Η
πρωταρχικότητα του χρήματος
«Για να σκεφτούμε μια αυθεντική θεωρία του χρήματος
πρέπει να αντιστρέψουμε ριζικά την οπτική μας. Πρέπει να ξεκινήσουμε από το χρήμα, δηλαδή να
θεωρήσουμε ότι η ανάγκη για χρήμα προηγείται της ανάγκης για αγαθά. Πρέπει
να σκεφτούμε μια οικονομία, στην οποία τα εμπορεύματα είναι μέσο για την
απόκτηση χρήματος∙ και όχι το αντίστροφο. (...)
Στην οπτική μας ο πλούτος δεν είναι ένα αντικείμενο,
ούτε μια ουσία. Είναι κάτι που αναφέρεται σε μια κοινωνική ιδιότητα: τη ρευστότητα, δηλαδή το να είναι κάτι
αντικείμενο της επιθυμίας όλων των μελών μιας κοινωνίας. Είναι η μορφή που παίρνει
ο κοινωνικός δεσμός και η αλληλεγγύη μέσα σε μια κοινωνία που έχει
αποπροσωποποιήσει την αλληλεξάρτηση.
Στην πρότασή μας, το χρήμα ορίζεται ως η κοινωνικά
αναγνωρισμένη μορφή, την οποία παίρνει ο πλούτος σε μια δεδομένη στιγμή. Είναι η απόλυτη ρευστότητα.»*
Ο διαχωρισμός και η αβεβαιότητα στη βάση της εμπορευματικής οικονομίας
«Για τον mainstream οικονομολόγο τα πάντα
ξεκινούν από το ανεξάρτητο άτομο, το οποίο ψάχνει ν’ αποκτήσει τα εμπορεύματα
που του είναι χρήσιμα. Το μοναδικό εμπόδιο που γνωρίζει αυτό το ανεξάρτητο
άτομο στον αγώνα του να πραγματώσει τις επιθυμίες του, είναι τα άλλα άτομα, που
είναι εξίσου ανεξάρτητα και που αγωνίζονται κι αυτά εξίσου για να πραγματώσουν
τις επιθυμίες του αποκτώντας τα ίδια εμπορεύματα. Πάνω σε τέτοιας λογής βάσεις,
ο κοινωνικός κόσμος νοείται σαν σύνθεση των ατομικών πράξεων. Είναι αυτό που ο
Φρίντριχ Χάγιεκ, στο βιβλίο του Scientism and the Study of Society (Ο Επιστημονισμός και η Μελέτη της Κοινωνίας, 1942), ονομάζει “ατομιστική και
συνθετική μέθοδος των κοινωνικών επιστημών”. Σε αυτή την οπτική, η
εμπορευματική οικονομία αναλύεται σαν ένα σύνολο χρήσιμων αντικείμενων, τα
οποία πρέπει να διανεμηθούν σε ένα σύνολο ατόμων. Γι’ αυτό και θεωρεί πρωταρχική την αγορά, ενώ το χρήμα
το βλέπει σαν ένα δευτερεύον συμπλήρωμα, ένα απλό εργαλείο που διευκολύνει τις
ανταλλαγές χωρίς, σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, να επηρεάζει στο παραμικρό την
αξία των εμπορευμάτων.
Αυτή η αντίληψη υποτιμά ριζικά μια
πραγματικότητα, η οποία παίζει τεράστιο ρόλο στην οικονομία. Είναι η αβεβαιότητα. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της
εμπορευματικής οικονομίας είναι οι ασταμάτητες, σημαντικές και απρόβλεπτες
μεταπτώσεις τόσο στις παραγωγικές τεχνικές όσο και στις καταναλωτικές
προτιμήσεις, γεγονός που επηρεάζει ριζικά τις τιμές. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η
ύπαρξη καθενός παραγωγού-ανταλλάκτη να παίζεται κυριολεκτικά στα ζάρια. Μπορεί
σήμερα να τα φέρνει βόλτα μια χαρά, αλλά τίποτα δεν τον εξασφαλίζει ότι αυτό θα
ισχύει και αύριο.
Διότι η εμπορευματική
οικονομία θεμελιώνεται στο διαχωρισμό.
Πρόκειται δηλαδή για ένα κοινωνικό σχηματισμό, όπου ο καθένας κλείνεται στην
ατομική του αυτονομία χωρίς να μπορεί να λογαριάζει στους άλλους παρά μόνο αν
έχει κάτι ν’ ανταλλάξουν. Σε τελική ανάλυση, το άτομο δεν μπορεί εδώ να
υπολογίζει στη βοήθεια των άλλων έτσι και το βρουν δυσκολίες στη ζωή. [βλ. και
εδώ.]
Η αγορά λοιπόν δεν είναι σε θέση να
ανταποκρίνεται στην ανάγκη για βοήθεια και κάλυψη, την οποία γεννάει ο ίδιος ο
εμπορευματικός διαχωρισμός. Από εδώ προκύπτει μια ιδιαίτερη απαίτηση, η “ελεγκτική
δύναμη” πάνω στην κυκλοφορία εμπορευμάτων, γιατί μέσα από αυτή τη δυνατότητα ο
καθένας ελπίζει ότι η ύπαρξή του θα γίνει λιγότερο αβέβαιη. Και φυσικά, στην
οικονομία της αγοράς, αυτή η ελεγκτική δύναμη ενσαρκώνεται στην αγοραστική δύναμη, μιας και η αγορά
αποτελεί το μοναδικό νόμιμο τρόπο για να αποκτά κανείς εμπορεύματα.
Όμως, για να μπορεί κανείς να διαθέτει
“αγοραστική δύναμη”, πρέπει να είναι σε θέση να ανταποκρίνεται σε δυο
προαπαιτούμενα: πρώτον, η αγοραστική του δύναμη να είναι γενική, δηλαδή να του
επιτρέπει να αγοράζει οποιοδήποτε
εμπόρευμα, άρα να έχει πρόσβαση σε όλα
τα εμπορεύματα γενικώς∙ και δεύτερον, να μπορεί να παραμένει αδιάπτωτη μέσα στο
χρόνο. (...)
Αυτό ακριβώς είναι εκείνο που αποκαλούμε
“ρευστότητα” και φυσικά το χρήμα είναι εκείνο απ’ όλα τα αγαθά, που η
ρευστότητά του είναι απόλυτη. Έτσι, η αντίληψη του οικονομικού, την οποία
αντιπροτείνω, είναι ριζικά διαφορετικής φύσης από των mainstream θεωριών. Στη δική μου
οπτική, ο κοινωνικός κόσμος δεν
οικοδομείται από την απλή προέκταση των επιμέρους ατομικών βουλήσεων, όπως
θεωρεί η maistream σκέψη, αλλά είναι προϊόν μιας ισχύος
−της σαγήνης του χρήματος−, η οποία υπερβαίνει τις ατομικές αξίες και τις
ατομιστικές αναλύσεις. Πράγματι, η επιθυμία του χρήματος είναι μια
επιθυμία που σε πολύ μεγάλο βαθμό ξεφεύγει από τη λογική του ανεξάρτητου και
αυτεξούσιου ατόμου. Πρόκειται, ακριβέστερα, για μια επιθυμία η οποία
περισσότερο επιβάλλεται στους ανθρώπους παρά πηγάζει από την ελεύθερη βούλησή
τους. (...)
Γι’ αυτό το λόγο, στην οπτική που υποστηρίζουμε, το χρήμα
παίζει τον πρωταρχικό ρόλο, ενώ η αξία ενός εμπορεύματος δεν είναι τίποτε
άλλο παρά η ποσότητα χρήματος, που αυτό το εμπόρευμα επιτρέπει να αποκτηθεί
κατά την ανταλλαγή. Αυτό λοιπόν που έχει σημασία, είναι η κοινωνική
"αντικειμενικότητα" αυτού του μέτρου, δηλαδή το γεγονός ότι επιβάλλεται στους
πάντες. (...)
Αυτή η "αντικειμενικότητα" της αξίας δεν πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να
αναζητηθεί στο μέγεθός της, το οποίο είναι εξαιρετικά
ευμετάβλητο ανάλογα με τις συνθήκες και τις παραγωγικές σχέσεις. Πρέπει να αναζητηθεί σε ένα αμετάβλητο χαρακτηριστικό της. Τι δεν είναι
ευμετάβλητο; Αμετάβλητο είναι το γεγονός ότι η αξία αντικειμενοποιείται
κοινωνικά στο χρήμα. Αντικειμενικό και αμετάβλητο, δηλαδή, είναι
το γεγονός της ύπαρξης της τιμής και όχι το μέγεθός της! (...)
Η
οικονομική αξία, όπως και οι ηθικές, οι αισθητικές ή οι θρησκευτικές αξίες,
είναι καμωμένη από το υλικό που λέγεται κοινό
αίσθημα. Η αξία δεν είναι μια ουσία ή μια υπόσταση, την οποία έχουμε να
μετρήσουμε! Είναι μια δύναμη, η οποία διαμορφώνει το conatus των δρώντων
υποκειμένων. Στο βιβλίο του Οι Στοιχειώδεις
μορφές της θρησκευτικής ζωής, ο Εμίλ Ντυρκέμ μας λέει:
“Ο πιστός που κοινωνεί με το θεό του, δεν είναι
απλώς ένας άνθρωπος που βλέπει νέες αλήθειες τις οποίες δεν βλέπει ο άπιστος. Είναι
ένας άνθρωπος που μπορεί παραπάνω.
Αισθάνεται μέσα του περισσότερη δύναμη…”
Σε αυτή την ενέργεια αναγνωρίζουμε την ύπαρξη
των αξιών, μέσω των οποίων κινείται μιας κοινωνία. Και το ίδιο ισχύει για την
οικονομία: δεν την προσδιορίζει η αναζήτηση της χρησιμότητας, η οποία αποτελεί ένα
μάλλον άτονο πάθος, αλλά ο πόθος του χρήματος.
Στα βιβλικά εβραϊκά για παράδειγμα, η λέξη για το χρήμα είναι kessef, που προέρχεται από το
ρήμα Lehikassed, το οποίο σημαίνει “ποθώ με πάθος”. Παρόμοια, μια από τις αραβικές
λέξεις για το χρήμα, η λέξη al-mal (ή al-maal) έχει κι αυτή, όπως η λέξη kessef, για ρίζα της την έννοια του έντονου πόθου ή και του φθόνου.
Αυτή η αντίληψη του χρήματος βρίσκεται στους αντίποδες
της εργαλειακής θεώρησης, την οποία λατρεύουν οι οικονομολόγοι, γιατί μας καθιστά
ορατή μια πραγματικότητα που ξεφεύγει από την ορθολογικότητα μιας και στ’ αλήθεια
δεν υπάρχει τίποτα το ορθολογικό στο να ποθεί κανείς το χρήμα.
Υποστηρίζουμε λοιπόν, ότι οι διάφορες θεωρίες της
αξίας −τόσο αυτές που την ανάγουν στη χρησιμότητα, όσο κι αυτές που την ανάγουν
στην εργασία− πρέπει να κατανοηθούν με αφετηρία αυτή την αγωνιώδη απορία των
ανθρώπων μπροστά σ’ ένα φαινόμενο που τους ξεπερνάει, που δεν το ελέγχουν και
που κοροϊδεύει τη λογική τους. Εδώ βρίσκεται και ο λόγος που οι οικονομικές αξίες
μάς έχουν κατακυριεύσει: επενδύουμε με τόσο πάθος σε αυτές, που χάνουμε την
ικανότητα να τις παρατηρήσουμε από απόσταση και με σκεπτικισμό.»**
Το
θεσμοκεντρικό μοντέλο γένεσης του χρήματος
«Εμπορευματική οικονομία είναι μια οικονομία,
στην οποία η παραγωγή αφήνεται στα χέρια ενός πλήθους αυτόνομων
παραγωγών-ανταλλακτών, που παίρνουν τις αποφάσεις τους εντελώς ανεξάρτητα ο
ένας από τον άλλον. Ωστόσο, άπαξ και αναπτυχθεί έστω κι ελάχιστα ο καταμερισμός
της εργασίας, ο κάθε παραγωγός-ανταλλάκτης αρχίζει να εξαρτάται στενά από ένα
πολύ μεγάλο αριθμό άλλων παραγωγών-ανταλλακτών τόσο σε ό,τι αφορά την ίδια την
παραγωγή (προκειμένου να αποκτήσει όσα χρειάζεται για να παράξει), όσο και σε ό,τι
αφορά την πώληση των προϊόντων του, δεδομένου ότι στο παιχνίδι εμπλέκεται πλέον
ένα πλήθος δυνητικών καταναλωτών. Επιπλέον, η ταυτότητα αυτού του πολύ μεγάλου
αριθμού ατόμων διαφοροποιείται συχνά σε συνάρτηση με την εξέλιξη των τεχνικών
παραγωγής και των προτιμήσεων των καταναλωτών. Κοντολογής, σε μια ανεπτυγμένη
εμπορευματική κοινωνία ο καθένας
εξαρτάται δυνητικά από όλους.
Πώς θα μπορούσε επομένως να οργανωθεί μια
τέτοια “ρευστή και κλυδωνιζόμενη αλληλεξάρτηση”; Είναι προφανές ότι ο
αντιπραγματισμός δεν είναι η απάντηση. Θα ήταν σαν να λέμε, ότι κάποιος που φτιάχνει αυτοκίνητα, θα μπορούσε να το κάνει μέσα από μια
ατέλειωτη σειρά διμερών αντιπραγματιστικών ανταλλαγών με όλους τους πελάτες
του! Ανταλλάσσοντας τι με τι στο κάτω-κάτω της γραφής; Αστείο και να το
σκεφτείς.
Ποια είναι λοιπόν η θεμελιακή Αρχή πάνω στην
οποία δομούνται οι εμπορευματικές οικονομίες; Είναι η αφηρημένη αξία. Η
εμπορευματική παραγωγή είναι μια παραγωγή που μοναδικό σκοπό έχει την ιδιοποίηση της αφηρημένης αξίας, δηλαδή του
γενικού δικαιώματος πάνω στην ολότητα.
Αν αυτή την ιδέα της αξίας δεν υπήρχε εκ
των προτέρων αγκιστρωμένη μέσα στα μυαλά των παραγωγών-ανταλλακτών, δεν θα
μπορούσε να υπάρξει ούτε προσφορά εμπορευμάτων, ούτε και μαζική παραγωγή.
Στόχος μας δεν είναι να προτείνουμε μια καινούργια
θεωρία της Αξίας, που θα μας υποδεικνύει τρόπους για να βρίσκουμε πόσο αξίζει ένα
εμπόρευμα! Αυτό που μας ενδιαφέρει, απεναντίας, είναι να υπογραμμίσουμε το
γεγονός ότι εμπορευματική παραγωγή δεν
μπορεί να υπάρξει παρά μόνο σε μια κοινωνία για την οποία η ιδέα της αξίας, δηλαδή το ότι κάτι έχει αξία για το μέγιστο
δυνατό αριθμό ατόμων, έχει μια κοινωνικά
αναγνωρισμένη ύπαρξη.
Με αυτή την έννοια, σε μια εμπορευματική
οικονομία η αξία βρίσκεται στα θεμέλια της σχέσης με τον άλλον και είναι εκείνο
δια του οποίου ο εμπορευματικός κόσμος επιβάλλεται πάνω στα άτομα. Έτσι, η σχέση
του εμπορευματικού ατόμου με τον περίγυρό του χτίζεται μέσα από τον υπολογισμό
του σε
πόσους και πόσο μπορεί να πουλήσει. Γι’ αυτό το λόγο οι λογαριασμοί είναι, μέσα στο
εμπορευματικό σύμπαν, ο τρόπος με τον οποίο εκφράζονται τα δικαιώματα και οι
υποχρεώσεις καθενός έναντι των άλλων. (...)
“Μετά την πρώτη εγκαθίδρυση του καταμερισμού
της εργασίας, κάθε σώφρων άνθρωπος χρειάστηκε φυσικά να ρυθμίζει τις υποθέσεις
του έτσι ώστε να έχει πάντοτε στην κατοχή του, πέρα από κάποιο αγαθό που τον
ενδιαφέρει να παράγει για τον εαυτό του, και μια ποσότητα ενός άλφα ή βήτα εμπορεύματος,
το οποίο κατά τη γνώμη του οι περισσότεροι άνθρωποι θα δέχονταν να πάρουν
ανταλλάσσοντάς το με τα δικά τους προϊόντα” (σ. 26)
Ο καθένας δηλαδή προσπαθεί όσο περισσότερο
μπορεί να “μαντέψει” αυτό που θεωρείται “πλούτος”, δηλαδή ποια είναι εκείνα τα
αγαθά που αναγνωρίζει ως πλούτο ο μέγιστος αριθμός των συνανθρώπων του.
Επομένως, αναζήτηση του πλούτου σημαίνει
αναζήτηση αυτού που οι περισσότεροι θεωρούν σαν πλούτο. Αυτός ο
αυτοαναφορικός ορισμός του πλούτου (“πλούτος είναι αυτό που οι περισσότεροι
θεωρούν σαν πλούτο”) οδηγεί σε μια λογική μιμητικής
αντιπαλότητας μεταξύ διαφόρων αγαθών, που προτείνονται ως πλούτος.
Πράγματι, η υιοθέτηση μιας άλφα αντίληψης του
πλούτου αποκτά μεγαλύτερη σημασία για το άτομο στο βαθμό που αυτή η αντίληψη
είναι αντικείμενο μιας ευρύτατης
συμφωνίας. Όσο ευρύτερη είναι η συμφωνία, τόσο μεγαλύτερο είναι το πεδίο
κυκλοφορίας του αγαθού που θεωρείται πλούτος, και επομένως τόσο περισσότερα σε
ποσότητα και ποικιλία είναι τα εμπορεύματα που μπορεί να αποκτήσει όποιος
κατέχει το συγκεκριμένο αγαθό-πλούτο. Με άλλα λόγια, διευρύνεται το πεδίο
ισχύος των δικαιωμάτων που ενσαρκώνει
η κατοχή αυτού του πλούτου.
Από εδώ προκύπτει αναπόφευκτα το κλασικό
φαινόμενο του “κυνηγητού των αποδόσεων”: ο καθένας κυνηγάει την πιο διαδεδομένη συλλογική αναφορά, το αγαθό που ενσαρκώνει τον πλούτο για τους περισσότερους, για να
συμμορφωθεί σε αυτήν και να κερδίσει τα δικαιώματα που αυτή προσφέρει. Με αυτό
τον τρόπο γίνεται αισθητή η ισχύς του πλήθους. Είναι προς το συμφέρον καθενός
να τροποποιήσει την ατομική αντίληψή του για τον πλούτο υιοθετώντας εκείνη που
αποδέχονται οι περισσότεροι, διότι με αυτό τον τρόπο πολλαπλασιάζει τις
δυνατότητές του να συναλλάσσεται −πράγμα που αποτελεί ζωτικής σημασίας
προϋπόθεση της εμπορευματικής ισχύος. Αυτή ακριβώς η λογική, που αναγκάζει τον
καθένα να προσαρμόζεται στη υπερισχύουσα αντίληψη του πλούτου, μπορεί να
ονομαστεί μιμητική. Κι έτσι, μέσα σε ορισμένες γενικές συνθήκες, αυτή μιμητική διαδικασία οδηγεί κατόπιν
συγκρούσεων σε μια κατάσταση, στην οποία οι εμπλεκόμενοι συμφωνούν τελικά να
υιοθετήσουν από κοινού ένα συγκεκριμένο αγαθό, ή σημείο, ως εκπρόσωπο του
πλούτου. Πρόκειται για το φαινόμενο που αποκαλούμε “μιμητική πόλωση”, ή
ακόμα “φαινόμενο εκλογής”. Από εδώ
προκύπτει το χρήμα και το νόμισμα. (...)
Πρέπει εδώ να υπογραμμίσω, ότι οι θέσεις μας
αυτές δεν απορρίπτουν υποχρεωτικά όλες τις νομισματικές αναλύσεις που κάνουν οι
οπαδοί των εργαλειακών θεωριών. Πράγματι, όταν ένα νόμισμα σταθεροποιηθεί ως αντικείμενο εμπιστοσύνης εκ μέρους
όλων των οικονομικών παραγόντων, τότε συμπεριφέρεται de facto σαν ένα απλό εργαλείο των ανταλλαγών
−κι έτσι μπορεί κανείς να το αναλύσει μέσω των τριών θεμελιακών λειτουργιών του,
ως λογιστική μονάδα, ως μέσον αποταμίευσης και ως μέσο κυκλοφορίας. (...)
Όμως για να μπορεί ένα νόμισμα να διατηρεί
αυτές τις λειτουργίες, πρέπει κατά πρώτο λόγο να διατηρείται η
συμφωνία πάνω στην οποία “εκλέχτηκε”. Κι αυτό δεν είναι καθόλου προφανές, μιας
και η ενοποίηση του εμπορευματικού πεδίου με άξονα ένα κεντρικό νομισματικό
γνώμονα αφήνει πάντοτε απ’ έξω ορισμένα επιμέρους συμφέροντα, τρέφοντας με αυτό
τον τρόπο ένα υποβόσκον συγκρουσιακό δυναμικό που, άπαξ και βγει στην επιφάνεια
θέτοντας σε αμφισβήτηση την ενότητα του νομισματικού πεδίου, οδηγεί σε αυτό που
γνωρίζουμε ως νομισματική κρίση». ***
Από τα κείμενα του Ορλεάν:
(Φεβρουάριος 2003)
(11-18
Ιουλίου 2007)