«Το πρόβλημα της αιτιότητας είναι ένα
ψευτοπρόβλημα, που μάς το επιβάλλει η κάλπικη επιστήμη, η επιστήμη που θέλει να
προβλέπει. (…) Η αιτιακή περιγραφή αποκαλύπτει μία μόνον όψη της εξέλιξης: τα
αναγκαία ή οικονομικά στοιχεία της. Τα σφάλμα γίνεται όταν θεωρούμε αυτούς τούς
δεσμούς συγχρόνως επαρκείς για την εξέλιξη, και όλα τα υπόλοιπα άχρηστα που
πρέπει να τ’ αγνοούμε. Από την άλλη μεριά, είναι εξ ίσου ανόητο να αρνηθούμε
όλες τις αιτιακές σχέσεις με πρόσχημα ότι υπάρχει κάτι άλλο πέρα απ’ αυτές. Θα
ήταν καλύτερο να τοποθετήσουμε την αιτιότητα ως μια επιμέρους κλίμακα του
τρόπου με τον οποίον ο άνθρωπος βλέπει την ύλη».
Άσγκερ Γιόρν, Περί Μορφής.
Σκιαγραφία μιας μεθοδολογίας των τεχνών (1952-1957).
«Μόνο μέσα
στην κοινωνική κατάσταση, ο υποκειμενισμός και ο αντικειμενισμός, ο ιδεαλισμός
και ο υλισμός, η ενεργητικότητα και η παθητικότητα χάνουν τον αντιθετικό τους
χαρακτήρα και συνεπώς παύουν να υπάρχουν σαν αντιθέσεις` η λύση των θεωρητικών αντιθέσεων δεν είναι δυνατή παρά
μόνο μ’ ένα πρακτικό τρόπο, μόνο με την πρακτική ενέργεια του ανθρώπου».
Κάρλ Μαρξ, Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα (1844).
«[Η θεωρία των
Μαρξ-Ένγκελς] δεν μπόρεσε μετά το
1850 να συνεχίσει ν’ αναπτύσσεται ζωντανά μέσα στην πρακτική του εργατικού
κινήματος [διότι από τότε]
κατευθύνθηκε όλο και περισσότερο προς μια ενορατική
ιστορία, που υποβίβασε αφηρημένα την κοινωνική ανάπτυξη σε μια αντικειμενική πορεία καθοριζόμενη από
εξωτερικούς νόμους».
Καρλ Κορς, Η κρίση του μαρξισμού (1931).
Νοέμβριος 2002
[μικρές προσθήκες
Ιούνιος 2003]
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Κόκκινη
κλωστή δεμένη, στην ανέμη τυλιγμένη…
Το
βιβλίο του Ζιλ Ντωβέ Έκλειψη κι
Επανεμφάνιση του Κομμουνιστικού Κινήματος κυκλοφόρησε το Μάιο του 2002 από
την εκδοτική ομάδα «Κόκκινο νήμα» σε εξαιρετική μετάφραση. Στον πρόλογο
επισημαίνεται πως «πέρα από τις βασικές
θεωρητικές παραδοχές των κομμουνιστών
τούς δυο τελευταίους αιώνες, σχεδόν όλα τα επιμέρους ζητήματα που θίγει ο
συγγραφέας αποτελούν θέμα συζήτησης και εκ νέου πραγμάτευσης μέσα στο
κομμουνιστικό κίνημα, αφού μιλάμε για ένα ζωντανό κίνημα που αναδημιουργείται
από την ίδια την αντιφατική πορεία της καπιταλιστικής κοινωνικής σχέσης».
Το σχόλιό μου λοιπόν είναι η συνεισφορά μου σ’ αυτή τη συζήτηση – μια
συνεισφορά όμως που θα τολμήσει να βάλει σε συζήτηση, πέρα από τα επιμέρους
ζητήματα, και κάποιες από τις βασικές θεωρητικές παραδοχές των κομμουνιστών.
