Ντέιβιντ Χιούμ (1711-1776) |
«Αν θέλουμε να ανακαλύψουμε τις
βαθύτατες τάσεις ενός πολιτισμού, συχνά πρέπει να τις αναζητήσουμε στις πιο
αφηρημένες εκδηλώσεις τους∙ στη φιλοσοφία και στην τέχνη. Αυτό ίσως να ισχύει
ιδιαίτερα κατά τις περιόδους κοινωνικής αναστάτωσης και επανάστασης, όταν οι
υπαρκτοί θεσμοί δεν είναι πια αντιπροσωπευτικοί. (...)
Εκεί που άρχισε η πραγματική
Βασιλεία του Τρόμου [δεν ήταν στις αιμοσταγείς επιχειρήσεις της λαιμητόμου στα
1793, αλλά] ήταν στις φαινομενικά αθώες άρες μάρες του Ντέιβιντ Χιούμ, στις
απαρχές ενός μηδενισμού που έφτασε στην πλήρη ανάπτυξή του μόνο στην εποχή μας.
Στην Έρευνα πάνω στην Ανθρώπινη Νόηση,
η επίθεση ενάντια στους ιστορικούς δεσμούς με το παρελθόν και ενάντια στον ανθρώπινο
λόγο άγγιξε ένα επίπεδο ψύχραιμης καταστροφικότητας. Ο Χιούμ χρησιμοποίησε τις τεχνικές διαδικασίες του
ορθού λόγου για να υποσκάψει τα ίδια του τα θεμέλια. (...)
Η βασική άποψη του Χιούμ ήταν η αυτονομία της ακατέργαστης ανθρώπινης
παρόρμησης και ο απολυταρχισμός της
ακατέργαστης αίσθησης. Αναλύοντας αίτιο και αιτιατό, έσπασε την έλλογη
διασύνδεση μεταξύ ανθρώπινων συμβάντων σε μια γυμνή διαδοχή αφηρημένων
αισθήσεων μέσα στο χρόνο.(...)
Ένα πάθος ήταν, γι’ αυτόν, μια
πρωταρχική ύπαρξη∙ δεν πήγαζε από οποιαδήποτε εντύπωση των αισθήσεων, ούτε
αντέγραφε κάποια άλλη ύπαρξη∙ οι παρορμήσεις ήταν πρωτογενείς, μ’ ένα τρόπο που
δεν ίσχυε για καμιά άλλη απόκριση προς τον εξωτερικό κόσμο.
“Όταν είμαι θυμωμένος”, έγραφε ο Χιούμ, “είμαι πραγματικά κυριευμένος από ένα πάθος και, μέσα σε αυτό το συναίσθημα, δεν αναφέρομαι σε κανένα άλλο αντικείμενο περισσότερο απ’ ό,τι όταν είμαι διψασμένος, ή άρρωστος, ή πάνω από πέντε πόδια ύψος. Γι’ αυτό το λόγο, το πάθος αυτό είναι αδύνατο ν’ αντιφάσκει προς την αλήθεια ή το λόγο, κι είναι αδύνατον η αλήθεια ή ο λόγος ν’ αντιταχτούν σε αυτό (...)
Όταν ένα πάθος δεν βασίζεται σε λάθος υποθέσεις, ούτε διαλέγει μέσα ανεπαρκή για το σκοπό, η νόηση δεν μπορεί ούτε να το εκθειάσει, ούτε να το καταδικάσει. Δεν είναι αντίθετο προς το λόγο το να προτιμήσω να καταστρέψω ολάκερο τον κόσμο από το να ξύσω το δάχτυλό μου”.
Αν τραβήξουμε ως το τέλος τις συνέπειες
αυτής της φιλοσοφίας, βλέπουμε πως ο φιλόσοφος αυτός, που δεν θορυβείται από
καμιά άποψη, έχει φτάσει στον απόλυτο μηδενισμό. Ο Μπαζάρωφ στο Πατεράδες και Γιοί του Τουργκένιεφ είναι
μπροστά του ένας απλός ερασιτέχνης της ηθικής ισοπέδωσης. Γιατί ο Χιούμ, όχι μόνο
βεβαιώνει την απολυταρχία των αισθήσεων −παραβλέποντας
τελείως τη διαμεσολάβησή τους από τα σύμβολα−, μα συμπληρώνει αυτό το έργο
με την απολυταρχία της κτηνώδους παρόρμησης∙ συνενώνει το δεσποτισμό του εξωτερικού κόσμου με το δεσποτισμό του Εγώ,
ή μάλλον του Id. Η ζωή, όπως την απεικόνισε, ήταν
η ζωή σε ωμή κατάσταση − με μια ωμότητα
που ο πιο πρωτόγονος άγριος δεν είχε δείξει ποτέ. Με τα δικά του ξεκάθαρα λόγια,
τα πάθη που εξουσιάζουν τον άνθρωπο είναι πάνω από το λόγο και πέρα από το λόγο.
