(...) Ο φθονερός σας Πρόεδρος συμπεριέλαβε στο λόγο του κάτι σαν μια μικρή απολογία για το σημερινό συμπόσιο που μας προσέφερε. Λοιπόν ευγενικοί μου δαίμονες, κανείς μας δεν τον κατηγορεί. Ωστόσο θα ήταν μάταιο ν’ αρνηθούμε το γεγονός, ότι οι ανθρώπινες ψυχές, με την οδύνη των οποίων χορτάσαμε σήμερα, ήταν πράγματι πάρα πολύ κακής ποιότητας. Ούτε η πιο επιδέξια μαγειρική των κορυφαίων μας βασανιστών δεν μπόρεσε να τις κάνει κάπως πιο εύγευστες.
Αχ! να μπορούσαμε να γευτούμε ξανά έναν Φαρινάτα, έναν Ερρίκο, ή ακόμα κι ένα Χίτλερ! Εκεί ένιωθες ένα πραγματικό τρίξιμο των δοντιών, υπήρχε κάτι το τραγανιστό, μια μανία, μια εγωπάθεια και μια κακία ελάχιστα κατώτερη από τη δική μας. Τους καταβρόχθιζες κι ένιωθες να ζεσταίνονται τα σωθικά σου!
Αντ’ αυτού, με τι δειπνήσαμε σήμερα; Είχαμε ένα Δημοτικό Σύμβουλο γαρνιρισμένο με σάλτσα δωροδοκίας. Εντάξει, αλλά προσωπικά δεν κατάφερα να διακρίνω σε αυτόν τη γεύση μιας πραγματικά παθιασμένης και βάναυσης φιλαργυρίας, που έστω να πλησιάζει εκείνη των Μεγάλων Μεγιστάνων του περασμένου αιώνα. Ο σύμβουλός μας αυτός ήταν αναμφίβολα ένα Ανθρωπάκι, πλάσμα της ευτελούς μίζας, μια ρυπαρή ασημαντότητα που παρασύρθηκε στη διαφθορά (ίσαμε που συνειδητοποίησε ότι ήταν διεφθαρμένος) και που το έκανε μόνο και μόνο γιατί όλοι γύρω του κάνανε το ίδιο! Για δεύτερο πιάτο είχαμε Βραστό Μοιχών. Μπόρεσε κανείς σας να βρει σε αυτό ένα έστω ίχνος πλήρους, ακόλαστης, προκλητικής, επαναστατικής, ακόρεστης λαγνείας; Εγώ πάντως όχι. Όλοι τους είχαν τη γεύση στερημένων σεξουαλικά ηλιθίων, που όρμησαν στο λάθος κρεβάτι απαντώντας αυτόματα σε σεξουαλικές διαφημίσεις, ή για να αισθανθούν μοντέρνοι και χειραφετημένοι, ή για να επιβεβαιώσουν στους εαυτούς τους την αρρενωπότητα τους και την “κανονικότητά” τους, ή ακόμα και επειδή δεν είχαν κάτι καλύτερο να κάνουν. Ειλικρινά, σε μένα που έχω γευτεί τη Μεσσαλίνα και τον Καζανόβα, αυτοί εδώ μου προκάλεσαν ναυτία. Ο Εργατοπατέρας γκαρνί με μπόλικη Αερολογία, ήταν ίσως λίγο καλύτερος. Αυτός έκανε κάποιο κάπως πιο πραγματικό κακό. Είχε συνειδητά δουλέψει προς όφελος του αιματοκυλίσματος, της πείνας και της αναίρεσης της ελευθερίας. Εντάξει, πράγματι, με τον τρόπο του. Αλλά τι άγευστος τρόπος!
Ας έρθω όμως τώρα στο σημαντικό σημείο. Γαστρονομικά μιλώντας, όλα αυτά είναι πολύ λυπηρά. […] Αυτά τα πλάσματα βρίσκονται σε μεγάλο βαθμό, αν όχι εντελώς, σε κατάσταση πλήρους πνευματικής αφασίας, όταν πραγματοποιούν κάποια προσωπική επιλογή που τους οδηγεί στο “λάθος δρόμο”, όπως θα έλεγε χαρακτηριστικά ο Εχθρός. Δεν κατανοούν ούτε την προέλευση, ούτε τον αληθινό χαρακτήρα των απαγορεύσεων που καταπατάνε. Η συνείδησή τους σπάνια ξεπερνά τα στενά όρια του κοινωνικού περίγυρού τους. Και φυσικά εμείς φροντίσαμε έτσι ώστε, ακόμα και η ίδια τους η γλώσσα, να είναι μπερδεμένη και ασαφής: π.χ. αυτό που κάποιος θεωρεί απλά ένα φιλοδώρημα ή ένα δώρο όταν αφορά τον ίδιο, στους άλλους το βλέπει σαν δωροδοκία. […]
Η ποιότητα μπορεί λοιπόν να έχει χαθεί, όμως ποτέ δεν είχαμε ψυχές σε τόση αφθονία. Ο αριθμός των ψυχών με την απόγνωση και την καταστροφή των οποίων, δεν θα πω ευφρανθήκαμε, αλλά έστω χορτάσαμε σήμερα, αυξάνεται και θα συνεχίζει να αυξάνεται. […]
Θα σας βοηθήσω λοιπόν να κατανοήσετε πώς φτάσαμε ως εδώ. […] Τους σύραμε από τη μύτη με τη λέξη Δημοκρατία. Χρησιμοποιήσαμε τη λέξη Δημοκρατία σαν ατάκα, απλά και μόνο για την εμπορική της δύναμη. Είναι ένας όρος που σέβονται και που συνδέεται φυσικά με το ιδανικό, που λέει ότι όλοι οι άνθρωποι πρέπει να τυγχάνουν ίσης μεταχείρισης. ΄Πάνω σε αυτό λοιπόν πραγματοποιήσαμε μια ύπουλη μετάβαση στο μυαλό τους: από αυτό το ιδανικό, τούς μεταστρέψαμε στην αντικειμενική πεποίθηση ότι όλοι οι άνθρωποι είναι αυτομάτως ίσοι. Χρησιμοποιήσαμε τη λέξη Δημοκρατία για να αγιοποιήσουμε στη σκέψη τους το πιο εξευτελιστικό (και συνάμα λιγότερο ευχάριστο) από όλα τα ανθρώπινα συναισθήματα. Έτσι καταφέραμε να τους κάνουμε, όχι μόνο να μην ντρέπονται αλλά και να αισθάνονται αυτοεπιβεβαίωση για συμπεριφορές που, χωρίς αυτή τη μαγική λέξη, θα τους έκαναν αντικείμενο χλεύης. […]
Η αξίωση της ισότητας έξω από το πολιτικό πεδίο, γίνεται μόνο από εκείνους που αισθάνονται τον εαυτό τους κατώτερο. Αυτό που εκφράζει αυτή η αξίωση, είναι ακριβώς η επίπονη επίγνωση μιας κατωτερότητας που ο ασθενής αρνείται να αποδεχτεί. Και αγανακτεί. Ναι, αγανακτεί με κάθε είδους ανωτερότητα που συναντά στους άλλους. Τη μειώνει, εύχεται να μπορούσε να την εκμηδενίσει. Στη συνέχεια αρχίζει να υποπτεύεται κάθε απλή διαφορά σαν απόπειρα επίδειξης ανωτερότητας. Κανένας δεν πρέπει να διαφέρει από αυτόν στη φωνή, στα ρούχα, στους τρόπους, στις αθλητικές επιδόσεις, στην επιλογή του φαγητού: “Να κάποιος που μιλάει αγγλικά πιο καθαρά και εύηχα από εμένα. Μα σίγουρα, το κάνει γιατί θέλει να δείχνει πως κάποιος είναι, να μας κορδώνεται ο παλιοϋποκριτής. Να κάποιος που λέει πως δεν του αρέσουν τα λουκάνικα. Α, μα νομίζει πως είναι πολύ καλός για να τρώει λουκάνικα όπως όλοι μας. Αν αυτοί οι τύποι ήταν σωστοί, θα έπρεπε να είναι σαν και μένα. Δεν έχουν το δικαίωμα να είναι διαφορετικοί. Είναι αντιδημοκρατικό!”, λέει.(...)
Κι έτσι κάθε δικτάτορας ή κάθε δημαγωγός (σχεδόν πια κάθε σταρ του σινεμά ή τραγουδιστής) μπορούν τώρα να σύρουν δεκάδες χιλιάδες από τα ανθρώπινα πρόβατα ξοπίσω τους.»
C.S. Lewis, Screwtape Proposes a Toast (1959),
συμπλήρωμα στο The Screwtape Letters (1942)
Σημ. H.S. Στα Letters, ο αρχιδιάβολος Screwtape διδάσκει τον μαθητευόμενο ανηψιό του Wormwood, πώς να παρασέρνει έναν άνθρωπο, που αποκαλούν «Ο Ασθενής». Το Toast είναι η πρόποση που απευθύνει ο Screwtape στο δείπνο αποφοίτησης νεαρών δαιμόνων από τη Ανωτάτη Σχολή Πειραστών.
Πολύ γευστικό post όμως!
ΑπάντησηΔιαγραφή:-)
-όταν οι αντιθέσεις έχουν γίνει απλές αντιφάσεις, τι πάθη να γεννήσουν;
ΑπάντησηΔιαγραφή-όσο ρεντουκσιόν και να κάνεις, με ένα υλικό μόνο το φαί δεν πρόκειται να νοστιμέψει, όλοι είμαστε κλάσματα του κεφαλαίου.
Παναγιώτη,
ΑπάντησηΔιαγραφήναι μεν αλλά δεν συμφωνώ με το "όλοι είμαστε κλάσματα του κεφαλαίου" - παραμένουμε άνθρωποι, άρα ανοικτές δυνατότητες απο-κεφαλαιοποίησης. Είμαι πολύ αισιόδοξος; :-)
ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟ κείμενο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΜε φοβερό βρετανικό χιούμορ ξεκοκαλίζει σε βάθος τη "λάσπη" που βιώνουμε όλοι μας
ωραία η θεολογική γλώσσα του Λιούις, αλλά δεν καταλαβαίνω κάτι: Αν η δυσφορία του για την μαζικοδημοκρατική αντίληψη της ισότητας είναι τέτοια ώστε όλα αυτά να θεωρηθούν απλώς ένα διαβολικό κατασκεύασμα, όπως και η δημοκρατία γίνεται απλώς ένα μέσο διαβολικής εξαπάτησης, μήπως η αμερικανική εμμεσοδημοκρατία και η αμερικανική εξωτερική πολιτική θα έπρεπε να αποδοθούν στο διάβολο; Και αντίστοιχα να ειπωθούν για την εικόνα του εργατοπατέρα(δηλ. κομμουνιστή)-βρυκόλακα που έρχεται να ταράξει το χωριό μας;
ΑπάντησηΔιαγραφήΚλασσικό κείμενο που βασίζεται στην αντενεργη διαδικασία της μυθοποίησης κάθε παρελθόντος καλού ή κακού που είναι πάντα πιο "ζουμερο και τραγανό"
ΑπάντησηΔιαγραφήΑκόμη ένα πικάντικο στοιχείο με ολίγη καυστική θεολογία στην αντεπαναστατική νοσταλγική σούπα.
Παρα ταύτα καλογραμμένο και αστείο.