Στα
αναμφισβήτητα «υπέρ» αυτού του βιβλίου είναι, πρώτον, ότι επιχειρεί
(εστιάζοντας έστω και μόνο στην αιτιοκρατική-ντετερμινιστική πλευρά της) να
επανενεργοποιήσει τη σκέψη του Μαρξ κι έτσι μάς καλεί να τη θυμηθούμε και ν’
αναμετρηθούμε γι’ άλλη μια φορά μαζί της. Δεύτερον, η έμφαση που θέλει να δώσει
στον κομμουνισμό σαν ένα υπαρκτό ήδη από σήμερα κίνημα, σύμφωνα με τη ρήση του
Μαρξ: «Εμείς ονομάζουμε κομμουνισμό την
πραγματική κίνηση που καταργεί την τωρινή κατάσταση. Οι όροι αυτής της κίνησης
προκύπτουν από τις προϋποθέσεις που υπάρχουν σήμερα» (Η Γερμανική ιδεολογία)[1].
Έχοντας
ζήσει την παρακμή που ακολούθησε το «Μάη του ’68», την ατέρμονη όσο και ανούσια
πολιτικολογία και τη διάσπαση εκείνου του κινήματος σ’ ένα σωρό ετικέτες και
πόζες χωρίς σοβαρό περιεχόμενο, ο Ντωβέ επιχειρεί –απολύτως δικιολογημένα ώς
εδώ– να εστιάσει στο περιεχόμενο του
κομμουνισμού:
«Η οργανωτική μορφή
της κομμουνιστικής επανάστασης, όπως κάθε άλλου κοινωνικού κινήματος,
εξαρτάται από το περιεχόμενό της»
(σελ. 48, η έμφαση του Ντωβέ).
«Ο Μαρξ εστιάζει στο περιεχόμενο
του κινήματος. Ο Λένιν και η υπεραριστερά εστίασαν στις μορφές του» (σελ. 81, η υπογράμμιση του
Ντ.).
Ταυτόχρονα
όμως απορρίπτει σαν «υποκειμενιστικό» το στοχασμό πάνω στις όποιες οργανωτικές,
θεσμικές, πολιτικές, κ.ά. μορφές του κομμουνισμού, καθώς πιστεύει πως αυτές θα
προκύψουν αναγκαστικά κι αναπόφευκτα, «αυθόρμητα», από το περιεχόμενό του, το
οποίο με τη σειρά του προκύπτει από τις αντιφάσεις της ίδιας της καπιταλιστικής
ανάπτυξης:
«Η καπιταλιστική κοινωνία από μόνη της γεννάει ένα
κομμουνιστικό κόμμα, που δεν είναι τίποτε άλλο από την οργάνωση του αντικειμενικού κινήματος» (σελ. 65, η
έμφαση του Ντ.).
«Το κομμουνιστικό κίνημα δεν είναι απολίτικο, είναι ενάντια στην πολιτική» (σελ. 49, η
έμφαση του Ντ.).
Ο Ντωβέ
δεν θεωρεί πως η απόπειρά του να εστιάσει αποκλειστικά στο περιεχόμενο του
κομμουνισμού, προέκυψε μέσα από κάποιες παροδικές ιστορικές συνθήκες, δηλαδή
από την παρακμή του κινήματος του ’68 και την «υποκειμενιστική» παρεκτροπή που
την ακολούθησε. Δεν βλέπει πως η έμφαση στον «αντικειμενισμό» και η κάθετη ρήξη
με τον «υποκειμενισμό» εξυπηρετούσε μια πρόσκαιρη αντίθεση με ημερομηνία λήξης και ότι, εάν αναχθεί σε απόλυτη
αλήθεια και σε απόλυτη αντίθεση, επανεισάγει και συντηρεί αλώβητη την αδιέξοδη
αντίθεση αντικειμενισμού-υποκειμενισμού. Αντίθετα, υποστηρίζει ότι αποκλειστικά και μόνο μ’ αυτό τον «αντικειμενιστικό» τρόπο μπορεί να συλληφθεί
έγκυρα ο κομμουνισμός γενικά, τόσο ως υπαρκτό κίνημα όσο και ως μέλλον.
Βέβαια
και ο Μαρξ έδωσε έμφαση στο «περιεχόμενο». Για παράδειγμα, σ’ ένα από τα πιο
πολιτικά κείμενά του, μιλώντας για την
κοινωνική επανάσταση του 19ου αιώνα έλεγε πολύ χαρακτηριστικά πως «παλιότερα η
φράση ξεπερνούσε το περιεχόμενο∙ σήμερα το περιεχόμενο ξεπερνά την φράση» (Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη).
Προς το τέλος της ζωής του, με αφορμή το συνέδριο του γερμανικού Εργατικού
κόμματος στην Γκότα, έγραφε στον Μπράκε: «Κάθε βήμα του πραγματικού κινήματος
είναι πιο σπουδαίο από μια δωδεκάδα προγράμματα» (Κριτική του προγράμματος της Γκότα, 1875). Αλλά και πέρα από αυτό,
σε γενικές γραμμές θεωρούσε πως, σε ολόκληρη την ανθρώπινη ιστορία,
«οι νομικές σχέσεις και οι μορφές του Κράτους δεν μπορούν
να εξηγηθούν από αυτές τις ίδιες, ούτε από την υποτιθέμενη γενική εξέλιξη του
ανθρώπινου πνεύματος, αλλά ριζώνουν μάλλον μέσα στις υλικές συνθήκες της ζωής
(…)∙ και γι’ αυτό πρέπει ν’ αναζητήσουμε στην πολιτική οικονομία την ανατομία
της κοινωνίας των πολιτών (Πρόλογος στην
Κριτική της πολιτικής οικονομίας).
Θεωρούσε
επίσης, πως ακόμα και οι παραγωγικές σχέσεις, παρ’ όλο που στο «σύνολό τους
σχηματίζουν την οικονομική δομή της κοινωνίας, το πραγματικό θεμέλιο πάνω στο
οποίο υψώνεται ένα νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα, στο οποίο αντιστοιχούν
καθορισμένες μορφές της κοινωνικής συνείδησης» (στο ίδιο), καθορίζονται κι
αυτές από ένα άλλου είδους «περιεχόμενο»: «Αυτές οι σχέσεις παραγωγής
αντιστοιχούν σ’ ένα δεδομένο βαθμό ανάπτυξης των υλικών παραγωγικών τους δυνάμεων» (στο ίδιο).
Όμως ο Μαρξ δεν οδηγήθηκε ποτέ σε
μια υποτίμηση του ζητήματος των μορφών,
ούτε σε μια καθολική εναντίωση στην πολιτική! O υπότιτλος της Νέας
Εφημερίδας του Ρήνου, που διεύθυνε το ταραγμένο 1848, ήταν «όργανο της
δημοκρατίας» και για δεκαετίες πρόβαλε το αίτημα μιας πανευρωπαϊκής δημοκρατικής εξωτερικής
πολιτικής, θεωρώντας την τσαρική Ρωσία σαν το μεγαλύτερο εχθρό για τη
επανάσταση στην Ευρώπη[2].
Μίλησε για κομμουνιστικό κόμμα και
έγραψε το «μανιφέστο» του, στο οποίο επέστρεφε διαρκώς έως το τέλος της ζωής
του. Η θεωρητική αντιπαράθεσή του με τον Προυντών στρεφόταν εναντίον της
«απολίτικης» ή «αντιπολιτικής» θεωρίας του Γάλλου σοσιαλιστή.
Πάνω
στην ίδια βάση, στο πιο πρακτικό πλαίσιο της Α΄ Διεθνούς πολέμησε με οξύτητα
τούς προυντωνιστές επειδή υποτιμούσαν πλήρως την πολιτική διάσταση του
προλεταριακού αγώνα και, όπως στο Μανιφέστο
του κομμουνιστικού κόμματος το 1847-48, έτσι και στην Ιδρυτική διακήρυξη της Α΄ Διεθνούς, το 1864, θεωρούσε αναγκαία την
«κατάληψη της πολιτικής εξουσίας από το προλεταριάτο». Αλλά ακόμα και όταν η
εμπειρία της Παρισινής Κομμούνας τον έσπρωξε σε πιο «αντικρατικές» πολιτικές
θέσεις, κάνοντάς τον να υποστηρίξει την «καταστροφή της σημερινής μηχανής του
αστικού Κράτους», και τότε ακόμα δεν δίστασε να χαρακτηρίσει την Κομμούνα σαν
την «πολιτική μορφή, που επιτέλους
βρέθηκε, της δικτατορίας του προλεταριάτου» (Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, 1872, η υπογράμμιση του Μαρξ). Σ’
αυτή μάλιστα την ανάλυσή του της Κομμούνας φρόντισε με μεγάλη επιμέλεια να
εντοπίσει και να προβάλλει τις οργανωτικές μορφές της, ακόμα και
παραχαράσσοντας υπέρ του συγκεντρωτισμού την αληθινή φύση των μορφών οργάνωσης της Κομμούνας.
Η
υποτίμηση του ζητήματος των μορφών οδηγεί επιπλέον τον Ντωβέ να ορίζει τον
κομμουνισμό σαν το κοινωνικό κίνημα που αρνείται πλήρως την «αξία» (όρο με τον
οποίον, ακολουθώντας τον Μαρξ, εννοεί την «ανταλλακτική αξία»). Την ίδια όμως
στιγμή συνταυτίζει πλήρως την «αξία» με
την ανταλλαγή. Το περιεχόμενο του κομμουνισμού, τόσο σαν πραγματικό κίνημα
όσο και σαν μελλοντική κοινωνία, το εντοπίζει σε πρακτικές άρνησης της
ανταλλαγής:
«Ο σκοπός δε θα είναι να καταλάβουμε τα εργοστάσια για να
παραμείνουμε εκεί ως διαχειριστές τους, αλλά να βγούμε από αυτά, να τα
συνδέσουμε μεταξύ τους χωρίς ανταλλαγή, πράγμα
που τα καταστρέφει ως επιχειρήσεις» (σελ. 45, η υπογράμμιση δική μου).
«Σε αυτές τις συγκρούσεις οι άνθρωποι αυθόρμητα προσπαθούν
να οικειοποιηθούν αγαθά χωρίς να υπακούουν στη λογική της ανταλλαγής. Αντιμετωπίζουν δηλαδή αυτά τα αγαθά ως αξίες χρήσεις»
(σελ. 51, η υπογράμμιση δική μου).
Έτσι,
πέρα από το γεγονός ότι η «άρνηση της ανταλλαγής» είναι κάτι το συζητήσιμο −και
ο Ντωβέ δεν το συζητάει εδώ όσο θα έπρεπε [3]−,
είναι επίσης πολύ συζητήσιμη και η πλήρης συνταύτιση «ανταλλακτικής αξίας» και
«ανταλλαγής» γενικά, από την οποία ο Ντωβέ συνάγει πως ο κομμουνισμός αρνείται γενικά την ανταλλαγή.
Ο Μαρξ,
πολύ πιο ρεαλιστής, δεν δεχόταν μια τέτοια μονοκόμματη συνταύτιση «αξίας» και ανταλλαγής. Απεναντίας, διέκρινε το
«ανώτερο στάδιο» του κομμουνισμού −όπου θα ισχύει το σύνθημα «από τον καθένα
σύμφωνα με τις ικανότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του»−, από μια
«πρώτη φάση της κομμουνιστικής
κοινωνίας», η οποία «μόλις αναδύεται από
την καπιταλιστική κοινωνία [και γι’ αυτό,] από κάθε άποψη, οικονομική,
ηθική, διανοητική, εξακολουθεί να φέρει τα στίγματα της παλιάς τάξης από την
οποία γεννήθηκε» (Κριτική του προγράμματος
της Γκότα, οι υπογραμμίσεις δικές μου).
Στο ίδιο κείμενο μάλιστα υποστήριζε
οτι, κατ’ αυτή την πρώτη φάση της κομμουνιστικής
κοινωνίας, ο εργαζόμενος «παίρνει από την κοινωνία ένα μπόνους το οποίο
πιστοποιεί ότι παρείχε το τάδε ποσό εργασίας (αφού αφαιρεθεί η εργασία που
πραγματοποιείται για τούς κοινούς πόρους) και, με αυτό το μπόνους, παίρνει από
τα κοινωνικά αποθέματα ακριβώς τόσα αντικείμενα κατανάλωσης όσα του κόστισε η
εργασία του». Και συνέχιζε:
«Προφανώς εδώ ισχύει η ίδια αρχή που βασιλεύει στην ανταλλαγή των εμπορευμάτων, εφόσον πρόκειται για ανταλλαγή
ισοδυνάμων. Όμως το βάθος και η μορφή
αλλάζουν, επειδή έχουν αλλάξει οι συνθήκες: κανείς δεν θα μπορεί να
προσφέρει κάτι άλλο από την εργασία του και
άλλωστε τίποτα δεν μπορεί να γίνει ιδιοκτησία
των ατόμων, εκτός από τα προσωπικά
μέσα κατανάλωσης» (Κριτική του
Προγράμματος της Γκότα, οι υπογραμμίσεις δικές μου).
Συνεπώς,
για τον Μαρξ η ύπαρξη ανταλλαγής γενικά δεν συνταυτίζεται αναγκαστικά με την
ύπαρξη καπιταλισμού και εμπορευματικής ανταλλακτικής αξίας, έστω κι αν για
κάποιο χρονικό διάστημα η αναδυόμενη κομμουνιστική κοινωνία υιοθετεί
αναγκαστικά την «ίδια αρχή» που ισχύει στην ανταλλαγή των εμπορευμάτων. Ούτε ακόμα και η ύπαρξη ενός
«μπόνους»-ανταλλακτικού ισοδύναμου συνταυτίζεται, κατ’ αυτόν, με το
καπιταλιστικό χρήμα. Γι’ αυτό και τη δέχεται για την «πρώτη φάση» της
μελλοντικής κομμουνιστικής κοινωνίας. Η ανταλλαγή, ακόμα και η μορφή-«μπόνους»,
αλλάζουν σε μορφή και σε βάθος όταν
αλλάζουν οι συνθήκες και εγκαθιδύεται η κοινοκτησία των μέσων παραγωγής – μια σκέψη που απορέει
πολύ λογικά απο το γεγονός οτι, για τον Μαρξ, η «αξία» θεμελιώνεται στο
«χωρισμό των παραγωγών από τα μέσα
παραγωγής» και όχι στην ανταλλαγή
γενικά. Με άλλα λόγια, ο Μαρξ δεν σκέφτεται τη σχέση περιεχομένου-μορφής
τόσο μονοκόμματα όσο ο Ντωβέ, και δεν διστάζει να ονομάσει «κομμουνιστική» μια
κοινωνία όπου η ανταλλαγή συνεχίζεται μεν αλλά στη βάση πλέον αυτής της
κοινοκτησίας.
Είναι
λοιπόν πολύ συζητήσιμη η εμμονή του μαρξιστή Ντωβέ αποκλειστικά και μόνο στο
περιεχόμενο του κομμουνισμού, εφόσον μάλιστα τον κάνει να του διαφεύγουν οι πρακτικές μορφές οι οποίες ενοποιούν και προσανατολίζουν όλες
αυτές τις πρακτικές άρνησης της ανταλλαγής, τις οποίες θεωρεί ως «περιεχόμενα»
του κομμουνισμού.
Αυτή η
τοποθέτησή του έρχεται άλλωστε άμεσα σε αντίφαση με τον πολύ σημαντικό ρόλο που
αποδίδει στη θεωρία, θεωρώντας την περίπου σαν την αποκλειστική «μορφή»
ενοποίησης των κομμουνιστικών πρακτικών.