Η φιλοσοφία του Χιούμ αρνείται να
δεχτεί την κοινωνική ερμηνεία των συμβάντων, ή τον κοινωνικό (συμβολικό) χαρακτήρα
της ανάλυσής τους∙ γυρίζει την πλάτη στις κοινωνικές ευθύνες∙ παρουσιάζει τα
ανθρώπινα όντα σαν να ζουν σε ένα στιγμή προς στιγμή συνεχές, όπου μόνον οι ορέξεις
έχουν απεριόριστο δικαίωμα ύπαρξης κι όπου καμιά παρόρμηση δεν μπορεί να
χαρακτηριστεί καλή ή κακή, έλλογη ή άλογη. (...)
Το εσφαλμένο αυτό συμπέρασμα ισχύει
αναγκαστικά για κάθε φιλοσοφία που αποκλείει τις αξίες από το θεμελιώδες υπόστρωμα
κάθε ανθρώπινης εμπειρίας. (...)
Δεδομένου ότι η αξία ενυπάρχει στο ακέραιο σε κάθε
ανθρώπινη εμπειρία, μια θεωρία που καταργεί την αξία ως πρωταρχικό συστατικό,
μοιραία την μπάζει και πάλι από την πίσω πόρτα με το να καθιστά τις αισθήσεις ή
τις παρορμήσεις, καθαυτές, έδρα της αξίας − ενώ στην πραγματικότητα η αξία
γεννιέται από την πρωτογενή ανάγκη του ανθρώπου να κάνει διάκριση μεταξύ των
διαδικασιών που διατηρούν και των διαδικασιών που καταστρέφουν τη ζωή, και να
κατανείμει ανάλογα τα ενδιαφέροντα και την ενέργειά του. Εδώ βρίσκεται η κύρια
λειτουργία του λόγου: να αναφέρει και να επιμερίζει τα δεδομένα της εμπειρίας σ’
ένα κατανοητό και βιώσιμο σύνολο.
Ο λόγος συνδέει μεταξύ τους συμβάντα,
που ο Χιούμ, αναλύοντάς τα, τα χωρίζει και τα απομονώνει. (...) Το να συλλαμβάνουμε
τη ζωή στο επίπεδο του Id,
σημαίνει να ξεχνάμε πως το Idείναι οργανικά δεμένο με το Εγώ και το Υπερεγώ, και πως όταν πάψει η αλληλεπίδραση
ανάμεσα σ’ αυτά τα μέρη της προσωπικότητας, μοιραία ακολουθεί ένας βαθύς
αποπροσανατολισμός όλης της προσωπικότητα, η οποία τείνει προς την καταστροφική
επιθετικότητα, ή προς την αυτοκτονία.(...)
Η αποστολή του Χιούμ ήταν απλώς
να οδηγήσει τον τρέχοντα ατομισμό στο λογικό του συμπέρασμα. Ο κόσμος έγινε μια
ασύνδετη ροή αισθήσεων και ο εαυτός ένα μάγμα παρορμήσεων (...)»
Λιούις Μάμφορντ, Χιούμ: Μηδενιστικός ατομισμός (1944),
από την ανθολογία κειμένων
του με τίτλο Η προσωπικότητα στην ιστορία,
μετάφραση Κώστας Κουρεμένος,
εκδ. ΥΨΙΛΟΝ (1988)
Για τον Χιουμ η εαυτοτητα είναι μονάχα μια πρόβα συνεχειών
ΑπάντησηΔιαγραφήΌπως έγραψε :
''Ο Νους είναι ένα είδος θεάτρου όπου διάφορες αντιλήψεις κάνουν την εμφάνιση τους διαδοχικά . Περνούν , ξαναπερνούν , γλιστρούν αθορυβα εξω από την σκηνή και πλέκονται σε ανεξάντλητη ποικιλία θέσεων και καταστάσεων.
Δεν υπάρχει κυριολεκτικά καμμια απλότητα στο νου σε μια δεδομένη στιγμή , ούτε ταυτότητα σε κάποια άλλη, όσο και εάν εμείς τείνουμε να φανταζόμαστε πως υπάρχει μια τέτοια απλότητα και ταυτότητα. Η σύγκριση με το θέατρο δεν θα πρέπει να μας οδηγήσει σε εσφαλμένα συμπεράσματα
. Ο νους συνίσταται αποκλειστικά και μόνο στις διαδοχικές αντιλήψεις , χωρίς να έχουμε την παραμικρή έννοια του χώρου όπου αυτές οι σκηνές εκτυλίσσονται ή των υλικών από τα οποία είναι κατασκευασμένος ‘’
Ντειβιντ Χιούμ , πραγματεία για την ανθρώπινη φύση, Βιβλίο πρώτο , μτφ Μαρία Πουρνάρη , Αθήνα ,πατακης
http://nosferatos.blogspot.com/2009/01/blog-post_5450.html
@ Νοσφεράτε,
ΑπάντησηΔιαγραφήβολή στο κέντρο η ανάρτησή σου που μας παρέπεμψες!