικά:

1.      στο φαινομενικό-αφηρημένο χαρακτήρα τής δημοκρατίας μέσα στον καπιταλισμό, και
2.      στη δημοκρατία (και κυρίως τη republique) σαν μια μορφή τής διαχωρισμένης δημόσιας εξουσίας που συγκαλύπτει την ταξική διαίρεση - μορφή μάλιστα την οποία συνήθως αποκαλεί ψευδαισθητική ή υποκριτική.

Αλλά το εγκώμιό του τής δημοκρατίας; Το δείχνουν πολλές αναφορές του, μερικές από τις οποίες παρέθεσα πιο πάνω. Μήπως αντιφάσκει όταν ταυτόχρονα κριτικάρει και εγκωμιάζει τη δημοκρατία; Όχι, εάν βεβαίως καταλάβουμε από ποιά ειδική σκοπιά τής κάνει κριτική.

Ήταν όμως ξεκάθαρη η στάση του πάνω σ'αυτό το ζήτημα; Γενικά μιλώντας, όχι, δεν ήταν ξεκάθαρη. Αν όμως μπορούμε να διακρίνουμε μια πιο σαφή στάση του εδώ, αυτή κατά τη γνώμη μου διαφαίνεται στα πρώτα του γραπτά. Ιδού:

«Η δημοκρατία είναι ταυτόχρονα μορφή και περιεχόμενο […] Η δημοκρατία είναι το λυμένο αίνιγμα όλων τών Συνταγμάτων. Εδώ, το Σύνταγμα παραπέμπεται αδιάκοπα στο πραγματικό του θεμέλιο, τον πραγματικό άνθρωπο, τον πραγματικό λαό. Τίθεται όχι μόνο καθ' εαυτό, σύμφωνα με την ουσία του, αλλά και σύμφωνα με την ύπαρξή του, σύμφωνα με την πραγματικότητα, σαν έργο τού ίδιου τού λαού […] Η δημοκρατία είναι η ουσία κάθε πολιτικού Συντάγματος […] Ο άνθρωπος δεν υπάρχει για το νόμο αλλά ο νόμος υπάρχει για τον άνθρωπο: είναι μια ανθρώπινη ύπαρξη, ενώ στις άλλες πολιτικές μορφές ο άνθρωπος είναι μια νομική ύπαρξη. Αυτή είναι η θεμελιώδης διαφορά τής δημοκρατίας […] Στη δημοκρατία η τυπική αρχή και η υλική αρχή συμπίπτουν […] Μέσα στη δημοκρατία το Κράτος ως μερικό στοιχείο δεν είναι παρά μερικό` και ως καθολικό στοιχείο είναι το πραγματικό καθολικό, δηλαδή δεν παρουσιάζει κανένα καθορισμένο χαρακτήρα διαχωρισμένο από το υπόλοιπο περιεχόμενο. Οι σύγχρονοι Γάλλοι το ερμήνευσαν αυτό λέγοντας οτι στην αληθινή δημοκρατία το πολιτικό Κράτος εξαφανίζεται. Αυτό είναι αληθινό με την έννοια οτι το Κράτος ως πολιτικό Κράτος, ως Σύνταγμα, παύει να θεωρείται σαν το όλον» (Κριτική τής χεγγελιανής φιλοσοφίας τού Κράτους, 1843) —προσέξτε τη λέξη «αληθινή δημοκρατία» [5].

Από πολλά δεδομένα στο έργο του θεωρώ οτι ο Μαρξ έμεινε σχετικά σταθερός έως τέλους σ' αυτή την πρώτη αποτίμησή του τής δημοκρατίας, διακρίνοντάς την πάντοτε από την αντιπροσωπευτική ή αστική δημοκρατία σαν «φαινομενική» δημοκρατία και μορφή τής «διαχωρισμένης δημόσιας εξουσίας».

