Σελίδες

29 Σεπτεμβρίου 2014

Γενεαλογίες της Τεχνικής


(...) Η αρχική υπόθεση που καθιστά τους προσωκρατικούς, θεωρητικούς της Φουκουσίμα κάνει τη λέξη να μιλά για την εικόνα επισυνάπτοντας σε αυτήν άλλες, κατά πολύ προγενέστερες εικόνες. Δεν χρειάζεται η χαϊντεγγεριανή ετυμηγορία, ότι μέσα στην εναρκτήρια σκέψη υπάρχει ήδη εξασθενημένη η μεταγενέστερη σκέψη [1], για να υποθέσουμε ότι οι προσωκρατικές κοσμολογίες έθεσαν ένα διάσπαρτο θεμέλιο για την ανάπτυξη της τεχνικής. Πολύ περισσότερο, το προσωκρατικό βλέμμα έχει ήδη απολύτως τεχνικοποιήσει το πράγμα -φύση, δια μέσου της συγκρότησης των κοσμολογικών κατασκευών του. Από αυτή την παρατήρηση αντλεί τη νομιμότητά της  η υπόθεση ότι η θεωρητική πατρότητα της Φουκουσίμα αποδίδεται στους ξυπόλητους πλάνητες και ελεύθερα σκεπτόμενους προσωκρατικούς Έλληνες. Με αυτή την έννοια, η τεχνοφύση (technonature), δεν είναι μια διάδοχη εννόηση της φύσης μετά την καπιταλιστική «φύση» [2].

Η «τεχνοφύση» δεν περιγράφει την συνθήκη της global μετανεωτερικότητας.  Πρόκειται για την βιωμένη κατασκευή ενός αρχαϊκού (δηλ. του προσωκρατικού) βλέμματος, στην οποία παντοιοτρόπως επιστρέφουμε. Άρα, στην ιστορική σειρά όπου την φύση πράγμα («στην οποία εμπλέκεται κανείς κατά την πράξη του βίου») διαδέχεται η φύση-αντικείμενο («αυτό που βρίσκεται απέναντι και αντιτίθεται ως κάτι που πρέπει να το υπερβούμε»[3]) συμπληρώνεται κυκλικά με την «τεχνοφύση», η οποία είναι ένα είδος επιστροφής στην εμπράγματη φύση, ως οντότητα που ήδη εξ αρχής εμπεριέχει τον τεχνολογικό της επικαθορισμό. Σε αυτή την αναδρομική πρόσληψη  είναι ενσωματωμένη η εμπειρία του αποχωρισμού και της συμφιλίωσης του τεχνικού με το «φυσικό», με την βεβαιότητα ότι ήδη μέσα στην φύση δεν μπορούμε να ανακαλύψουμε, να βιώσουμε, να απολαύσουμε και να υποστούμε τίποτε άλλο πέρα από την ίδια την τεχνικοποίησή της.(...)

Δείτε ολόκληρο το κείμενο εδώ.

[1]“The Question Concerning Technology” p.22
[2] Γίνεται αναφορά στην έννοια της  τεχνοφύσης (“technonature”) του Escobar, με μια κριτική προσέγγιση στην ιστορικότητα που αποδίδεται στην έννοια από τον εμπνευστή της. Εδώ υποστηρίζεται ότι η τεχνοφύση, δηλαδή η κατασκευασμένη φύση, δεν είναι η διάδοχη ιστορικά συνθήκη εννόησης της φύσης μετά την «καπιταλιστική φύση». Αντιθέτως η κατασκευασμένη φύση είναι σύμφυτη και τόσο παλιά όσο το κατασκευαστικό «βλέμμα», όπως αυτό της προσωκρατικής κοσμολογίας, που τεχνικοποιεί την φύση πολύ πριν από την καθεαυτό τεχνικοποίησή της.  
[3] Gadamer, ο.π., σ. 247

26 Σεπτεμβρίου 2014

Φιλοσοφία και Προκατάληψη | Μανιφέστα 37

Alexandre Kojève
(1902-1968)
Ο κίνδυνος που διατρέχουν οι κάτοικοι των διαφόρων «κήπων», «ακαδημιών», «Λυκείων» και «Πολιτειών των Γραμμάτων» είναι από ό,τι ονομάζουμε «το πνεύμα του κλειστού κύκλου». 

Βέβαια ο κλειστός κύκλος, όντας μια κοινωνία, αποκλείει την τρέλα, η οποία από την φύση της είναι ακοινώνητη. Όμως αντί να αποκλείει τις προκαταλήψεις, αντίθετα τείνει να τις καλλιεργεί, διαιωνίζοντάς τες: μπορεί εύκολα να φτάσει στο σημείο να δέχεται στους κόλπους του «κλειστού κύκλου» μόνον όσους αποδέχονται τις προκαταλήψεις για τις οποίες πιστεύει ότι μπορεί να επαίρεται.

Οι κάτοικοι του «κλειστού κύκλου», απομονωμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο και αμέτοχοι στη δημόσια ζωή κατά την ιστορική της εξέλιξη, αναγκαστικά αργά ή γρήγορα θα «ξεπεραστούν από τα γεγονότα». Έτσι, ακόμα κι ό,τι ήταν «αληθινό» σε μια δεδομένη εποχή μπορεί να γίνει «ψεύτικο» αργότερα, να μεταμορφωθεί σε «προκατάληψη», και ο «κλειστός κύκλος» θα είναι ο μόνος που δεν θα το αντιληφθεί.

Συνεπώς όποιος φιλόσοφος αρνείται τις προκαταλήψεις, θα όφειλε να προσπαθήσει να ζει μάλλον στον ανοιχτό κόσμο (στην «αγορά», στο «δρόμο», όπως ο Σωκράτης) παρά μέσα σ’ ένα «κλειστό κύκλο», όποιος κι αν είναι αυτός, «δημοκρατικός» ή «αριστοκρατικός».

Αλέξανδρος Κοζέβ, «Τυραννία και Σοφία», 
απάντηση στον Λέο Στράους 
κατά τη συζήτηση γύρω από το Ιέρων ή Τυραννικός του Ξενοφώντα.


21 Σεπτεμβρίου 2014

Amo ergo sum | Μανιφέστα 36

Kathleen Raine
(1908-2003)

Επειδή αγαπώ
o ήλιος ρίχνει τις ακτίνες του από ζωντανό χρυσάφι,
Κι απλώνει το χρυσάφι και τ’ ασήμι του πάνω στη θάλασσα.

Επειδή αγαπώ
Γύρω από τον αστρικό της άξονα η γη χορεύει
Τον εκστατικό χορό της.

Επειδή αγαπώ
Καβάλα στους ανέμους τα σύννεφα ταξιδεύουν στους ουρανούς
Στους απέραντους, πανέμορφους, τους βαθυγάλανους ουρανούς.

Επειδή αγαπώ
Ο άνεμος φουσκώνει ολόλευκα πανιά
Και πάνω απ’ τα λουλούδια ο άνεμος, ο γλυκός άνεμος φυσά.

Επειδή αγαπώ
Οι φτέρες πρασινίζουν και πρασινίζει η χλόη
Και πρασινίζουν τα διάφανα ηλιόλουστα δέντρα.

Επειδή αγαπώ
Κορυδαλλοί φτεροκοπούν πάνω απ’ τα λιβάδια
Και μυριάδες πουλιά σ' όλα τα φύλλα κελαηδούν.

Επειδή αγαπώ
Υπάρχει ένα αόρατο μονοπάτι που διασχίζει τους ουρανούς
Κι αυτό το μονοπάτι παίρνουν τα πουλιά, ο ήλιος κι η σελήνη
Κι όλα τ’ αστέρια της νυχτιάς.

Επειδή αγαπώ
Υπάρχει ένα ποτάμι που ρέει ολονυκτίς.

Επειδή αγαπώ
Όλη τη νύχτα το ποτάμι κυλάει στον ύπνο μου
Χιλιάδες ζωντανά πλάσματα κοιμούνται στην αγκαλιά μου
Και καθώς κοιμούνται, ξυπνούν, και ενώ ρέουν, αναπαύονται.
 
*

Kathleen Raine, Amo ergo sum (Αγαπώ, άρα υπάρχω), 1952
μετάφραση Γιάννης Hollowsky Ιωαννίδης 
 
*


15 Σεπτεμβρίου 2014

Όλα τα πράγματα που μου είναι πολύτιμα!

Το τυχαίο είναι αυτό που εξουσιάζει τα πάντα.
 
Η αναγκαιότητα απλώς έπεται. Δεν έχει την ίδια αγνότητα.

Ορισμένοι ονειρεύονται ένα σύμπαν άπειρο, άλλοι μας το παρουσιάζουν σαν πεπερασμένο στο χώρο και το χρόνο. Να μαι λοιπόν ανάμεσα σε δύο μυστήρια εξίσου αδιαπέραστα. Από την μια , η εικόνα ενός άπειρου σύμπαντος είναι αδύνατο να συλληφθεί. Από την άλλη, η ιδέα ενός σύμπαντος πεπερασμένου, που κάποια μέρα δεν θα υπάρχει πια , με ξαναβυθίζει σ' ένα μηδέν, που δεν γίνεται να φανταστεί κανείς, που με γοητεύει αλλά με τρομοκρατεί. Πηγαίνω από το ένα στο άλλο. Δεν ξέρω τι να πω.

Δίπλα στο τυχαίο είναι ο αδελφός του το μυστήριο. Ο αθεϊσμός- εν πάση περιπτώσει ο δικός μου-οδηγεί απαραίτητα στην αποδοχή του ανεξήγητου. Ολόκληρο το σύμπαν είναι ένα μυστήριο.
Εφόσον αρνούμαι την παρέμβαση ενός οργανωτή Θεού, του οποίου η δράση μου φαίνεται ακόμη πιο μυστηριώδης από το μυστήριο, δεν μου απομένει παρά να ζω σε κάποιο σκοτάδι. Το δέχομαι. Καμιά εξήγηση, ακόμη και η πιο απλή δεν μπορεί να ισχύει για τα πάντα. Ανάμεσα στα δύο μυστήρια διαλέγω το δικό μου, γιατί διαφυλάσσει τουλάχιστον την ηθική μου ελευθερία.

Μου λένε: και η επιστήμη; Δεν αναζητεί από άλλους δρόμους να υποτάξει το μυστήριο που μας περιβάλει;

Ίσως. Αλλά η επιστήμη δεν με ενδιαφέρει. Μου φαίνεται υπεροπτική, αναλυτική και επιφανειακή. Αγνοεί το όνειρο, το τυχαίο, το γέλιο, το συναίσθημα και την αντίφαση, όλα τα πράγματα που μου είναι πολύτιμα.

Η μανία μας να καταλάβουμε και κατά συνέπεια να μειώσουμε, να μετριάσουμε το μυστήριο- όλη μου τη ζωή μ 'έχουν παρενοχλήσει με ανόητες ερωτήσεις, γιατί αυτό; Γιατί εκείνο;- είναι μια από τις δυστυχίες της φύσης μας. Αν είμαστε ικανοί να παραδώσουμε το πεπρωμένο μας στο τυχαίο και να δεχτούμε δίχως λιποψυχία το μυστήριο της ζωής μας, θα μπορούσαμε να πλησιάσουμε μια κάποια ευτυχία, που θα έμοιαζε αρκετά με την αθωότητα.

Την αλήθεια να την εγκαταλείπεις  ακριβώς τη στιγμή που -νομίζεις- πως την βρήκες, περιπλανήσου ξανά, δέξου το τυχαίο και το μυστήριο και μέσα σε αυτά στοχάσου τον εαυτό σου, μην είσαι δειλός, καθένας από μας τους ανθρώπους αξίζει μια ελάχιστη γαλήνη, μια κάποια ευτυχία.

14 Σεπτεμβρίου 2014

Ποτέ δεν πρέπει να αφήνουμε κάτι μισό


Ο Γάτος και το Πουλί

Ένα ολόκληρο χωριό ακούει θλιμμένο
Το τραγούδι ενός πληγωμένου πουλιού
Είναι το μοναδικό πουλί του χωριού
Κι είναι ο μοναδικός γάτος του χωριού
Που το μισό-έφαγε
Και το πουλί σταμάτησε να τραγουδά
Ο γάτος σταμάτησε να νιαουρίζει
Και να γλείφει τη μουσούδα του
Και το χωριό ετοιμάζει στο πούλι
Κηδεία επίσημη
Κι ο γάτος που είναι καλεσμένος
Προχωρεί πίσω απ’ το μικρό αχυρένιο φέρετρο
Όπου είναι ξαπλωμένο το νεκρό πούλι
Το φέρετρο σηκώνει ένα μικρό κορίτσι
Δε σταματάει να κλαίει
Αν ήξερα πως σού έκανα τόσο κακό
Της λέει ο γάτος
Θα το είχα φάει ολόκληρο
Κι ύστερα θά λεγα
Πως το είδα να πετάει ψηλά να φεύγει
Να φεύγει να πηγαίνει στην άκρη του κόσμου
Κάτω εκεί τόσο μακρυά
Απ’ όπου κανείς ποτέ δε γυρίζει
Ίσως τότε πονούσες λιγότερο
Έτσι απλά θα λυπόσουν μονάχα.
Ποτέ δεν πρέπει ν’ αφήνουμε κάτι μισό

Ζακ Πρεβέρ

αναμετάδοση από http://ithaque.gr/o-gatos-kai-to-pouli/

12 Σεπτεμβρίου 2014

Τσερκέζικη σκηνή ή Περί τιμιότητας

(...) - Θα προτιμούσα να ζήσω όλη μου τη ζωή σε μια τσερκέζικη
σκηνή παρά να προσκυνήσω το γερμανικό είδωλο.
 
- Ποιο είδωλο;, φώναξε ο στρατηγός που είχε αρχίσει να θυμώνει. 

- Το γερμανικό  τρόπο πλουτισμού. Δεν είμαι καιρό εδώ κι όμως έχω παρατηρήσει πράγματα που  κάνουν την ταταρική μου φύση να αγανακτεί. Μα την αλήθεια μακριά από κάτι  τέτοιες αρετές! Χτες περπάτησα καμία δεκαριά χιλιόμετρα στα περίχωρα.
 

Λοιπόν είναι ακριβώς όπως στα ηθικοπλαστικά βιβλία, ξέρετε εκείνα τα μικρά εικονογραφημένα βιβλία που κυκλοφορούν στη Γερμανία: όλα τα σπίτια έχουν τον πατέρα τους, έναν υπερβολικά ενάρετο και τίμιο άνθρωπο, τόσο  τίμιο που φοβάται κανείς να τον πλησιάσει.
 

Εδώ η κάθε οικογένεια είναι υποταγμένη, τυφλά υποταγμένη στον πατέρα. Δουλεύουν όλοι σαν τα ζώα και κάνουν οικονομία όπως οι Εβραίοι. Όταν ο πατέρας  συγκεντρώσει κάποιο σημαντικό ποσό, μεταβιβάζει τη δουλειά ή τα κτήματα του στον πρωτότοκο γιο του. Για αυτό αρνιέται να δώσει προίκα στη κόρη του που έτσι καταδικάζεται να μείνει γεροντοκόρη. Ο μικρότερος γιος είναι αναγκασμένος να δουλέψει σκληρά, κι όσα κερδίζει, τα προσθέτει στοκεφάλαιο της οικογένειας που όσο πάει και αυξάνεται. Ναι αυτό γίνεται  εδώ, το έχω ερευνήσει. Και το μοναδικό κίνητρο για όλα είναι η τιμιότητα, μια τιμιότητα που φτάνει σε τέτοιο σημείο, ώστε ο μικρότερος γιος φαντάζεται ότι τον εκμεταλλεύονται από τιμιότητα (...)»
 

05 Σεπτεμβρίου 2014

Όταν ο Νασρεντίν συνάντησε τον Σκλόφκσι


Αφήνοντας τον ... Εμβέρ Χότζα στην ησυχία του, ας ακούσουμε τι έχει να μας πει ένας άλλος Χότζας σε μια ανατολικότερη εκδοχή από τις αγαπημένες μας Χίλιες Ρέγγες:

«Γυρίζοντας σπίτι του αργά τη νύχτα ο Νασρεντίν, βλέπει έναν άνθρωπο πεσμένο στα τέσσερα να ψάχνει πόντο-πόντο το χώμα κάτω από τη λάμπα του δρόμου. Τον πλησιάζει και τον ρωτάει:
− Έχασες κάτι αδελφέ; 
− Το πετράδι απ’ το δαχτυλίδι μου! 
− Πωπώ, κάτσε να σε βοηθήσω να το βρούμε. 
Πέφτει στα τέσσερα κι ο Νασρεντίν, ψάχνει, ψάχνει, ψάχνει κι αυτός, μα τίποτα! Γυρνάει και ξαναρωτάει τον άνθρωπό μας: 
− Βρε συ, είσαι σίγουρος ότι το έχασες εδώ; 
− Όχι Χότζα μου, δεν το έχασα εδώ, να εκεί κάτω μού έπεσε, λέει ο άλλος και του δείχνει κάπου τρία-τέσσερα μέτρα παραπέρα όπου επικρατούσε μαύρο σκοτάδι!  
− Και καλά αδελφέ μου, αφού το έχασες εκεί, γιατί ψάχνουμε εδώ; 
− Μα γιατί εδώ έχει φως Χότζα μου, γιατί εδώ έχει φως!»

Από τις ιστορίες του Νασρεντίν Χότζα,
που μου έμαθε ο πατέρας μου.



04 Σεπτεμβρίου 2014

Στην Τύχη....

 

[121]

Προσπαθούσε να σε πείσει πως όλα είχαν αλλάξει, 
όμως εσύ τα ’βλεπες γύρω σου απελπιστικά όμοια.

Μ. Αναγνωστάκης