Στέφανος Ροζάνης |
Ο Μαρξ δεν
θα μπορούσε ποτέ να κατανοήσει τις «ώρες
αργίας» του Μπάιρον και, πολύ περισσότερο,
να τις αποδεχθεί ως ειδικά ανθρώπινη
δύναμη, δηλαδή ως δημιουργική δύναμη
της ανθρώπινης κατάστασης. Ο εγελιανισμός
του Μαρξ, όπως και της μοντέρνας κοινωνίας,
είναι εχθρικός προς τον ρομαντικό
«πλάνητα», προς τη ριζοσπαστική ιδέα
που ο ρομαντικός flâneur
είχε για την ελευθερία, μέσα
από τη διεκδίκηση του άεργου της
δημιουργικής δραστηριότητας. Και ούτε
ασφαλώς θα μπορούσε η μοντερνική κοινωνία
να κατανοήσει ότι η υπεράσπιση αυτής
της ριζοσπαστικής ιδέας της ελευθερίας
δεν αποτελεί άρνηση και ακύρωση της
«αληθινής ατομικότητας» και «κοινωνικότητας»
του ανθρώπου αλλά, αντιθέτως, την πλέον
αυθεντική ανθρώπινη κατάσταση, μέσα
στην οποία εδραιώνεται η δημιουργική
ατομικότητα και η γνήσια κοινωνικότητα
του ανθρώπινου υποκειμένου.
Το αντίδοτο
της κατάστασης του ανθρώπου να αισθάνεται
την ώρα της εργασίας έξω από τον εαυτό
του (μια διαπίστωση η οποία ισχύει για
το σύνολο της εργασίας και όχι μόνον
για την αλλοτριωμένη εργασία – ή,
καλύτερα, μια διαπίστωση που δείχνει
ότι η εργασία δεν μπορεί παρά να είναι
αλλοτριωμένη κάτω από οποιεσδήποτε
συνθήκες, από την στιγμή που για να
δημιουργηθεί η κοινωνία έπρεπε να
αφανιστεί η κοινότητα), το αντίδοτο,
λοιπόν, αυτής της κατάστασης δεν είναι
βέβαια μια ουμανιστική προοπτική της
εργασίας ως «ενεργητικής ιδιοκτησίας
του ανθρώπου», αλλά η αποδοχή της
ανθρώπινης κατάστασης ως ριζοσπαστικής
ελευθερίας του «άεργου», του «πλάνητα»,
του «περιπατητή» ή, ακόμη, του δανδή και
του αισθητή, όπως τον ύψωσε σε πρότυπο
ανθρώπινης ζωής και βίωσης η μεταρομαντική
θέαση του αισθητισμού. Ο Ρομαντισμός
προέβαλε έναν επαναστατικό αντιμοντερνισμό
μέσα από τις «ώρες αργίας» του. Ο
μεταρομαντικός αισθητισμός επανέλαβε
τον επαναστατικό αντιμοντερνισμό του
Ρομαντισμού και τον προέκτεινε. Μέσα
στο «άεργον» της ανθρώπινης ουσίας, ο
Ρομαντισμός και ο αισθητισμός αναζήτησαν
την αληθινή ατομικότητα και εδραίωσαν
την αυθεντική κοινωνικότητα του
ανθρώπινου υποκειμένου ως ριζοσπαστικής
ελευθερίας του flâneur,
όπως τον δημιούργησε η φαντασία του
Σαρλ Μπωντλαίρ: «Όταν θα βγείτε το πρωί
με την σταθερή πρόθεση να σουλατσάρετε
στους μεγάλους δρόμους, γεμίστε τις
τσέπες σας με μικρές εφευρέσεις της
μιας δεκάρας».
Η απραξία
του flâneur,
έγραφε ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, είναι μια
διαμαρτυρία ενάντια σον καταμερισμό
της εργασίας. Ο Michael
Lowy στο πρόσφατο,
εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο του Το
Αστέρι του Πρωινού (L’etoile
du matin)
αντιπαραθέτει στον flâneur
του 19ου αιώνα την υπερρεαλιστική
εκτροπή η οποία κόβει κάθε δεσμό με τις
πλέον καθαγιασμένες αρχές της
καπιταλιστικής νεωτερικότητας, με τους
νόμους της χρησιμοθηρίας και τους
πανταχού παρόντες κανόνες της εργαλειακής
ορθολογικότητας.
«Σε κάθε περίπτωση»,
σχολιάζει ο Lowy,
«αντίθετα με τον flâneur,
ο εκτροπέας-περιπλανητής δεν είναι
πλέον έγκλειστος στον φετιχισμό του
εμπορεύματος, στην επιτακτικότητα της
κατανάλωσης – έστω κι αν προμηθεύεται
κάτι από ένα μαγαζάκι ή μπαίνει σ’ ένα
μπιστρό. Δεν υπνωτίζεται από τη λάμψη
της βιτρίνας, αλλά στρέφει το βλέμμα
του αλλού». Αυτή ακριβώς η υπερρεαλιστική
εκτροπή της αναζήτησης του πέραν του
φετιχισμού του εμπορεύματος και της
επιτακτικότητας της κατανάλωσης
υπερβαίνει την τελεολογική δραστηριότητα
της εργαλειακής ορθολογικότητας και
οδηγεί στη βιαιότητα της λετριστικής
εξέγερσης – της εξέγετσης που εξαπέλυσε
η Internationale Lettriste,
του νεαρού Debord και
των φίλων του, στις αρχές της δεκαετίας
του 1950 – ενάντια στην εργασία, και άρα
στην υπεράσπιση του άεργου της ανθρώπινης
δημιουργικής δραστηριότητας.
Ο Μπένγιαμιν
και ο Lowy, ο
πρώτος μέσω του ρομαντικού flâneur
και ο δεύτερος μέσω της
υπερρεαλιστικής εκτροπής, επαναφέρουν
τους μαρξικούς όρους προκειμένου να
ερμηνεύσουν μια στάση ζωής, η οποία
αποκρούει την εργασία ως ιδρυτικό
στοιχείο της ατομικότητας και συνεπώς
της κοινωνικότητας, και αναζητά την
ελευθερία μέσα στο «άεργον». Το μαρξικό
οπλοστάσιο παρέχει, άλλωστε, τις
αναλυτικές ενοράσεις που επιτρέπουν
τη χρησιμοποίησή του προκειμένου να
ερμηνευτεί μια τέτοια στάση ζωής κάτω
από ις συνθήκες της καπιταλιστικής
νεωτερικότητας και του εργαλειακού
ορθολογισμού. «Με την πληθώρα των
αντικειμένων», αποφαίνεται ο Μαρξ,
«μεγαλώνει η σφαίρα των αλλότριων
δυνάμεων, στις οποίες υποτάσσεται ο
άνθρωπος, και κάθε νέο προϊόν είναι μια
νέα δυνατότητα αμοιβαίας εξαπάτησης
και αμοιβαίας αρπαγής». Προκύπτει,
λοιπόν, ότι η στάση του ρομαντικού
«πλάνητα» και του υπερρεαλιστή «εκτροπέα»
δεν είναι παρά μια εξέγερση ενάντια
στις αλλότριες δυνάμεις που τους
καθυποτάσσουν, ενάντια στη δυνατότητα
της καπιταλιστικής νεωτερικότητας να
εξαπατά και να ληστεύει μέσω της
αλλοτριωμένης εργασίας. Αυτό είναι
αναμφισβήτητα σωστό, και ο τρόπος
ερμηνείας που πηγάζει από αυτήν την
αναλυτική συνθήκη είναι κριτικά συνεπής.
Ωστόσο, πιστεύω ότι η ριζοσπαστικότητα
του οράματος της ελευθερίας τόσο του
ρομαντικού πλάνητα όσο και του υπερρεαλιστή
«εκτροπέα» ερμηνεύεται μεν, δεν
συλλαμβάνεται όμως ως καθολική στάση
ζωής, ως αληθινός ιδρυτικός όρος του
ανθρώπινου υποκειμένου.
Βέβαια, ο
Lowy παρατηρεί
σε σχέση με τον υπερρεαλιστή εκτροπέα:
«Χωρίς σκοπό και χωρίς ορθολογικότητα...
Να, με δυο λόγια, η βαθύτερη σημασία της
εκτροπής... Αυτή η εμπειρία της ελευθερίας
παράγει ένα είδος μέθης, μιαν έξαρση,
μιαν αληθινή κατάσταση χάριτος.
Αποκαλύπτει ένα κρυμμένο πρόσωπο της
πραγματικότητας – της δικής μας
πραγματικότητας. Οι δρόμοι, τα αντικείμενα,
οι περαστικοί, ξαφνικά απελευθερώνονται
από το στέρεο περίβλημα του λογικού,
εμφανίζονται κάτω από ένα διαφορετικό
φως, γίνονται ξένα, ανήσυχα, καμιά
αστεία». Οι παρατηρήσεις του Lowy,
το αποκαλυμμένο κρυμμένο πρόσωπο της
πραγματικότητάς μας, η εμπειρία της
ελευθερίας χωρίς σκοπό και χωρίς το
στέρεο περίβλημα του λογικού, η μέθη
και η κατάσταση χάριτος μέσα σ’ αυτή
την ελευθερία, μας φέρνουν πλησιέστερα
προς τη ριζοσπαστική ελευθερία του
«άεργου», την οποία διεκδικεί ως
αναφαίρετο δικαίωμα της ύπαρξής του,
ως αυθεντική ουσία του, ο πλάνητας και
ο εκτροπέας. μας φέρνουν εντέλει
πλησιέστερα προς την ελευθερία του
«περιπατητή» χωρίς σκοπό και χωρίς λόγο
του Σαρλ Μπωντλαίρ: «Όταν θα βγείτε το
πρωί με την σταθερή πρόθεση να σουλατσάρετε
στους μεγάλους δρόμους, γεμίστε τις
τσέπες σας με μικρές εφευρέσεις της
μιας δεκάρας – όπως ο επίπεδος πιερότος
που κινείται μόνο με μια κλωστή, οι
σιδηρουργοί που χτυπούν το αμόνι, ο
καβαλάρης και το άλογό του, του οποίου
η ουρά είναι σφυρίχτρα...»
Στέφανος Ροζάνης
Τυχαίο είναι που θάφτηκε από τους Μαρξιστές ο γαμρπρός του Μαρξ, Λαφάργκ;
ΑπάντησηΔιαγραφή...και μετά τους έπεσε βαρύς ο Στάλιν...
ΑπάντησηΔιαγραφή