Λέει για παράδειγμα:
«Οποιαδήποτε μόνιμη ομάδα επαναστατών εργατών πρέπει να
προσπαθήσει να βρει μια θεωρητική βάση για
τη δράση της. Η θεωρητική αποσαφήνιση είναι
συστατικό στοιχείο και απαραίτητη προϋπόθεση της πρακτικής ενοποίησης» (σελ.67, οι υπογραμμίσεις του Ντ.).
Και
ακόμα:
«Η θεωρητική συνοχή
είναι μόνιμος στόχος των
επαναστατών, εφόσον πάντοτε επισπεύδει τον πρακτικό συντονισμό των επαναστατικών
προσπαθειών» (σελ. 83, οι υπογραμμίσεις του
Ντ.).
Εδώ
μπαίνει λοιπόν εύλογα ένα κρίσιμο ερώτημα, που ο Ντωβέ αφήνει αναπάντητο. Η θεωρία, δηλαδή μια ορισμένη μορφή συνείδησης, είναι μορφή ή περιεχόμενο; Είναι εποικοδόμημα ή
βάση; Εάν, σαν «μόνιμος στόχος των
κομουνιστών», όπως λέει, ανήκει στη βάση/περιεχόμενο, τότε γιατί θα ήταν
εποικοδομήματα κάποιες άλλες πρακτικές
μορφές συνείδησης (όπως είναι λ.χ.
το ιστορικό κόμμα, ή η δημοκρατία), για τις οποίες θεωρεί πως θα προκύψουν
«αυθόρμητα» και είναι άνευ νοήματος ν’ ασχοληθούμε από τώρα; Κι αν πάλι η
θεωρία είναι μορφή/εποικοδόμημα, οπότε κατ’ αυτόν θα αναδυθεί «αυθόρμητα» όπως
και τα υπόλοιπα εποικοδομήματα όταν αναπτυχθούν οι κατάλληλες υποδομές, τότε
γιατί της αποδίδει τον παραπάνω καίριο ρόλο, τον οποίον αποδεικνύει άλλωστε και
η συστηματική ενασχόλησή του με αυτήν;
Θα εξετάσω αργότερα με ποιόν τρόπο ο Ντωβέ επιχειρεί να
κλείσει αυτή την αντίφασή του αποδίδοντας, όπως και ο Μαρξ, στη θεωρία του μια
ιδιαίτερη, «αντικειμενική» ποιότητα– δηλαδή επιχειρώντας να την παρουσιάσει σαν
ένα σύνολο σκέψεων που υποτίθεται πως δεν έχουν τίποτε το «υποκειμενικό». Προς
το παρόν, ας σημειώσω, πως η παραπάνω αντίφαση προέρχεται από ένα γενικότερο
πρόβλημα που διαποτίζει ολόκληρο το βιβλίο του. Πηγάζει πράγματι από το γεγονός
ότι σκέφτεται τη μορφή μάλλον ανεξάρτητα
από το περιεχόμενο του κομμουνισμού ως παρόν και ως μέλλον. Έτσι όμως η
κριτική που κάνει στην ιστορική “υπεραριστερά”, επειδή θεωρεί ότι αυτή έδωσε
έμφαση στη μορφή παραμελώντας το περιεχόμενο, προέρχεται τελικά από το ίδιο
σφάλμα που της καταλογίζει, δηλαδή
ότι σκεφτόταν τη μορφή (συμβούλια) ανεξάρτητα από το περιεχόμενο του
κομμουνισμού. Σ’ αυτό το πλαίσιο σκέψης, το πρόβλημα των σχέσεων μεταξύ «μορφής/εποικοδομήματος» και
«βάσης/περιεχομένου» παραμένει απροσπέλαστο.