Πέρα από τις τοποθετήσεις που έκανε στα πλαίσια τής Α΄Διεθνούς, πέρα από την υμνητική αποτίμησή του τού συστήματος διακυβέρνησης τής Παρισινής Κομμούνας, στις κριτικές σημειώσεις του πάνω στο βιβλίο Κράτος και Αναρχία, τού Μιχαήλ Μπακούνιν, έγραφε μεταξύ άλλων:

«Μπακούνιν: Αυτό σημαίνει οτι [στη δικτατορία τού προλεταριάτου] όλο το προλεταριάτο θα βρίσκεται επικεφαλής τής κυβέρνησης; […] Οι Γερμανοί είναι γύρω στα σαράντα εκατομμύρια. Όλα αυτά τα σαράντα εκατομμύρια για παράδειγμα θα είναι μέλη τής κυβέρνησης; Μαρξ: Ασφαλώς! Γιατί το πράγμα αρχίζει με την αυτοδιακυβέρνηση τής Κομμούνας. Μπακούνιν: Σαν διακυβέρνηση τού λαού οι μαρξιστές εννοούν τη κυβέρνηση τού λαού με τη βοήθεια ενός μικρού αριθμού διευθυντών εκλεγμένων από το λαό. Μαρξ: Σαχλαμάρες! Η εκλογή είναι μια πολιτική μορφή που συναντάμε και στην πιο μικρή ρώσσικη κομμούνα καθώς και στο artel [παλιός ρώσσικος συνεργατικός θεσμός]. Ο χαρακτήρας τής εκλογής δεν εξαρτάται από το πώς την αποκαλούμε αλλά αντίθετα από την οικονομική βάση του, από τις οικονομικές σχέσεις μεταξύ τών εκλογέων […] Κάτω από τη συλλογική ιδιοκτησία εξαφανίζεται η δήθεν βούληση τού λαού και αντικαθίσταται από την πραγματική βούληση τών συνεργατιστών» (Σημειώσεις πάνω στο 'Κράτος και Αναρχία', 1874).

Κοντολογίς, αντίθετα από τον Ντωβέ κι εσάς, ο Μαρξ δεν είχε πρόβλημα με τη δημοκρατία γενικά, ούτε άλλωστε με τη μορφή, την οποία (όπως έδειξα με πολλά παραδείγματα στα Σχόλια…) ποτέ δεν παραμέρισε ολότελα από τη σκέψη του. Είχε πρόβλημα (έστω κι αν όχι μόνο δεν το έλυσε αλλά το συντήρησε) με το διαχωρισμό τής μορφής από το περιεχόμενο (και το αντίστροφο). Δεν απέρριπτε γενικά κι αφηρημένα, όπως εσείς, την «ελευθερία-ισότητα» ή την «εκλογή». Τις απέρριπτε συγκεκριμένα και μόνο στο βαθμό που παρέμεναν, όπως έλεγε, «φαινομενικές-αφηρημένες», δηλαδή έκφραση μιάς «δήθεν βούλησης» και μιάς δήθεν πραγματικότητας, έκφραση μιάς κατακερματισμένης κοινωνίας που προήλθε από τη διάλυση τών κοινοτήτων και τη συγκρότηση μιάς διαχωρισμένης δημόσιας εξουσίας. Δεν απέρριπτε όμως ούτε τη δημοκρατία, ούτε και την οργανωτική μορφή, σαν έκφραση τής «πραγματικής βούλησης» μιάς αδιαίρετης κοινότητας «συνεργατιστών» στηριγμένης στη «συλλογική ιδιοκτησία» τών παραγωγικών μέσων - δηλαδή σαν οργανωτική βάση τού κομμουνισμού.

Η κριτική που άσκησε ο Μαρξ στη δημοκρατία δεν αφορούσε λοιπόν γενικά κι αφηρημένα στην ουσία τής αρχής της, δηλαδή στη διεκδίκηση τής ελευθερίας, τής ισότητας και τής αδελφότητας τών ανθρώπων. Ο Μαρξ δεν είχε βεβαίως καμμιά αντίρρηση στο να φαίνονται τα έργα τών ανθρώπων σαν έργα τών ανθρώπων, ούτε με την ελεύθερη και ίση οργάνωση τών παραγωγών στα πλαίσια τής συλλογικής ιδιοκτησίας τών παραγωγικών μέσων! Κι αν μεμφόταν τούς δημοκράτες, δεν τούς μεμφόταν γενικά επειδή υποστήριζαν τη δημοκρατία αλλά ειδικά, επειδή δεν έβλεπαν τις «εντελώς άλλες κινήσεις που διαδραματίζονται στο βάθος» τών κοινωνικών σχέσεων κι έπαιρναν την ψευδαίσθηση τής δημοκρατίας για πραγματικότητα, τη φαινομενική δημοκρατία για αληθινή δημοκρατία.

Αυτή η στάση τού Μαρξ απέχει ασφαλώς πολύ από μια γενική καταγγελία τής δημοκρατικής διεκδίκησης, όπως αυτή που υποστηρίζετε εσείς. Και βέβαια, το να υποστηρίζει κανείς τη δημοκρατική αρχή δεν σημαίνει κατ' ανάγκην οτι δεν βλέπει τις «εντελώς άλλες κινήσεις που διαδραματίζονται στο βάθος» τών κοινωνικών σχέσεων! Νομίζω μάλιστα οτι αυτό κάπως το καταλαβαίνετε και γι' αυτό, αντί να κριτικάρετε τις δικές μου απόψεις για τη δημοκρατία (που δεν παραγνωρίζουν αυτό που διαδραμαζίζεται στο βάθος τών κοινωνικών σχέσεων), προτιμήσατε να περιοριστείτε στις κριτική κάποιων απόψεων που οπωσδήποτε βολεύουν πολύ ευκολότερα τις θέσεις σας.

3.

Γράφετε: «Για το κομμουνιστικό κίνημα το κεντρικό ζήτημα δεν είναι η ορθολογική οργάνωση τής κοινωνίας, όχι επειδή ο κομμουνισμός είναι αντί-οργανωτικός αλλά επειδή, αντίθετα με τον καπιταλισμό, αρνείται να φετιχοποιήσει το οργανωτικό ζήτημα. Το ερώτημα που θέτει δεν είναι ποιά μορφή οργάνωσης χρειαζόμαστε αλλά τι οργανώνουμε. Ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα τών φραξιών τού κεφαλαίου και τού κράτους του είναι να καταπιάνονται διαρκώς με προβλήματα οργάνωσης, διαχείρισης και ηγεσίας επειδή προσπαθούν να υποβιβάσουν το κοινωνικό ζήτημα σε τεχνικό. Ενώ η δημοκρατική αρχή φετιχοποιεί τη στιγμή λήψης τών αποφάσεων, ο κομμουνισμός επιτίθεται στις κοινωνικές σχέσεις που αποτελούν θεμέλιο τής υπάρχουσας κοινωνίας και γεννούν τις αντίστοιχες μορφές οργάνωσής τους. Χωρίς να στηρίζεται πια στην προϋπόθεση τού κράτους ή τού 'δήμου' ως φορέα τών κοινωνικών δεσμών, επιδιώκει την κατάργηση τού κράτους ως αφηρημένης ενοποίησης» (τχ 10, σελ. 82).

Καλώς, πολύ καλώς, σε όσα λέτε για τον υποβιβασμό τού κοινωνικού ζητήματος σε τεχνικό ζήτημα. Συμφωνώ απόλυτα! Αλλά από πού κι ώς που η σκέψη πάνω στην οργάνωση τών κοινωνικών σχέσεων είναι ντε και καλά «φετιχισμός» τού οργανωτικού ζητήματος; Από πού κι ώς πού η σκέψη πάνω στον τρόπο λήψης αποφάσεων «φετιχοποιεί» ντε και καλά τη στιγμή τής λήψης τών αποφάσεων; Από πού κι ώς πού η σκέψη πάνω στην οργάνωση και τη λήψη τών αποφάσεων αδυνατεί ντε και καλά να συμβαδίζει με τη σκέψη πάνω στη φύση και το μετασχηματισμό τών κοινωνικών σχέσεων;

Όπως έδειξα λεπτομερειακά στα Σχόλια στο βιβλίο τού Ζιλ Ντωβέ… και με συντομία εδώ, οι κομμουνιστές Μαρξ και Ένγκελς, αντίθετα από εσάς, ασχολήθηκαν επίμονα με τα οργανωτικά ζητήματα. Αυτό είναι πολύ λογικό για όσους υποστηρίζουν, όπως αυτοί, πως στη βάση τών σημερινών κοινωνικών σχέσεων υπάρχει ο «χωρισμός τών παραγωγών από τα μέσα παραγωγής» και πως οι σημερινές κοινωνικές σχέσεις θα ξεπεραστούν, όχι απλά με την «επίθεση στις σημερινές κοινωνικές σχέσεις» αλλά ουσιαστικά με τη συλλογική επανοικειοποίηση τών μέσων παραγωγής — μια θεμελιώδης ιδέα τους από την οποία άλλωστε μπορούμε να καταλάβουμε, όπως έδειξα, τι εννοούσαν συγκεκριμένα με τον όρο «αφαίρεση» και «φαινομενικότητα». Και είναι πολύ λογική η επιμονή τους στα οργανωτικά ζητήματα, διότι όταν μιλάς για κομμουνισμό και μάλιστα με τον παραπάνω συγκεκριμένο όρο τής συλλογικής επανοικειοποίησης, θα ήταν εντελώς παράλογο να υπεκφεύγεις διαρκώς το οργανωτικό ζήτημα, όχι τόσο σαν ζήτημα τού «τρόπου λήψης» τών συλλογικών αποφάσεων όσο σαν ζήτημα τού τρόπου αντιμετώπισης τών διαφορών και τών συγκρούσεων μέσα στην «πρακτική ανθρώπινη κοινότητα» και, ήδη από τώρα, μέσα στην όποια «τάση» προς αυτήν.

Ο διαχωρισμός που κάνετε ανάμεσα στο «ποιά μορφή οργάνωσης» και το «τι οργανώνουμε», είναι λοιπόν μια τέτοια υπεκφυγή. Διότι από πού κι ώς πού η σκέψη πάνω στο ένα αποκλείει ντε και καλά τη σκέψη πάνω στο άλλο; Από πού κι ώς πού η σκέψη πάνω στο ένα ντε και καλά το «φετιχοποιεί» σε βάρος τού άλλου;

Αν η σκέψη πάνω στη φύση τών σημερινών κοινωνικών σχέσεων είναι και μια σκέψη πάνω στις οργανωτικές μορφές τους (πράγμα που επιχειρήσατε στο τελευταίο τεύχος τού περιοδικού σας), τότε και η σκέψη πάνω στη φύση τών νέων κοινωνικών σχέσεων οφείλει να είναι και μια σκέψη πάνω στις οργανωτικές μορφές τους. Το ένα δεν αποκλείει το άλλο! Και αν ή όπου το αποκλείει, αυτό συμβαίνει, όπως είπα και στα Σχόλια στο βιβλίο τού Ζιλ Ντωβέ…, εξ αιτίας τής ιστορικής αδυναμίας (και) τής κομμουνιστικής θεωρίας να τα σκεφτεί μ' έναν ενιαίο τρόπο και σε συνάρτηση το ένα με το άλλο.

Θα πρέπει λοιπόν να σάς επαναλάβω αυτό που έλεγα και στα Σχόλια: το ζήτημα με την κομμουνιστική θεωρία, όπως διατυπώθηκε από την εποχή τών Μαρξ-Ένγκελς έως και τον Ντωβέ, είναι οτι αυτή η αδυναμία της δεν είναι ένα τυχαίο σφάλμα αλλά απορρέει από τη ραχοκοκκαλιά της. Είναι μια αδυναμία που έχει να κάνει με τη γενικότερη αδυναμία της να συλλάβει το υποκειμενικό μαζί με το αντικειμενικό× με τη διάσπασή της σε δύο ασύμπτωτες στα πλαίσιά της οπτικές τής ιστορικής δράσης (την υποκειμενική και την αντικειμενική)× και με τα προβλήματα που κληροδότησαν αυτή η αδυναμία κι αυτή η διάσπαση σε όλο το κομμουνιστικό κίνημα έως και σήμερα, είτε με τη μορφή τών αντιπολιτικών και αντιδημοκρατικών υπεκφυγών σαν τού Ντωβέ και τις δικές σας, είτε με τη μορφή τής σοσιαλδημοκρατίας ή τού λενινισμού.

Αυτή η αδυναμία κι αυτή η εσωτερική διάσπαση τής κομμουνιστικής θεωρίας είναι το πρόβλημα, και όχι η υποτιθέμενη φετιχοποίηση τού οργανωτικού ζητήματος (υποτιθέμενη ως αναπόφευκτη άπαξ και κάποιος πάει να σκεφτεί το ζήτημα τής οργάνωσης)! Κι αυτή η αδυναμία δεν λύνεται, απλώς υπεκφεύγεται με τον αναθεματισμό από μέρους σας (κι εκ μέρους τού Ντωβέ) τής σκέψης πάνω στην οργάνωση, τη μορφή και τη δημοκρατία υπό το πρόσχημα οτι δήθεν μια τέτοια σκέψη συνιστά … αναπόφευκτα ένα «φετιχισμό» τής μορφής και τής οργάνωσης.

Έτσι, το γεγονός οτι δεν απαντήσατε τόσους μήνες στην πρόσκληση που σάς απεύθυνα, με τα Σχόλια στο βιβλίο τού Ζιλ Ντωβέ…, να συζητήσουμε αυτό το πρόβλημα τής κομμουνιστικής θεωρίας× το γεγονός οτι τώρα «επιστρέφετε» τσουβαλιάζοντας αυθαίρετα τις απόψεις μου σε μια υποσημείωση (!) και μ’ ένα υπονοούμενο που στη πραγματικότητα δεν με αφορά× και το γεγονός οτι αποφύγατε να κριτικάρετε τις δικές μου θέσεις πάνω στη δημοκρατία και τη συνάρτησή της με το μετασχηματισμό τών κοινωνικών σχέσεων (όπως τις διατύπωσα στα Σχόλια) προτιμόντας ν' ασχοληθείτε με πιο βολικές για εσάς απόψεις, … όλα αυτά μού δίνουν το δικαίωμα να σκεφτώ οτι αυτή τη συζήτηση την αποφεύγετε.


*

Θα κλείσω εδώ αυτή την επιστολή μου με μια γενική παρατήρηση. Καταλαβαίνω, σέβομαι και εκτιμώ την προσπάθειά σας να ξαναδώσετε ένα νόημα στην έννοια «κομμουνισμός» ξεκαθαρίζοντάς την από διάφορες σκουριές και στίγματα τού παρελθόντος της. Αυτή και μόνον η προσπάθειά σας δίνει την ευκαιρία στους αναγνώστες σας (σ' εμένα τουλάχιστον) ν' αντιληφθούν οτι, διαβάζοντάς σας, έχουν να κάνουνε μ' έναν άξονα σκέψης` και όπως είπα αυτό το θεωρώ πολύ σημαντικό στη σημερινή εποχή τού «ναι σε όλα μέσα στο τίποτα» και τού βομβαρδισμού, είτε από τον κυρίαρχο λόγο είτε από διάφορους λόγους που επικαλούνται την «επανάσταση», με ένα σωρό ανακατεμένες ιδέες από τις οποίες δεν μπορείς να βγάλεις κανένα νόημα, πέραν ίσως τού οτι πρόκειται για ανακατέματα.

Ωστόσο ένα από τα στίγματα τού παρελθόντος τών κινημάτων που αυτοχαρακτηρίστηκαν κομμουνιστικά, ήταν η προοδευτική εγκατάλειψη από την πλευρά τους τού εγκωμίου τής δημοκρατικής διεκδίκησης, που όπως έδειξα εδώ με συντομία υπάρχει διάσπαρτο στο έργο τών Μαρξ και Ένγκελς.

