Βίκτορ Σκλόφσκι (1893-1984) |
Με
επισκέφθηκαν δυο σπουδαστές των θεατρικών εργαστηρίων: ο Λεβ Λουντς και ο
Νικολάι Νικίτιν. Μου είπαν: Πες μας κάτι πάνω στη τέχνη γιατί είμαστε
σπουδαστές στο θεατρικό εργαστήρι. Τους απάντησα: Θα σας διηγηθώ κάτι σαν
απόσπασμα από Hitopadescha*, δηλαδή μια αφήγηση μέσα στην αφήγηση. Θα
είναι ενδιαφέρον ως παράδειγμα Ινδιάνικης ποίησης: φροντίζω για την εκπαίδευσή
σας αφού είστε σπουδαστές στο θεατρικό εργαστήρι. Είπαν : Εντάξει.
«Μια φορά κι ένα καιρό, λοιπόν, ζούσε
σ’ ένα κράτος, σ’ ένα βασίλειο, ένας αγρότης. Ένα φθινόπωρο λοιπόν, εκεί που
θέριζε, αλώνιζε και βλαστημούσε, να’σου κι εμφανίζεται μπροστά του ένα
γεροντάκι που του λέει :
-Γιατί βλαστημάς
και βρωμίζεις τον καθαρό αέρα; Δεν σου φτάνει το καλύβι σου να το βρωμίζεις με
βλαστήμιες;
Του λέει λοιπόν ο χωριανός :
-Και πώς να μη
βλαστημάω; Η σοδειά ήτανε άσκημη, ο ΄Αι Νικόλας μας τα’κανε μούσκεμα, έστειλε
βροχή όταν χρειαζόμασταν καλοκαιριά και παγωνιά όταν θέλαμε λιακάδα.
Όμως
το γεροντάκι δεν ήταν άλλος απ’ τον Άη Νικόλα αυτοπροσώπως. Θύμωσε λοιπόν και
λέει στο χωρικό :
-Το λοιπόν, αφού δεν σ’αρέσει ο καιρός που σας
δίνω, σε αφήνω να τον φτιάξεις εσύ! Φτιάξε τον καιρό που θέλεις μόνος σου!
Καταχαρούμενος ο χωριανός βάζει
’μπρος να φτιάξει τον καιρό όπως ήθελε. ΄Οταν όμως το άλλο φθινόπωρο βάλθηκε να
θερίζει, είδε πως η σοδειά ήταν άσκημη, σαπισμένη. Να ’τον πάλι ν’ αλωνίζει και
να βλαστημάει, να βλαστημάει τόσο δυνατά που τα άλογα στο δρόμο έκαναν να
κρυφτούν. Περνάει τότε πάλι ο Άι Νικόλας και γελάει :
-Λοιπόν,
πως πήγε ο θερισμός;
Μα ο χωριανός βλαστημούσε, βλαστημούσε τόσο δυνατά που τα σύννεφα
στον ουρανό κοκκίνισαν από ντροπή.
-Σοδειά τη
λες ετούτη, Άη Νικόλα;
-Για το Θεό
ανθρωπέ μου, μα πώς τον έφτιαξες τον καιρό σου;
Ο χωριανός
του τα λέει χαρτί και καλαμάρι. Βάζει τα γέλια ο Άγιος :
-Τον άνεμο
δεν τον σκέφτηκες;
-Τον άνεμο;
Γιατί να τον σκεφτώ; Το μόνο που κάνει, είναι να βωλογυρνάει το σπόρο.
-Ο άνεμος
είναι απαραίτητος : δίχως αυτόν δεν πιάνει σπόρο μήτε το στάρι, μήτε η σίκαλη.
Δεν φαντάζομαι να ξέχασες και την καταιγίδα;
-Ε, ναι, την
ξέχασα.
-Κι όμως, χρειάζεται κι αυτή!
Σκέφτεται
λίγο ο χωριανός και λέει :
-Λοιπόν άκου,
καλύτερα να τον φτιάχνεις εσύ τον καιρό.
Κι ο Άγιος
του απαντά :
-Α! Μα την αλήθεια, έκανες όπως εκείνοι οι άνθρωποι στην
Ιταλία, που κατάντησαν ηλίθιοι.
-Και τι κάνανε οι άνθρωποι στην Ιταλία που καταντήσανε
ηλίθιοι; ρωτάει ο χωριανός.
Ακούστε: μια φορά κι ένα καιρό στην
Ιταλία, ή ίσως στην Ιαπωνία, οι άνθρωποι κατάλαβαν (ή πάλι κάποιοι άλλοι τους
το είπανε) πως μέρα τη μέρα γίνονταν όλο και πιο ηλίθιοι. Το καλοκαίρι μάλιστα
αποβλακώνονταν τρεις φορές γρηγορότερα. Συμβουλεύτηκαν τους γιατρούς, και οι
γιατροί ξύσαν και ξαναξύσανε το σοφό κεφάλι τους και το βρήκαν : αυτοί οι
Γιαπωνέζοι, ή οι Ιταλοί τελοσπάντων, έτρωγαν ρύζι αναποφλοίωτο κι αυτό που
χρειαζόταν το μυαλό για να δουλέψει δεν βρισκόταν στον καρπό του ρυζιού μα στον
φλοιό του. Είπαν λοιπόν οι γιατροί :
-Το
φαγητό δεν πρέπει να το κάνετε εσείς όπως νομίζετε, γιατί δεν μπορείτε να
προβλέψετε τα πάντα. Κι αν οι άνθρωποι που αποβλακώθηκαν επειδή δεν έτρωγαν το
φλοιό, μοιάζουν με το χωριάτη που ξέχασε τον άνεμο, εκείνος που θέλει όλα να τα
προβλέπει μοιάζει με τη σαρανταποδαρούσα του Ινδιάνικου παραμυθιού.
-Και τι λέει
αυτό το παραμύθι; ρώτησαν οι άνθρωποι που γίνονταν ηλίθιοι.
Ακούστε
λοιπόν, τους λέει ένας γιατρός. Μια φορά κι ενα καιρό ήταν μια σαρανταποδαρούσα
που είχε ακριβώς σαράντα ποδάρια, ή κάτι λιγότερο. Βέβαια έτρεχε πολύ-πολύ
γρήγορα και η χελώνα τη ζήλευε. Της λέει λοιπόν η χελώνα: Αχ! Πόσο σοφή
είσαι σαρανταποδαρούσα μου! Στ’αλήθεια πώς τα καταφέρνεις, που βρίσκεις τόσο
μυαλό ώστε να ξέρεις σε ποιά θέση πρέπει να’ναι τριακοστό ένατο ποδάρι σου όταν
προχωράς το πέμπτο;
Προς
στιγμή η σαρανταποδαρούσα φούσκωσε απο χαρά και περηφάνεια. ΄Ομως μετά άρχισε
να καλοσκέφτεται στα σοβαρά πού στ’αλήθεια βρισκόταν το κάθε της ποδάρι στο
κάθε βήμα της. Κι έτσι έφτιαξε το συγκεντρωτισμό, τη γραφειοκρατία με τη
χαρτούρα της, και στο τέλος κατάντησε να μη μπορεί να κουνηθεί. Λέει
λοιπόν ο γιατρός:
-Ο Βίκτορ Σκλόφσκι είχε λοιπόν δίκιο όταν έλεγε πως η μεγαλύτερη
συμφορά της εποχής μας είναι ότι θέλουν να βάλουν την τέχνη σε κανόνες χωρίς να
ξέρουν τι είναι τέχνη. Η μεγάλη συμφορά της Ρώσικης τέχνης είναι οτι
την περιφρονούν, όπως οι Ιταλοί ή τελοσπάντων οι Γιαπωνέζοι περιφρονήσαν το
φλοιό του ρυζιού. Κι όμως η τέχνη δεν είναι ενα απλό μέσον προπαγάνδας. Είναι
σαν τη βιταμίνη, που πρέπει να υπάρχει μέσα στην τροφή εκτός απο τις πρωτεϊνες
και τα λίπη, γιατί είναι χρήσιμη για τη ζωή του οργανισμού κι ας μην είναι ούτε
πρωτεϊνη ούτε λίπος. Το κακό που βρήκε τη Ρώσικη τέχνη είναι οτι δεν την
αφήνουν να πάλλεται οργανικά, όπως η καρδιά μέσα στα στήθια του ανθρώπου.
Θέλουν να τη βάλουν σε ωράρια, όπως τα τρένα.
-Πολίτες και Σύντροφοι, λέει τότε η σαρανταποδαρούσα, κοιτάξτε με
και θα δείτε πού οδηγεί ο υπερβολικός έλεγχος! Σύντροφοι της
επανάστασης, συμπολεμιστές, δώστε στην τέχνη την ελευθερία της, όχι επειδή
είναι τέχνη αλλά επειδή δεν μπορούμε να βάζουμε εκ των προτέρων σε κανόνες το
άγνωστο!”
Το
συμπέρασμα;, με ρώτησαν τότε οι σπουδαστές του θεάτρου.
Είναι
η σειρά σας να πείτε κάτι για να κλείσει ο παραδοσιακός κύκλος του Ινδιάνικου
παραμυθιού, τους απάντησα.
Χάσαμε
το χρόνο μας!, είπαν ο Λεβ Λούντς και ο Νικολάι Νικίτιν, κι έφυγαν.
Είναι
πολύ προικισμένοι άνθρωποι : ο ένας έγραψε το θεατρικό έργο ΄Ερχονται
οι Πίθηκοι και ο άλλος το διήγημα Ο Σκόλοπας.
(Μετάφραση από τα γαλλικά, Γιάννης Δ. Ιωαννίδης)
Σημ. HS. Για τον Σκλόφσκι έχουμε πει δυο λόγια στην ανάρτησή μας Χίλιες ρέγγες. Ρίξ' τε μια ματιά, έχει τρομερό ενδιαφέρον! Το κείμενο που δημοσιεύουμε εδώ είναι ο δεύτερος Πρόλογος στο βιβλίο Η Κίνηση του Ίππου (γαλλική έκδοση, Champ Libre, 1973, μετάφραση-σημειώσεις Michel Pétris), μια ανθολογία απο άρθρα και επιφυλλίδες που δημοσίευσε ο Σκλόφσκι στη Ρωσία μεταξύ 1919 και 1921 -από όπου και οι "Χίλιες ρέγγες".
Καταπληχτικός ο Σκλόφσκι! Δεν τον ήξερα. Είναι απ' τα ονόματα της σοβιετικής ιστορίας που δεν ακούγονται. Μάλλον δεν τα πήγε καλά με τον "πατερούλη".
ΑπάντησηΔιαγραφή