Σελίδες

28 Οκτωβρίου 2014

Θανάσιμος εναγκαλισμός


[…] Αυτό που θ’ αντικρίσει εκεί, ιδίως στη ζώνη των φραγμών και στη ζώνη των βολών διώξεως, του είναι αδύνατον να το πιστέψει. Στην έκθεσή του, επιστρέφοντας, θα γράψει…
ότι καίτοι είχεν αντικρύσει εικόνας ανθρωποσφαγής εις τα πεδία μαχών εν Μακεδονία και Μικρά Ασία, εν τούτοις το μακάβριον και φρικιαστικόν θέαμα όπερ αντίκρυσεν εις τον μεταξύ του 731 και 717 χώρον, υπερέβαινε τας δυνατότητας της φαντασίας του. Όλη σχεδόν η ορατή, κατά μήκος της μεταξύ των δύο υψωμάτων κορυφογραμμής, ζώνη πλάτους 150 περίπου μέτρων ήτο κεκαλυμμένη δια πτωμάτων, εγκατεσπαρμένων κατά σωρούς, μεταξύ των οποίων, ως διακοσμητικόν συμπλήρωμα, προέβαλλον αποκεκομμένα μέλη κατατεμαχισθέντω μαχητών. Η μακάβριος εντύπωσις εκορυφούτο δια της θέας θανασίμων εναγκαλισμών* αντιπάλων, εξ ων ουκ ολίγοι από ελληνικής πλευράς. Ανάλογον εικόνα θα παρουσίαζαν ασφαλώς και αι εκατέρωθεν της κορυφογραμμής προς τα χαράδρας Πρόι Μαθ και Πρόι Βέλες κατερχόμεναι κλιτείς. 
* Θανάσιμος εναγκαλισμός, συχνό θέαμα της στάσης των σωμάτων νεκρών στρατιωτών στους πολέμους θέσεων (χαρακωμάτων). Στον θανάσιμο εναγκαλισμό, οι αντίπαλοι στρατιώτες, έχοντας τραυματίσει θανάσιμα ο ένας τον άλλον, αγκαλιάζονται σφικτά μέχρι να επέλθει ο θάνατος. Το περίεργο αυτό φαινόμενο, ως ανθρώπινη ιδιαιτερότητα, δεν γνωρίζει ιεραρχία. Στα χαρακώματα της χερσονήσου της Καλλίπολης ανευρέθησαν κατά την κατασκευή του εκεί μνημείου τα εναγκαλισμένα σώματα του Βρετανού λοχαγού L.J. Walters και του Τούρκου υπολοχαγού Mustafa Asim.

Πέτρος Αρτάνης, Ελευθερία,
εκδ. ΕΨΙΛΟΝ, Κέρκυρα 2009


25 Οκτωβρίου 2014

Η κατασκευή του εμπορεύματος | Μια μελέτη


Στο πλαίσιο των κειμένων μας με θέμα την οικονομία, παρουσιάζουμε εδώ ένα κείμενο που εξετάζει με αρκετή διεξοδικότητα όλη τη διαδικασία εμπορευματοποίησης στο ειδικό παράδειγμα των σπόρων. 
 
Η συγγραφέας του, Ελέν Τροντμάν, παραθέτει κάμποσα παραδείγματα και στοιχεία της όλης διαδικασίας, που απλώνεται και στο πεδίο της λεγόμενης πνευματικής ιδιοκτησίας. Εδώ περιοριστήκαμε να δώσουμε μια μικρή γεύση του κειμένου, εστιάζοντας στην γενικότερη οπτική και τα πορίσματά του, που αφορούν στην «κατασκευή» του εμπορεύματος γενικότερα. Ίσως κάποια άλλη στιγμή καταφέρουμε να μεταφράσουμε και ειδικότερα αποσπάσματα. 
 
Με την ευκαιρία, δείτε και εδώ ένα μικρό αλλά πολύ δυνατό και επίκαιρο απόσπασμα από τον Πλούτο των Εθνών του Άνταμ Σμιθ. - Σημ. HS.
 
*
 
(...) Αντίθετα προς όσα πρεσβεύει ο Άνταμ Σμιθ, το εμπορευματικό φαινόμενο δεν προκύπτει από κάποια φυσική προδιάθεση των ανθρώπινων όντων, αλλά είναι ολότελα κατασκευασμένο ιστορικοκοινωνικά. Οι ιστορικές περιστάσεις μέσα από τις οποίες έκαναν την εμφάνισή τους νέα εμπορεύματα καταγράφουν πάντοτε ιστορίες περισσότερο ή λιγότερο βίαιων σχέσεων ισχύος και σφετερισμού, οι οποίες συνοδεύονται από ένα νομοθετικό οπλοστάσιο που αποσκοπεί πρώτα απ’ όλα στην «απελευθέρωση» των εν λόγω αντικειμένων από τους παραδοσιακούς δεσμούς τους και, στη συνέχεια, στη συμμόρφωσή τους με τους όρους της εμπορευματικής ανταλλαγής. Το γεγονός αυτό φωτίζεται ξεκάθαρα από τα παραδείγματα ιδιωτικοποίησης της γης κατά το «κίνημα των περιφράξεων» στην Αγγλία (βλ. Καρλ Μαρξ, Το μυστικό της λεγόμενης πρωταρχικής συσσώρευσης), όπως και από όσα ξέρουμε για την ιστορία της εργασίας στη δυτική Ευρώπη κατά το 19ο αιώνα. Χρειάστηκαν συγκρούσεις και αγώνες, καθώς και η δημιουργία ενός καινούργιου νομικού και νομοθετικού πλαισίου, απελευθερωμένου από τα παραδοσιακά φεουδαρχικά δεσμά, προκειμένου να συγκροτηθεί η αγορά της εργασίας. Ούτε η γη, ούτε η εργασιακή δύναμη του ανθρώπου, εμπεριέχουν από μόνες τους τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του εμπορεύματος.

Το φαινόμενο αυτό, στο οποίο αναφέρεται και ο Καρλ Πολάνυι μιλώντας στο Μεγάλο Μετασχηματισμό για «πλασματικά εμπορεύματα», και το οποίο αποκαλούμε σήμερα με το όρο «εμπορευματοποίηση», συνδέεται άρρηκτα με τη δυναμική του καπιταλισμού και την επέκταση των αγορών, η οποία αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικά στοιχεία του. Αυτή η επέκταση του πεδίου των αγορών διαβαίνει τώρα ένα ακόμα κατώφλι με την ανάδυση μιας καινούργιας τάξης εμπορευμάτων, τα οποία σχετίζονται με το ζωντανό. Πράγματι, εδώ και μερικές δεκαετίες είμαστε μάρτυρες μιας διαδικασίας ιδιωτικοποίησης και μετατροπής σε εμπορευματικό υλικό «πραγμάτων» όπως είναι οι ποικιλίες φυτών, τα γονίδια, οι μικρο-οργανισμοί, ακόμα και οι κυκλώνες −δηλαδή «πραγμάτων» που υπάρχουν σε φυσική κατάσταση και δεν έχουν φτιαχτεί από τον άνθρωπο.

Η εμπορευματοποίηση του ζωντανού

Αυτή η εξέλιξη του σύγχρονου καπιταλισμού μάς βοηθάει να δούμε, σχεδόν σε πραγματικό χρόνο, με ποιον τρόπο συντελείται η εμπορευματοποίηση νέων αντικειμένων και μέσα από ποια διαδικασία δημιουργούνται οι νέες αγορές. Διότι, πράγματι, η κατανόηση της διαδικασίας μέσα από την οποία μετατρέπεται σε εμπόρευμα κάτι που δεν ήταν, μας επιτρέπει να διακρίνουμε τα χαρακτηριστικά της αγοράς, αυτού του κεντρικού θεσμού της κοινωνίας μας. Σε αυτή τη γενική εξέλιξη της «εμπορευματοποίησης του ζωντανού» εγγράφεται και η περίπτωση της εμπορευματοποίησης των σπόρων, δηλαδή των ποικιλιών διαφόρων καλλιεργήσιμων ειδών, που εδώ κι έναν αιώνα και κάτι πέρασαν από ένα καθεστώς λίγο-πολύ κοινοκτησίας στο καθεστώς του εμπορεύματος∙ γι’ αυτό το λόγο παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον από πάρα πολλές πλευρές.

Πρώτα-πρώτα, οι σπόροι έχουν μια ισχυρή συμβολική λειτουργία ως πηγή και ελπίδα θρέψης, και υλική ενσάρκωση της ζωτικότητας. Η μετατροπή τους σε εμπόρευμα τροποποιεί τις σχέσεις του ανθρώπινου όντος με την τροφή του και με την πατρογονική του αντίληψη, που ήθελε τη Φύση τροφό. Έπειτα, σε ένα πολύ λιγότερο συμβολικό επίπεδο, η ποσότητα, η ποιότητα και η ποικιλία των σπόρων καθόριζαν ανέκαθεν τη μακρόχρονη επιβίωση των ανθρώπινων ομάδων, κάτι που ισχύει ακόμα και σήμερα παρ’ όλο που έχουμε την τάση να το ξεχνάμε. Τέλος, οι σπόροι μπορεί να αποτελούσαν αντικείμενο ανταλλαγών εδώ και πολλές χιλιετίες, συνήθως σε πολύ τοπικό επίπεδο, αλλά μόλις πρόσφατα στην ανθρώπινη ιστορία μετατράπηκαν σε εμπόρευμα και παράγονται με σκοπό την εμπορευματική ανταλλαγή.

Η ιστορία του μετασχηματισμού των σπόρων σε εμπορεύματα θέτει σε πλήρη αμφισβήτηση το νεοκλασικό δόγμα, που υποστηρίζει τη «φυσικότητα» ή «αντικειμενικότητα» των εμπορευμάτων (βλ. την κριτική αυτού του δόγματος από τον Αντρέ Ορλεάν στο Σκέψεις πάνω στα θεσμικά θεμέλια της εμπορευματικής αντικειμενικότητας). Πράγματι, για να πραγματοποιηθεί η μετάβαση από μια άτυπη ανταλλαγή σπόρων σε μια τυπική αγορά φυτικών ποκιλιών, χρειάστηκε η επινόηση ενός τεχνητού προσδιορισμού του αντικειμένου «σπόροι». Έτσι, η αγρονομική επιστήμη ήρθε να συνδράμει τις ανάγκες της εμπορευματικής οικονομίας, περιχαρακώνοντας την βιοποικιλότητα με όρους ολοένα και πιο ορθολογιστικούς και ακριβείς. Αυτός ο τεχνικός ορισμός των σπόρων συνδράμει καθοριστικά το συντονισμό των παραγωγικών και εμπορευματικών δραστηριοτήτων με τρόπο που δεν έχει καμιά σχέση με τα φυσικά χαρακτηριστικά τους. Για παράδειγμα, μια ποικιλία σπόρων θεωρείται σήμερα «ποκιλία», και ορίζεται ως τέτοια, υπό τον όρο ότι είναι ομοιογενής και δεν παρουσιάζει μεταβολές, τη στιγμή που η μεταβλητότητα αποτελεί ένα βασικό φυσικό χαρακτηριστικό όλων των ζωντανών όντων. Επομένως, ο σπόρος ως εμπόρευμα είναι ένα τεχνητό και κοινωνικά κατασκευασμένο αντικείμενο, που δεν υπάρχει σε φυσική κατάσταση.

Επιπλέον, ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίον ορίζεται αυτό το αντικείμενο, δεν είναι καθόλου ουδέτερος. Ο τεχνικός καθορισμός των σπόρων, που δεν έχει άλλο σκοπό πέρα από το συντονισμό παραγωγικών δραστηριοτήτων με άξονα την αποδοτικότητα και την αποτελεσματικότητα, καθορίζει την επιλογή ενός ορισμένου  συστήματος καλλιέργειας και γενικότερα ενός ορισμένου τρόπου ανάπτυξης. Για παράδειγμα, αυτό που ψάχνουν σήμερα είναι η παραγωγή ποικιλιών που θα παρουσιάζουν τη μέγιστη απόδοση, τη μέγιστη προσαρμοστικότητα στην εκμηχάνιση και τη μέγιστη αντοχή στα χημικά λιπάσματα κι εντονοκτόνα. Επομένως, ο τεχνικός ορισμός των σπόρων καθορίζει μια συγκεκριμένη επιλογή ανάπτυξης και των κοινωνικών σχέσεων που σχετίζονται με αυτήν.

Τέλος, ο τεχνικός καθορισμός των φυτικών και έμβιων ποικιλιών στόχο έχει να επιτρέψει την εγκαθίδρυση ενός συγκεκριμένου συστήματος σαφώς καθορισμένων δικαιωμάτων ιδιοκτησίας. Πράγματι, για τη θέσμιση ενός «συστήματος γενικευμένης αγοράς» (Πολάνυι) απαιτείται η δημιουργία μιας ολόκληρης σειράς νομοθετικών διεργασιών και θεσμών −με την ευρεία έννοια του θεσμού ως «ολικού κοινωνικού γεγονότος» (Μαρσέλ Μως), που περιλαμβάνει ένα σύνολο κανόνων, γνωμόνων, αξιών καθώς και συστημάτων ερμηνείας, κωδικοποίησης και κυρώσεων των ατομικών συμπεριφορών.

Η κατασκευή του εμπορεύματος

Μια οικονομία αγοράς εγκαθιδρύεται μόνο από τη στιγμή που κατασκευάζονται και επικρατούν στην πολιτική και νομική σφαίρα οι θεμελιώδεις θεσμικές βάσεις, που της είναι αναγκαίες για να υπάρξει και να λειτουργήσει, όπως για παράδειγμα: συστήματα μέτρων και σταθμών, παραγωγικές νόρμες, ένα νομισματικό σύστημα, δικαιώματα ιδιοκτησίας, εμπορικό δίκαιο, ελεύθερη κυκλοφορία ανθρώπων και αγαθών, νομοθεσία για τον ανταγωνισμό, κ.λπ.

Σε ό,τι αφορά ειδικά την κοινωνική κατασκευή του εμπορεύματος, η οποία αποτελεί το πρώτο στάδιο (όχι κατ’ ανάγκη χρονολογικά) για τη συγκρότηση, τη θέσμιση και την εγκαθίδρυση μιας αγοράς, αυτό που βλέπουμε να συμβαίνει σήμερα μπροστά στα μάτια μας με την εμπορευματοποίηση της Φύσης και του ζωντανού μάς καλεί να διακρίνουμε δυο θεμελιώδεις διαδικασίες, που, και οι δυο μαζί, προσδιορίζουν αυτό που είναι ένα εμπόρευμα. 

α. Τυποποίηση ή τεχνικός χαρακτηρισμός του εμπορεύματος

Η πρώτη είναι μια διαδικασία κωδικοποίησης και τυποποίησης −αυτό που αποκαλούμε «τεχνικός χαρακτηρισμός του εμπορεύματος»−, η οποία δεν έχει προκύψει μόνο από τον καταμερισμό της εργασίας και την άκρα εξειδίκευση των δραστηριοτήτων αλλά και για τις ανάγκες λειτουργίας των αγορών. Αυτή η διαδικασία εκφράζεται με την τυποποίηση και τη διαφήμιση των χαρακτηριστικών του πράγματος που προορίζεται για εμπορευματική ανταλλαγή, δηλαδή με την επιδίωξη του μέγιστου εξορθολογισμού και της μέγιστης αποδοτικότητας στην παραγωγή και την ανταλλαγή του. Η διαδικασία αυτή μετατρέπει το «πράγμα» αυτό σε αντικείμενο με ιδιότητες που είναι γνωστές, ή είναι δυνατό να γνωσθούν, αποσπώντας το από τους κοινωνικούς δεσμούς μέσα στους οποίους εγγραφόταν προηγουμένως.

Παραδείγματος χάριν, για να επιτραπεί η παραγωγή και η εμπορική κυκλοφορία σπόρων διαφόρων καλλιεργούμενων ποικιλιών, πρέπει οι ποικιλίες αυτές να είναι καταγεγραμμένες στον επίσημο κατάλογο σύμφωνα με συγκεκριμένα κριτήρια, που έχουν να κάνουν με την ποιότητα και την παραγωγική αποδοτικότητά τους. Οι ανταλλαγές σπόρων που δεν τηρούν αυτούς τους όρους, και κυρίως οι άτυπες ανταλλαγές που έκαναν κατά παράδοση οι αγρότες, κηρύσσονται παράνομες. Αυτό το φαινόμενο τυποποίησης εγγράφεται πλήρως σε αυτό που ο Ζακ Ελλύλ έχει ονομάσει Τεχνική (βλ. Το Τεχνικό Σύστημα) και με αυτή την έννοια, το εμπόρευμα είναι κατά πρώτιστο λόγο ένα τεχνικό αντικείμενο. (...)

Η τυποποίηση ενός αντικειμένου που το προορίζουν για εμπόρευμα συνδέεται με το βάθαιμα του καταμερισμού της εργασίας, κάτι που συνδέεται ιστορικά στη Δύση με την επέκταση της αγοράς ως κύριου τρόπου ανταλλαγής. Ταυτόχρονα, ωστόσο, η επέκταση της αγοράς δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς αυτή την τυποποίηση και την κωδικοποίηση των αγαθών. Πράγματι, η αγορά έχει ανάγκη να ανταλλάσσονται πράγματα που έχουν οριστεί με ακρίβεια. Συνεπώς, η τεχνική τυποποίηση και η εμπορευματική ανταλλαγή τρέφουν η μια την άλλη και δεν είναι δυνατόν να κατανοήσουμε το φαινόμενο της εμπορευματοποίησης αν δεν κατανοήσουμε τη διαδικασία της τεχνικής τυποποίησης των αγαθών.
Για τον Ζακ Ελλύλ, αυτό που χαρακτηρίζει τη μοντέρνα Τεχνική είναι η επιδίωξη της μέγιστης αποδοτικότητας και του μέγιστου εξορθολογισμού των μέσων, δηλαδή «η αναζήτηση του αποτελεσματικότερου μέσου σε όλα τα πεδία και σε όλους τους τομείς» (Το Τεχνικό Σύστημα). Και πραγματικά, από τη βιομηχανική επανάσταση και δώθε είμαστε μάρτυρες μιας τεράστιας κίνησης εξορθολογισμού όχι μόνο στον τομέα της παραγωγής, αλλά και σε αυτόν της ανταλλαγής, της κυκλοφορίας, της διακυβέρνησης, της διανοητικής δραστηριότητας, κ.λπ. Γράφει ο Ελλύλ: «Αυτή η πυρετώδης διεργασία εξορθολογισμού, ενοποίησης και τεχνικού χαρακτηρισμού απλώνεται παντού, από τη θέσμιση κανόνων για την κυκλοφορία του χρήματος και την οργάνωση της οικονομίας, έως τον αυστηρό προσδιορισμό παγκόσμιων μέτρων και σταθμών ή τη ρυμοτομία. Αυτό ακριβώς είναι το τεχνικό έργο, το έργο της Τεχνικής. Με αυτή την έννοια μπορούμε να πούμε, πως η Τεχνική εκφράζει την αγωνία των ανθρώπων να κυριαρχήσουν πάνω στα πράγματα με μόνο όπλο τη λογική». (...)

Αλλά η τυποποίηση αυτή −την οποία συνδράμουν πρόθυμα οι επιστήμονες− συνδέεται στενά με τις ίδιες τις ανάγκες της αγοράς. Ένα σύστημα αγορών δεν μπορεί να συντονίσει αποτελεσματικά τις οικονομικές δραστηριότητες παρά μόνο εφόσον τα ανταλλασσόμενα αγαθά έχουν οριστεί και χαρακτηριστεί με τη μέγιστη δυνατή σαφήνεια (...), ώστε να μπορεί κανείς να τους προσδιορίσει μια ορισμένη τιμή και, κυρίως, να ταυτοποιούνται έτσι ώστε να αποτελούν αντικείμενο ενός δικαιώματος αποκλειστικής, ιδιωτικής ιδιοκτησίας, χωρίς το οποίο δεν είναι δυνατό να υπάρξει εμπορευματική ανταλλαγή. […]

β. Ιδιωτικοποίηση ή νομικός χαρακτηρισμός του εμπορεύματος

Μπορούμε να δούμε την εμπορευματική ανταλλαγή σαν τη μεταβίβαση του δικαιώματος ιδιοκτησίας ενός αντικειμένου με αντίτιμο ένα χρηματικό ποσό. Για να υπάρξει εμπορευματοποίηση των σπόρων, πρέπει να έχει θεσμιστεί η ιδιοκτησία τους. Από τις απαρχές της γεωργίας, εδώ και 10.000 χρόνια περίπου, οι σπόροι κυκλοφορούσαν σε όλο τον κόσμο. Αυτή η κυκλοφορία ήταν εμπόριο με τη σύγχρονη έννοια του όρου; Ασφαλώς όχι! Από τη μια μεριά, εκείνη η κυκλοφορία στηριζόταν, όπως όλες οι ανταλλαγές πριν από την εποχή μας, είτε στη λογική της λεηλασίας, είτε στη λογική του δώρου, που ασφαλώς δεν έχουν σχέση με την εμπορευματική λογική. Από την άλλη, μέχρι τον 20ο αιώνα, οι αγρότες πάντοτε βαστούσαν σπόρους από τη συγκομιδή κάθε χρονιάς για να ξανασπείρουν την επόμενη, οπότε δεν χρειάζονταν να προμηθεύονται οπωσδήποτε σπόρους από αλλού. (...)

Έτσι, η δεύτερη διαδικασία μέσα από την οποία κατασκευάζεται κοινωνικά ένα εμπόρευμα, είναι μια διαδικασία ιδιωτικοποίησης. Πράγματι, η εμπορευματική ανταλλαγή μπορεί να υπάρξει μόνο πάνω στη βάση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και επομένως πάνω στη θέσμιση ενός συστήματος δικαιωμάτων ιδιοκτησίας. Η πρόσφατη εμφάνιση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας πάνω στους «γενετικούς πόρους» δεν είναι παρά το προαπαιτούμενο για την ανάπτυξη ων βιοτεχνολογιών και τη μετατροπή σε εμπόρευμα των γονιδιωμάτων, των μοκροοργανισμών, των φυτικών ποικιλιών, κ.ά. Η εξέλιξη των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας στον τομέα των σπόρων −που αποτελεί συμπληρωματική συνέχεια στη διαδικασία αποξένωσης των αγροτών από τα παραδοσιακά τους δικαιώματα και στην αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων σε βάρος τους− δείχνει ξεκάθαρα πόσο σημαντική είναι αυτή η διαδικασία ιδιωτικοποίησης, πόσο καθοριστικός είναι ο ρόλος της για την επέκταση των αγορών και με ποιο τρόπο ακριβώς αυτός ο θεσμός ιδιοκτησίας επιβάλλει ένα συγκεκριμένο τύπο κοινωνικών σχέσεων. (...)

Συμπέρασμα

Η μελέτη της ιστορίας των φυτικών ποικιλιών δείχνει ξεκάθαρα, πως ο μετασχηματισμός τους σε εμπόρευμα δεν έχει τίποτε το φυσικό ή το αυθόρμητο, αλλά αποτελεί προϊόν μιας θεσμικής κατασκευής, που προϋποθέτει μια διπλή διαδικασία τεχνικής τυποποίησης και νομικής ιδιωτικοποίησης. Η κατασκευή αυτή
είναι αποτέλεσμα μιας σύγκλισης των συμφερόντων των βιομηχάνων, των επιστημόνων, των Κρατών και των συνασπισμών ισχύος (πχ. λόμπις) που φτιάχτηκαν για να υποστηρίζουν αυτά τα συμφέροντα,
και
προσανατολίζεται με άξονα τις κυρίαρχες αξίες και την κυρίαρχη, εμπορευματική ή φιλελεύθερη ιδεολογία, που θεωρεί ότι η αγορά είναι ο καλύτερος μηχανισμός συντονισμού των ανθρώπινων δραστηριοτήτων.
Η εμπορευματοποίηση και εκτεχνίκευση της Φύσης έχει σοβαρές κοινωνικές και ανθρώπινες συνέπειες, που δεν έχουμε πλήρως αντιληφθεί ακόμα. Καταρχάς, η εκτεχνίκευση της γεωργίας οδηγεί μονόδρομα στην επιλογή ενός αγροτικού συστήματος που έχει ολοένα και μεγαλύτερες ανάγκες για κεφάλαια, πράγμα που με τη σειρά του οδηγεί στα τεράστια αγροκτήματα, τιις μεγάλης έκτασης βιομηχανικές αγροκαλλιέργειες, τα μονοπώλια σπόρων και την εκτεταμμένη χρήση φυτοφαρμάκων, σε βάρος των μικρών καλλιεργητών και των οικογενειακών αγροκτημάτων. Το αποτέλεσμα είναι η επέκταση της μονοκαλλιέργειας, η συγκεντροποίηση των καλλιεργειών, η εγκατάλειψη των χωριών και στη συνέχεια η ερήμωση της υπαίθρου, η ομοιομορφία των τοπίων, των τρόπων ζωής και των ηθών, καθώς και μια σειρά επιπτώσεις στο περιβάλλον και την υγεία των ανθρώπων. […]

Επιπλέον, η ίδια η επέκταση των μηχανισμών και της λογικής της αγοράς σε ολοένα και μεγαλύτερα κομμάτια της Φύσης επιβάλλει την δημιουργία ακόμα περισσότερων θεσμών τυποποίησης, πιστοποίησης και εξασφάλισης της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Αυτό οδηγεί στην επέκταση του πνεύματος της αγοράς πολύ πέρα από την απλή σφαίρα των εμπορευματικών ανταλλαγών −π.χ. στον προσανατολισμό της επιστημονικής έρευνας προς μια ορισμένη κατεύθυνση, ή την επιλογή ενός ορισμένου αγροτικού συστήματος−, με αποτέλεσμα την εγκαθίδρυση και την παγίωση όχι μόνο μιας «οικονομίας της αγοράς» αλλά μιας κοινωνίας της αγοράς. (...)

Τέλος, οι αξίες που στηρίζουν αυτή τη γενική εξέλιξη εντείνουν την μετατροπή της Φύσης σε ένα άψυχο πράγμα, ανατρέποντας τη σχέση που είχαν μαζί οι άνθρωποι επί αιώνες αιώνων. Ειδικότερα, η ιδεολογία της «γενετικής προόδου», προϊόν αυτής της πραγμοποίησης του ζωντανού, οδηγεί σε μια μηχανιστική και αναγωγιστική αντίληψη των πόρων και της ζωής, μετατρέποντάς τα σε πράγματα που μπορούμε να τα κάνουμε ό,τι μας καπνίσει. Από εδώ γεννιέται μια κενόδοξη αίσθηση παντοδυναμίας, που καταλήγει στην εργαλειοποίηση των διαφόρων μορφών ζωής πάνω στη Γη, από τα γονία και το ανθρώπινο σώμα έως τα ζώα και τα φυτά. Αλλά, παρά τις υλικές προόδους που σημειώνονται από αυτή την ανατροπή, τίποτα δεν βεβαιώνει πως αυτός ο δρόμος οδηγεί πραγματικά σε μια ποιοτική βελτίωση της ανθρώπινης κατάστασης.

Hélène Tordjman, La construction d’une marchandise (2003)




22 Οκτωβρίου 2014

Η αξία δεν είναι ούτε ουσία, ούτε μέγεθος | Αξία, Χρήμα, Μαγεία -4

Στο προηγούμενο μέρος της παρουσίασης της θεσμοκεντρικής θεώρησης του χρήματος, είδαμε ξεκάθαρα την καρδιά του προβλήματος χρήμα: πρόκειται, όπως λέει ο Αντρέ Ορλεάν, για την «ενσάρκωση αυτού που “αξίζει”, θεμελιώνεται στη λατρεία της κοινωνικής ομάδας για ένα συγκεκριμένο αντικείμενο ή σημείο». Συνεχίζουμε λοιπόν με αποσπάσματα από τρία κείμενα του ίδιου συγγραφέα, που διευκρινίζουν πλήρως τη θεσμοκεντρική θεώρηση του χρήματος υπό το πρίσμα που μας ενδιαφέρει. Οι παρατηρήσεις του εδώ είναι ζωτικής σημασίας για την απομάγευση του κόσμου του χρήματος και της αξίας.
 
Δυο σημειώσεις. Μια μικρή σημείωση για τον όρο conatus, που ο Ορλεάν δανείζεται, όπως λέει, από τον Σπινόζα. Κατά τον Σπινόζα, «[κ]άθε πράγμα προσπαθεί, όσο εξαρτάται από το ίδιο, να εμμείνει στο είναι του» (Ηθική, Πρόταση 6, εκδ. ΕΚΚΡΕΜΕΣ, 2009) και  αυτή την προσπάθεια την ονομάζει conatus (βλ. και την εξαιρετική Εισαγωγή της Βασιλικής Γρηγοροπούλου).
 
Και μια σημείωση για τον Χάγιεκ, αυτό τον νεοφιλελεύθερο λάτρη των ελίτ και φίλο του Πινοσέτ. Να θυμήσω απλά τι έλεγε στην εφημερίδα El Mercurio κατά τη δεύτερη επίσκεψή του στη Χιλή, το 1981:
«Είμαι εντελώς κατά των δικτατοριών ως θεσμών μακράς διαρκείας. Όμως μια δικτατορία μπορεί να είναι απαραίτητη σε ένα σύστημα για μια μεταβατική περίοδο. Κατά καιρούς είναι αναγκαίο μια χώρα να έχει, για κάποιο διάστημα, μια ορισμένη μορφή δικτατορίας. Όπως καταλαβαίνετε, είναι δυνατόν ένας δικτάτορας να κυβερνά με φιλελεύθερο τρόπο. Όπως επίσης, είναι δυνατόν μια δημοκρατία να κυβερνά με πλήρη έλλειψη φιλελευθερισμού. Προσωπικά προτιμώ ένα φιλελεύθερο δικτάτορα από μια δημοκρατική κυβέρνηση που της λείπει ο φιλελευθερισμός. Η προσωπική μου εντύπωση είναι ότι εδώ στη Χιλή βρισκόμαστε σε μια μεταβατική περίοδο από μια δικτατορική προς μια φιλελεύθερη διακυβέρνηση. Στη διάρκεια αυτής της μετάβασης μπορεί να είναι αναγκαίο να διατηρηθούν ορισμένες δικτατορικές εξουσίες».
Λεπτομέρεια: αυτή η ... μετάβαση βάστηξε άλλα οκτώ χρόνια. Τι λέμε τώρα!- Σημ. HS
 
*

Η πρωταρχικότητα του χρήματος

«Για να σκεφτούμε μια αυθεντική θεωρία του χρήματος πρέπει να αντιστρέψουμε ριζικά την οπτική μας. Πρέπει να ξεκινήσουμε από το χρήμα, δηλαδή να θεωρήσουμε ότι η ανάγκη για χρήμα προηγείται της ανάγκης για αγαθά. Πρέπει να σκεφτούμε μια οικονομία, στην οποία τα εμπορεύματα είναι μέσο για την απόκτηση χρήματος∙ και όχι το αντίστροφο. (...)

Στην οπτική μας ο πλούτος δεν είναι ένα αντικείμενο, ούτε μια ουσία. Είναι κάτι που αναφέρεται σε μια κοινωνική ιδιότητα: τη ρευστότητα, δηλαδή το να είναι κάτι αντικείμενο της επιθυμίας όλων των μελών μιας κοινωνίας. Είναι η μορφή που παίρνει ο κοινωνικός δεσμός και η αλληλεγγύη μέσα σε μια κοινωνία που έχει αποπροσωποποιήσει την αλληλεξάρτηση.

Στην πρότασή μας, το χρήμα ορίζεται ως η κοινωνικά αναγνωρισμένη μορφή, την οποία παίρνει ο πλούτος σε μια δεδομένη στιγμή. Είναι η απόλυτη ρευστότητα*

Ο διαχωρισμός και η αβεβαιότητα στη βάση της εμπορευματικής οικονομίας

«Για τον mainstream οικονομολόγο τα πάντα ξεκινούν από το ανεξάρτητο άτομο, το οποίο ψάχνει ν’ αποκτήσει τα εμπορεύματα που του είναι χρήσιμα. Το μοναδικό εμπόδιο που γνωρίζει αυτό το ανεξάρτητο άτομο στον αγώνα του να πραγματώσει τις επιθυμίες του, είναι τα άλλα άτομα, που είναι εξίσου ανεξάρτητα και που αγωνίζονται κι αυτά εξίσου για να πραγματώσουν τις επιθυμίες του αποκτώντας τα ίδια εμπορεύματα. Πάνω σε τέτοιας λογής βάσεις, ο κοινωνικός κόσμος νοείται σαν σύνθεση των ατομικών πράξεων. Είναι αυτό που ο Φρίντριχ Χάγιεκ, στο βιβλίο του Scientism and the Study of Society (Ο Επιστημονισμός και η Μελέτη της Κοινωνίας, 1942), ονομάζει “ατομιστική και συνθετική μέθοδος των κοινωνικών επιστημών”. Σε αυτή την οπτική, η εμπορευματική οικονομία αναλύεται σαν ένα σύνολο χρήσιμων αντικείμενων, τα οποία πρέπει να διανεμηθούν σε ένα σύνολο ατόμων. Γι’ αυτό και θεωρεί πρωταρχική την αγορά, ενώ το χρήμα το βλέπει σαν ένα δευτερεύον συμπλήρωμα, ένα απλό εργαλείο που διευκολύνει τις ανταλλαγές χωρίς, σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, να επηρεάζει στο παραμικρό την αξία των εμπορευμάτων.

Αυτή η αντίληψη υποτιμά ριζικά μια πραγματικότητα, η οποία παίζει τεράστιο ρόλο στην οικονομία. Είναι η αβεβαιότητα. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της εμπορευματικής οικονομίας είναι οι ασταμάτητες, σημαντικές και απρόβλεπτες μεταπτώσεις τόσο στις παραγωγικές τεχνικές όσο και στις καταναλωτικές προτιμήσεις, γεγονός που επηρεάζει ριζικά τις τιμές. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η ύπαρξη καθενός παραγωγού-ανταλλάκτη να παίζεται κυριολεκτικά στα ζάρια. Μπορεί σήμερα να τα φέρνει βόλτα μια χαρά, αλλά τίποτα δεν τον εξασφαλίζει ότι αυτό θα ισχύει και αύριο. 
 
Διότι η εμπορευματική οικονομία θεμελιώνεται στο διαχωρισμό. Πρόκειται δηλαδή για ένα κοινωνικό σχηματισμό, όπου ο καθένας κλείνεται στην ατομική του αυτονομία χωρίς να μπορεί να λογαριάζει στους άλλους παρά μόνο αν έχει κάτι ν’ ανταλλάξουν. Σε τελική ανάλυση, το άτομο δεν μπορεί εδώ να υπολογίζει στη βοήθεια των άλλων έτσι και το βρουν δυσκολίες στη ζωή. [βλ. και εδώ.] 

Η αγορά λοιπόν δεν είναι σε θέση να ανταποκρίνεται στην ανάγκη για βοήθεια και κάλυψη, την οποία γεννάει ο ίδιος ο εμπορευματικός διαχωρισμός. Από εδώ προκύπτει μια ιδιαίτερη απαίτηση, η “ελεγκτική δύναμη” πάνω στην κυκλοφορία εμπορευμάτων, γιατί μέσα από αυτή τη δυνατότητα ο καθένας ελπίζει ότι η ύπαρξή του θα γίνει λιγότερο αβέβαιη. Και φυσικά, στην οικονομία της αγοράς, αυτή η ελεγκτική δύναμη ενσαρκώνεται στην αγοραστική δύναμη, μιας και η αγορά αποτελεί το μοναδικό νόμιμο τρόπο για να αποκτά κανείς εμπορεύματα.

Όμως, για να μπορεί κανείς να διαθέτει “αγοραστική δύναμη”, πρέπει να είναι σε θέση να ανταποκρίνεται σε δυο προαπαιτούμενα: πρώτον, η αγοραστική του δύναμη να είναι γενική, δηλαδή να του επιτρέπει να αγοράζει οποιοδήποτε εμπόρευμα, άρα να έχει πρόσβαση σε όλα τα εμπορεύματα γενικώς∙ και δεύτερον, να μπορεί να παραμένει αδιάπτωτη μέσα στο χρόνο. (...)

Αυτό ακριβώς είναι εκείνο που αποκαλούμε “ρευστότητα” και φυσικά το χρήμα είναι εκείνο απ’ όλα τα αγαθά, που η ρευστότητά του είναι απόλυτη. Έτσι, η αντίληψη του οικονομικού, την οποία αντιπροτείνω, είναι ριζικά διαφορετικής φύσης από των mainstream θεωριών. Στη δική μου οπτική, ο κοινωνικός κόσμος δεν οικοδομείται από την απλή προέκταση των επιμέρους ατομικών βουλήσεων, όπως θεωρεί η maistream σκέψη, αλλά είναι προϊόν μιας ισχύος −της σαγήνης του χρήματος−, η οποία υπερβαίνει τις ατομικές αξίες και τις ατομιστικές αναλύσεις. Πράγματι, η επιθυμία του χρήματος είναι μια επιθυμία που σε πολύ μεγάλο βαθμό ξεφεύγει από τη λογική του ανεξάρτητου και αυτεξούσιου ατόμου. Πρόκειται, ακριβέστερα, για μια επιθυμία η οποία περισσότερο επιβάλλεται στους ανθρώπους παρά πηγάζει από την ελεύθερη βούλησή τους. (...)

Γι’ αυτό το λόγο, στην οπτική που υποστηρίζουμε, το χρήμα παίζει τον πρωταρχικό ρόλο, ενώ η αξία ενός εμπορεύματος δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ποσότητα χρήματος, που αυτό το εμπόρευμα επιτρέπει να αποκτηθεί κατά την ανταλλαγή. Αυτό λοιπόν που έχει σημασία, είναι η κοινωνική "αντικειμενικότητα" αυτού του μέτρου, δηλαδή το γεγονός ότι επιβάλλεται στους πάντες. (...)

Αυτή η "αντικειμενικότητα" της αξίας δεν πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να αναζητηθεί στο μέγεθός της, το οποίο είναι εξαιρετικά ευμετάβλητο ανάλογα με τις συνθήκες και τις παραγωγικές σχέσεις. Πρέπει να αναζητηθεί σε ένα αμετάβλητο χαρακτηριστικό της. Τι δεν είναι ευμετάβλητο; Αμετάβλητο είναι το γεγονός ότι η αξία αντικειμενοποιείται κοινωνικά στο χρήμα. Αντικειμενικό και αμετάβλητο, δηλαδή, είναι το γεγονός της ύπαρξης της τιμής και όχι το μέγεθός της! (...)

Η οικονομική αξία, όπως και οι ηθικές, οι αισθητικές ή οι θρησκευτικές αξίες, είναι καμωμένη από το υλικό που λέγεται κοινό αίσθημα. Η αξία δεν είναι μια ουσία ή μια υπόσταση, την οποία έχουμε να μετρήσουμε! Είναι μια δύναμη, η οποία διαμορφώνει το conatus των δρώντων υποκειμένων. Στο βιβλίο του Οι Στοιχειώδεις μορφές της θρησκευτικής ζωής, ο Εμίλ Ντυρκέμ μας λέει:
“Ο πιστός που κοινωνεί με το θεό του, δεν είναι απλώς ένας άνθρωπος που βλέπει νέες αλήθειες τις οποίες δεν βλέπει ο άπιστος. Είναι ένας άνθρωπος που μπορεί παραπάνω. Αισθάνεται μέσα του περισσότερη δύναμη…”
Σε αυτή την ενέργεια αναγνωρίζουμε την ύπαρξη των αξιών, μέσω των οποίων κινείται μιας κοινωνία. Και το ίδιο ισχύει για την οικονομία: δεν την προσδιορίζει η αναζήτηση της χρησιμότητας, η οποία αποτελεί ένα μάλλον άτονο πάθος, αλλά ο πόθος του χρήματος. Στα βιβλικά εβραϊκά για παράδειγμα, η λέξη για το χρήμα είναι kessef, που προέρχεται από το ρήμα Lehikassed, το οποίο σημαίνει “ποθώ με πάθος”. Παρόμοια, μια από τις αραβικές λέξεις για το χρήμα, η λέξη al-mal al-maal) έχει κι αυτή, όπως η λέξη kessef, για ρίζα της την έννοια του έντονου πόθου ή και του φθόνου.

Αυτή η αντίληψη του χρήματος βρίσκεται στους αντίποδες της εργαλειακής θεώρησης, την οποία λατρεύουν οι οικονομολόγοι, γιατί μας καθιστά ορατή μια πραγματικότητα που ξεφεύγει από την ορθολογικότητα μιας και στ’ αλήθεια δεν υπάρχει τίποτα το ορθολογικό στο να ποθεί κανείς το χρήμα.

Υποστηρίζουμε λοιπόν, ότι οι διάφορες θεωρίες της αξίας −τόσο αυτές που την ανάγουν στη χρησιμότητα, όσο κι αυτές που την ανάγουν στην εργασία− πρέπει να κατανοηθούν με αφετηρία αυτή την αγωνιώδη απορία των ανθρώπων μπροστά σ’ ένα φαινόμενο που τους ξεπερνάει, που δεν το ελέγχουν και που κοροϊδεύει τη λογική τους. Εδώ βρίσκεται και ο λόγος που οι οικονομικές αξίες μάς έχουν κατακυριεύσει: επενδύουμε με τόσο πάθος σε αυτές, που χάνουμε την ικανότητα να τις παρατηρήσουμε από απόσταση και με σκεπτικισμό.»**

Το θεσμοκεντρικό μοντέλο γένεσης του χρήματος

«Εμπορευματική οικονομία είναι μια οικονομία, στην οποία η παραγωγή αφήνεται στα χέρια ενός πλήθους αυτόνομων παραγωγών-ανταλλακτών, που παίρνουν τις αποφάσεις τους εντελώς ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλον. Ωστόσο, άπαξ και αναπτυχθεί έστω κι ελάχιστα ο καταμερισμός της εργασίας, ο κάθε παραγωγός-ανταλλάκτης αρχίζει να εξαρτάται στενά από ένα πολύ μεγάλο αριθμό άλλων παραγωγών-ανταλλακτών τόσο σε ό,τι αφορά την ίδια την παραγωγή (προκειμένου να αποκτήσει όσα χρειάζεται για να παράξει), όσο και σε ό,τι αφορά την πώληση των προϊόντων του, δεδομένου ότι στο παιχνίδι εμπλέκεται πλέον ένα πλήθος δυνητικών καταναλωτών. Επιπλέον, η ταυτότητα αυτού του πολύ μεγάλου αριθμού ατόμων διαφοροποιείται συχνά σε συνάρτηση με την εξέλιξη των τεχνικών παραγωγής και των προτιμήσεων των καταναλωτών. Κοντολογής, σε μια ανεπτυγμένη εμπορευματική κοινωνία ο καθένας εξαρτάται δυνητικά από όλους.
 
Πώς θα μπορούσε επομένως να οργανωθεί μια τέτοια “ρευστή και κλυδωνιζόμενη αλληλεξάρτηση”; Είναι προφανές ότι ο αντιπραγματισμός δεν είναι η απάντηση. Θα ήταν σαν να λέμε, ότι κάποιος που φτιάχνει αυτοκίνητα, θα μπορούσε να το κάνει μέσα από μια ατέλειωτη σειρά διμερών αντιπραγματιστικών ανταλλαγών με όλους τους πελάτες του! Ανταλλάσσοντας τι με τι στο κάτω-κάτω της γραφής; Αστείο και να το σκεφτείς.

Ποια είναι λοιπόν η θεμελιακή Αρχή πάνω στην οποία δομούνται οι εμπορευματικές οικονομίες; Είναι η αφηρημένη αξία. Η εμπορευματική παραγωγή είναι μια παραγωγή που μοναδικό σκοπό έχει την ιδιοποίηση της αφηρημένης αξίας, δηλαδή του γενικού δικαιώματος πάνω στην ολότητα. Αν αυτή την ιδέα της αξίας δεν υπήρχε εκ των προτέρων αγκιστρωμένη μέσα στα μυαλά των παραγωγών-ανταλλακτών, δεν θα μπορούσε να υπάρξει ούτε προσφορά εμπορευμάτων, ούτε και μαζική παραγωγή.

Στόχος μας δεν είναι να προτείνουμε μια καινούργια θεωρία της Αξίας, που θα μας υποδεικνύει τρόπους για να βρίσκουμε πόσο αξίζει ένα εμπόρευμα! Αυτό που μας ενδιαφέρει, απεναντίας, είναι να υπογραμμίσουμε το γεγονός ότι εμπορευματική παραγωγή δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο σε μια κοινωνία για την οποία η ιδέα της αξίας, δηλαδή το ότι κάτι έχει αξία για το μέγιστο δυνατό αριθμό ατόμων, έχει μια κοινωνικά αναγνωρισμένη ύπαρξη.

Με αυτή την έννοια, σε μια εμπορευματική οικονομία η αξία βρίσκεται στα θεμέλια της σχέσης με τον άλλον και είναι εκείνο δια του οποίου ο εμπορευματικός κόσμος επιβάλλεται πάνω στα άτομα. Έτσι, η σχέση του εμπορευματικού ατόμου με τον περίγυρό του χτίζεται μέσα από τον υπολογισμό του σε πόσους και πόσο μπορεί να πουλήσει. Γι’ αυτό το λόγο οι λογαριασμοί είναι, μέσα στο εμπορευματικό σύμπαν, ο τρόπος με τον οποίο εκφράζονται τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις καθενός έναντι των άλλων. (...)

Λέει ο Άνταμ Σμιθ στον Πλούτο των Εθνών:
“Μετά την πρώτη εγκαθίδρυση του καταμερισμού της εργασίας, κάθε σώφρων άνθρωπος χρειάστηκε φυσικά να ρυθμίζει τις υποθέσεις του έτσι ώστε να έχει πάντοτε στην κατοχή του, πέρα από κάποιο αγαθό που τον ενδιαφέρει να παράγει για τον εαυτό του, και μια ποσότητα ενός άλφα ή βήτα εμπορεύματος, το οποίο κατά τη γνώμη του οι περισσότεροι άνθρωποι θα δέχονταν να πάρουν ανταλλάσσοντάς το με τα δικά τους προϊόντα” (σ. 26) 
Ο καθένας δηλαδή προσπαθεί όσο περισσότερο μπορεί να “μαντέψει” αυτό που θεωρείται “πλούτος”, δηλαδή ποια είναι εκείνα τα αγαθά που αναγνωρίζει ως πλούτο ο μέγιστος αριθμός των συνανθρώπων του. Επομένως, αναζήτηση του πλούτου σημαίνει αναζήτηση αυτού που οι περισσότεροι θεωρούν σαν πλούτο. Αυτός ο αυτοαναφορικός ορισμός του πλούτου (“πλούτος είναι αυτό που οι περισσότεροι θεωρούν σαν πλούτο”) οδηγεί σε μια λογική μιμητικής αντιπαλότητας μεταξύ διαφόρων αγαθών, που προτείνονται ως πλούτος.

Πράγματι, η υιοθέτηση μιας άλφα αντίληψης του πλούτου αποκτά μεγαλύτερη σημασία για το άτομο στο βαθμό που αυτή η αντίληψη είναι αντικείμενο μιας ευρύτατης συμφωνίας. Όσο ευρύτερη είναι η συμφωνία, τόσο μεγαλύτερο είναι το πεδίο κυκλοφορίας του αγαθού που θεωρείται πλούτος, και επομένως τόσο περισσότερα σε ποσότητα και ποικιλία είναι τα εμπορεύματα που μπορεί να αποκτήσει όποιος κατέχει το συγκεκριμένο αγαθό-πλούτο. Με άλλα λόγια, διευρύνεται το πεδίο ισχύος των δικαιωμάτων που ενσαρκώνει η κατοχή αυτού του πλούτου.

Από εδώ προκύπτει αναπόφευκτα το κλασικό φαινόμενο του “κυνηγητού των αποδόσεων”: ο καθένας κυνηγάει την πιο διαδεδομένη συλλογική αναφορά, το αγαθό που ενσαρκώνει τον πλούτο για τους περισσότερους, για να συμμορφωθεί σε αυτήν και να κερδίσει τα δικαιώματα που αυτή προσφέρει. Με αυτό τον τρόπο γίνεται αισθητή η ισχύς του πλήθους. Είναι προς το συμφέρον καθενός να τροποποιήσει την ατομική αντίληψή του για τον πλούτο υιοθετώντας εκείνη που αποδέχονται οι περισσότεροι, διότι με αυτό τον τρόπο πολλαπλασιάζει τις δυνατότητές του να συναλλάσσεται −πράγμα που αποτελεί ζωτικής σημασίας προϋπόθεση της εμπορευματικής ισχύος. Αυτή ακριβώς η λογική, που αναγκάζει τον καθένα να προσαρμόζεται στη υπερισχύουσα αντίληψη του πλούτου, μπορεί να ονομαστεί μιμητική.  Κι έτσι, μέσα σε ορισμένες γενικές συνθήκες, αυτή μιμητική διαδικασία οδηγεί κατόπιν συγκρούσεων σε μια κατάσταση, στην οποία οι εμπλεκόμενοι συμφωνούν τελικά να υιοθετήσουν από κοινού ένα συγκεκριμένο αγαθό, ή σημείο, ως εκπρόσωπο του πλούτου. Πρόκειται για το φαινόμενο που αποκαλούμε “μιμητική πόλωση”, ή ακόμα “φαινόμενο εκλογής”. Από εδώ προκύπτει το χρήμα και το νόμισμα. (...)

Πρέπει εδώ να υπογραμμίσω, ότι οι θέσεις μας αυτές δεν απορρίπτουν υποχρεωτικά όλες τις νομισματικές αναλύσεις που κάνουν οι οπαδοί των εργαλειακών θεωριών. Πράγματι, όταν ένα νόμισμα σταθεροποιηθεί ως αντικείμενο εμπιστοσύνης εκ μέρους όλων των οικονομικών παραγόντων, τότε συμπεριφέρεται de facto σαν ένα απλό εργαλείο των ανταλλαγών −κι έτσι μπορεί κανείς να το αναλύσει μέσω των τριών θεμελιακών λειτουργιών του, ως λογιστική μονάδα, ως μέσον αποταμίευσης και ως μέσο κυκλοφορίας. (...)

Όμως για να μπορεί ένα νόμισμα να διατηρεί αυτές τις λειτουργίες, πρέπει κατά πρώτο λόγο να διατηρείται η συμφωνία πάνω στην οποία “εκλέχτηκε”. Κι αυτό δεν είναι καθόλου προφανές, μιας και η ενοποίηση του εμπορευματικού πεδίου με άξονα ένα κεντρικό νομισματικό γνώμονα αφήνει πάντοτε απ’ έξω ορισμένα επιμέρους συμφέροντα, τρέφοντας με αυτό τον τρόπο ένα υποβόσκον συγκρουσιακό δυναμικό που, άπαξ και βγει στην επιφάνεια θέτοντας σε αμφισβήτηση την ενότητα του νομισματικού πεδίου, οδηγεί σε αυτό που γνωρίζουμε ως νομισματική κρίση». ***

Από τα κείμενα του Ορλεάν:

(Φεβρουάριος 2003)
** Συνέντευξη στον Rainer Diaz-Bone (Φθινόπωρο 2013)
 (11-18 Ιουλίου 2007)






13 Οκτωβρίου 2014

Ποιος φοβάται την ιστορία (που συνεχίζεται)


Την Κυριακή πήγα και είδα την Άννα Κοκκίνου στο θέατρο να εκτελεί επίπονα και καταπληκτικά ένα δίωρο μονόλογο. Μια επιλογή κειμένων από την ιστορία του Θουκυδίδη.
 
Στο γυρισμό μπαίνουμε με την Κ.  στο τρένο από τη στάση του Θησείου συζητώντας το κείμενο και την παράσταση. Καθόμαστε στο τετραπλό κουπέ κι απέναντί μας, για τις πρώτες δύο στάσεις, κάθονταν ένα ωραίο ζευγάρι νεότατων το κορίτσι ήταν πανέμορφο  κι ο νέος "μούτρο". Αυτοί κατέβηκαν και στις θέσεις κάθισαν δυο άλλα νεαρά παιδιά τα οποία όμως πριν καν φτάσουμε στην Βικτόρια τις παραχώρησαν ευγενικά σε ένα τρίτο ζεύγος ηλικιωμένων. Από το πως  ευχαρίστησε τον νεαρό ο κύριος και από τις πρώτες κουβέντες που έπιασα κατάλαβα πως ήταν από τον Πειραιά, και πως ήταν παλιοί φίλοι με την κυρία που κάπου συναντήθηκαν. Πράγματι ήταν, ποντιακής καταγωγής. Ο πατέρας του κυρίου, είπε αυτός, γεννήθηκε το 1890 και πέθανε το 67. 

Μιλούσε στην κυρία για τα "Ποντιακά Ημερολόγια" και την Δραπετσώνα. Εμείς σταματήσαμε να συζητάμε και στρέψαμε την προσοχή μας απέναντι. Ανέφερε κάτι για  εργολαβίες και της είπε όταν ακούμε για τη Δραπετσώνα όσο να ναι συγκινούμαστε.  Η κυρία άρχισε τότε να λέει για τις επισκέψεις που έκανε στις φυλακές των Βούρλων στον θείο της το 54-55. Είπε πως θυμόταν το μεγάλο προαύλιο, χορταριασμένο γεμάτο ψηλά χαμομήλια.

Τα Βούρλα ήταν η περιοχή γύρω από ένα ρέμα, συνόρευε με ένα από τα αρχαιότερα νεκροταφεία του Πειραιά, μπορεί και του πολιτισμένου κόσμου, πολύ μετά εκεί δίπλα στο ρέμα χτίστηκε, στα τέλη του 19ου αιώνα, το πρώτο περιτειχισμένο κρατικό πορνείο με τις γυναίκες σε περιορισμό, και αργότερα όταν το πορνείο-κάτεργο έκλεισε το 1937, τα κτήρια έγιναν φυλακές κυρίως πολιτικών κρατουμένων αλλά και ποινικών και ναρκομανών.

Σκέφτηκα το Θουκυ,δίδη, την ιστορία, τις αναπαράστασεις της ιστορίας. Άρχισα να ταράζομαι. Τι είναι η πόλη;  Γιατί το ζευγάρι αυτό κάθισε απέναντί μου;  Πάντα μου τυχαίνουν κάτι τέτοια!

Πετάχτηκα, περισσότερο για να διαπιστώσω ότι όλα αυτά συμβαίνουν, ρωτώντας προς το μέρος τους, από τα Βούρλα δεν έγινε και η μεγάλη απόδραση το 54; Το 55, μου λέει ο κύριος. Ναι το 55, λέω, που έκαναν ολόκληρο τούνελ. Περάσανε κάτω από τη Δογάνης, είκοσι μέτρα, βγήκανε στα λουτρά του Ντεστρέ, λέει, κι έκανε μια κίνηση με το χέρι προς το μέρος της κυρίας, που σήμαινε "να αυτά λέγαμε". Κούνησα κι εγώ το κεφάλι μου.

-Από κει είστε; ρωτάει η κυρία,
- Ναι από λίγο πιο πάνω, απαντώ. Κατεδαφίστηκαν, λέω  σαστισμένος, τώρα στα Βούρλα έχει γίνει μια τεράστια πολυκατοικία ή κάτι τέτοιο;
- Μια; μου λέει ο κύριος, μόνο μία; Ουου
- Άκου μία! Γεμάτο είναι...δέκα, λέει με αποστροφή, δεν έμεινε τίποτα, μας άφησαν ένα μικρό κομματάκι!
- Ένα κομματάκι, επανέλαβε η κυρία.

Κατεβήκαμε αφού τους χαιρετίσαμε.Ποιοι ήταν αυτοί οι δύο; Και ποιοι ήταν όλοι αυτοί που έμειναν μονάχα με ένα μικρό κομματάκι;

...
 
Κατά τα λοιπά και λαμβάνοντας αφορμή από τα γεγονότα της Κέρκυρας και τις εκεί βαρβαρότητες,  ο Θουκυδίδης ανατέμνει στο σημείο αυτό την ανθρώπινη ψυχή και αναπτύσσει την παθολογία του εμφύλιου πολέμου.

[3.82.2] Κ' έπεσαν πολλές και βαρειές συμφορές στα διάφορα κράτη από τις εσωτερικές τους επαναστάσεις, τέτοιες που γίνονται βέβαια και θα γίνονται πάντοτε όσο μένει ίδιο το φυσικό του ανθρώπου, αλλά που μπορεί να συντύχουν πιο άγρια ή πιο μαλακά, και που θ' αλλάζουνε μορφή ανάλογα με το πώς θα παρουσιαστούν κάθε φορά οι παραλλαγμένες περιστάσεις. Γιατί σε καιρούς ειρήνης κι όταν υπάρχει σχετική ευημερία, τόσο οι πολιτείες όσο και τα άτομα, είναι πιο καλοπροαίρετοι ο ένας για τον άλλον, επειδή δε φτάνουνε σε απόγνωση από άκρα ανάγκη που δεν τους ήρθε με τη θέλησή τους· ο πόλεμος όμως, που παίρνει ύπουλα κάτω απ' τα πόδια των ανθρώπων την ευκολία να κερδίζουν το καθημερινό τους, τους διδάσκει την ωμότητα, κ' εντείνει την αγανάχτηση των πολλών ανάλογα με την κατάσταση όπου τους φέρνει. 

[3.82.3] Γίνονταν λοιπόν επαναστάσεις στις πολιτείες, κι αν τυχόν καμιά είχε καθυστερήσει, μαθαίνοντας το τι είχε σταθεί αλλού προτήτερα, προχωρούσε μακρήτερα στις άκρες βιαιότητες, και ξάναβαν τα μυαλά των ανθρώπων προσπαθώντας να επινοήσουν κάτι χειρότερο και πιο περίτεχνο, και να επιβάλουν πιο τερατώδικες αντεκδικήσεις. 

[3.82.4] Και νόμισαν πως είχαν το δικαίωμα ν' αλλάξουν και τη συνειθισμένη ανταπόκριση των λέξεων προς τα πράγματα, για να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους. Έτσι η αστόχαστη αποκοτιά θεωρήθηκε παλληκαριά γι' αγάπη των συντρόφων, ο δισταγμός από πρόνοια για το μέλλον δειλία που προβάλλει ενάρετες δικαιολογίες, η γνωστική μετριοπάθεια ως πρόφαση ανανδρίας, και η ικανότητα να βλέπει κανείς όλες τις πλευρές μιας κατάστασης, ανικανότητα να δράσει από καμιά· την απότομη και βίαιη αντίδραση, την πρόσθεσαν στα προτερήματα του αντρός, και η αποχή από τις ραδιουργίες λογίστηκε φαινομενικά λογική πρόφαση για ν' αποφύγει κανείς τον κίντυνο. 

[3.82.5] Τον αδιάκοπα έξαλλο κατήγορο τον θεωρούσαν πάντα αξιόπιστο, όποιον όμως του αντιμιλούσε, τον υποψιάζονταν για προδοσία. Κι αν έκανε κανείς ραδιουργίες και πετύχαινε, τον είχαν για έξυπνο, κι όποιος υποψιαζόταν και ξεσκέπαζε έγκαιρα τα σχέδια του άλλου ήταν ακόμα πιο καπάτσος. Όποιος όμως προνοούσε ώστε να μη χρειαστούν αυτά καθόλου, έλεγαν πως διαλύει το κόμμα κι αφήνει να τον τρομοκρατήσουν οι αντίπαλοι. Και μ' ένα λόγο, όποιος πρόφταινε να κάνει το κακό πριν από τον άλλον άκουγε παινέματα, καθώς κι όποιος παρακινούσε στο κακό έναν άλλον που δεν το είχε προτήτερα βάλει στο νου του. 

[3.82.6] Κι ο συγγενής λογιζόταν πιο ξένος από τον κομματικό σύντροφο, επειδή ο σύντροφος ήταν πιο πρόθυμος να ριχτεί στον κίντυνο για το κόμμα χωρίς να εξετάσει την αληθινή αιτία της πράξης του. Οι κομματικοί σύντροφοι δε συνδεόταν μεταξύ τους σύμφωνα με τους νόμους που ίσχυαν γι' αμοιβαία ωφέλεια αλλά για να κερδίσουν πλεονεχτήματα στο πείσμα των νόμων και των κοινωνικών ηθών. Και την εμπιστοσύνη μεταξύ τους δεν την επικύρωναν όρκοι προς τους θεούς, όπως συνηθιζόταν άλλοτε, αλλά ο σκοπός να πατήσουν το νόμο με κοινήν ενέργεια. 

[3.82.7] Τις δίκαιες προτάσεις των αντιπάλων τις δέχονταν μ' επιφύλαξη παρακολουθώντας τις πράξεις τους αν ήταν πιο ισχυροί κι όχι με γενναιοψυχία. Και κοίταζαν περισσότερο να πάρουν εκδίκηση παρά να φυλαχτούνε για να μην πάθουν πρώτα οι ίδιοι. Κι αν σε κάποια περίσταση έδιναν κ' έπαιρναν όρκους να συμφιλιωθούν, οι όρκοι ίσχυαν γιατί τη στιγμή εκείνη δεν ήτανε σε θέση κανένας από τους δυο να κάνει τίποτ' άλλο, επειδή δεν είχαν να περιμένουν ενίσχυση από πουθενά αλλού· μόλις όμως δινόταν η ευκαιρία, εκείνος που πρόφταινε να τολμήσει, αν έβλεπε πουθενά ανοιχτό τον αντίπαλο, του την έφερνε με μεγαλύτερη χαρά επειδή είχε δώσει τα πιστά παρά αν τον εζημίωνε κατ' ευθεία και φανερά· και λογιζόταν το φέρσιμο τούτο όχι μόνο πιο σίγουρο, αλλά, επειδή είχε υπερισχύσει με πονηριά, έπαιρνε και το χαραχτήρα νίκης σε αγώνα εξυπνάδας. Κ' ευκολώτερα νομίζονταν επιδέξιοι οι πολλοί που κακουργούν, παρά ενάρετοι όσοι δεν ξέρουν απ' αυτά. Και ντρέπονται για τούτο το δεύτερο ενώ καμαρώνουνε για το πρώτο.
 
[3.82.8] Αιτία για ολ' αυτά είναι η όρεξη ν' αποχτήσουν δύναμη οι άνθρωποι από απληστία και φιλοδοξία· κι' απ αυτά πηγάζει η ορμή που τους σπρώχνει, μια και μπούνε στη διαμάχη των κομμάτων. Γιατί όσοι ξεπρόβαλαν κάθε φορά σαν αρχηγοί στις πολιτείες, ο καθένας με ωραίο και αξιόπρεπο σύνθημα, πως εκτιμούν πάνω απ' όλα την ίση συμμετοχή όλων των πολιτών στη διοίκηση [της πολιτείας], ή τη γνωστική και μετρημένη κυβέρνηση των πιο καλών, γνοιάζονταν για τα κοινά μόνο με τα λόγια, ενώ κέρδιζαν πλεονεχτήματα για τον εαυτό τους, και πολεμώντας με κάθε τρόπο να υπερισχύσουν ο ένας από τον άλλον πολλές φορές ως τώρα τόλμησαν να κάνουν τα πιο φοβερά πράματα, κ' επιδίωξαν να εκδικηθούν τους αντιπάλους τους όχι ως εκεί που επιτρέπει η δικαιοσύνη και το συμφέρον της πολιτείας, αλλά κάνοντας τις πιο άγριες πράξεις, με μοναδικό περιορισμό το τι ήταν πιο ευπρόσδεκτο κάθε φορά για τη μια ή την άλλη μερίδα· και δεν εδίστασαν στην προσπάθειά τους να καταλάβουν την αρχή είτε καταδικάζοντας τους αντιπάλους με άδικη ψήφο του λαού, είτε με βίαιο πραξικόπημα, να χορτάσουν τη φιλοδοξία τους της στιγμής. Έτσι που κανείς από τους δυο δεν ακολουθούσε τους κανόνες του σεβασμού προς το δίκαιο και το σωστό, αλλά όσοι τύχαινε με ωραία και πρεπούμενα λόγια να σκεπάσουν τις πιο ανόσιες πράξεις, αποχτούσαν καλύτερη φήμη. Οι πιο μετριοπαθείς πολίτες θανατώνονταν κι από τους δυο, είτε γιατί δε βοηθούσαν τον αγώνα τους ή γιατί τους φθονούσαν οι άρχοντες ως και την πιθανότητα να επιζήσουν. 

[3.83.1] Έτσι γίνηκαν κάθε λογής διαστρεμμένα εγκλήματα ανάμεσα στους Έλληνες κ' αιτία τους ήταν οι εσωτερικές διενέξεις κ' επαναστάσεις. Και οι ηθικοί τρόποι που συγγενεύουν τα πιο στενά με την ευγενικιά φύση, έγιναν καταγέλαστοι και αφανίστηκαν, κ' επικράτησαν οι οξείες αντιθέσεις των αντιπάλων κομμάτων με διαμετρικά αντίθετα φρονήματα, χωρίς ίχνος αμοιβαίας εμπιστοσύνης. 

[3.83.2] Γιατί δεν υπήρχε τίποτα που να διαλύσει τη δυσπιστία αυτή, ούτε λόγος που να δίνει εγγύηση, ούτε όρκος που να φοβάται κανείς να τον πατήσει. Κι όταν επικρατούσαν, όλοι στοχάζονταν πως δεν είχαν καμμιάν ελπίδα να εξασφαλιστούνε μόνιμα, γι' αυτό περισσότερο φρόντιζαν πώς να μην πάθουν αυτοί πρώτοι παρά που μπορούσαν να δώσουν πίστη στους άλλους.

[3.83.3] Και τις περισσότερες φορές επέπλεαν όσοι είχαν τις κατώτερες διάνοιες, γιατί επειδή φοβούνταν τόσο την ίδια τους κατωτερότητα όσο και την εξυπνάδα των αντιπάλων, μήπως γι' αυτό δεν μπορέσουν να επιβάλουν τη γνώμη τους με τα λόγια, και μήπως με την ευστροφία τους οι άλλοι προφτάσουν να τους συκοφαντήσουν και να εξυφάνουν τα συνωμοτικά τους σχέδια προτήτερα, τολμούσαν να κάνουνε πραξικοπήματα με αναίδεια. 

[3.83.4] Ενώ όσοι δεν καταδέχονταν να λάβουν τα μέτρα τους έγκαιρα, βέβαιοι πώς θα προαισθάνονταν τον κίντυνο, γιατί νόμιζαν πως δε χρειάζονται οι πράξεις εκεί που έφτανε η γνώση, πιάνονταν αφύλαχτοι και θανατώνονταν.
  Θουκυδίδου Ιστορία.
Μτφρ. Ε. Λαμπρίδη. 1962.
Πρόλογος, μετάφραση, σχόλια. Εισαγωγή: Ι.Θ. Κακριδής.
Αθήνα: Γκοβόστης.