Κατά τη
γνώμη μου, σ’ αυτή την εσωτερική του αδυναμία βρίσκεται και το κύριο ενδιαφέρον αυτού του βιβλίου καθώς, παρά τις προθέσεις του
συγγραφέα του, αποτελεί μια πολύ καλή συνοπτική έκθεση μάλλον, παρά επίλυση,
μιας διαρκούς εσωτερικής αδυναμίας του
κομμουνιστικού κινήματος συνολικά, όπως αυτό εκφράστηκε στην ιστορία των δύο τελευταίων αιώνων και κυρίως κατά τα
τελευταία 40 χρόνια. Η αδυναμία αυτή να συλληφθεί με μια ενιαία κίνηση η «μορφή» και το «περιεχόμενο» του κομμουνισμού,
έχει ήδη εκφραστεί μέσ’ από τη δυσκολία του ίδιου του Μαρξ να συμβιβάσει
πειστικά τη σύλληψη της ιστορίας ως «πάλης των
τάξεων» από τη μια και ως «ανάπτυξη των
παραγωγικών δυνάμεων» από την άλλη, και τη δυσκολία των επιγόνων του συνολικά να βρούνε το «κόκκινο
νήμα» που συνδέει την «αντικειμενική» με την «υποκειμενική» πλευρά τόσο της
αλλοτρίωσης όσο και του αγώνα εναντίον της.
Εξαιτίας
αυτής της αδυναμίας –που έχει να κάνει και με μια «λειτουργιστική» αντίληψη της
μορφής−, οι διάφορες εκφράσεις του κομμουνιστικού κινήματος παλινδρομούσαν
αέναα, ανάλογα με τις περιστάσεις και τις προσωπικότητες, μεταξύ
«υποκειμενισμού/βολονταρισμού» και «αντικειμενισμού/ντετερμινισμού», μέσα σ’ ένα
φαύλο κύκλο χωρίς καμμιά διέξοδο. Και οπωσδήποτε σήμερα που, έπειτα από την
εμπειρία της δεκαετίας του ’60, γνωρίζουμε ότι δεν μπορούμε ν’ αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς ν’ αλλάξουμε τον εαυτό μας
και αντίστροφα, γίνεται όλο και πιο σαφές ότι η αδυναμία αυτή του ιστορικού
κομμουνιστικού κινήματος βρίσκεται στη ρίζα της «έκλειψής» του∙ και ότι δεν μπορούμε να περιμένουμε μια
«επανεμφάνισή» του όσο δεν καταφέρνει να την απαντήσει.
Πρέπει
αμέσως να υπογραμμίσω πως δεν θεωρώ τις αντιφάσεις ενός βιβλίου, ενός συγγραφέα,
ενός ανθρώπου, σαν κάτι το αρνητικό ή μειωτικό. Δεν υπάρχει άνθρωπος, ούτε
βεβαίως θεωρία (ακόμα κι αν είναι πιο συλλογικά διαμορφωμένη) χωρίς, όχι μόνο
ελλείψεις και αδύναμίες, αλλά και αντιφάσεις. Οι αντιφάσεις όμως είναι ένα
δυναμικό και το πλουσιότερο κομμάτι κάθε ανθρώπου, διότι μέσ’ από αυτές −και
επειδή ουσιαστικά εκφράζουν τις αντιφάσεις καθενός από εμάς στον αγώνα μας για
την ελευθερία και στις αντικειμενικές κι υποκειμενικές δυσκολίες που συναντάμε
εδώ−, εκφράζεται ένας προσωπικός ή πιο συλλογικός αγώνας που αφορά όλους μας. Κι έτσι οι άνθρωποι και οι
θεωρίες γίνονται συζητήσιμοι όπως όλοι
μας, δηλαδή πραγματικά ενδιαφέροντες για το σύνολο.
Μ’ αυτή
την έννοια, το σχόλιό μου πάνω στο βιβλίο του Ντωβέ αποτελεί και μια πρόσκληση
να διαβαστεί και να συζητηθεί. Διότι η κεντρική αντίφασή του, η αντίφαση
ανάμεσα στην αναζήτηση της ελευθερίας και τις ντετερμινιστικές θεωρήσεις του,
είναι μια αντίφαση που μάς διαπερνά λίγο-πολύ όλους.
