Σελίδες

30 Δεκεμβρίου 2011

Ο δανεισμός στη μάχη των Λέξεων | Κρίση 11




Το 1870, στα συγκινητικά πεζά Ποιήματα με τα οποία θέλησε ν’ αντικαταστήσει τη μελαγχολία με το θάρρος, την απελπισία με την ελπίδα και την κακία με την καλοσύνη, ο 24χρονος Ιζιντόρ Ντυκάς, γνωστός με το ψευδώνυμο «Λοτρεαμόν», σημείωνε πως το νόημα των λέξεων μετέχει στη βελτίωση των ιδεών και γι’ αυτό «η λογοκλοπή είναι αναγκαία»: «ακολουθεί από κοντά τη φράση ενός συγγραφέα, χρησιμοποιεί τις εκφράσεις του, σβήνει μια λαθεμένη ιδέα και την αντικαθιστά με τη σωστή» − κι αυτό έκανε, πράγματι, στο μεγαλύτερο μέρος των Ποιημάτων του.

Το 1894, στο άρθρο του Η γαλλική γλώσσα πριν και μετά την Επανάσταση, ο Πωλ Λαφάργκ εξηγούσε με ποιο τρόπο η γαλλική επανάσταση τροποποίησε άρδην τη γλώσσα, αντικαθιστώντας τα «κλασσικά» γαλλικά της αριστοκρατίας με τη «ρομαντική γλώσσα» της αστικής τάξης − έτσι που το 1831, μια ομάδα φιλόλογων εκπόνησε και κυκλοφόρησε ένα Συμπλήρωμα στο Λεξικό της Ακαδημίας, το οποίο περιέλαβε 11.000 επιπλέον λέξεις που διαμορφώθηκαν κατά την προεπαναστατική και μετεπαναστατική περίοδο. Με αυτό τον τρόπο, σημείωνε ο Λαφάργκ, η αστική τάξη διέδωσε τις ιδέες της και εδραίωσε την κυριαρχία της.

Το 1909, στην ανθολογία αποφθεγμάτων του με τίτλο Ρήσεις και Αντιρρήσεις, ο Καρλ Κράους σημείωνε πως μόνο μια γλώσσα που πάσχει από καρκίνο, έχει την τάση να σκαρώνει καινούργια λεκτικά σχήματα.

Το 1948, στο περίφημο βιβλίο του 1984, ο  Τζορτζ Όργουελ διηγείται την τραγική ιστορία δυο κατώτερων υπαλλήλων, του Γουίνστον και της Τζούλια, που, μέσα σ’ ένα κόσμο όπου το νόημα των λέξεων έχει διαστρεβλωθεί στο πιο απίθανο βαθμό για να υπηρετήσει την κυρίαρχη, ολοκληρωτική ιδεολογία, ψάχνουν με αγωνία παλιά βιβλία για να θυμηθούν τι σήμαιναν οι λέξεις.

Το 1966, στο άρθρο του Οι αιχμάλωτες λέξεις, που δημοσιεύτηκε στο 10ο τεύχος της επιθεώρησης «Internationale Situationniste», ο Μουσταφά Καγιάτι ξαναθύμιζε τη μάχη για την απελευθέρωση της γλώσσας από την κυρίαρχη ιδεολογία, σημειώνοντας πως «η νίκη της αυθεντικής επικοινωνίας και η διαφάνεια των ανθρώπινων σχέσεων θα αντικαταστήσουν τη φτώχεια, στην οποία υποχρεώνονται οι λέξεις μέσα στο παλιό καθεστώς της καταχνιάς».
 
Σήμερα, κολυμπάμε πλέον σε μια θάλασσα καινούργιων λέξεων και λεκτικών σχημάτων, οι οποίες έχουν αντικαταστήσει παλιές − π.χ.  «αναδιάρθρωση της επιχείρησης» αντί του «μαζικές απολύσεις», «απασχολήσιμος» αντί του «άνεργος» −  σε μια κατεύθυνση αντίθετη προς αυτήν που έλπιζαν ο Λοτρεαμόν, ή ο Καγιάτι, και μάλλον σύμφωνη με τις ιδέες που διατύπωνε ευθαρσώς το 1770 ο ανώνυμος συγγραφέας ενός
Essay on Trade and Commerce (στο οποίο συχνά αναφέρεται ο Μαρξ στο Κεφάλαιο):
«Αν όμως οι φτωχοί μας θέλουν να ζουν στην πολυτέλεια (…) πρέπει φυσικά η εργασία τους να είναι ακριβή. Φτάνει μόνο να ρίξουμε μια ματιά στο τρομαχτικό σωρό των περιττών πραγμάτων, που καταναλώνουν οι εργάτες μας, όπως λ.χ. το ρακί, το τζιν, το τσάι, η ζάχαρη, τα φρούτα που έρχονται από το εξωτερικό, η δυνατή μπύρα, τα σταμπάτα υφάσματα, ο καπνός, κ.λπ. (…) Στη Γαλλία όμως η εργασία είναι κατά το φτηνότερη απ’ ό,τι εδώ στην Αγγλία, γιατί οι Γάλλοι φτωχοί εργάζονται σκληρά, ενώ η τροφή και το ντύσιμό τους είναι πενιχρά. Καταναλώνουν κυρίως ψωμί, καρπούς, λάχανα, ρίζες και παστό ψάρι∙ κρέας τρώνε πολύ σπάνια, κι όταν ανέβει η τιμή του σταριού, τότε τρώνε ελάχιστο ψωμί. (…) Φυσικά είναι δύσκολο να πετύχουμε κι εμείς εδώ μια τέτοια κατάσταση, όμως δεν είναι αδύνατον, όπως το αποδείχνει η ύπαρξή της τόσο στη Γαλλία όσο και στην Ολλανδία».
Όχι παίζουμε!
Σε όλα τούτα, αξίζει να σημειώσουμε και μια άλλη πλευρά της γλώσσας, την οποία επίσης απολαύσαμε τις τελευταίες δεκαετίες. Είναι αυτή, κατά την οποία για την ίδια πράξη μπορούν να χρησιμοποιηθούν δυο τελείως διαφορετικές λέξεις, όπου η μια περιγράφει τη θέση του κυρίαρχου κατά την πράξη αυτή, ενώ η άλλη του υποτελούς.

Οι λέξεις δάνειο και δανείζω, λ.χ., περιγράφουν από τη θέση του κυρίαρχου την ίδια ακριβώς πράξη που από τη θέση του υποτελούς περιγράφουν οι λέξεις χρέος και χρεώνομαι. Φυσικά, ο κυρίαρχος εδώ έχει κάθε συμφέρον να παρουσιάζει την πράξη ως «δανεισμό» και π.χ. να βάζει δροσερά κορίτσια να παίρνουν κάθε μεσημέρι τηλέφωνο τον υποτελή για να τον ψήσουν με γλυκόλογα, ότι η καλή τράπεζα τού έχει ετοιμάσει κάποια «πολύ διευκολυντικά» και με «άκρως συμφέροντες όρους» δάνεια… Εννοείται πως ο υποτελής την έχει πατήσει εάν δεχτεί να περιγράψει και να σκεφτεί την προτεινόμενη πράξη ως «μου προτείνουν να δανειστώ» αντί του σωστού, για τη θέση του, «μου προτείνουν να φορτωθώ ένα χρέος».

Ευχόμαστε λοιπόν την καινούργια χρονιά να ξέρουμε τουλάχιστον,
μέσα στη μάχη της γλώσσας,
ποιες είναι οι λέξεις που περιγράφουν κάθε φορά τη θέση μας!

ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ!


ΥΓ. Τα Ποιήματα του Λοτρεαμόν έχουν κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις ΥΨΙΛΟΝ (1983) σε μετάφραση Γ.Δ. Ιωαννίδη. Οι Ρήσεις και Αντιρρήσεις του Κράους έχουν κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις OPERA (1992)  σε μετάφραση Άγγελου Παρθένη. Οι Αιχμάλωτες λέξεις υπάρχουν στην εκτεταμμένη ανθολογία κειμένων της I.S. με τίτλο Το Ξεπέρασμα της Τέχνης, που κυκλοφόρησαν οι εκδόσεις ΥΨΙΛΟΝ (1985, 1999)  σε μετάφραση Γ. Δ. Ιωαννίδη

Πατέρες και Γιοί


1887-1987
Μεταξύ παιγνιώδους ιδιοφυΐας και απαράμιλλης ηλιθιότητας
(...συνεχίζεται)

29 Δεκεμβρίου 2011

Ζούμε σε μια νέα εποχή...


...Η μήπως όχι?
Προειδοποιήσεις>>>

"Ούτε η απόλαυση ούτε η δόξα ούτε η εξουσία. Η ελευθερία, μόνο η ελευθερία.
Το να περνάς από τις οπτασίες της πίστης στα φαντάσματα της λογικής, είναι απλώς σαν να σου αλλάζουν κελί.  Η τέχνη δεν μας απελευθερώνει μόνο από τα επίσημα και παλιομοδίτικα είδωλα, αλλά και από τις μεγαλόθυμες ιδέες και τις κοινωνικές ανησυχίες - είδωλα κι αυτά.
Το να βρίσκεις την προσωπικότητά σου χάνοντας την - η ίδια πίστη επιβεβαιώνει αυτή την έννοια του πεπρωμένου"

"...και μια βαθιά περιφρόνηση για όσους εργάζονται για την ανθρωπότητα, για όσους πολεμούν για την πατρίδα και δίνουν την ζωή τους για να συνεχιστεί ο πολιτισμός.
...μια περιφρόνηση γεμάτη αηδία για εκείνους που αγνοούν ότι η μόνη πραγματικότητα για τον καθένα είναι η ίδια του η ψυχή, και τα υπόλοιπα - ο εξωτερικός κόσμος και οι άλλοι- ένας ακαλαίσθητος εφιάλτης , όπως στα όνειρα , το αποτέλεσμα μιας δυσπεψίας του πνεύματος.
Η αποστροφή μου προς την προσπάθεια καταλήγει να γίνει φρίκη που χειρονομεί μπροστά σε όλες τις μορφές βίαιης προσπάθειας. Και ο πόλεμος και η παραγωγική και ενεργητική εργασία, η βοήθεια προς τους άλλους...όλα αυτά δεν μου φαίνονται παρά το προϊόν μιας ξεδιαντροπιάς"


Εκατό (για την ακρίβεια 99) χρόνια πριν ο Φερνάντο Πεσσόα ξεκίνησε να γράφει το "Βιβλίο της Ανησυχίας" όντας  ένας άλλος. Ο Μπερνάρντο Σοάρες.

Men waving from the door and window of a rail goods vanΟ ακαλαίσθητος εφιάλτης, το αποτέλεσμα της δυσπεψίας του πνεύματος  το οποίο και πρόλαβε να ζήσει,  δεν είναι το σουβενίρ μιας ανάξιας ανθρωπότητας. Δεν είναι δυνατόν να μας κατατρώει η νοσταλγία αυτού που οδήγησε στην φρίκη.
Πότε και πως θα διακοπούν οι ρομαντικοί παροξυσμοί του ναρκισσισμού μας?

Πως θα αντικατασταθεί ο ελαφρολαϊκός  υπαρξισμός και η ψευτοζωτικότητα μας από την εντατικοποίηση της συνείδησης?
Πως θα ανακτήσουμε την αισθησιακή μας οξυδέρκεια?

Οι καιροί που ζούμε είναι γεμάτοι από ευκαιρίες.





28 Δεκεμβρίου 2011

Sonata for Hitler...


Made and released over a period of ten years, 1979-1989, censored in the Sovjet Union, later released to an international audience.Sonata for Hitler (Соната для Гитлера, 1989, USSR, Leningrad Documentary Film Studio) directed by Alexandr Sokurov (Александр Сокуров). Set to the music of Bach and Penderecki, Sonata for Hitler weaves together a bank of images from German and Soviet archive footage, drawing out a psychological dimension from the historical landscape at the end of World War II.

"As with so many early films by Sokurov, this film has two dates: the first is the date of its creation (the film was then banned), the second is the date of the final edition and legal public screening. The film consists of German and Soviet archive footage of the World War II — to be exact, from the end of the war. An attempt to make a largescale documentary on this subject had been undertaken in the Soviet cinema of the 1960s: the film — Ordinary Fascism — by the outstanding Soviet filmmaker Mikhail Romm had become a classic retrospective investigation of fascism. But Sokurov uses the expressive power of the documentary image in an absolutely different way. He does not amass materials for a largescale picture of Nazi crimes. As a lyrical filmmaker, in the space of this short film, he manages to present an entire overview of the historical landscape after the catastrophe. He chooses only the psychological aspect of this, showing the perpetrators of crimes as also the victims of their crimes: the execution of Hitler's generals, the miserable despair of a defeated Hitler, the shame of the crowd use only to regimentation, the shame of the nation. Here Sokurov makes an unspoken comparison with the history of his own country: it was victorious in the face of Hitler, but at the same time had bred its own dictator, Stalin. The footage is numbered; dates on both sides of the frame denote the years of Hitler's and Stalin's deaths (1945 and 1953 respectively)." Alexandra Tuchinskaya 
Source : http://www.kinoglaz.fr/u_fiche_film.php?lang=gb&num=2534,

24 Δεκεμβρίου 2011

When Big Santa Sets Up



Τις θερμές μας ευχές σε όλους

(οι Άι-Βασιλιδες θα τα καταφέρουν?)

22 Δεκεμβρίου 2011

Memento mori




Ένα κλασσικό φιλμ του "νέου αμερικάνικου σινεμά"
τραβηγμένο στον κεντρικό σταθμό της Νέας Υόρκης
από τον Standish Lawder
το 1968.

21 Δεκεμβρίου 2011

Η φρίκη που θα επιστρέψει - 2 | Ο ευγονικός ολοκληρωτισμός


μετάφραση:


60.000 μάρκα του Ράιχ
Αυτό είναι το ποσόν που κοστίζει στη Λαϊκή Κοινότητα των Γερμανών κατά τη διάρκεια της ζωής του αυτό το άτομο, που υποφέρει από κληρονομικού τύπου αναπηρία.
Συμπολίτη, αυτά είναι και δικά σου λεφτά!
Διάβασε το Neues Volk,
το μηνιαίο περιοδικό του Γραφείου Φυλετικής Πολιτικής 
του NSDAP [Ναζιστικού κόμματος]

(Γερμανία, 1938)


Σημ. H.S. Η φρικιαστική αυτή αφίσα ήταν ενταγμένη στα πλαίσια του ναζιστικού προγράμματος ευθανασίας. Το πρόγραμμα αυτό ξεκίνησε πολύ ήσυχα και απαλά, όπως και το αντίστοιχο της εξόντωσης των Εβραίων, των Τσιγγάνων, των ομοφυλόφιλων και άλλων: με απλή καταγραφή όλων των «ελαττωματικών» πολιτών. Στο όνομα του εξορθολογισμού των δημόσιων εξόδων. Κι έπειτα ήρθε ο όλεθρος.

Όλα αυτά έχουν σαφείς προπάτορες και γνωστά εγγόνια:
  • την πλύση εγκεφάλου στο όνομα της ιερής Οικονομίας, δηλαδή της κυριαρχίας του χρήματος πάνω σε κάθε όψη και στιγμή της ζωής
  • την ίδια την, αρχικά σιωπηρή και τώρα πια κραυγαλέα άνευ όρων, παράδοση της πολιτικής και πνευματικής ηγεσίας στους υπηρέτες της Οικονομίας
  • το φετιχισμό των «οικονομικών μεγεθών» και του «εξορθολογισμού» της κοινωνικής ζωής
  • την ακύρωση κάθε ιδέας επιλογής υπό την σπάθη των μονόδρομων «οικονομικών αναγκών»
  • τον καθαγιασμός των «περικοπών» −με πρώτα θύματα, από καιρό, τους κατά τους ναζιστές «ελαττωματικούς» συνανθρώπους μας −,
  • δηλαδή: τις κυρίαρχες ιδέες και την κυρίαρχη ατμόσφαιρα ζωής, κάτω από τις οποίες έχουμε βρεθεί να ζούμε και σήμερα!
Μην μας πιάνει λήθαργος λοιπόν, γιατί θα κοιμηθούμε στο προσκέφαλο του λογιστικού πειθαναγκασμού και θα ξυπνήσουμε αγκαλιά με τη φρίκη!



18 Δεκεμβρίου 2011

Κρισολογία και κρίσεις | Κρίση 10


Κρισολογίες
 
Εδώ και σαράντα χρόνια ακούω διαρκώς, από πρώτο χέρι, τη λέξη «κρίση»... Θυμάμαι π.χ. ακόμα κάτι διαβασμένους τροτσκιστές να μιλάνε το 1973 για «κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου» − κqι από κοντά διάφορα άλλα παρακλάδια «συνεπών» μελετητών του Κεφάλαιου και όλων των Grundrisse με τις υποσημειώσεις τους μαζί (ακόμα κι εγώ στρώθηκα και μελέτησα μέχρι και ένα «Ανέκδοτο κεφάλαιο του Α΄ βιβλίου του Κεφάλαιου», που είχε βγάλει το 1971  ο γαλλικός οίκος 10/18) −, πάντοτε βέβαια εννοώντας ότι η κρίση είναι «θανάσιμη» και όπου να ’ναι ο καπιταλισμός πάει στους σκουπιδοντενεκέδες της ιστορίας. 

Αλλά για κρίση, και κρίση «σοβαρότατη» και πάσης φύσεως (οικονομική, πνευματική, οικολογική, κ.ο.κ.), μιλούσαν και άνθρωποι του ίδιου του συστήματος, απολογητές του ή περί αυτό, οι οποίοι διόλου δεν είχαν κατά νου το γκρέμισμά του. Να λ.χ. τι είχα ψαρέψει επί του θέματος από ένα «πρώην ξέγνοιαστο» περιοδικό και αναδημοσιεύσει στο Τέλος του Εικοστού Αιώνα το Σεπτέμβρη του 1981:
«Μετά τη σημερινή κρίση, πολλά προβλήματα θα έχουν βρει τη λύση τους ή τουλάχιστον νέες λύσεις θα έχουν δοθεί στα σημερινά προβλήματα. Μετά την κρίση. Το ζήτημα είναι πως τώρα βρισκόμαστε μέσα στον τυφώνα και πως τα προβλήματα πολλαπλασιάζονται, και κανείς δεν μπορεί να πει πότε θ’ αρχίσει η “ανάκαμψη”» (περιοδικό ΓΥΝΑΙΚΑ, 30/7/1980, παρακαλώ!).
Σαράντα χρόνια δεν είναι πολλά, αλλά δεν είναι και λίγα για να βγάλει κανείς κάποιο συμπέρασμα. Αν μάλιστα προσθέσω σε αυτά και τις άπειρες δεκαετίες, που μαθαίνω από δεύτερο χέρι (βιβλία) ότι η λέξη «κρίση» σερνόταν ακριβώς όπως σε αυτά, τότε θα έλεγα πως ένα συμπέρασμα όχι απλώς μπορεί να βγει, μα επιβάλλεται κιόλας!

Εάν η κρίση ήταν ακριβώς αυτό που πιστεύουν οι μαρξιστές από τότε τουλάχιστον που ο μεγάλος εκείνος Καρλ δημοσίευσε το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, τουτέστιν κρίση θανάσιμη, τότε ασφαλώς ο καπιταλισμός θα είχε γκρεμιστεί εδώ κι έναν αιώνα. Γιατί δεν γίνεται να ισχυρίζεται κανείς επί διακόσια χρόνια ότι κατέχει την «επιστημονική γνώση των νόμων που κινούν την καπιταλιστική κοινωνία» και ότι με βάση αυτή τη γνώση η διάγνωσή του είναι πως «η κρίση του καπιταλισμού είναι θανάσιμη» ... και αυτός ο κακόμοιρος ο ασθενής να μην πεθαίνει! 
 
Κάτι δεν πάει καλά με αυτή την επιστήμη. 
 
Από την άλλη, εάν η κρίση ήταν αυτό που πιστεύουν κάθε φορά οι απολογητές του συστήματος από τότε τουλάχιστον που θέλησαν −στηριγμένοι στις δικές τους, «επιστημονικές» γνώσεις− να διαψεύσουν την προφητεία του Μαρξ, τότε ασφαλώς το σύστημά τους δεν θα έπεφτε από κρίση σε κρίση, ούτε θα πέφτανε από τα μπαλκόνια από καιρού εις καιρόν. Άρα και η δική τους «κρισολογική επιστήμη» μπάζει τόνους νερά.

Τι είναι κρίση ενός συστήματος;
 
Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να βάλουμε, έστω και σχηματικά, τα πράγματα σε μια τάξη. Ο αγώνας αυτοσυντήρησης που δίνει κάθε κοινωνικό σύστημα, είναι διμέτωπος: από τη μια μεριά προς τα μέσα, για την εσωτερική του συγκρότηση και συνοχή, μέσα από τη συστηματοποίηση των πολυποίκιλων ζωντανών δυνάμεων με τρόπο ώστε να αντλεί από αυτές ενέργεια χωρίς να ανατρέπεται από τη χαοτικότητά τους∙ και από την άλλη προς τα έξω, για την αντιμετώπιση άλλων συστημάτων που είτε το απειλούν, είτε του στερούν ζωτικούς πόρους.  Επομένως, ένα κοινωνικό σύστημα μπορεί να περάσει κρίσεις είτε στο ένα μέτωπο, είτε στο άλλο, είτε και στα δυο μαζί.

Δεν είναι όμως κάθε κρίση που περνάει ένα κοινωνικό σύστημα οπωσδήποτε συστημική, ούτε κατ’ ανάγκη θανάσιμη.  Μια σειρά από κρίσεις, μπορεί να είναι κρίσεις ανάπτυξης του συστήματος: τέτοιες μπορούμε να πούμε πως ήταν, σε ό,τι αφορά το καπιταλιστικό σύστημα, οι κρίσεις περί τη λεγόμενη βιομηχανική επανάσταση. Άλλες μπορεί να είναι κρίσεις επέκτασης: π.χ. αυτές περί την ιμπεριαλιστική επέλαση του καπιταλισμού. Άλλες κρίσεις, μπορεί να είναι κρίσεις προσαρμογής σε πιο διευρυμένα δεδομένα: π.χ. οι κρίσεις που ακολούθησαν την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ και την εισβολή του κεφαλαίου στην Κίνα.

Χρειαζόμαστε λοιπόν ένα «μετρητή σοβαρότητας» της κρίσης, για να καταλάβουμε τι είδους κρίση είναι. Ποιο θα μπορούσε να είναι το «μέτρο» του; Μα ασφαλώς η κατάσταση του ανθρωπολογικού τύπου, ο οποίος συνέχει και ζωογονεί το συγκεκριμένο σύστημα. Διότι κάθε κοινωνικό σύστημα συγκροτείται κατά πρώτιστο λόγο επάνω σε μια ορισμένη αντίληψη για τον άνθρωπο και το ανθρώπινο (άρα και το απάνθρωπο), την οποία κατορθώνει να παρουσιάζει ως καθολική και η οποία αποτελεί το ζωντανό συνδετικό υλικό όλων των άλλων εκδηλώσεών του (θεσμοί, ήθη, κ.ο.κ.).

  • Εφόσον αυτός ο κυρίαρχος ανθρωπολογικός τύπος παραμένει σφριγηλός, οι κρίσεις που βλέπουμε δεν είναι παρά «τοπολογικές», ας πούμε, μεταλλάξεις του συστήματος: αναπτύξεις, επεκτάσεις ή προσαρμογές του χωρίς κατάργηση της «ιδιοπροσωπίας» του.
  • Κρίση συστημική, επομένως, έχουμε μόνο από τη στιγμή που − ακόμα κι αν κανένα κύμα δεν ταράζει ακόμα την επιφάνεια! − ματαιώνεται, διαρρηγνύεται και πλήττεται ο κυρίαρχος ανθρωπολογικός τύπος.
  • Αλλά η συστημική κρίση δεν πρέπει να θεωρείται, εσπευσμένα, ως θανάσιμη. Θανάσιμη κρίση ενσκήπτει όταν, ενώ μαίνεται κρίση συστημική, κάνει την εμφάνισή του και προελαύνει, μέσα από ζωντανά παραδείγματα − έστω και «αθόρυβα» ακόμα −, μια νέα αντίληψη για τον άνθρωπο, ένας νέος ανθρωπολογικός τύπος.
Είναι λοιπόν σημαντικό, για να τσεκάρουμε το «μετρητή» μας, να εξετάσουμε την κατάσταση του κυρίαρχου σήμερα ανθρωπολογικού τύπου. Όμως ποιος ακριβώς είναι αυτός;

Ο κυρίαρχος σήμερα ανθρωπολογικός τύπος είναι σε κρίση;
 
Εδώ είναι το μεγάλο «τυφλό σημείο» των περισσότερων αντίπαλων του κυρίαρχου συστήματος! Έχοντας γοητευτεί από τη φαινομενική ευταξία της θεωρίας της υπεραξίας, αναλώθηκαν και αναλώνονται σε μετρήσεις των αυξομειώσεων του ποσοστού της, και για το πραγματικά καυτό ζήτημα, για τη φύση του κυρίαρχου ανθρωπολογικού τύπου −το «τι τύπος ανθρώπου είναι ο κυρίαρχος τύπος στον καπιταλισμό;», για να το πω απλουστευτικά−, δεν έχουν να πουν παρά δυο-τρεις πολύ φτωχές κοινοτοπίες: «άπληστος, επιθετικός, τυφλωμένος με το κέρδος, εγωκεντρικός», κ.λπ. 
 
Μόνο που, εάν ο κυρίαρχος ανθρωπολογικός τύπος ήταν μόνον αυτά, τότε δεν θα μπορούσε να είχε στήσει ούτε κοινωνικό σύστημα, ούτε καν πολιτικό σώμα, πολύ δε λιγότερο ένα σώμα κυρίαρχων ιδεών! Ούτε, βέβαια, θα είχε πετύχει να επιβάλλει σε καθολική κλίμακα ένα τόσο ισχυρό σύμβολο και ταυτόχρονα σύστημα, το χρήμα!

Είναι λοιπόν επείγον να επιδιορθώσουμε − για να μην πω: κατασκευάσουμε εξ αρχής − το δικό μας «μετρητή σοβαρότητας της κρίσης». Είναι επείγον να κατανοήσουμε βαθύτερα τον κυρίαρχο ανθρωπολογικό τύπο. Να δούμε από πού αντλεί «καύσιμα», τι τον ενθουσιάζει, τι τον συντηρεί και τι τον συνέχει∙ ώστε να βρούμε, μετά, και τι τον «αρρωσταίνει».
 
Επί τροχάδην, ο κυρίαρχος ανθρωπολογικός τύπος:

  • αντλεί καύσιμα από τη γενέθλια εναντίωσή του στην εμπρόσωπη απολυταρχία∙
  • τον ενθουσιάζει η ιδέα της «εξατομίκευσης», τόσο ως απόλυτης κατάφασης της ιδιωτικότητας όσο και ως δυνατότητας εξίσωσης της ατομικής του περιουσίας με τον πλούτο όλου του κόσμου∙
  • συντηρείται από την υπαγωγή των ενεργειών του σε ένα σύστημα, όχι απολυταρχικού τύπου αλλά του απρόσωπου τύπου ενός τεχνικού συστήματος∙ και
  • συνέχεται από το όραμα της τεχνικής υπέρβασης όλων των ορίων και τον τεχνολογικό μεσσιανισμό (ακόμα και με την έννοια της προσδοκίας, ότι η ανάπτυξη της τεχνολογίας θα θάψει τον καπιταλισμό).
Όπως καταλαβαίνετε, ο βασικός ίσως λόγος που η φύση του κυρίαρχου σήμερα ανθρωπολογικού τύπου αποτελεί το μεγάλο «τυφλό σημείο» των περισσότερων αντίπαλων του κυρίαρχου συστήματος, είναι πως, αν τον έβλεπαν καθαρά, θα έβλεπαν σε αυτόν και το δικό τους πρόσωπο! 

Αν όμως προσπαθήσουμε να δούμε καθαρά κι αν βάλουμε αυτά τα δεδομένα στο «μετρητή» μας και τον κουρδίσουμε, τι λέτε ότι θα μας δείξει αναφορικά με τη σημερινή κρίση;
 

17 Δεκεμβρίου 2011

Η φρίκη που θα επιστρέψει - 1 | Ο ολοκληρωτισμός του Κράτους


Η «σχεδιασμένη οικονομία» των Πενταετών Πλάνων που αντικατέστησαν τη ΝΕΠ το 1928, αποτέλεσε αναγκαστικά ένα ωμό εργαλείο - πολύ πιο ωμό από τους εκλεπτυσμένους υπολογισμούς των πρωτοπόρων οικονομολόγων της Gosplan στη δεκαετία του '20, που με τη σειρά τους ήταν πολύ πιο ωμοί από τα εργαλεία οικονομικού σχεδιασμού που είχαν διαθέσιμα κυβερνήσεις και μεγάλες επιχειρήσεις στα τέλη του εικοστού αιώνα. Ουσιαστικός στόχος της «σχεδιασμένης οικονομίας» ήταν να δημιουργήσει νέες βιομηχανίες μάλλον παρά να τις διευθύνει, και γι' αυτό επέλεξε να δώσει άμεση προτεραιότητα στις βασικές βαριές βιομηχανίες και στην παραγωγή ενέργειας που αποτελούσαν και το θεμέλιο κάθε μεγάλης βιομηχανικής οικονομίας: άνθρακας, σίδηρος και χάλυβας, ηλεκτρισμός, πετρέλαιο, κλπ. Ο εξαιρετικός πλούτος της ΕΣΣΔ σε παραγωγικές πηγές, έκανε την επιλογή αυτή και λογική και βολική. Όπως συμβαίνει σε μια πολεμική βιομηχανία - η  σοβιετικά σχεδιασμένη οικονομία δεν ήταν παρά ένα είδος πολεμικής οικονομίας - οι στόχοι της παραγωγής μπορούν να καθορίζονται και μάλιστα πρέπει να καθορίζονται χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το κόστος ή η αρχή του κόστους-ωφέλειας. Αυτό που έχει σημασία είναι εάν οι στόχοι που καθορίζονται μπορούν να επιτευχθούν και πότε. Όπως συμβαίνει σε όλες τις προσπάθειες ζωής ή θανάτου, η πιο αποτελεσματική μέθοδος για την εκπλήρωση των στόχων και την τήρηση των χρονικών προθεσμιών είναι η έκδοση επειγουσών διαταγών που παράγουν εσπευσμένες εφορμήσεις. Πρόκειται πάντα για διαχείριση μέσα σε διαρκείς συνθήκες κρίσης. 

Η σοβιετική οικονομία πήρε λοιπόν τη μορφή εφαρμογής ορισμένων τυπικών κανόνων. Συχνά, όμως, αυτές οι διαδικασίες ρουτίνας έσπαζαν με την καταβολή θεσμοποιημένων σχεδόν «αιφνιδιαστικών προσπαθειών κρούσης» κατόπιν διαταγών εκ των άνω. Αργότερα ο Νικήτα Χρουστσόφ επεδίωξε απελπισμένα να εξεύρει μεθόδους για να κάνει το σύστημα να λειτουργήσει με άλλο τρόπο, παρά «βάζοντας τις φωνές» (Khrushchev, 1990, σ. 18). Προηγουμένως ο Στάλιν εκμεταλλευόταν την «καταιγιστική» αυτή προσπάθεια, θέτοντας σκόπιμα μη ρεαλιστικούς στόχους που ενθάρρυναν την καταβολή υπεράνθρωπων προσπαθειών.

Επιπροσθέτως, από τη στιγμή που καθορίζονταν οι στόχοι, έπρεπε να γίνουν κατανοητοί και να εφαρμοστούν ακόμα και στην τελευταία απόμακρη παραγωγική μονάδα στα βάθη της Ασίας από διοικητικά στελέχη, μάνατζερς, τεχνικούς και εργάτες που, τουλάχιστον η πρώτη τους γενιά, ήταν άπειροι, με χαμηλή μόρφωση και συνηθισμένοι στο ξύλινο άροτρο μάλλον παρά στις μηχανές. (Ο σκιτσογράφος David Low, που επισκέφτηκε την ΕΣΣΔ στις αρχές της δεκαετίας του '30, έκανε ένα σκίτσο που απεικόνιζε κάποια χωριατοπούλα η οποία «αφηρημένη προσπαθούσε ν' αρμέξει ένα τρακτέρ». Κατά συνέπεια, δεν υπήρξε καμιά προηγμένη εκλέπτυνση στις διαδικασίες αυτές, εκτός από τις υψηλές «κορυφές» που για τον ίδιο λόγο έφερναν την ευθύνη μιας όλο και μεγαλύτερης ολοκληρωτικής συγκεντροποίησης. Όπως ο Ναπολέων και το Επιτελείο του κάποτε αναγκάστηκαν να αντισταθμίσουν τις τεχνικές ελλείψεις των στρατηγών τους με την προαγωγή αγύμναστων και απαίδευτων μάχιμων αξιωματικών, έτσι και στη σοβιετική περίπτωση όλες οι αποφάσεις άρχισαν ολοένα και περισσότερο να συγκεντρώνονται στην κορυφή του σοβιετικού συστήματος. Η υπερσυγκεντρωτικότητα της Gosplan αντιστάθμιζε την έλλειψη μάνατζερς. Το μειονέκτημα της διαδικασίας αυτής ήταν η δημιουργία ενός τεράστιου γραφειοκρατικού μηχανισμού τόσο στον οικονομικό τομέα όσο και σε όλα τα άλλα τμήματα του συστήματος.

Eric Hobsbawm, Η εποχή των άκρων
από το πολύ ενδιαφέρον κεφάλαιο για τον "Υπαρκτό Σοσιαλισμό".

Υγ Izi. Ο Ολοκληρωτισμός δεν είναι μια "ιστορική αναγκαιότητα" που πέρασε και πάει. Είναι το παρόν. Είναι εδώ, τώρα, μαζί με όλο τον ιδεολογικό του εξοπλισμό  και τον περιοδεύοντα θίασο σε απαρτία. Με τον τραμπούκο με το τσεκούρι, τον γλυκανάλατο πολιτικάντη της δεξιαριστεράς, την κόρη του δράκουλα, τον  μπίζνεσμαν Ευρωπαίο, τον διαπλεκόμενο και τον κάθε μαφιόζο, να διεκδικούν τον  λόγο και το έργο επί των νέων πενταετών προγραμμάτων που θα οδηγήσουν στον απόλυτο έλεγχο της ίδιας της ζωής.

Είναι ένας ανεστραμμένος (upside down and reverse) κόσμος που προβάλλεται ως ο κόσμος της οικονομίας, της επιστήμης, της τεχνικής και της τάξης. Ο καπιταλισμός (είτε αυτός είναι "ελεύθερος" είτε "κρατικός") είναι ο κατ' εξοχήν μηχανισμός συγκέντρωσης της εξουσίας. Αυτό που πριν από όλα κεφαλαιοποιεί είναι η ισχύς. Πραγματώνεται ως ένας "τεράστιος γραφειοκρατικός μηχανισμός". Ένας μηχανισμός με την δυνατότητα του ολοκληρωτικού ελέγχου και της καταστολής κάθε εκδήλωσης και κάθε πράξης. 

Στην πραγματικότητα αντιμετωπίζουμε ένα, κυριολεκτικά λογοκριτικό τερατούργημα που μας εγκλωβίζει στην  παγίδα των απαγορεύσεών του.  Καμουφλαρισμένη με "τη δυνατότητα της διεκδίκησης", της "αμφισβήτησης", την "αντιπροσωπευτική δημοκρατία", τα "δικαιώματα", το "δίκιο του εργάτη", την "ελεύθερη επιλογή", την "ανάπτυξη", την "επικοινωνία", το "επιχειρείν", κάθε κενή νοήματος φράση, κάθε λογής ιδεολογική κατασκευή, η παγίδα είναι στημένη  στην "βάση" της "οικονομίας" και της ακόλουθης  "σειράς των αναγκών" και των "προτεραιοτήτων". Της βίαιης επιβολής των κυρίαρχων "κριτηρίων".

Η διαπίστωση της κυριαρχίας τους, αλλά και πρωτίστως η έντονη και συνεχής αμφιβολία απέναντι σε αυτά τα κριτήρια είναι ένα από τα ζητούμενα κάθε ενεργού πνεύματος. Η αμφιβολία δεν εγκαθιστά τον μηδενισμό αλλά έναν αυτάρκη σχετικισμό ο οποίος αυτό που μηδενίζει είναι η επιθυμία για ισχύ.

Η αμφιβολία δεν στοχεύει το κάθε νόημα, αλλά τα νοήματα που ο χάρτης της ιστορίας καθόρισε σαν σημεία εκκίνησης ανεπανόρθωτων λαθών. Αυτά τα σημεία συγκαλυμμένα από τον μανδύα της ιδεολογίας αναδύονται ξανά και ξανά για να θρέψουν και να εξυπηρετήσουν τα κατακάθια της σκέψης, την παθητικότητα και τον διχασμό του υποκειμένου και τα συμφέροντα του ψυχρού και καθ' όλα θλιβερού κόσμου μας.




16 Δεκεμβρίου 2011

Γράμματα από την Κόλαση

«Αγαπητέ κύριε Πρόεδρε, Απειλές, Αίσχη, Αγκάθια, Σκιές κι Ευγενικοί μου Δαίμονες.
 
(...) Ο φθονερός σας Πρόεδρος συμπεριέλαβε στο λόγο του κάτι σαν μια μικρή απολογία για το σημερινό συμπόσιο που μας προσέφερε. Λοιπόν ευγενικοί μου δαίμονες, κανείς μας δεν τον κατηγορεί. Ωστόσο θα ήταν μάταιο ν’ αρνηθούμε το γεγονός, ότι οι ανθρώπινες ψυχές, με την οδύνη των οποίων χορτάσαμε σήμερα, ήταν πράγματι πάρα πολύ κακής ποιότητας. Ούτε η πιο επιδέξια μαγειρική των κορυφαίων μας βασανιστών δεν μπόρεσε να τις κάνει κάπως πιο εύγευστες.
           
Αχ! να μπορούσαμε να γευτούμε ξανά έναν Φαρινάτα, έναν Ερρίκο, ή ακόμα κι ένα Χίτλερ! Εκεί ένιωθες ένα πραγματικό τρίξιμο των δοντιών, υπήρχε κάτι το τραγανιστό, μια μανία, μια εγωπάθεια  και μια κακία ελάχιστα κατώτερη από τη δική μας. Τους καταβρόχθιζες κι ένιωθες να  ζεσταίνονται τα σωθικά σου!

Αντ’ αυτού, με τι δειπνήσαμε σήμερα; Είχαμε ένα Δημοτικό Σύμβουλο γαρνιρισμένο με σάλτσα δωροδοκίας. Εντάξει, αλλά προσωπικά δεν κατάφερα να διακρίνω σε αυτόν τη γεύση μιας πραγματικά παθιασμένης και βάναυσης φιλαργυρίας, που έστω να πλησιάζει εκείνη των Μεγάλων Μεγιστάνων του περασμένου αιώνα. Ο σύμβουλός μας αυτός ήταν αναμφίβολα ένα Ανθρωπάκι, πλάσμα της ευτελούς μίζας, μια ρυπαρή ασημαντότητα που παρασύρθηκε στη διαφθορά (ίσαμε που συνειδητοποίησε ότι ήταν διεφθαρμένος) και που το έκανε μόνο και μόνο γιατί όλοι γύρω του κάνανε το ίδιο! Για δεύτερο πιάτο είχαμε Βραστό Μοιχών. Μπόρεσε κανείς σας να βρει σε αυτό ένα έστω ίχνος πλήρους, ακόλαστης, προκλητικής, επαναστατικής, ακόρεστης λαγνείας; Εγώ πάντως όχι. Όλοι τους είχαν τη γεύση στερημένων σεξουαλικά ηλιθίων, που όρμησαν στο λάθος κρεβάτι απαντώντας αυτόματα σε σεξουαλικές διαφημίσεις, ή για να αισθανθούν μοντέρνοι και χειραφετημένοι, ή για να επιβεβαιώσουν στους εαυτούς τους την αρρενωπότητα τους και την “κανονικότητά” τους, ή ακόμα και επειδή δεν είχαν κάτι καλύτερο να κάνουν. Ειλικρινά, σε μένα που έχω γευτεί τη Μεσσαλίνα και τον Καζανόβα, αυτοί εδώ μου προκάλεσαν ναυτία. Ο Εργατοπατέρας γκαρνί με μπόλικη Αερολογία, ήταν ίσως λίγο καλύτερος. Αυτός έκανε κάποιο κάπως πιο πραγματικό κακό. Είχε συνειδητά δουλέψει προς όφελος του αιματοκυλίσματος, της πείνας και της αναίρεσης της ελευθερίας. Εντάξει, πράγματι, με τον τρόπο του. Αλλά τι άγευστος τρόπος!  

Ας έρθω όμως τώρα στο σημαντικό σημείο. Γαστρονομικά μιλώντας, όλα αυτά είναι πολύ λυπηρά. […] Αυτά τα πλάσματα βρίσκονται σε μεγάλο βαθμό, αν όχι εντελώς, σε κατάσταση πλήρους πνευματικής αφασίας, όταν πραγματοποιούν κάποια προσωπική επιλογή που τους οδηγεί στο “λάθος δρόμο”, όπως θα έλεγε χαρακτηριστικά ο Εχθρός. Δεν κατανοούν ούτε την προέλευση, ούτε τον αληθινό χαρακτήρα των απαγορεύσεων που καταπατάνε. Η συνείδησή τους σπάνια ξεπερνά τα στενά όρια του κοινωνικού περίγυρού τους. Και φυσικά εμείς φροντίσαμε έτσι ώστε, ακόμα και η ίδια τους η γλώσσα, να είναι μπερδεμένη και ασαφής: π.χ. αυτό που κάποιος θεωρεί απλά ένα φιλοδώρημα ή ένα δώρο όταν αφορά τον ίδιο, στους άλλους το βλέπει σαν δωροδοκία. […]

Η ποιότητα μπορεί λοιπόν να έχει χαθεί, όμως ποτέ δεν είχαμε ψυχές σε τόση αφθονία. Ο αριθμός των ψυχών με την απόγνωση και  την καταστροφή των οποίων, δεν θα πω ευφρανθήκαμε, αλλά έστω χορτάσαμε σήμερα, αυξάνεται και θα συνεχίζει να αυξάνεται. […]

Θα σας βοηθήσω λοιπόν να κατανοήσετε πώς φτάσαμε ως εδώ. […] Τους σύραμε από τη μύτη με τη λέξη Δημοκρατία. Χρησιμοποιήσαμε τη λέξη Δημοκρατία σαν ατάκα, απλά και μόνο για την εμπορική της δύναμη. Είναι ένας όρος που σέβονται και που συνδέεται φυσικά με το ιδανικό, που λέει ότι όλοι οι άνθρωποι πρέπει να τυγχάνουν ίσης μεταχείρισης. ΄Πάνω σε αυτό λοιπόν πραγματοποιήσαμε μια ύπουλη μετάβαση στο μυαλό τους: από αυτό το ιδανικό, τούς μεταστρέψαμε στην αντικειμενική πεποίθηση ότι όλοι οι άνθρωποι είναι αυτομάτως ίσοι. Χρησιμοποιήσαμε τη λέξη Δημοκρατία για να αγιοποιήσουμε στη σκέψη τους το πιο εξευτελιστικό (και συνάμα λιγότερο ευχάριστο) από όλα τα ανθρώπινα συναισθήματα. Έτσι καταφέραμε να τους κάνουμε, όχι μόνο να μην ντρέπονται αλλά και να αισθάνονται αυτοεπιβεβαίωση για συμπεριφορές που, χωρίς αυτή τη μαγική λέξη, θα τους έκαναν αντικείμενο χλεύης. […]

Η αξίωση της ισότητας έξω από το πολιτικό πεδίο, γίνεται μόνο από εκείνους που αισθάνονται τον εαυτό τους κατώτερο. Αυτό που εκφράζει αυτή η αξίωση, είναι ακριβώς η επίπονη επίγνωση μιας κατωτερότητας που ο ασθενής αρνείται να αποδεχτεί. Και αγανακτεί. Ναι, αγανακτεί με κάθε είδους ανωτερότητα που συναντά στους άλλους. Τη μειώνει, εύχεται να μπορούσε να την εκμηδενίσει. Στη συνέχεια αρχίζει να υποπτεύεται κάθε απλή διαφορά σαν απόπειρα επίδειξης ανωτερότητας. Κανένας δεν πρέπει να διαφέρει από αυτόν στη φωνή, στα ρούχα, στους τρόπους, στις αθλητικές επιδόσεις, στην επιλογή του φαγητού: “Να κάποιος που μιλάει αγγλικά πιο καθαρά και εύηχα από εμένα. Μα σίγουρα, το κάνει γιατί θέλει να δείχνει πως κάποιος είναι, να μας κορδώνεται ο παλιοϋποκριτής. Να κάποιος που λέει πως δεν του αρέσουν τα λουκάνικα. Α, μα νομίζει πως είναι πολύ καλός για να τρώει λουκάνικα όπως όλοι μας. Αν αυτοί οι τύποι ήταν σωστοί, θα έπρεπε να είναι σαν και μένα. Δεν έχουν το δικαίωμα να είναι διαφορετικοί. Είναι αντιδημοκρατικό!”, λέει.(...)

Κι έτσι κάθε δικτάτορας ή κάθε δημαγωγός (σχεδόν πια κάθε σταρ του σινεμά ή τραγουδιστής) μπορούν τώρα να σύρουν δεκάδες χιλιάδες από τα ανθρώπινα πρόβατα ξοπίσω τους.»

C.S. Lewis, Screwtape Proposes a Toast (1959),
συμπλήρωμα στο The Screwtape Letters (1942)


Σημ. H.S. Στα Letters, ο αρχιδιάβολος Screwtape διδάσκει τον μαθητευόμενο ανηψιό του Wormwood, πώς να παρασέρνει έναν άνθρωπο, που αποκαλούν «Ο Ασθενής». Το Toast είναι η πρόποση που απευθύνει ο Screwtape στο δείπνο αποφοίτησης νεαρών δαιμόνων από τη Ανωτάτη Σχολή Πειραστών.


12 Δεκεμβρίου 2011

Το ρεκτιφιέ της κρισιμότητας | Helter Skelter




Η καλύτερη εκτέλεση του Helter Skelter εδώ--- από τους Beatles. 
Στα τύμπανα ο Ringo Star σε στυλ που αργότερα υιοθέτησε κι ο Brant Bjork :-))
 
Αγωνιστικό μέτωπο/οργανωμένος λαός/νομιμότητα/διεθνείς τοκογλύφοι/να μην τους αφήσουμε να πάρουν ανάσα/αξιοπρέπεια και μέλλον/λαϊκή συμμαχία/εργατικό κίνημα/μόνιμη και σταθερή δουλειά/καπιταλιστική κρίση/τα μονοπώλια και το πολιτικό τους προσωπικό/στάση πληρωμών/βάρβαρη πολιτική/ η λαϊκή δυσαρέσκεια να φουντώνει/ λαϊκές μάζες /κοινή λογική/ανάπτυξη/μας έχουνε γαμήσει/ενεργή συμμετοχή/νέα χούντα/γρήγοροι ρυθμοί/ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί/λειτουργική ευταξία/στοιχειώδεις κανονικότητα/συνταγματικά κατοχυρωμένη απαγόρευση ελλειμμάτων στον προϋπολογισμό/μεταβατική περίοδος/δοσίλογη κυβέρνηση/πρόοδος/διαταξική ενότητα και συνεργασία/δύναμη δημιουργίας/πολιτικές εξελίξεις/ανταγωνιστικότητα

και τέλος ....κρίσιμες στιγμές

Όσον αφορά στις κρίσιμες στιγμές έχει ενδιαφέρον η κλιμάκωση.

Αρχικά είναι "το κρίσιμο έτος" μετά ο "κρίσιμος μήνας" και κατόπιν η "κρίσιμη εβδομάδα" -της μαρμότας- που ακόμη κρατάει, αλλά και το "κρίσιμο τριήμερο" το "κρίσιμο Σαβατοκύριακο=διήμερο", η "κρίσιμη -αυριανή- μέρα", αλλά και "πρωινό" ή "βράδυ", "κρίσιμες ώρες" και τέλος οι "κρίσιμες στιγμές"

Το "κρίσιμες στιγμές" δεν το λένε και πολύ γιατί έχει κάτι βαρύ, κάτι "προς θάνατο". Είναι αλήθεια ότι το σύστημα περνάει "κρίσιμες στιγμές"?

H επινόηση των κρίσιμων αυτών χρονικών προσδιορισμών ανταποκρίνεται στην  αναπαραγωγή της συγκεκριμένης κοινωνίας που αποκτηνώνεται ιλιγγιωδώς. Αυτό που περνάει κρίσιμες στιγμές είναι οι σκηνικές κατασκευές της κρισιμότητας.



06 Δεκεμβρίου 2011

Φιλοσοφία της Ισχύος και Κεφαλαιοκρατία

Άννα Άρεντ
(1906-1975)
«Είναι χαρακτηριστικό ότι οι σύγχρονοι πρωταθλητές της εξουσίας βρίσκονται σε πλήρη συμφωνία με τη φιλοσοφία του μοναδικού στοχαστή που θέλησε να εξαγάγει το κοινό όφελος από τα ιδιωτικά συμφέροντα, και που φαντάστηκε και κατασκεύασε, ακριβώς στο όνομα του ιδιωτικού όφελους, την ιδέα μιας Κοινοπολιτείας, η οποία θα βασίζεται πλήρως στη συσσώρευση της ισχύος και θα αποσκοπεί απόλυτα σε αυτήν. 

Ο Χομπς είναι πράγματι ο μόνος μεγάλος φιλόσοφος που η αστική τάξη μπορεί δικαίως να υποστηρίξει ότι είναι αποκλειστικά δικός της, παρ’ όλο που άργησε να αναγνωρίσει τις αξιωματικές αρχές του. Στον Λεβιάθαν, ο Χομπς ανέπτυξε τη μόνη πολιτική θεωρία, στην οποία το κράτος δεν στηρίζεται σε κάποιο θεμελιακό καταστατικό νόμο (το θεϊκό νόμο, το νόμο της φύσης, ή του κοινωνικού συμβολαίου) βάσει του οποίου πρέπει να καθορίζονται τα δικαιώματα και οι περιορισμοί του ιδιωτικού συμφέροντος έναντι των δημοσίων ζητημάτων, αλλά στα ίδια τα ιδιωτικά συμφέροντα, έτσι που “το ιδιωτικό συμφέρον ταυτίζεται με το δημόσιο συμφέρον”.


Στην πράξη δεν έχει υπάρξει κανένα πρότυπο αστικής ηθικής που να μην έχει προβλεφθεί από το απαράμιλλο μεγαλείο της λογικής του Χομπς. Σε μια ανάλυση που εδώ και τριακόσια χρόνια ούτε ξεπεράστηκε, ούτε και βελτιώθηκε, ο Χομπς δίνει πράγματι ένα σχεδόν πλήρες πορτραίτο, όχι του ανθρώπου αλλά του αστού:
“Ο Λόγος δεν είναι τίποτε άλλο από Λογάριασμα, Λογαριασμοί”“Ελεύθερο υποκείμενο, αυτεξούσιο, όλα αυτά δεν είναι παρά λέξεις χωρίς κανένα νόημα, δηλαδή παραλογισμοί”. 
Ο άνθρωπος του Χομπς, ένα πλάσμα στερημένο από Λόγο, ανίκανο να βρει την αλήθεια, χωρίς αυτεξούσιο −δηλαδή ριζικά ανεύθυνο−, είναι ουσιαστικά μια συνάρτηση της κοινωνίας και συνεπώς κρίνεται σύμφωνα “με τη λογιστική αξία ή περιουσία του, με τη χρηματική τιμή του, που δίνεται σε αντάλλαγμα για τη χρήση της ισχύος του”. Αυτή η τιμή εκτιμάται και επανεκτιμάται αδιάκοπα από την κοινωνία, και “η εκτίμηση των άλλων” μεταβάλλεται σύμφωνα με το νόμο της προσφοράς και της ζήτησης.

Κατά τον Χομπς, το άτομο σκέφτεται το κέρδος του μέσα σε κατάσταση πλήρους απομόνωσης, από τη σκοπιά μιας απόλυτης μειοψηφίας θα μπορούσαμε να πούμε. Έτσι συνειδητοποιεί, ότι δεν μπορεί να ικανοποιήσει το ιδιωτικό συμφέρον του χωρίς το στήριγμα κάποιας πλειοψηφίας. Εφόσον λοιπόν το πραγματικό κίνητρο του ανθρώπου δεν είναι παρά τα ιδιωτικά συμφέροντά του, η δίψα για ισχύ και εξουσία είναι το θεμελιωδέστερο πάθος του. Αυτή η δίψα καθορίζει τις σχέσεις ανάμεσα στο άτομο και την κοινωνία, και από αυτή τη δίψα πηγάζουν όλες οι άλλες φιλοδοξίες − πλούτος, γνώση, τιμές.

Ο Χομπς υπογραμμίζει ότι, στην πάλη για την εξουσία και στην έμφυτη ικανότητά τους για ισχύ, όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι. Διότι, λέει, η ισότητα μεταξύ των ανθρώπων έχει ως θεμέλιο το γεγονός, ότι κάθε άνθρωπος έχει από τη φύση του τόση ισχύ, όση χρειάζεται για να σκοτώσει έναν άλλον άνθρωπο − η πανουργία μπορεί να εξισορροπήσει την έλλειψη δύναμης. Όμως η ισότητα των ανθρώπων ως εν δυνάμει δολοφόνων, τους φέρνει σε κατάσταση ανασφάλειας και από εδώ προκύπτει η ανάγκη για ένα Κράτος. Ο λόγος ύπαρξης του Κράτους είναι, λοιπόν, η ανάγκη που νιώθει το άτομο να προστατευτεί από τους συνανθρώπους του.

Το κρίσιμο σημείο στο πορτραίτο που σκιαγράφησε ο Χομπς, δεν είναι διόλου ο ρεαλιστικός πεσιμισμός του, για τον οποίον τόσο πολύ εγκωμιάστηκε στους μοντέρνους καιρούς. Διότι, αν ο άνθρωπος ήταν στ’ αλήθεια αυτό το πλάσμα που ο Χομπς θέλησε να δει σε αυτόν, τότε θα ήταν ένα πλάσμα ολότελα ανίκανο να συστήσει το παραμικρό πολιτικό σώμα. Πράγματι, ο Χομπς δεν καταφέρνει, αλλά ούτε και ενδιαφέρεται, να εισάγει τον άνθρωπό του μέσα σε μια πολιτική κοινότητα. Ο άνθρωπος του Χομπς δεν έχει κανένα καθήκον πίστης στην πατρίδα του σε περίπτωση που αυτή ηττηθεί, και συγχωρείται για κάθε είδους προδοσία, εάν τυχόν αιχμαλωτιστεί. (...) 
 
Από την άλλη, “κανένας άνθρωπος δεν είναι ελεύθερος να αντισταθεί στη Σπάθη της Κοινοπολιτείας προκειμένου να βοηθήσει έναν άλλο άνθρωπο, ένοχο ή αθώο”. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει θέμα αλληλεγγύης, ούτε και ευθύνης προς τον συνάνθρωπο. 
 
Δικαίωμα να “αντισταθούν στη Σπάθη της Κοινοπολιτείας και να συνδράμουν ο ένας τον άλλον” έχουν, κατά τον Χομπς, μόνον όσοι και για όσο συνδέονται με ένα κοινό συμφέρον, όπως “ένα σημαντικό έγκλημα, για το οποίο έχουν ορκιστεί ότι είναι έτοιμοι να πεθάνουν” −διότι σε αυτή την περίπτωση “έχουν να υπερασπιστούν τη ζωή τους”.

Για τον Χομπς λοιπόν, η αλληλεγγύη με αυτή ή την άλλη μορφή κοινότητας είναι κάτι το πρόσκαιρο και περιορισμένο, που ουσιαστικά δεν αλλάζει διόλου τη μοναχική και ιδιωτική φύση του ατόμου −το οποίο “δεν βρίσκει καμιά ευχαρίστηση, τουναντίον άπειρη θλίψη στην παρέα με τους συνανθρώπους του”−, ούτε και δημιουργεί βαθείς και μόνιμους δεσμούς με τους άλλους.

Αυτό το πορτραίτο του ανθρώπου μοιάζει να ματαιώνει την πρόθεση του Χομπς να προσφέρει μια βάση στην Κοινοπολιτεία του αφού προτείνει ένα συνεκτικό πρότυπο συμπεριφορών που στην πραγματικότητα μπορούν να καταστρέψουν εύκολα κάθε κοινότητα. Από εδώ προκύπτει η εγγενής και ομολογημένη αστάθεια της χομπσιανής Κοινοπολιτείας −άλλωστε προβλέπει ότι “θα διαλυθεί όταν, σε περίπτωση πολέμου (εξωτερικού ή εμφύλιου), την νικήσουν οι εχθροί της, οπότε κάθε άνθρωπος θα αισθάνεται ελεύθερος να κοιτάξει μόνο τον εαυτό του”−, μια αστάθεια που εντυπωσιάζει ακόμα περισσότερο δεδομένου ότι πρωταρχικός και διαρκής στόχος του Χομπς ήταν η αποκατάσταση της μέγιστης δυνατής ασφάλειας και σταθερότητας.

Θα ήταν όμως πολύ άδικο για τον Χομπς και τη φιλοσοφική ακεραιότητά του να θεωρήσουμε την εικόνα που έχει για τον άνθρωπο σαν μια απόπειρα ψυχολογικού ρεαλισμού ή φιλοσοφικής αλήθειας. Ο Χομπς δεν ενδιαφέρεται ούτε για τον έναν, ούτε για την άλλη. Το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι η ίδια η πολιτική δομή και ο λόγος που περιγράφει τον άνθρωπο σαν  ένα πλάσμα που “ποθεί την ισχύ, ολοένα και περισσότερη ισχύ”, είναι επειδή κατά νου τις ανάγκες του Λεβιάθαν. (...)

Αυτό το καινούργιο πολιτικό σώμα, το επινόησε για λογαριασμό της νέας, αστικής κοινωνίας όπως αυτή εμφανίστηκε κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα∙ και αυτό το πορτραίτο του ανθρώπου είναι μια σκιαγραφία του νέου τύπου ανθρώπου, που ήταν ο κατάλληλος για να συγκροτήσει αυτή την κοινωνία. Η χομπσιανή Κοινοπολιτεία έχει αποκλειστικό θεμέλιο την Ισχύ. Ιδιοποιείται το μονοπώλιο του φόνου και σε αντάλλαγμα παρέχει στον πολίτη της προστασία από τον κίνδυνο να τον σκοτώσουν. (...) Και καθώς το δίκαιο εξισώνεται με την Ισχύ που έχει συσσωρεύσει η κοινωνία και το Κράτος μονοπωλεί, το ζήτημα του νόμου δεν είναι πλέον ένα ζήτημα καλού και κακού αλλά αποκλειστικά και μόνο απόλυτης υπακοής, του τυφλού κομφορμισμού της αστικής κοινωνίας.

Σε αυτή την Κοινοπολιτεία, το άτομο, στερημένο από πραγματικά πολιτικά δικαιώματα και με τη δημόσια ζωή να παρουσιάζεται καλυμμένη με το μανδύα της αδήριτης αναγκαιότητας, χάνει το φυσικό δεσμό με τους συνανθρώπους του και αποκτά ένα νέο και αυξανόμενο ενδιαφέρον για την ιδιωτική ζωή του και το ατομικό μέλλον του. Ο ανταγωνισμός γίνεται ο κανόνας των σχέσεων. […] Και από τη στιγμή που οι δημόσιες υποθέσεις ρυθμίζονται αποκλειστικά από το Κράτος με πρόσχημα την αδήριτη αναγκαιότητα, οι κοινωνικές ή πολιτικές σταδιοδρομίες των ανταγωνιζόμενων ατόμων υποκύπτουν στο τυχαίο. Διότι μέσα σε μια κοινωνία όπου όλοι υποτίθεται πως είναι εξίσου προικισμένοι με ικανότητα για ισχύ και εξίσου προστατευόμενοι ο ένας από τον άλλο χάρη στην εξουσία, μόνο η τύχη μπορεί ν’ αποφασίσει ποιοι θα είναι οι εκάστοτε νικητές. (...)

Παραδίδοντας τα πολιτικά δικαιώματά του στο Κράτος, το άτομο τού παραδίδει εξίσου την κοινωνική ευθύνη του: ζητάει από το Κράτος να το ανακουφίσει από το φόρτο των φτωχών ακριβώς όπως του ζητάει να το προστατεύει από τους εγκληματίες. Η διαφορά μεταξύ του φτωχού και αδύναμου και του εγκληματία σβήνει. Και οι δυο είναι εκτός νόμου. Όσοι δεν έχουν επιτυχία, δηλαδή απτή ισχύ, χάνουν όλα όσα τους αναγνώριζε ως ανθρώπους ο κλασσικός πολιτισμός. Όσοι δεν έχουν τύχη, δεν μπορούν πια να λογαριάζουν στη χριστιανική φιλανθρωπία. (...)

Η Κοινοπολιτεία του Χομπς είναι μια εύθραυστη δομή, που πρέπει ασταμάτητα να συσσωρεύει ισχύ, να βρίσκει ασταμάτητα καινούργια στηρίγματα για να μην βυθιστεί από τη μια μέρα στην άλλη στο χάος των ιδιωτικών συμφερόντων, πάνω στα οποία εδράζεται. Για να δικαιολογήσει αυτή την αναγκαιότητα ασταμάτητης συσσώρευσης ισχύος, ο Χομπς στηρίζει τη θεωρία του σε μια "φυσική κατάσταση", τον “αδιάκοπο πόλεμο όλων εναντίον όλων”. (...)

Θα ήταν λάθος να υποτιμήσουμε την εμφανή αντίφαση ανάμεσα στη συνηγορία του Χομπς υπέρ της ασφάλειας του ατόμου και τη θεμελιώδη αστάθεια της Κοινοπολιτείας του. Και εδώ προσπαθεί επίσης να πείσει, να επικαλεστεί ορισμένα θεμελιώδη ένστικτα ασφάλειας, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι, στους πολίτες του Λεβιάθαν, δεν θα μπορούσαν να εξασφαλιστούν παρά μόνο χάρη στην απόλυτη υποταγή στην εξουσία η οποία “μονοπωλεί την ασφάλεια”, δηλαδή παρά μόνο χάρη σε ένα πανταχού παρόντα φόβο −κατάσταση που δεν μπορούμε να πούμε πως είναι ακριβώς το χαρακτηριστικό συναίσθημα ενός ανθρώπου, που νιώθει ασφαλής. Η πραγματική αφετηρία του Χομπς είναι μια εξαιρετικά διεισδυτική ανάλυση των πολιτικών αναγκών του καινούργιου κοινωνικού σώματος της ανερχόμενης αστικής τάξης, η θεμελιώδης εμπιστοσύνη της οποίας σε μια ατέρμονη διαδικασία συσσώρευσης αγαθών επρόκειτο σύντομα να εκμηδενίσει κάθε αίσθημα ατομικής ασφάλειας. (...)

Η εμμονή του Χομπς στην ιδέα ότι η ισχύς αποτελεί την κινητήρια δύναμη όλων των πραγμάτων, ανθρώπινων και θεϊκών (διότι ακόμα και η βασιλεία του Θεού “δεν είναι έργο της Δημιουργίας αλλά της Ακαταμάχητης Ισχύος”), προερχόταν από τη θεωρητικώς αδιάψευστη πρόταση σύμφωνα με την οποία η απεριόριστη συσσώρευση αγαθών πρέπει να στηρίζεται σε μια απεριόριστη συσσώρευση ισχύος. 
 
Το φιλοσοφικό συμπλήρωμα της θεμελιώδους αστάθειας μιας κοινωνίας που βασίζεται στην ισχύ, είναι η εικόνα μιας ατέρμονης ιστορικής διαδικασίας η οποία, προκειμένου να συμβαδίζει με τη διαρκή επίταση της ισχύος, καταβροχθίζει αμείλικτα τα άτομα, τους λαούς και τελικά ολόκληρη την ανθρωπότητα.»
 
Άννα Άρεντ, Ο ιμπεριαλισμός,
2ος τόμος του Οι πηγές του ολοκληρωτισμού (1951),
εκδ. Seuil (1982)


Σημ. HS. Τα είπε όλα η Άννα! Ο Λεβιάθαν είναι η πολιτική μορφή της ρικαρντιανής αγοράς. (Για τον Ρικάρντο, θα τα ξαναπούμε.) Ας πρόσεχε ο Κονδύλης όταν αντέγραφε την κοινωνική οντολογία του Χομπς...

Oλόκληρο το κεφάλαιο με τίτλο Η φιλοσοφία της ισχύος και η πολιτική χειραφέτηση της αστικής τάξης (απ' όπου το παραπάνω απόσπασμα) δημοσιεύτηκε, με δική μου μετάφραση, στο εκλεκτό περιοδικό ΠΑΝΟΠΤΙΚΟΝ (τχ. 16, Φεβρουάριος 2012).