Σελίδες

24 Μαΐου 2010

Αλήθεια και Ελευθερία | Μανιφέστα 06


Λιούις: Δεν πιστεύεις πως οι άνθρωποι θέλουν να απελευθερωθούν;
Kέννεντι: Να σου πω, ναι, βέβαια θέλουν, αλλά βλέπεις ... εεε. Καλή ερώτηση. Ποιά είναι η δική σου γνώμη;
Λ.: Νομίζω, πως οι άνθρωποι δεν θέλουν να απελευθερωθούν γιατί αυτό εμπεριέχει πάντοτε πόνο.
K.: Μα γιατί;
Λ.: Διότι αυτό που είναι απολύτως αναγκαίο για κάθε αληθινή απελευθέρωση, είναι συνήθως πολύ οδυνηρό.
K.: Και ποιο είναι αυτό;
Λ.: Η αλήθεια.
 
Peter Kreef, Between Heaven and Hellt

Mια φανταστική σωκρατική μετά θάνατον συζήτηση μεταξύ του Τζον Φ. Κέννεντι, του Κ.Σ. Λιούις και του Άλντους Χάξλεϊ, που πέθαναν την ίδια ακριβώς μέρα, 22 Νοεμβρίου 1963

17 Μαΐου 2010

Μπίζνες και Πολιτική : οι τεχνοκράτες τα κάνουνε μαντάρα!

Ρόμπερ Μακναμάρα (1916-2009)
Σε μια εποχή βαθιάς κρίσης, η οποία οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι η πολιτική υποτάχτηκε στις μπίζνες και οι πολιτικοί στους επιχειρηματίες, υπάρχουν αρκετοί που εύχονται να αναλάβουν την πολιτική οι ίδιοι οι επιχειρηματίες/τεχνοκράτες – έστω κάποιοι πεφωτισμένοι, ή μάλλον «πετυχημένοι», από δαύτους! 

Αυτό το μοντέρνο παράδοξο, μού έφερε στο νου ένα πολύ πετυχημένο, προικισμένο και μορφωμένο επιχειρηματία. Όχι κάποιον που λ.χ. δηλώνει, ότι ο ίδιος δεν θέλει να εμπλακεί στη διακυβέρνηση του τόπου αλλά έχει στις επιχειρήσεις του 5-6 «ικανότατα στελέχη» για να το κάνουν ... αντ’ αυτού. Μιλάω για ένα επιχειρηματία-τεχνοκράτη άλλης κλάσης, που μπλέχτηκε ενεργά με την πολιτική ο ίδιος: τον Ρόμπερτ ΜακΝαμάρα, που διετέλεσε κατά σειρά πρόεδρος της Ford, υπουργός Εθνικής Άμυνας των ΗΠΑ και πρόεδρος της Διεθνούς Τράπεζας.

Έχοντας σπουδάσει Οικονομικά, Μαθηματικά και Φιλοσοφία, ο ΜακΝαμάρα πιάνει δουλειά στην αυτοκινητοβιομηχανία Φορντ το 1946, τριάντα χρονών, και γίνεται ένα από τα αγαπημένα της «Whiz Kids», δηλαδή τους δέκα νεαρούς πρώην αξιωματικούς που έσωσαν την Φορντ από τη χρεοκοπία. Ο ΜακΝαμάρα ήταν εκείνος που αντιτάχτηκε στην παραγωγή του αποτυχημένου Edsel (1959) κι εκείνος που προώθησε στη συνέχεια το δημοφιλές Falcon – έτσι, το 1960, έγινε πρόεδρος της Φορντ και μάλιστα ο πρώτος που δεν προερχόταν από την οικογένεια του Χένρι Φορντ.

Την αμέσως επόμενη χρονιά, ο νεοεκλεγείς πρόεδρος των ΗΠΑ Τζον Φ. Κένεντι, εκτιμώντας τις επιτυχίες του στον επιχειρηματικό τομέα, τον προσκαλεί να αναλάβει και να αναδιοργανώσει το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας της χώρας. Ο ΜακΝαμάρα θεωρεί ανορθολογική και εγκαταλείπει τη λογική του «μαζικού πυρηνικού χτυπήματος», που είχε υποστηρίξει ο Αϊζενχάουερ. Αναδιοργανώνει λοιπόν το στρατιωτικό σχεδιασμό των ΗΠΑ με άξονα τα ορθολογικά «ευέλικτα χτυπήματα» με βάση συγκεκριμένες «ζώνες άμυνας», κάτι που πρακτικά σήμαινε περιορισμένους, τοπικούς και μη-πυρηνικούς πολέμους, οι οποίοι θα αναχαίτιζαν την επέκταση της ΕΣΣΔ και σιγά-σιγά θα την στραγγάλιζαν (απ' όπου και έγινε ο αρχιτέκτονας της επέμβασης των ΗΠΑ στο Βιετνάμ, με τα γνωστά αποτελέσματα). Έτσι, στη θέση του προηγούμενου πυρηνικού «Όλα ή Τίποτα», το ... ευέλικτο δόγμα του ΜακΝαμάρα, όπως το έθεσε ο ίδιος, ήταν η απάντηση στην τακτική της ΕΣΣΔ, που ήταν « στο στρατιωτικό πεδίο αυτή του ελεύθερου σκοπευτή, της ενέδρας και της ξαφνικής επιδρομής ,ενώ στο πολιτικό πεδίο η τρομοκρατία, η εξόντωση και η δολοφονία» - κάτι που σήμαινε και σήμανε την εμπλοκή των ΗΠΑ σε τοπικές συρράξεις και ανταρτοπόλεμους.

Ταυτόχρονα, και σε στενή συνάρτηση με τα παραπάνω, αναδιοργανώνει το ίδιο το Πεντάγωνο με βάση την επιχειρηματική λογική. Ιδρύει ένα σωρό «κέντρα» και «υπηρεσίες», όπως DIA, DSA, DCA, STRICOM, STRAC, TAC, MATS, και πάνω απ’ όλα εισάγει και καθιερώνει την «συστημική ανάλυση» σαν βασικό εργαλείο για τη λήψη αποφάσεων σε ό,τι αφορά τις ανάγκες σε οπλισμό, τα οπλικά συστήματα και τα θέματα του πολέμου – με αποκορύφωμα το PPBS (Planning, Programming and Budgeting System), το οποίο ουσιαστικά μετέτρεψε το στρατό τω ΗΠΑ σε επιχείρηση και τους αξιωματικούς σε επιχειρηματικά στελέχη, ενώ την ίδια στιγμή έβαλε μπροστά την πιο φρενήρη πολεμική βιομηχανία όλων των εποχών ακριβώς με βάση την επιχειρηματική λογική της «μείωσης των (στρατιωτικών) δαπανών» χάρη σε μια μοντέρνα βιομηχανική παραγωγή οπλισμού κατά τα πρότυπα της αυτοκινητοβιομηχανίας, στην οποία είχε αναδειχτεί.

Το αποτέλεσμα όλης αυτής της αναδιοργάνωσης του υπουργείου Άμυνας με άξονα την επιχειρηματική-τεχνοκρατική λογική ήταν τραγικό για τις ίδιες τις ΗΠΑ και για τον κόσμο γενικότερα. Με το νέο στρατηγικό σχεδιασμό του των «ευέλικτων χτυπημάτων» με βάση συγκεκριμένες «ζώνες άμυνας» ψύχρανε τους ευρωπαίους συμμάχους της χώρας τους, καθώς συνειδητοποίησαν ότι η Ουάσιγκτον τους αντιμετώπιζε πλέον σαν απλά χαρακώματα για τη δική της άμυνα από ενδεχόμενο χτύπημα της ΕΣΣΔ (έτσι η Γαλλία φεύγει από το ΝΑΤΟ και αναπτύσσει δικό της, ανεξάρτητο πυρηνικό οπλοστάσιο) . Με το δόγμα του περί στρατιωτικής και πολιτικής τακτικής, οι ΗΠΑ – που, προηγουμένως, με δυσκολία είχαν μπει τελικά στο Β΄ παγκόσμιο πόλεμο - μπλέχτηκαν έκτοτε με τη συστηματική υπονόμευση καθεστώτων, τη διοργάνωση πραξικοπημάτων, την εκπαίδευση ταγμάτων θανάτου και γενικότερα τον πολλαπλασιασμό των τοπικών συρράξεων. Και με τη μετατροπή του στρατού σε μπίζνα, αφενός μεν ήταν ο κύριος υπεύθυνος για μια σειρά από στρατιωτικές πανωλεθρίες των ΗΠΑ, με συντριπτικότερη όλων αυτή στο Βιετνάμ (αφού καμιά επιχειρηματική λογική και κανένας αξιωματικός-επιχειρηματικό στέλεχος δεν θα μπορούσε ποτέ να πείσει ανθρώπους να πολεμήσουν και να πεθάνουν), και αφετέρου έκανε τις ΗΠΑ ένα πανίσχυρο έμπορο όπλων, που κάποια στιγμή έρχεται αντιμέτωπος με τα όπλα που έχει ο ίδιος πουλήσει!

Στο αποκορύφωμα του πολέμου στο Βιετνάμ, το 1968, ο «αρχιτέκτονάς» του ΜακΝαμάρα εγκαταλείπει το υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ χωρίς ίχνος αυτοκριτικής (την κοπανάει στα δύσκολα κι αποφεύγει κάθε αυτοκριτική – ποιον τεχνοκράτη μού θυμίζει βρε παιδιά;) και γίνεται πρόεδρος της Διεθνούς Τράπεζας. Στόχο του θέτει την αναδιοργάνωση της ΔΤ και την ανάπτυξη (η λέξη-καραμέλα κάθε επιχειρηματία/τεχνοκράτη) των χωρών του Τρίτου Κόσμου μέσα από το δανεισμό (μάλιστα ευθύς εξαρχής, στο ετήσιο συμπόσιο της Διεθνούς Τράπεζας με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, δηλώνει ότι θα ενισχυθούν κατά προτίμηση οι χώρες, που έχουν υιοθετήσει πρακτικές ελέγχου των γεννήσεων). Το αναπτυξιακό πρόγραμμά του, στηριγμένο πάντα στην επιχειρηματική λογική, θέλησε να μετατρέψει σε χρόνο-ρεκόρ ένα πλήθος από αγροτικές χώρες σε χώρες βιομηχανικές χωρίς να υπολογίσει καν το απλούστερο, αν δηλαδή αυτές οι χώρες είναι σε θέση να ξοδεύουν τεράστια ποσά για την εισαγωγή του απαραίτητου στη βιομηχανία πετρελαίου και ταυτόχρονα να ξεπληρώνουν τα υπέρογκα δάνειά τους! Όπως ήταν αναμενόμενο, και εδώ ο άψογος μπίζνεσμαν επέφερε καταστροφές, που εξακολουθούν να ταλαιπωρούν τις χώρες αυτές και όλο τον κόσμο.

Αυτά με το βίο και την πολιτεία του Αμερικανού μπίζνεσμαν-πολιτικού. Όποιος κατάλαβε, κατάλαβε. 

Μια μικρή, απλή παρατήρηση για να κλείσω: Μια δημόσια επιχείρηση είναι κατ’ ουσίαν έργο κοινό και κοινωφελές, και κυρίως μακρόπνοο, χτισμένο προκειμένου να υπηρετεί γενιές και γενιές σ' ένα τόπο. Πώς είναι λοιπόν δυνατόν να την αναλάβει με επιτυχία κάποιος, που το μόνο που έχει μάθει είναι να στήνει ιδιοτελείς/ιδιωτικές επιχειρήσεις  με μοναδικό κριτήριο επιτυχίας το χρηματικό κέρδος και που δεν έχει πρόβλημα να τις ξεστήσει άπαξ και μειωθεί το ποσοστό κερδοφορίας τους, ή να τις πάρει από μια χώρα σε μιαν άλλη σε περίπτωση που πέσει το ποσοστό κέρδους του στην πρώτη και μπορεί να βρει πάμφθηνα εργατικά χέρια στη δεύτερη;


07 Μαΐου 2010

Κρατικές μηχανές δυο ταχυτήτων | Κρίση 02



Στο πρώτο μέρος είδαμε σε χοντρές γραμμές ότι η σημερινή κρίση δεν συνδέεται απλά με τη «μεταπολιτευτική», όπως συνηθίζεται να λένε σήμερα, αλλά βαθύτερα με τη μεταπολεμική και μετεμφυλιακή ελληνική κοινωνία.

Ας ρίξουμε τώρα μια ειδικότερη ματιά στο κράτος. Διαπιστώσαμε, πως «η ελληνική Άρχουσα Τάξη πραγματοποίησε την πρωταρχική συσσώρευσή της μέσω του κρατικού προϋπολογισμού και των κρατικοποιημένων επιχειρήσεων» και «κατασκεύασε μια ξεχωριστή ειδική μηχανή, που λειτουργεί χωριστά από την κρατική αλλά σε στεγανά, μεθοδικά και με ταχυδακτυλουργική επιτηδειότητα». 
Συνεχίζει λοιπόν ο Αρσενίου:

«Οι βουλευτές, από 200 και 250 πριν, αυξήθηκαν σε 300. Οι υπουργοί, από 25 σε 50, ενώ καθένας τους πλαισιώνεται από ειδικούς συμβούλους της επιλογής του, με αρμοδιότητες που έχουν αφαιρεθεί από τους διευθυντές και άλλους μόνιμους υπαλλήλους. Μέσω πολιτικών παραγόντων επιλέγονται μεσάζοντες, προμηθευτές και ανάδοχοι έργων. Αναζητείται στον κυκεώνα της ελληνικής νομοθεσίας κατάλληλη μεθόδευση και μέσω αυτής διοχετεύονται σε έργα και σε προμήθειες μερικά τρις ετησίως, αφήνοντας ζαλιστικά κέρδη μερικών εκατοντάδων δις ετησίως σε μεσάζοντες, σε προμηθευτές και σε αναδόχους. Όταν φεύγει ο υπουργός, παίρνει και τους συμβούλους του, αφήνοντας πίσω τους τα πάντα νομιμοποιημένα. Με μόνιμους υπαλλήλους θα ήταν δύσκολη αυτή η μεθοδευμένη νομιμοφάνεια. Κι αν κάποιος υπουργός την αποτολμούσε, θα διέτρεχε κίνδυνο αποκάλυψης σκανδάλου με την αποχώρησή του. (…)

Στην εκτελεστική εξουσία έχει θέση μόνο η νομενκλατούρα του κυβερνώντος κόμματος. Οι περιλαμβανόμενοι σε αυτήν, θεωρούνται αυτομάτως ως αυθεντία επί όποιου αντικειμένου αναλαμβάνουν, ενώ έως τότε ήταν τελείως άσχετοι με αυτό οι περισσότεροι. Οι δημόσιοι υπάλληλοι, που το κατέχουν από χρόνια, παραμερίζονται χαρακτηριζόμενοι συλλήβδην ‘γραφειοκράτες’. (…)

Μεγάλο μέρος από τους κυβερνητικούς βουλευτές μετέχουν και στην κυβέρνηση και συνεπώς ασκούν διπλή εξουσία: εκτελεστική και νομοθετική. Οι κυβερνητικοί βουλευτές ασκούν και αυτοί, αφανώς, εκτελεστική παρα-εξουσία με τη δύναμη των προσλήψεων ή απολύσεων, των προαγωγών ή μεταθέσεων. (…)

Η άλλη κρατική μηχανή, αυτή με την οποία συναλλάσσονται οι υπήκοοι του δημοσίου, δεν ενδιαφέρει την Άρχουσα Τάξη και αφήνεται να λειτουργεί με τον αραμπά, όσο κι αν διαμαρτύρονται οι πάντες εναντίον της».
Αντίθετα λοιπόν με όσα υποστηρίζουν οι νεοφιλελεύθεροι πολέμιοι του ... αργοκίνητου κράτους, στην πραγματικότητα έχουμε να κάνουμε με δυο κρατικές μηχανές
 
Η μια είναι και ταχύτατη και αποτελεσματικότατη, για «τους δικούς της ανθρώπους» βέβαια. Την άλλη την περιγράφει, στη σημερινή της κατάσταση ο Θόδωρος Ζιάκας εξ ιδίας πείρας ως εξής:
«Η πληροφορική στο δημόσιο είναι σαν τον άπατο πίθο των Δαναΐδων. Δεν γεμίζει με τίποτα, όσα εκατομμύρια κι αν ‘απορροφήσει’. (…)

Το μόνο που δεν απέδωσαν τα απίστευτα ποσά που ‘επενδύουμε’, είναι η διαφάνεια και η αποτελεσματικότητα -για τον πολίτη. Εκ πείρας γνωρίζω, όπως και κάθε ομότεχνος, ότι το πρόβλημα της διαφάνειας και της αποτελεσματικότητας (από τη σκοπιά του πολίτη) δεν είναι ‘τεχνικό’. Δεν προσκρούουμε σε ‘τεχνική ανεπάρκεια’ ή ‘καθυστέρηση’, δεν μας λείπουν δηλαδή τα μέσα ή η ειδημοσύνη στο πεδίο των τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών (ΤΠΕ). Το πρόβλημα είναι κατ’ εξοχήν διοικητικό-πολιτικό.

Πιο συγκεκριμένα: παρά τις πάγιες διακηρύξεις (για την ‘πάταξη’ της διαφθοράς και πάσης άλλης κακοδαιμονίας, ‘με τη βοήθεια της πληροφορικής’) η στάση της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας και της εκάστοτε εκ μέρους της διοριζόμενης ανώτατης υπηρεσιακής διοίκησης, υπήρξε, όλα αυτά τα χρόνια, σαφώς αρνητική στην αξιοποίηση της πληροφορικής προς τον σκοπό της δημόσιας διαφάνειας. Στην πράξη οι ηγεσίες αυτές περιφρούρησαν, με άτεγκτη μάλιστα αυστηρότητα και αξιοσημείωτη συνέπεια, το υφιστάμενο αδιαφανές για τον πολίτη σύστημα, κρατώντας σταθερά την πληροφορική απ’ έξω. Αν υπήρξαν εξαιρέσεις, τις οποίες αγνοώ, θα τις επικαλούμουν ως απλή επιβεβαίωση του κανόνα. (…)

Η ελληνική δημόσια διοίκηση είναι άριστα δομημένη, διαφανέστατη, ευελικτότατη και αποτελεσματικότατη, αλλά ως προς έναν διαμετρικά αντίθετο σκοπό: την απρόσκοπτη λειτουργία και αναπαραγωγή του πελατειακού συστήματος. Ιδού τι στην πραγματικότητα συμβαίνει: η αμφίδρομη σχέση του πολιτικού διαχειριστή και περιστασιακού ιδιοκτήτη του κράτους με τον ιδιώτη πελάτη του (χορηγό, ομάδα πίεσης, ψηφοφόρο) εξυπηρετείται θαυμάσια από τον υφιστάμενο και κοινωνικώς αδιαφανή τρόπο λειτουργίας της κρατικής ‘μηχανής’.

Ο διακηρυσσόμενος σκοπός της εισαγωγής των τεχνολογιών της πληροφορικής στο δημόσιο -να βλέπει ο πολίτης και μάλιστα on line real time, πού πηγαίνουν τα λεφτά- βρίσκεται στους αντίποδες του όλου ‘συστήματος’. Αντίκειται στην πελατειακή του φύση. (…)

 Τον νοσηρό χαρακτήρα της εν λόγω «ανάπτυξης» επιστέγασε η διαμόρφωση αντίστοιχων-νοσηρών διαχειριστικών δομών, τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Ο χαρακτήρας των επιχειρησιακών αυτών δομών καλύπτεται πλήρως από τον γνωστό στην οικονομική φιλολογία ορισμό του ‘λευκού ελέφαντα’: Το όποιο ‘έργο’ έχουν κάνει και ‘υποστηρίζουν’, είναι ασήμαντο μπρος στο κόστος της δικής τους διατήρησης. (…)

Όλη αυτή η ‘ανάπτυξη’ χρηματοδοτήθηκε βέβαια από τον κοινωνικό (εθνικό και κοινοτικό) κορβανά και ο χαρακτήρας της καθορίστηκε από τον τρόπο που το πολιτικό μας σύστημα σχεδίασε και επέβαλλε τη διαχείριση των ‘κοινοτικών προγραμμάτων’. (…)»
 


06 Μαΐου 2010

Ζητούνται τύψεις



Έγραφε ο Χέγκελ για την πτώση της Γαλλικής επανάστασης στην Τρομοκρατία:
«Η δράση με ένοχη συνείδηση περιλαμβάνει τις ακόλουθες στιγμές: (α) Να γνωρίζεις, έστω και με τη μορφή του καθήκοντος, ποιο είναι το αυθεντικά πανανθρώπινο· (β) Να θέλεις παρολαυτά κάτι το αντίθετο προς αυτό· και κυρίως (γ) Να έχεις αντίληψη της διαφοράς τους. Ωστόσο, η δράση με ένοχη συνείδηση δεν είναι ακόμα υποκρισία. Η υποκρισία έχει όλα αυτά αλλά και κάτι ακόμα: να παρουσιάζεις το κακό σαν καλό και ταυτόχρονα να παρουσιάζεις τον εαυτό σου σαν φορέα αυτού του ψεύτικου καλού.

Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να το πετύχει κανείς αυτό. Μπορεί να δικαιολογήσει το κακό λέγοντας πως το έπραξε έχοντας καλό σκοπό. Μπορεί επίσης να ισχυριστεί, ότι είχε καλή πρόθεση, ότι ήθελε γενικά και αφηρημένο το καλό. Ένα επόμενο βήμα είναι να φέρει σαν επιχείρημα τη βεβαιότητά του ότι αυτό και μόνο αυτό ήταν σωστό να γίνει.
Η αντικατάσταση της ένοχης συνείδησης από την πλήρη δικαιολόγηση της πράξης μέσω της πρόθεσης και της βεβαιότητας μπορεί τέλος να φτάσει στο αποκορύφωμά της με αυτό που αποκάλεσαν ‘ειρωνεία’, μια λέξη που τη δανείστηκαν από τον Πλάτωνα (αλλά μόνο τη λέξη, τίποτε άλλο). Σε τούτη τη φάση, το άτομο γνωρίζει πολύ καλά, ότι αυτό το ίδιο ορίζει κατά πώς το βολεύει τι είναι καλό και κακό, σωστό και λάθος, αλήθεια και ψέμα. Γνωρίζει καλά, ότι στην πραγματικότητα απλώς παίζει με όλα αυτά. Τούτη η καθαρή υποκρισία δεν έχει άλλο στήριγμα παρά το παραχάιδεμα του εαυτού, το ντάντεμα του εγώ». 
Ζητούνται τύψεις σε καιρούς μαζικής από-ενοχοποίησης... Και για να συνεννοούμαστε στο τι εννοούμε λέγοντας από-ενοχοποίηση: όταν οι ενοχές δεν αίρονται από μια πράξη ανιδιοτελούς αγάπης που τις υπερβαίνει, αλλά απλώς αποκηρύσσονται κατά το μοντέρνο στρουθοκαμηλοαξίωμα που λέει, ότι αρκεί να αποκηρύξουμε ένα πρόβλημα κι αυτό θα πάψει να υπάρχει..., τότε τη θέση τους καταλαμβάνει η καθαρή υποκρισία.