*
Η δική
μου ανάγνωση θα προσπαθήσει να φέρει στην επιφάνεια τα λογικά και πρακτικά
αδιέξοδα και τούς φαύλους κύκλους, στους οποίους οδηγείται ο αγώνας για μια πιο
ελεύθερη και δίκαια κοινωνία όταν θέλουμε να τον στηρίξουμε αποκλειστικά στις
βεβαιότητες του «αντικειμενισμού» και του υλιστικού ντετερμινισμού – μιας απο τις βασικές θεωρητικές παραδοχές των κομμουνιστών.
Ακόμα,
η ανάγνωσή μου θα προσπαθήσει να φέρει στην επιφάνεια το ακόμα πιο ενοχλητικό
αλλά επίκαιρο και ζωτικού ενδιαφέροντος γεγονός οτι, ο σκληρός πυρήνας του αντικειμενισμού και του υλιστικού ντετερμινισμού
αποτελεί μια βασική συνιστώσα της σημερινής κυρίαρχης
ιδεολογίας της «ανάπτυξης» και του «εκσυγχρονισμού». Διότι πράγματι, ο
άνθρωπος που φαντάζεται και θέλει ο
υλιστικός ντετερμινισμός, ο άνθρωπος που στηρίζει την ευημερία και την επίλυση
των κοινωνικών προβλημάτων στην «επαρκή
ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων», την
«επαρκή αποθήκευση παρελθοντικής εργασίας» και την «ικανοποίηση των αναγκών», ο άνθρωπος που μετέχει στην ιστορία
υπακούοντας σε απρόσωπες «παραγωγικές δυνάμεις» και «ανεξάρτητα από αυτό που
θέλει και σκέφτεται», είναι ο άνθρωπος που φαντάστηκαν και θέλουν οι άρχοντες
αυτού εδώ του κόσμου, δηλαδή ο σύγχρονος
σκλάβος, και όχι ο φορέας ενός καινούργιου, καλύτερου κόσμου.
Τέλος,
σε συνάρτηση με τα προηγούμενα, η δική μου ανάγνωση του βιβλίου του Ντωβέ θα
προσπαθήσει να δείξει πως οι υλιστικές ντετερμινιστικές απόψεις αγνοούν,
παραγνωρίζουν ή υποτιμούν το ζήτημα της δημόσιας
διαμάχης, δηλαδή του τρόπου επίλυσης των
διαφορών, των διαφωνιών και
των συγκρούσεων μεταξύ των ανθρώπων, που το θεωρώ καίριο και
αποφασιστικής σημασίας.
Για να
προλάβω όμως τις αναμενόμενες εδώ παρεξηγήσεις, σπεύδω να πω ότι δεν θ’
αντιπαραθέσω στον «αντικειμενισμό» και τον υλιστικό ντετερμινισμό το ρομαντικό
μύθο του «αδέσμευτου ατόμου» και της «ριζοσπαστικής υποκειμενικότητάς» του,
ούτε κάποια εξίσου ρομαντική ιδεολογία «αντί-ανάπτυξης» και
«αντί-εκσυγχρονισμού». Η δική μου θεώρηση των
πραγμάτων, τοποθετείται σε εντελώς άλλες βάσεις και από τον
«αντικειμενιστικό ντετερμινισμό» και από τον «υποκειμενιστικό βολονταρισμό».
Πριν
προχωρήσω, πρέπει να σημειώσω ότι για τις ανάγκες αυτού εδώ του σχολίου θ’
αναφερθώ συχνά, όπως και ο Ντωβέ, στον ίδιο τον Μαρξ. Ίσως αυτό φανεί λιγάκι
κουραστικό, όμως είναι απαραίτητο μιας
και ο Ντωβέ υποστηρίζει πως η απόπειρά του είναι μια εκ νέου ανακάλυψη
του Μαρξ, στον οποίον προσπαθεί να στηρίξει όλες τις δικές του απόψεις. Έτσι είναι απαραίτητο να δείξω σε ποιό
βαθμό ο Ντωβέ πράγματι στηρίζεται στον Μαρξ, σε ποιό βαθμό ξεφεύγει από αυτόν,
και σε ποιό βαθμό η δική του αντίφαση είναι και αντίφαση του μεγάλου «δασκάλου»
του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου