Marie de Hennezel |
Διάβασα σήμερα στα ηλεκτρονικά μμε απόσπασμα, με τίτλο «Να βρω τη δύναμη να αυτοκτονήσω», από μια συνέντευξη στην εφημερίδα Real του γνωστού ηθοποιού Γρηγόρη Βαλτινού, όπου λέει τα εξής:
-Σκέφτεστε ποτέ τα γηρατειά;
«Πάρα πολύ. Δεν τα θέλω καθόλου. Δεν θέλω
την ανημποριά και το φόρτωμα στους άλλους. Θα ήθελα να βρω τη δύναμη να φύγω
μόνος μου.»
-Δηλαδή;
«Να βρω έναν τρόπο να πεθάνω. Να βρω τη δύναμη να αυτοκτονήσω… Και τώρα που είμαι ενεργός σε όλους τους τομείς-στη ζωή, στη δουλειά, στην προσφορά, στα παιδιά μου-εάν επρόκειτο αύριο να περάσω στην ανημποριά, έχω σκεφτεί ακόμα και τις κινήσεις που θα προηγηθούν της… αποχώρησής μου. Θα τακτοποιούσα τις εκκρεμότητές μου πριν τις αφήσω, ώστε να μη βασανίσω μετά τους δικούς μου, θα έκλεινα όλες μου τις υποχρεώσεις, θα πέταγα ό,τι περιττό μάζευα για να συντροφεύει στη ζωή, θα ζητούσα συγγνώμη για τον πόνο που ίσως θα προξενούσα σε κάποιους και ύστερα θα αποχαιρετούσα τον κόσμο λίγο καλυμμένα για να μην τον σοκάρω. Δεν θα μπορούσα να αντέξω τη ζωή χωρίς ζωή.»
Δεν γίνεται να μην σχολιάσω αυτές τις σκέψεις. Είναι σκέψεις που όλο και πιο συχνά ακούγονται, αναπάντητα μηνύματα που συνδυάζουν τα γηρατειά με κάτι το
ντροπιαστικό και την αυτοκτονία με το θάρρος, θυμίζοντάς μου κάποιες από τις καυστικότατες
όσο και ευφυείς παρατηρήσεις του Μισέλ Ουελμπέκ στη μυθιστορηματική «πραγματεία»
του για την κατάσταση του μοντέρνου ανθρώπου
τις παραμονές της μετάλλαξής του σε βιορομπότ − όπως, για παράδειγμα:
«Ποτέ, σε καμιά εποχή και σε κανένα
άλλο πολιτισμό, οι άνθρωποι δεν σκέφτονταν διαρκώς την ηλικία τους. Ο καθένας έχει
στο νου του μια απλή προοπτική του μέλλοντός του∙ θα έρθει η στιγμή όπου το άθροισμα
των φυσικών απολαύσεων που του απομένουν, θα είναι μικρότερο από το άθροισμα
των βασάνων (με δυο λόγια, ο καθένας νιώθει εντός του το κοντέρ να γυρίζει −και
να γυρίζει πάντοτε προς την ίδια κατεύθυνση). Αυτή η ορθολογιστική αποτίμηση των απολαύσεων και των βασάνων που ο καθένας,
αργά ή γρήγορα, υποχρεούται να κάνει, καταλήγει αναπόφευκτα μετά από μια ορισμένη
ηλικία στην αυτοκτονία» (Τα στοιχειώδη
σωματίδια, 1998).
Θα πει όμως κανείς πως είναι εύκολο να λέει κάποιος τέτοια πράγματα σε ένα μυθιστόρημα, ή
θεωρητικά. Αλλά στην πραγματική ζωή; Σωστά! Με πλήρη επίγνωση λοιπόν ότι πραγματικά το θέμα δεν προσφέρεται
για θεωρητικούς καθησυχασμούς, λεκτικές παρηγοριές και λυρικές εξάρσεις, είτε προς
τη μια μεριά είτε προς την άλλη, αισθάνομαι την ανάγκη να σας θέσω υπόψη, και
να σας προτρέψω να το διαβάσετε οπωσδήποτε, το βιβλίο της Marie de Hennezel, Ο Μύχιος
Θάνατος, με τον ακριβέστατο υπότιτλο: Οι
ετοιμοθάνατοι μάς μαθαίνουν τη ζωή (εκδ. Synérgie,
2011).
Εδώ, η de Hennezel περιγράφει και μοιράζεται μαζί μας την
προσωπική εμπειρία της από την συνοδεία ετοιμοθάνατων ανθρώπων −άλλοτε φίλων της
κι άλλοτε στα πλαίσια μιας «κλινικής πόνου» και μιας «κλινικής λοιμωδών νόσων»
(για το Aids ειδικότερα), στις οποίες
εργάζεται εδώ και πάρα πολλά χρόνια−, και έχει πολλά σπουδαία κι από πρώτο χέρι
να μας πει.
Ορίστε λίγα μικρά αποσπάσματα:
«Κρύβουμε τον θάνατο σαν να ήταν ατιμωτικός,
σαν να ήταν βρώμικος. Δεν βλέπουμε σε αυτόν παρά φρίκη, παραλογισμό, βασανιστική
και άσκοπη οδύνη, κατάφωρη αδικία, ενώ είναι το αποκορύφωμα της ζωής μας, το
επιστέγασμά της, αυτό που της προσφέρει νόημα και αξία, παραμένοντας βέβαια πάντοτε
ένα τεράστιο μυστήριο, ένα μεγάλο ερωτηματικό στα έγκατα του “είναι” μας.
Γνωρίζω πως θα πεθάνω μια μέρα, παρόλο που
δεν γνωρίζω το πώς και το πότε. Το γνωρίζω κάπου βαθιά μέσα μου. Γνωρίζω πως
μια μέρα θα πρεπει να εγκαταλείψω τους δικούς μου, εκτός κι αν εκείνοι με
εγκαταλείψουν πρώτοι. Παραδόξως, αυτή η μύχια και βαθιά γνώση είναι ό,τι έχω
κοινό με όλα τα υπόλοιπα ανθρώπινα όντα. Γι’ αυτό ο θάνατος του συνανθρώπου μου
με αγγίζει. Μου επιτρέπει να εισέλθω στην ουσία της μοναδικής και πραγματικής
ερώτησης: ποιο είναι επιτέλους το νόημα της ζωής μας; (...)
Μήπως ο θάνατος μας δημιουργεί τόση αγωνία
επειδή μας παραπέμπει στα πραγματικά ερωτήματα, αυτά που συχνά έχουμε καταχωνιάσει
σκεπτόμενοι πως θα τα αντιμετωπίσουμε αργότερα, όταν θα είμαστε σε πιο προχωρημένη
ηλικία, πιο ώριμοι, όταν θα έχουμε υποτίθεται το χρόνο να κάνουμε στον εαυτό μας
πιο ουσιαστικά ερωτήματα;
Εκείνοι που πλησιάζουν τον θάνατο, ανακαλύπτουν
μερικές φορές πως η εμπειρία του “μετά”, τούς έχει ήδη προσφερθεί εδώ και τώρα, από την ίδια την εμπειρία της
ζωής. Η ίδια η ζωή δεν μας περιφέρει άραγε από το ένα “μετά” στο άλλο, στο “μετά”
από εμάς, στο μετά τις βεβαιότητές μας, στο μετά τις κρίσεις μας, στο μετά τους
εγωϊσμούς μας, στο μετά τα προσχήματα; (...)
Ο χρόνος του θανάτου δεν είναι, όπως συχνά
πιστεύουμε, ένας παράλογος χρόνος που στερείται νοήματος. [… Και …] ο χώρος που
έχει προβλεφτεί για τη φιλοξενία των ετοιμοθάνατων, μπορεί να λειτουργεί και
αντίστροφα, δηλαδή σαν χώρος όπου εκδηλώνεται η ζωή με όλη της τη δύναμη. (...)
Τη στιγμή που ο θάνατος είναι τόσο κοντά,
που η θλίψη και ο πόνος κυριαρχούν, μπορεί να υπάρξει ακόμα ζωή, χαρά, ψυχική δύναμη
πρωτόγνωρη σε ένταση και σε βάθος.»
"Ποτέ, σε καμιά εποχή και σε κανένα άλλο πολιτισμό, οι άνθρωποι δεν σκέφτονταν διαρκώς την ηλικία τους."
ΑπάντησηΔιαγραφή1.
ποτέ;
σε κανέναν άλλο;
ας το θεωρήσουμε ποιητική ζέση το απόσπασμα του Ούελμπεκ...
"Εκείνοι που πλησιάζουν τον θάνατο, ανακαλύπτουν μερικές φορές πως η εμπειρία του “μετά”, τούς έχει ήδη προσφερθεί εδώ και τώρα, από την ίδια την εμπειρία της ζωής. Η ίδια η ζωή δεν μας περιφέρει άραγε από το ένα “μετά” στο άλλο, στο “μετά” από εμάς, στο μετά τις βεβαιότητές μας, στο μετά τις κρίσεις μας, στο μετά τους εγωϊσμούς μας, στο μετά τα προσχήματα;"
2.
όχι ακριβώς γιατί υπάρχουν και οι προ-υποθέσεις των κρίσεων-βεβαιοτήτων-προσχημάτων-εγωισμών...
τα πράγματα περιπλέκονται προ- και μετά-, και επίσης ο θάνατος δεν είναι μια πόρτα που "πλησιάζεται"
Δεν υπάρχει προσέγγιση στο θάνατο.
Αυτό είναι ένα κατ εξοχήν ρομαντικό ψευδος...
Στην ουσία έχουμε να κάνουμε με μια επίτευξη, αυτή της απο-σύνθεσης
Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει αληθινός θάνατος. Βιώνουμε θάνατο της μορφής ΜΑΣ, του εαυτού ΜΑΣ, της σωματικότητάς ΜΑΣ, της υλικότητάς ΜΑΣ. Η συνείδησή μας, η ψυχή μας (εφόσον υπάρχουν μέχρι τον θάνατό μας), η μνήμη, η φαντασία κλπ.,όλα μεταλλάσσονται σε ενέργεια, γίνονται 'λίπασμα'... Υπάρχει αλλαγή, αέναη μετάβαση της ύλης σε ενέργεια και της ενέργειας σε ύλη. Να συμφιλιωθούμε με την ιδέα του θανάτου σημαίνει ότι χάνοντας τον εαυτό μας, το σώμα μας, την ψυχή μας, παραδινόμαστε ξανά ως υλικό και εμπιστευόμαστε το θείο που θα αξιοποιήσει το δυναμικό αυτό με τον καλύτερο και σοφότερο τρόπο. Στην ουσία, τίποτε δεν χάνεται.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν είπαμε ότι ο Θεός είναι Εβραίος; :))
όσο για τα υπόλοιπα, τα 'διαδικαστικά', τα προκαταρκτικά, συμφωνούμε Hollow...
@ Ανώνυμε 1,
ΑπάντησηΔιαγραφήφοβάμαι ότι χάθηκες σε λεπτομέρειες, κάπως σαν να κόλλησες στα σημεία στίξης και να έχασες τις λέξεις.
@ Ανώνυμε 2,
ΑπάντησηΔιαγραφή@ Ανώνυμε 2,
είναι κι αυτή που λες μια άποψη ... αλλά για δες καλύτερα: έτσι όπως το θέτεις, "τίποτα δεν χάνεται" επειδή τίποτα δεν υπάρχει - τίποτα δεν έχει αυτό το ίδιο υπόσταση, ζωή και αξία, μιας κι όλα είναι περαστικά, μεταλλασσόμενα, αέναη μετάβαση, κάπως σαν οπτασίες ζωής και όχι ζωή αληθινή, με σάρκα, πνεύμα και οστά...
Οπότε, σε παραπέμπω στην πρώτη ανάρτηση με τον Σεστώφ (Ευχές για καλή κρίση).
η αφήγηση* μιας ανθρώπινης ζωής μπορεί να είναι εξίσου μακροσκελής κι άλλο τόσο σύντομη, ανάλογα με το τί θέλει κανείς
ΑπάντησηΔιαγραφήη μεταφυσική ή τραγική εκδοχή, που περιορίζεται σε τελευταία ανάλυση στις ημερομηνίες γέννησης και θανάτου τις χαραγμένες σε μια ταφόπλακα, συνιστάται φυσικά χάρη στην ακραία της συντομία…
*στο μέλλον, χάρη στην εξέλιξη της γενετικής, το ανθρώπινο είδος θα υποστεί οικεία θελήσει μια μετάλλαξη που θα εξαφανίσει τόσο τις ατομικές διαφορές όσο και τον «φυσικό» τρόπο αναπαραγωγής… οι άνθρωποι θα είναι τότε πραγματικά αδέλφια – ομοζυγώτες πολύδυμοι, πανομοιότυποι κλώνοι που, σαν τα δίδυμα αδέλφια, θα νιώθουν και θα αγαπούν απεριόριστα ο ένας τον άλλο, ή μάλλον η μία την άλλη, καθώς από τα δύο γένη θα επιλεγεί, ως πιο κατάλληλο για τον «νέο ωραίο κόσμο», το θηλυκό...
HollowSky,gallus domesticus(θυμήσου την ξενηστικωμένη κότα…)
τον Μπρυνό όπως και κάποια ζώα, που περνούν σε δραστηριότητα υποκατάστασης,και αρχίζουν να γράφουν…όπως ο Ουελμπέκ!
Aντιθέτως, τίποτα δεν χάνεται για τον λόγο ότι κάποτε υπήρξε, με τον τρόπο και τη μορφή που υπήρξε. Τόσο η ύλη όσο και η ενέργεια υφίστανται καθοριστικά στην εκάστοτε μορφή και διάρκειά τους. Ουσιαστικά αλληλοσυμπληρώνονται, αλληλοπεριέχονται και πολλά άλλα... φυσικά και δεν γνωρίζουμε όλες τις ιδιότητές τους. Ακόμη δεν έχουμε φτάσει στο μη πλέον τεμνόμενο! Για την ώρα όμως, ζούμε και έχουμε και σάρκα και πνεύμα και οστά -υπέροχο δεν είναι;
ΑπάντησηΔιαγραφή:)
Και από μια άλλη οπτική, θα λέγαμε: Ζήνων ο Ελεάτης (ακινησία, στατικότητα) και Ηράκλειτος (αέναη αλλαγή, μεταβλητότητα), και οι δύο ΜΑΖΙ...
Ευχαριστώ για τον Σεστώφ, σημαντικός πολύ!
ανώνυμος 2
κι όμως τα σημεία στίξης γίνονται σημεία τήξης...
ΑπάντησηΔιαγραφήδεν συμφωνούμε μάλλον χόλοου αφού αυτό που γράφω το θεωρείς λεπτομέρεια ενώ για εμένα είναι σημαντικό,(και το συμπληρώνει ο ανώνυμος 2 παρακάτω) με τον ανώνυμο 2 μάλλον τα βρίσκουμε
Ο Σεστόφ εξαιρετικός ναι.
Ευχαριστώ κι εγώ
@ Ανώνυμε 1 (αλλά και 2),
ΑπάντησηΔιαγραφήθάνατος είναι [λέω εγώ] ο θρυμματισμός της ενότητας μιας ζωντανής ύπαρξης, η συντριβή αυτού που την κάνει να είναι και να αναγνωρίζεται ως αυτή που είναι: έτσι συμβαίνει αυτό το τραγικό, ο νεκρός να μοιάζει και συνάμα να μη μοιάζει καθόλου με αυτόν που ήταν ως ζωντανός.
Τι σημασία έχει ως προς το γεγονός της ριζικής απώλειας αυτής της παλλόμενης ψυχοσωματικής ενότητας, της συντριβής της ζωντανής οντότητας, αν "ανακυκλώνονται" εδώ κι εκεί και παραπέρα τα επιμέρους στοιχεία που την συνέθεταν έως πριν λίγο;
Τάχα, η σκέψη αυτής της "ανακύκλωσης" αίρει την οδύνη της απώλειας;
Ο θάνατος, λοιπόν, υπάρχει! Και υπάρχει επειδή συντρίβει την ψυχοσωματική ενότητα του ζωντανού, κάνοντας το ευθύς αμέσως αγνώριστο.
Αυτό θρηνούμε...
ΤΡΟΜΕΡΑ ΕΠΙΚΑΙΡΗ αυτή εδώ η ανάρτησή σας!!! Έψαχνα το θέμα εξαιτίας της γνωστής μη-υποβοηθούμενης ευθανασίας και θυμόμουνα την περίπτωση της Χενεζέλ. Ευχαριστώ!
ΑπάντησηΔιαγραφή