Αυτή η εγκατάλειψη είχε να κάνει με την αντιπαράθεση αυτών τών κινημάτων προς το σοσιαλδημοκρατικό ρεφορμισμό. Όμως, βαστώντας από τη σκέψη τών Μαρξ-Ένγκελς μόνο τη μια πλευρά πάνω σ' αυτό το ζήτημα, μόνο την πλευρά τής κριτικής τής δημοκρατίας — και με το επιπλέον επιχείρημα μάλιστα οτι δεν χρειάζεται να μάς απασχολούν οι «οργανωτικές μορφές» αλλά «[η] ανάπτυξη τών παραγωγικών δυνάμεων» —, τα κινήματα αυτά υιοθέτησαν μια θεώρηση που

«κατευθύνθηκε όλο και περισσότερο προς μια ενορατική ιστορία, η οποία υποβίβασε αφηρημένα την κοινωνική ανάπτυξη σε μια αντικειμενική πορεία καθοριζόμενη από εξωτερικούς νόμους» (Καρλ Κορς, Η κρίση τού μαρξισμού, 1931, στο Γιατί είμαι μαρξιστής, εκδόσεις Ύψιλον).

Το αποτέλεσμα το γνωρίζουμε.

Πιστεύω λοιπόν οτι, στο βαθμό που θέλετε να θεωρείστε συνεπείς (οι συνεπέστεροι;) συνεχιστές τής κομμουνιστικής θεωρίας, είναι απαραίτητο να τοποθετηθείτε πάνω στον Μαρξ και τον Ένγκελς, εξηγώντας όσο πιο πειστικά γίνεται πού βρίσκεται η όποια συνέπειά σας απέναντί τους (και πού ήταν συνεπείς οι ίδιοι με τον εαυτό τους!).

Φιλικά,

Γιάννης Ιωαννίδης



Υ.Γ. Θα πρέπει πάντως να σάς ευχαριστήσω για τις λίγες γραμμές από τα Σχόλια στο βιβλίο τού Ζιλ Ντωβέ…, που παραθέσατε στην υποσημείωση 53, και για τις υπογραμμίσεις που κάνατε. Αρκούν πράγματι για να καταλάβει ο καλοπροαίρετος αναγνώστης οτι με τσουβαλιάσατε αυθαίρετα με «όλο το πολιτικό φάσμα» και με τις απόψεις που θέλουν τη δημοκρατία είτε σαν «σύστημα λήψης κυβερνητικών αποφάσεων», είτε σαν «μαξιλάρι» για τη διατήρηση τών ταξικών διαιρέσεων και τού κοινωνικού κατακερματισμού.

Γ.Ι.





[1] Γι΄αυτό και τόσο η κομμουνιστική όσο και οι διάφορες άλλες επαναστατικές θεωρίες αποτελούν συνήθως καταφύγιο ανθρώπων που θέλουν ν' αλλάξουν «τα πάντα» εκτός από τον εαυτό τους - με αποτέλεσμα τη γνωστή αδιέξοδη ανακύκλωση τών ίδιων και τών ίδιων προβλημάτων (εγωπάθειες, σεχταρισμοί, φραξιονισμοί, κ.ο.κ.) μέσα στους λεγόμενους επαναστατικούς χώρους και κύκλους.

[2] Αυτό το κείμενο το έγραψε ο Ένγκελς μετά το πρώτο συνέδριο τής Ένωσης τών Κομμουνιστών και αποτέλεσε τη βάση για το «Μανιφέστο τού Κομμουνιστικού Κόμματος».

[3] Άλλωστε η δημοκρατική αρχή δεν στηρίζεται στο δίπτυχο «ισότητα-ελευθερία» αλλά στο τρίπτυχο «ισότητα-ελευθερία-αδελφότητα» — όπου αυτός ο τελευταίος όρος, «αδελφότητα», υπονοεί την αδιαίρετη κοινότητα, έξω από την οποία η «ισότητα» είναι εντελώς τυπική-φαινομενική και η «ελευθερία» μια ψευδαίσθηση-αφαίρεση που πηγάζει από την απομόνωση τών ατόμων.
[4] Πρέπει εδώ να θυμίσω οτι η νομική έννοια τής «ελευθερίας τού προσώπου», κατάκτηση τού κινήματος τού Διαφωτισμού (και δάνειο από το χριστιανισμό), εννοούσε την ελευθερία από τη δουλεία.

[5] Να σημειώσω οτι στο ίδιο αυτό κείμενο διαχώριζε την «αληθινή δημοκρατία» από τη δημοκρατική πολιτεία (republique).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου