Σελίδες

29 Νοεμβρίου 2014

Το χρήμα δεν είναι ούτε μέσον, ούτε εμπόρευμα: είναι τάλισμαν | Αξία, Χρήμα, Μαγεία -6

Φρανσουά Σιμιάν
(1873-1935)
Στο προηγούμενο βήμα είδαμε ότι η περίφημη αξία όχι μόνο δεν είναι κάποιου είδους «ουσία» του εμπορεύματος, αλλά, όπως διευκρίνησε ο Φουρκέ, είναι μια αξία την οποία πιθανολογεί κανείς και αναμένει, μια αξία έχει που υπολογιστεί εκ των προτέρων ως πιθανή αξία, δηλαδή μια αξία  δυνητική ή πλασματική.
 
Φτάσαμε έτσι το μαχαίρι στο κόκαλο και μπορούμε τώρα να προχωρήσουμε για να δούμε καθαρότερα ότι το χρήμα, όχι μόνο δεν είναι μέσον ή εργαλείο, αλλά είναι μάλλον ένα είδος μαγικού φυλακτού, ένα τάλισμαν, όπως θα μας εξηγήσει τώρα ο Φρανσουά Σιμιάν. 
 
Οπωσδήποτε είναι πολύ δύσκολο  να μεταφερθεί με αποσπάσματα το πνεύμα ενός τόσο πυκνού κειμένου όπως αυτό που παρουσιάζουμε εδώ. Ωστόσο πρόκειται για μια μελέτη εντελώς απαραίτητη, που νομίζουμε ότι είναι σαφής και δεν χρειάζεται να πούμε κάτι περισσότερο. Σημειώνουμε προς το παρόν τη βαρύτητα που έχει η απόρριψη της ιδέας ότι η χρηματική ανταλλαγή προήλθε από τον αντιπραγματισμό σαν δήθεν μια «βολικότερη» μετεξέλιξή του, και γενικότερα της ιδέας ότι ο άνθρωπος κινείται με πηδάλιο το «βολικότερο» και το «ωφέλιμο». Πράγματι, η ιδέα ότι η χρηματική ανταλλαγή αποτελεί απλή εξέλιξη του αντιπραγματισμού προέρχεται από την πλάνη του ωφελιμισμού, που θέλει να βλέπει την ανταλλαγή ως ανταλλαγή «χρήσιμων» πραγμάτων ή, όπως το έλεγαν οι αστοί οικονομολόγοι, «αξιών χρήσης» - απ' όπου και όλες οι ανοησίες περί «διπλής φύσης» του εμπορεύματος («αξία χρήσης» και «ανταλλακτική αξία»).
 
Σημειώνουμε ότι τα 7 μέρη στα οποία χωρίσαμε το κείμενο του Σιμιάν για να γίνει πιο ευανάγνωστο εδώ, δεν αντιστοιχούν σε αυτά του πρωτότυπου κειμένου. - Σημ. H.S.
 
* * *
 
«Αντίθετα από τα φαινόμενα, μπορούμε να πούμε ότι η οικονομική σκέψη γεννήθηκε και αναπτύχθηκε σε άμεση σύνδεση με το φαινόμενο του νομίσματος. Ας προσπαθήσουμε όμως να δούμε πού οφείλεται η αμηχανία, η φλύαρη πολυπλοκότητα, η αντιφατικότητα και η λίγο-πολύ ξεκάθαρη αποτυχία να κατανοηθεί το φαινόμενο του χρήματος. (...)

Α. Οι θεσμοί, άρα και το χρήμα, δεν φτιάχνονται για λόγους «βολής»

Με πρώτο τον Λοκ, κάθε συγγραφέας με ‘‘κοινό νου’’ ισχυρίζεται ότι το χρήμα εφευρέθηκε επειδή οι άνθρωποι ήθελαν να διευκολύνουν τις ανταλλαγές τους και θεώρησαν ότι τους βόλευε να βρουν ένα κοινό μέσον και να συμφωνήσουν ότι αυτό θα έχει στο εξής γενική και αναγνωρισμένη από όλους ανταλλακτική αξία. Αυτή η άποψη αποτελεί ακριβή αντανάκλαση της ιδέας του ‘‘κοινωνικού συμβολαίου’’, με την οποία, και πάλι κατά το 18ο αιώνα, θέλησαν να εξηγήσουν το σχηματισμό ολόκληρης της κοινωνίας των πολιτών. Ωστόσο, ξέρουμε πολύ καλά ότι αυτή η τεχνητή κατασκευή δεν είχε καμιά σχέση με την ιστορική αλήθεια και ούτε μπορούσε να εξηγήσει πραγματικά τα κύρια χαρακτηριστικά της κοινωνικής πραγματικότητάς μας. (…)

Η εξήγηση ενός θεσμού, ενός κοινωνικού κανόνα, με το σκεπτικό ότι ‘‘βόλευε’’ τους ανθρώπους διαψεύδεται από τα γεγονότα και, σε ό,τι αφορά το θέμα που πραγματευόμαστε εδώ, δεν στάθηκε ποτέ δυνατό να καταδειχτεί πού και πότε οι άνθρωποι, οι κοινωνίες, πέρασαν από τον αντιπραγματισμό στην χρηματική ανταλλαγή επειδή το έβρισκαν ‘‘πιο βολικό’' . (…)

Δεν αμφισβητούμε βέβαια ότι σε πάμπολλες και πολύ διαφορετικές μεταξύ τους κοινωνίες (και όχι κατ’ ανάγκη πρωτόγονες) πραγματοποιούνταν πλήθος ανταλλαγών χωρίς τη μεσολάβηση του χρήματος. Όμως, τα ουσιώδη χαρακτηριστικά αυτών των ανταλλαγών δείχνουν ξεκάθαρα ότι επρόκειτο για ανταλλαγές που δεν διέθεταν κανένα από τα θεμελιακά χαρακτηριστικά της χρηματικής ανταλλαγής. Επομένως, δεν έχει ακόμα αποδειχτεί στο παραμικρό ότι η χρηματική ανταλλαγή προήλθε από τον αντιπραγματισμό, δηλαδή ότι περάσαμε από τον ένα στην άλλη. (…)

Εφόσον, όπως είδαμε, η χρηματική ανταλλαγή δεν μπορεί να εξηγηθεί με το σκεπτικό ότι οι άνθρωποι προτιμούν κάτι που φαίνεται ‘‘βολικότερο’’ και συνάπτουν ένα ‘‘κοινωνικό συμβόλαιο’’ πάνω σε αυτό, τότε για ποιο λόγο εξακολουθούμε να θεωρούμε ότι οι πραγματικοί ιστορικοί λόγοι που οδήγησαν στην ‘‘εκλογή’’ των λεγόμενων πολύτιμων μετάλλων (χρυσός ή ασήμι) ως μέσων της χρηματικής ανταλλαγής, εξηγούνται με ένα τέτοιας λογής σκεπτικό; Γιατί εξακολουθούμε να λέμε δηλαδή ότι προτιμήθηκαν επειδή τα πολύτιμα μέταλλα έχουν, ως υλικά, ‘‘βολικές’’ για το σκοπό αυτό ιδιότητες (π.χ. δεν αλλοιώνονται, είναι εύκολο να κοπούν και να τα κουβαλήσει κανείς πάνω του, κ.ο.κ.);
  
Β. Τι λένε τα ιστορικά δεδομένα για την εφεύρεση του χρήματος

Ας δούμε τι μας λένε εδώ τα πραγματικά ιστορικά γεγονότα. Πρώτα-πρώτα, μας λένε ότι ως  χρήμα δεν χρησιμοποιήθηκαν  γενικώς κάποια ‘‘πολύτιμα μέταλλα’’, αλλά μόνον εκείνα που συνδεόταν με μια έκφραση ισχύος. Και δεύτερον, μας λένε ότι ως χρήμα χρησιμοποιήθηκαν και ένα σωρό άλλα πράγματα, συχνά εντελώς απίθανα, εκτός από τα λεγόμενα πολύτιμα μέταλλα. Επίσης, από τις υποτιθέμενες ‘‘βολικές’’ ιδιότητες των πολύτιμων μετάλλων, (α) καμιά τους δεν λείπει (πολλές φορές μάλιστα είναι ανώτερη) από άλλα μέταλλα ή άλλα υλικά∙ και (β) καμιά τους δεν λείπει ούτε από πολλά άλλα αντικείμενα που χρησιμοποιήθηκαν ως νομίσματα.
 
Εκείνο όμως που κάνει τη διαφορά στην ‘‘εκλογή’’ ενός μετάλλου ή οποιουδήποτε άλλου αντικειμένου ως νομίσματος, είναι το αν εκφράζει κοινωνικό κύρος και διαθέτει κοινωνική βαρύτητα.

[Μεταξύ πολλών παραδειγμάτων αναφέρουμε:]

α) Σε μια εργασία του που πέρασε απαρατήρητη [The Evolution of modern money, 1901), ο W.W. Carlyle σημείωνε πως όλα τα πολυποίκιλα αντικείμενα που χρησιμοποιήθηκαν ή εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται ως νομίσματα, υπήρξαν κυριολεκτικά (ή χρησιμοποιούνταν παράλληλα και σαν) ‘‘στολίδια’’, σαν κοσμήματα −δηλαδή ως αντικείμενα αποκλειστικά κοινωνικής αξίας και όχι ως χρηστικά αντικείμενα προορισμένα για την ικανοποίηση βιολογικών αναγκών του ανθρώπου. (…)

β) Όπως αναφέρει ο Ossendwoski στο Λεξικό της αξιοσημείωτης εθνογραφικής μονογραφίας του Hommes, bêtes et dieux [Άνθρωποι, κτήνη και θεοί, 1922], η λέξη hatyk αναφέρεται σε ένα κομμάτι από λευκό ή κίτρινο μετάξι, το οποίο προσφέρεται σαν δώρο στους φιλοξενούμενους, τους αρχηγούς, τους λάμας και τους θεούς, και σημαίνει επίσης νόμισμα (αξίας περίπου 2-3 γαλλικών φράγκων). (…)

γ) Ο J.L. Laughlin μάς υπενθυμίζε ότι οι πρώτοι άποικοι στις μετέπειτα Η.Π.Α. χρησιμοποιούσαν ως νόμισμα στις ανταλλαγές τους με τους Ινδιάνους ιθαγενείς τα wampum, τα οποία ήταν ζώνες ή κολλιέ από διάφορα κοχύλια και χρησιμοποιούνταν σαν νόμισμα όχι μόνο επειδή ήταν κοσμήματα αλλά και επειδή είχαν χρησιμοποιηθεί ως ‘‘ενθύμια’’ για να θυμίζουν σπουδαία γεγονότα. (…)

δ) Ο Louis Capitan [στο Le travail en Amérique avant et après Colombe∙ Η εργασία στην Αμερική πριν και μετά τον Κολόμβο, 1930] επισημαίνει ότι στο Μεξικό θεωρούσαν πως ο χρυσός και το ασήμι −που τα χρησιμοποιούσαν και για τα νομίσματα− είχαν θεϊκές ιδιότητες, γι’ αυτό και όποιος έκλεβε χρυσάφι ή ασήμι τιμωρούνταν με θάνατο. Πίστευαν μάλιστα ότι οι ιδιότητες αυτές μεταβιβάζονταν μυστηριωδώς στους χρυσοχόοους, που τα εργάζονταν. (…)

ε) Ο De Groot [στο The religious system of China, 1892] αναφέρει ότι οι αρχαίοι Κινέζοι εβαζαν κομματάκια χρυσάφι (όχι χρυσά νομίσματα) στο στόμα των νεκρών, επειδή πίστευαν ότι ο χρυσός (αλλά και άλλες ουσίες) εμπόδιζε την αποσύνθεση. Οι αρχαίοι Έλληνες πάλι, επειδή δεν καταλάβαιναν αυτή την ιεροτελεστεία, την ερμήνευσαν σαν να ήταν πρώιμοι ‘‘βολταιρικοί’’, θεωρώντας ότι το χρυσάφι αυτό χρησίμευε στους νεκρούς για να πληρώσουν τον Χάροντα.

Σε τελική ανάλυση, και εμείς οι ίδιοι  με τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό μας όταν τοποθετούμε τάματα από χρυσό ή ασήμι στους ναούς, δεν αναρωτιόμαστε άραγε αν το κάνουμε επειδή αυτά τα μέταλλα έχουν αξία και ότι γι’ αυτό ταιριάζει να τα προσφέρουμε στο Θεό, ή ότι έχουν αξία επειδή ήταν πάντοτε υλικά που τα αφιερώναμε στους θεούς και ότι έτσι κατά κάποιον τρόπο αντανακλούν ή ακόμα και έχουν μέσα τους κάτι από τη θεϊκή υπόσταση; (…)

Γ. Το χρήμα δεν είναι εμπόρευμα

Αν τώρα, από μια εντελώς διαφορετική πλευρά, εξετάσουμε με ποιο τρόπο μπορεί να λειτουργήσει ένα αντικείμενο ως νόμισμα στην ανταλλαγή εμπορευμάτων, θα διαπιστώσουμε ότι δεν μπορεί να είναι ένα εμπόρευμα όπως όλα τα άλλα.

Απλοποιώντας, ας πάρουμε μια αγορά στην οποία συναντώνται και ανταλλάσσονται πέντε εμπορεύματα, α, β, γ, δ και ε. Για να καθοριστεί ένα σύστημα τιμών σε αυτή την αγορά, θα πρέπει οι σχέσεις ανταλλαγής να εκφραστούν σε ένα αριθμό εξισώσεων ίσο προς το αριθμό των αγνώστων που είναι οι τιμές αυτών των πέντε εμπορευμάτων. Οι σχέσεις ανταλλαγής τους μπορούν να γραφτούν απλά ως εξής:

f(α) = f(β)
f(β) = f(γ)
f(γ) = f(δ)
f (δ)= f(ε)

Όμως, αυτό το σύστημα των πέντε εξισώσεων μπορεί άραγε να προσδιορίσει, πέρα από τις σχετικές τιμές αυτών των εμπορεύματων, ένα σύστημα τιμών τους; Αν υποθέσουμε ότι θέλουμε να προσδιορίσουμε τρία διαφορετικά ύψη, π.χ. ενός δέντρου, μιας εκκλησίας και ενός καμπαναριού, αρκεί να ξέρουμε ότι το καμπαναριό έχει διπλάσιο ύψος από το δέντρο και πενταπλάσιο από την εκκλησία; Δεν αρκεί! Έτσι, ακόμη κι αν γνωρίζουμε τις σχέσεις ανάμεσα στις τιμές των πέντε εμπορευμάτων μας [π.χ. η τιμή του β είναι διπλάσια από την τιμή του α, η τιμή του γ είναι τριπλάσια από την τιμή του β, κ.ο.κ.], θα οδηγούμαστε πάντοτε σε ένα σύστημα τεσσάρων εξισώσεων με πέντε αγνώστους. Επομένως, για να καθορίσουμε ένα σύστημα τιμών στη συγκεκριμένη αγορά, χρειαζόμαστε και μια πέμπτη εξίσωση, ανεξάρτητη είτε από κάποιες από τις προηγούμενες τέσσερεις, είτε από όλες τους.

Για να φτιάξουμε όμως αυτή την πέμπτη εξίσωση, θα πρέπει να συναρτήσουμε μία από τις σχετικές τιμές αυτών των πέντε εμπορευμάτων με έναν όρο διαφορετικό και ανεξάρτητο από τις πέντε σχετικές τιμές. Αυτός ο διαφορετικός και ανεξάρτητος όρος θα είναι ο νομισματικός όρος. Ειδάλλως δεν μπορεί να υπάρξει σύστημα τιμών και επομένως αγορά.

Να λοιπόν γιατί είναι λάθος να θεωρούμε, ότι το νόμισμα είναι και αυτό ένα εμπόρευμα. Ακόμη κι αν, παρ’ όλα αυτά, επιμένουμε να ονομάζουμε εμπόρευμα το χρυσό ή το ασημένιο νόμισμα, θα πρέπει τουλάχιστον να παραδεχτούμε ότι πρόκειται για ένα μοναδικό, εντελώς ξεχωριστό εμπόρευμα, ένα εμπόρευμα που διαθέτει μια ιδιαίτερη ιδιότητα, η οποία όχι μόνο το ξεχωρίζει από τα όλα άλλα, αλλά και το αντιπαραθέτει προς αυτά. Είναι όμως λογικό να εξακολουθήσουμε να χρησιμοποιούμε το ίδιο όνομα −εμπόρευμα− για δυο εντελώς διαφορετικές, ακόμα και αντιτιθέμενες μεταξύ τους, πραγματικότητες; (…)

Δ. Νομίσματα: αντικείμενα με μαγική, θρησκευτική, ηθική αξία

Με βάση όλα όσα είπαμε μέχρι τώρα, προκύπτει άραγε ότι είναι εντελώς αναγκαίο να αναγνωρίζεται πάντοτε ως νόμισμα το μεταλλικό νόμισμα, που είναι φτιαγμένο από κάποιο πολύτιμο μέταλλο ή από ένα κράμα με βάση ένα πολύτιμο μέταλλο; Ασφαλώς όχι! Είδαμε άλλωστε ότι πολλά άλλα αντικείμενα χρησίμευσαν και χρησιμεύουν ακόμα σαν νομίσματα.  Όμως, όπως είδαμε, είχαν όλα τους ένα κοινό χαρακτηριστικό: ότι μεσα στο κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο λειτούργησαν ως νομίσματα, ήταν πάντοτε αντικείμενα επενδεδυμένα με μια εξω-οικονομική, μαγική, θρησκευτική, ηθική αξία.

Ως προς αυτό το χαρακτηριστικό τους λοιπόν, θεωρούμε ότι τα κάθε λογής νομίσματα ‘‘εκλέχτηκαν’’ για να αναλάβουν τη λειτουργία που περιγράψαμε πιο πάνω, δηλαδή της μονάδας μέτρησης που είναι ανεξάρτητη από τις σχετικές τιμές των εμπορευμάτων επειδή ακριβώς αντιπροσωπεύει μια μη-οικονομική αξία.

Ε. Χρήμα, εμπιστοσύνη και δυσπιστία: δεν πρόκειται για υποκειμενικά συναισθήματα

Ασφαλώς, με την ανάπτυξη της σύγχρονης οικονομίας, η οικονομική αξία έχασε τον θρησκευτικό χαρακτήρα της. Μήπως λοιπόν είναι υπερβολικό αυτό που προτείνω, δηλαδή να θεωρούμε ως βάση κάθε συστήματος τιμών στις προηγμένες οικονομίες κάποιο υπόλειμμα μαγικοθρησκευτικής προκατάληψης (ήδη αποξενωμένο μάλιστα από τα θρησκευτικά πιστεύω και τις θρησκευτικές πρακτικές αυτών των προηγμένων κοινωνιών), όσο μεγάλο κι αν είναι πράγματι αυτό το υπόλειμμα; Δεν είναι σαν να θεωρούμε ως αναγκαία και κεντρικά για την άσκηση της σύγχρονης Ιατρικής τα (οπωσδήποτε διόλου αμελητέα) απομεινάρια από τις δεισιδαιμονίες των μαγικών πρακτικών των πρωτόγονων κοινωνιών; (…)

Ο μόνος τρόπος για να απαντήσουμε σε αυτό το πρόβλημα, είναι να δούμεπρώτα-πρώτα  με ποιον τρόπο έχουν λειτουργήσει σε τέτοιου τύπου ‘‘λαϊκές’’ [μη-θρησκευτικές] οικονομίες νομισματικά συστήματα, που δεν στηρίζονται στα πολύτιμα μέταλλα. Η λειτουργία τέτοιου τύπου νομισμάτων είναι εξαιρετικά διδακτική, διότι πρόκειται για νομίσματα διπλής προέλευσης: 
 
α) προέλευσης οικονομικής, όπως π.χ. τα ‘νομίσματα’ που κυκλοφορούν σε ομάδες νέων που δεν μπορούν να έχουν ικανές ποσότητες μεταλλικών νομισμάτων αλλά ταυτόχρονα χρειάζονται κάποιου είδους νόμισμα για να κανονίζουν τις μεταξύ τους συναλλαγές∙ και 
 
β) προέλευσης έξω-οικονομικής, όπως όταν π.χ. σε περίπτωση εθνικής κρίσης, είτε εσωτερικής είτε λόγω πολέμου,  το κράτος έχει άμεση ανάγκη από χρήματα που δεν μπορούν να καλυφθούν από τους φόρους ή με δανεισμό, οπότε παρατηρείται η κυκλοφορία νέων νομισματικών μέσων.
 
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, τόσο η παρούσα όσο και πολύ περισσότερο η μελλοντική αξία αυτών των νομισμάτων δεν είναι αποτέλεσμα θετικών, στατιστικών προσδιορισμών, αλλά είναι απλώς και μόνο θέμα εκτίμησης, γνώμης, πεποίθησης, δηλαδή με δυο λόγια ζήτημα ‘εμπιστοσύνης’ (ή δυσπιστίας). Μιας εμπιστοσύνης που δεν κάθεται κανείς να την αναλύσει διεξοδικά για να δει αν στέκει, και που γι’ αυτό το λόγο είναι ίσως ακόμα πιο ισχυρή −κοντολογής, μιας ολικής εμπιστοσύνης συναισθηματικού τύπου, μιας πίστης σε εκείνους που έχουν εκδώσει το συγκεκριμένο νόμισμα, πίστης στο μέλλον τους ή στο μέλλον της χώρας, αν είναι χώρα αυτή που τα εξέδωσε. (…)

Βέβαια αυτή η πίστη-εμπιστοσύνη δεν είναι ο μοναδικός παράγοντας εκτίμησης αυτών των νομισμάτων. Με μια πρώτη ματιά, φαίνεται να παίζει ρόλο −για τον άνθρωπο της πιάτσας τουλάχιστον− και η μάζα αυτών των νομισματικών μέσων. Όμως και πάλι, αυτό που λογαριάζει ο άνθρωπος της πιάτσας δεν είναι μόνον η τωρινή μάζα του συγκεκριμένου νομίσματος. Είναι κυρίως η μελλοντική μάζα του όπως την προβλέπουν με τη βοήθεια εκτιμήσεων, πιθανολογιών, εκτιμώμενων δυνατοτήτων. Αυτός λοιπόν, ας το υπογραμμίσουμε, θα μπορούσε να είναι και ο τρόπος με τον οποίον καθορίζονται πάντοτε οι τιμές όλων των εμπορευμάτων −και πραγματικά, η πρόβλεψη για τη μελλοντική ποσότητα του τάδε εμπορεύματος (σε συνάρτηση και με τη μελλοντική του ζήτηση) επηρεάζει τη τύχη του στην αγορά εξίσου ή και περισσότερο από την τωρινή προσφορά και ζήτησή του. (…)

Αυτός ο παράγοντας, που αφορά στη μελλοντική κατάσταση του συγκεκριμένου νομισματικού μέσου, δεν είναι παράγοντας που καθορίζεται ή μπορεί να καθοριστεί με την χρήση των μαθηματικών πιθανοτήτων. Είναι παράγοντας που έχει να κάνει με την εκτίμηση,  η οποία δεν είναι θέμα λογικής πρόβλεψης αλλά, και πάλι, εμπιστοσύνης (ή δυσπιστίας). (…)

Επομένως, η αξία και αυτών των ‘‘λαϊκών’’ νομισμάτων δεν θεμελιώνεται σε κάποια φυσικά ή ποσοτικά στοιχεία, τα οποία υποτίθεται πως συναρτώνται μεταξύ τους με μια μαθηματική σχέση μέτρησης. Απεναντίας, προκύπτει από εκτιμήσεις, πιθανολογίες, πιστεύω, έκφραση εμπιστοσύνης ή δυσπιστίας. Και αν αυτή η πίστη, η εμπιστοσύνη ή δυσπιστία επιδρούν πολύ πραγματικά πάνω στα ίδια τα υλικά στοιχεία της οικονομικής ζωής, αυτό συμβαίνει επειδή δεν πρόκειται για υποκειμενικά συναισθήματα.

Επομένως, η λογική και συνάμα συναισθηματική παράσταση που λέγεται νόμισμα, δεν γεννιέται από κάποια νηφάλια και σοφά άτομα (που όπως είδαμε δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν τις πραγματικές συμπεριφορές του χρήματος). Γεννιέται από ομάδες, συλλογικότητες, έθνη. Είναι μια παράσταση κοινωνική. Ο χαρακτήρας  και ο ρόλος του νομίσματος είναι εξόχως αντικειμενικοί, ακριβώς επειδή το χρήμα είναι μια κοινωνική πεποίθηση και πίστη, και επομένως μια κοινωνική πραγματικότητα.

ΣΤ. Το κύρος του χρήματος είναι έξω-οικονομικό

Μελετώντας την αντικειμενική εξέλιξη του χρήματος, είδαμε ότι ο χρυσός, το ασήμι και άλλα αντικείμενα έγιναν νομίσματα στο βαθμό που ήταν επενδεδυμένα με μια ανώτερη δύναμη πάνω στους ανθρώπους και στα πράγματα, σύμφωνα με κάποια κοινωνικά πιστεύω θρησκευτικού και μαγικού χαρακτήρα. Ακόμα και στις σημερινές κοινωνίες μας, που λέμε πως είναι οικονομικά ανεπτυγμένες, αυτό το μακρυνό υπόστρωμα δεν είναι καθόλου αμελητέο και εξακολουθεί να επιδρά πάνω μας, πολύ περισσότερο μάλιστα στο βαθμό που δεν το συνειδητοποιούμε και αποφεύγουμε να το αναλύσουμε. (…)

Χάρη στο εξω-οικονομικό κύρος τους, τα πολύτιμα μέταλλα και τα αντικείμενα που χρησιμοποιήθηκαν και χρησιμοποιούνται ως νομίσματα επικράτησαν, επιβλήθηκαν και επιβάλλονται πάνω στους ανθρώπους ακόμα και στην ίδια την οικονομική σφαίρα. Σιγά-σιγά, αυτό το μαγικό κύρος μετατέθηκε και συγκεντρώθηκε ως κύρος οικονομικό, ως δύναμη απόκτησης υπηρεσιών και πραγμάτων με αντάλλαγμα το συγκεκριμένο νόμισμα. 
 
Αλλά με ποιον τρόπο έγινε αυτό; Έγινε επειδή ακριβώς ο πωλητής αυτών των υπηρεσιών και πραγμάτων θεώρησε ότι, έχοντας αποκτήσει το χρήμα, απέκτησε τη δύναμή του πάνω στους ανθρώπους και στα πράγματα. Και αυτή η δύναμη θεωρήθηκε τέτοια, επειδή την ίδια στιγμή ήταν δύναμη καθολική, δηλαδή επειδή με το χρήμα είχε κανείς τη δύναμη πρόσβασης ‘‘in commercio’’ σε όλα τα αγαθά −με άλλα λόγια, επειδή η δύναμη του χρήματος έχει πέραση σε κάθε κοινωνία που το έχει υιοθετήσει και επομένως παρουσιάζεται σαν μια δύναμη που εκτείνεται στο άπειρο μέλλον. (…)

Σε τι άλλο στηρίζεται λοιπόν η πίστη σε αυτό το πράγμα ‘‘που δεν χρησιμεύει σε τίποτε άλλο πέρα από το ότι έχει τη δύναμη ιδιοποίησης όλων των πραγμάτων’’, αν όχι στην κοινή γνώμη, στην πεποίθηση ότι αντιπροσωπεύει μια ανώτερη δύναμη κι αξία, και μάλιστα ότι έτσι συνέβαινε από αρχαιοτάτων χρόνων; (…)

Ζ. Η πρωταρχικότητα της κριτικής του χρήματος

Πρέπει λοιπόν, αντιστρέφοντας τη λογική που έχει επικρατήσει μέχρι τώρα, να τονίσουμε ότι αυτό που συγκαλύπτει τα πραγματικά οικονομικά φαινόμενα, δεν είναι το χρήμα και το νόμισμα, όπως πιστεύεται, αλλά απεναντίας η προσπάθεια να εξετάσουμε τα φαινόμενα αυτά βάζοντας σε δεύτερη μοίρα ή παραβλέποντας το χρήμα. (…)

Οφείλουμε επιτέλους να πραγματευτούμε το νόμισμα ως ένα γεγονός (…) το οποίο είναι αυτό που είναι και δρα όπως δρα επειδή είναι μια κοινωνική πραγματικότητα.»

 
 


20 Νοεμβρίου 2014

Το τρίπτυχο των Dangerfew

Άσγκερ Γιόρν, Γράμμα στο γυιό μου

1.
 
«Μην αφήνεις τη θλίψη να σε καταβάλει. Άσε την να περάσει μέσα στην καρδιά σου και μη φοβάσαι την παραφροσύνη. Μπορεί να έρχεται σαν φίλος κι όχι σαν εχθρός∙ και τότε ίσως το κακό να είναι η ίδια σου η αποστροφή προς τη θλίψη. Άσε τη θλίψη να περάσει στην καρδιά σου∙ μην της κλείνεις την πόρτα. Το ότι στέκει απ’ έξω είναι τρομακτικό μόνο για το μυαλό ∙ όχι για την καρδιά.» *


2.
 
«Το χιούμορ δεν είναι διάθεση, αλλά κοσμοθεωρία. Κι αν πράγματι, όπως λέμε, το χιούμορ σβήστηκε από τη ναζιστική Γερμανία, αυτό δεν σημαίνει πως δεν είχε κέφια ο κόσμος, ή κάτι τέτοιο, αλλά κάτι πολύ βαθύτερο και ουσιωδέστερο.» **


3.
 
«Η σύγχρονη κοινωνία μαστίζεται από μια κεντρική διάψευση προσδοκιών. Ενώ συστήθηκε σαν μια κοινωνία δημοκρατική −δηλαδή μια κοινωνία στην οποία ο καθένας υποτίθεται ότι καλείται και μπορεί πραγματικά να συμμετάσχει, όχι απλώς σε ένα διάλογο αλλά στις συλλογικές αποφάσεις που διαμορφώνουν τη ζωή του (=πολίτες)−, στην πράξη είναι μια κοινωνία ολιγαρχική, που αποκλείει θεσμικά τη μεγάλη πλειοψηφία από αυτήν ακριβώς τη μετοχή (=ιδιώτες). 

Το θέαμα δεν είναι τίποτε άλλο παρά η οργάνωση, όχι αυτού του αποκλεισμού, αλλά των πυροτεχνημάτων που χρειάζονται οι μάζες στην κερκίδα της ζωής ώστε να μένουν “απασχολημένες”, ώστε να παραχώνεται η θλίψη της διάψευσης. Δεν παράγει το θέαμα τον αποκλεισμό∙ ο αποκλεισμός καθιστά αναγκαίο το θέαμα. Γι' αυτό το λόγο κάποτε ειπώθηκε, σωστά, ότι “το θέαμα είναι ναρκωτικό για σκλάβους”.» ***



* και ** Λούντβιχ Βίττγκενσταϊν, Αφορισμοί και εξομολογήσεις (Αθήνα, 1993), 
βλ. και εδώ.
 
*** Γιάννης Hollowsky Ιωαννίδης,


18 Νοεμβρίου 2014

Σκεφτόμαστε ΕΞΩ από το κεφάλι μας!

Πολλές μοδάτες αερολογίες γύρω από το ανθρώπινο σκεπτεσθαι,  και οπωσδήποτε η αερολογία γύρω από την τεχνητή νοημοσύνη, εδράζονται σε μια άτοπη αλλά εξαιρετικά διαδεδομένη ιδέα για το τι είναι νους και νοημοσύνη. Πράγματι, έχει επικρατήσει να θεωρούμε ότι η ανθρώπινη σκέψη είναι κάτι που συμβαίνει "μέσα στο κεφάλι μας" και ότι η "εξωτερική" διάσταση της σκέψης, οι ποικίλες εκφράσεις της, είναι μια δευτερεύουσα στιγμή της όλης διαδικασίας του σκέπτεσθαι. 
 
Το κείμενο που παρουσιάζουμε εδώ αποτελεί μια πολύ σύντομη έκθεση των βασικών γραμμών του συλλογισμού που εξέφρασε ο φιλόσοφος Vincent Descombes στο εξαιρετικό βιβλίο του La Denrée Mentale (1995), πρώτο μέρος μιας ευρύτερης πραγματείας του για τον ανθρώπινο νου - με δεύτερο το L' Institution du Sens (1996).
 
Διευκρινίζουμε ότι η φράση "έξω απο το κεφάλι μας" στον τίτλο του κειμένου, επιστρατεύτηκε από τον Thomas Lepeltier για τις ανάγκες της αντιπαράθεσης με το στρατόπεδο που πιστεύει ότι η σκέψη είναι μια εντελώς "ιδιωτική" διεργασία, ότι σκεφτόμαστε "μέσα" στο κεφάλι μας - μια ιδέα που στηρίζει φιλοσοφικά την εμμονή στην "αυτοπεριστροφή",η οποία χαρακτηρίζει το νεωτερικό αυτοαναφορικό Άτομο. Στην πραγματικότητα, ο Βενσάν Ντεκόμπ, παρ'  όλο που συντάσσεται σε ένα βαθμό με την "εξωκρατία" (externalisme), δεν την υιοθετεί πλήρως αλλά, ακολουθώντας τον Βίττγκενσταϊν, θεωρεί ότι οι όροι "έξω" και "μέσα" στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορούν να είναι παρά μεταφορικοί 

Για να το κατανοήσουμε αυτό, πρέπει να δούμε την έννοια της έκφρασης, η οποία αναφέρεται στην εικόνα μιας εξόδου κάτι του εσωτερικού προς τα έξω. Το ερώτημα είναι: αυτό που εκφράζεται πρέπει να το αναζητήσουμε εντός μας ή έξω από εμάς; Ο Βίττγκενσταϊν απορρίπτει αυτό το διάζευγμα. Όταν λέμε, «πρόσεξα ότι δεν είχε καλή διάθεση», εννοούμε ότι προσέξαμε κάτι που είναι μέσα του ή έξω του; Η απάντηση: δεν είναι «ή ένα ή το άλλο», αλλά το ένα σε συνάρτηση με το άλλο. 

Καλή ανάγνωση γενναίες και γενναίοι μας! - Σημ. HS
 
*
 
«Πού βρίσκονται οι σκέψεις μας και οι νοητικές δραστηριότητες μας; Μέσα στο κεφάλι μας, και πιο συγκεκριμένα στον εγκέφαλό μας, απαντούν οι οπαδοί των γνωσιακών (cognitive) επιστημών. Πιστεύοντας ακράδαντα σε αυτή την ιδέα κι έχοντας γι’ αέρα στα πανιά τους τις μεγάλες προόδους που έχουν συντελεστεί πρόσφατα στις γνώσεις μας για τον εγκέφαλο, οι άνθρωποι αυτοί είναι πλέον βέβαιοι ότι σε κάποιο όχι και τόσο μακρυνό μέλλον θα φτάσουν να καταλάβουν πλήρως πώς παράγεται η σκέψη. Γιατί αν η σκέψη “εκκρίνεται” από τον εγκέφαλο όπως η χολή από το συκώτι, τότε αρκεί πράγματι να εξετάσουμε εξονυχιστικά αυτή την εγκεφαλική ύλη για να καταλάβουμε τη γένεση και τη λειτουργία της νοητικής δραστηριότητας. Το σκέπτεσθαι, το πιστεύειν, το δοκείν, το βούλεσθαι … όλα αυτά είναι φαινόμενα που σύντομα θα εξηγηθούν με όρους φυσικής και χημείας.

Ο νους δεν είναι εκεί που τον ψάχνουν! 
 
Ασφαλώς δεν είναι η πρώτη φορά που αναγγέλλεται η δυνατότητα μιας τέτοιας φυσικοποίησης του νου. Η ιδέα αυτή είναι πολύ συνηθισμένη στους κύκλους των υλιστών από πολύ παλιά. Ωστόσο, απ’ ό,τι ισχυρίζονται οι πρωταγωνιστές τους, οι προσπάθειες που έχουν γίνει σήμερα προς αυτή την κατεύθυνση πρόκειται από στιγμή σε στιγμή να ευοδωθούν.
 
Μόνο που υπάρχει η περίπτωση να περιμένουμε κάμποσο ακόμα. Ή μάλλον όχι κάμποσο, αλλά πάρα πολύ. Αυτό, όχι επειδή υπάρχει περίπτωση οι γνωσιακοί να έρθουν αντιμέτωποι με τεχνικά προβλήματα που δεν έχουν ακόμα υποψιαστεί (πράγμα που διόλου δεν αποκλείεται), αλλά πολύ απλά επειδή το αντικείμενο της μελέτης τους, το ανθρώπινο πνεύμα, μάλλον δεν είναι εκεί που το ψάχνουν!

Πράγματι, όπως υποστηρίζει ο Βενσάν Ντεκόμπ στο βιβλίο του La Denrée Mentale (2000), όπου ασκεί δριμεία κριτική στις βασικές υποθέσεις των γνωσιακών επιστημών, ο τόπος των νοητικών φαινομένων είναι ο εξωτερικός κόσμος. Με άλλα λόγια, δεν σκεφτόμαστε μέσα τον εγκέφαλό μας αλλά μέσα στο δημόσιο χώρο. Επομένως, η απόπειρα φυσικοποίησης του πνεύματος στερείται αντικειμένου: είναι σαν να θέλει κανείς να καταλάβει τους κανόνες του ποδοσφαίρου ψάχνοντας μέσα στο κεφάλι των ποδοσφαιριστών, ενώ πολύ σοφότερο είναι ασφαλώς να τους ρωτήσει και να πάει να τους δει να παίζουν στο γήπεδο. (...)

Ας παρατηρήσουμε καταρχήν, ότι η θέση που υποστηρίζει ότι τα νοητικά φαινόμενα βρίσκονται αποκλειστικά μέσα στο κεφάλι μας, έρχεται σε σύγκρουση με αυτό που λέει η γλώσσα μας. Πράγματι, αν ήταν έτσι, τότε δεν θα μπορούσαμε να πούμε “αυτό το βιβλίο περιέχει ενδιαφέρουσες ιδέες”. Στην καλύτερη περίπτωση μια τέτοια έκφραση θα ήταν σχήμα λόγου και τίποτα περισσότερο, διότι, αν θέλαμε να κυριολεκτήσουμε, θα λέγαμε ότι αυτές οι ενδιαφέρουσες ιδέες είναι μόνο “μέσα στο κεφάλι του συγγραφέα του ή του αναγνώστη του”. Ούτε θα μπορούσαμε να πούμε, κυριολεκτικά μιλώντας, ότι “αυτός ο άνθρωπος σκέφτεται”. Θα έπρεπε να λέμε “ο εγκέφαλός του σκέφτεται”.

Σώμα και νους 
 
Βέβαια, αυτές οι επισημάνσεις δεν αναιρούν τη θέση των γνωσιακών (cognitivistes). Ωστόσο, από τη στιγμή που εξακολουθούμε να λέμε ότι “αυτός ο άνθρωπος ως ακέραιο φυσικό πρόσωπο περπατάει ή τρώει”, είναι φανερό πως η θέση των γνωσιακών οδηγεί αναπόφευκτα σε ένα δυϊσμό. Συνεπάγεται δηλαδή, ότι υπάρχουν εντός μας δύο όντα: το υποκείμενο των νοητικών διεργασιών από τη μια, και το υποκείμενο των σωματικών πράξεων από την άλλη −και ασφαλώς ένα ολόκληρο παιχνίδι αιτιακών σχέσεων μεταξύ τους.

Έχοντας λοιπόν αποκολλήσει το σωματικό από το νοητικό, οι γνωσιακοί ψάχνουν να βρουν ένα τρόπο για να τα ξαναενώσουν. Κατ’ αυτούς, εξήγηση των νοητικών φαινομένων σημαίνει εξήγηση του τρόπου με τον οποίο π.χ. μια επιθυμία γεννάει μια άλλη επιθυμία, ή μια πεποίθηση∙ καθώς και του τρόπου με τον οποίο μια επιθυμία γεννάει μια δράση. Αναρωτιούνται: ποια σχέση υπάρχει ανάμεσα στην επιθυμία μου να πιώ ένα ποτήρι νερό και τo ότι πηγαίνω στην κουζίνα, παίρνω ένα ποτήρι, το γεμίζω νερό και το πίνω; 

Φυσικά οι γνωσιακοί επιστήμονες προσπαθούν να δώσουν μια εξήγηση με υλικούς όρους. Μόνο που όλα αυτά τα προβλήματα αιτιότητας προκύπτουν απλώς και μόνο επειδή έχουν χωρίσει τις νοητικές δραστηριότητες από τις σωματικές πράξεις. Αν, απεναντίας, βλέπαμε ότι μια πράξη, ως προθετικό (intentionnel) φαινόμενο, είναι ταυτόχρονα κι ένα φαινόμενο νοητικό, τότε θα σταματούσαμε να λέμε ότι “η αιτία που πήγα στην κουζίνα, είναι η επιθυμία μου να πιω νερό”. Γιατί; Διότι η μετακίνησή μου προς την κουζίνα δεν είναι παρά μια έκφραση αυτής της επιθυμίας. Έτσι θα σταματούσαμε να βλέπουμε αυτή την κίνηση σαν ένδειξη μιας προηγηθείσας επιθυμίας και θα τη θεωρούσαμε σαν μια εκδήλωση αυτής της επιθυμίας. (...)

Όμως για τον γνωσιακό, το ότι πηγαίνω στην κουζίνα, σημαίνει ότι είχα την επιθυμία να πάω εκεί. Εξ ορισμού, μια επιθυμία προσανατολίζεται προς ένα σκοπό: πάω στην κουζίνα επειδή σκέφτομαι ότι εκεί θα βρω ποτήρι και νερό, που άμα το πιω, θα αισθανθώ ευχαρίστηση. Μόνο που κατά τη στιγμή που μου γεννιέται η επιθυμία, αυτή η ευχαρίστηση δεν έχει ακόμα υπάρξει. Οπότε, με ποιο τρόπο κάτι που δεν υπάρχει πραγματικά, μπορεί να επηρεάσει τη συμπεριφορά μου, να με κάνει να κινηθώ; Έτσι ο γνωσιακός οδηγείται αναπόφευκτα στο συμπέρασμα ότι αυτό που με παρακινεί δεν είναι η ίδια η ευχαρίστηση, αλλά η νοητική παράστασή της, ή η ιδέα της. Αυτή, λέει, βάζει σε κίνηση τα κινητικά μου όργανα.

Μια μαγική και σπιριτουαλιστική αντίληψη του νου 
 
Ωστόσο, αυτός ο τρόπος ερμηνείας, σύμφωνα με τον οποίο μια νοητική παράσταση επιδρά πάνω στα πράγματα και τα βάζει σε κίνηση, δεν είναι άλλος από αυτόν που χρησιμοποιείται στη μαγεία, όπου αρκεί να επιθυμήσεις σφοδρά κάτι, αρκεί να το σκεφτείς έντονα, και αυτό θα συμβεί! Αν αρκούσε να σκεφτούμε κάτι για να συμβεί, τότε θα είχαμε ανακαλύψει μια εκπληκτική δύναμη εντός μας −και πάνω σε αυτήν ακριβώς την αιτιακού τύπου δύναμη των νοητικών παραστάσεων κάνουν παιχνίδι οι μάγοι και κάποιοι οπαδοί της παραψυχολογίας. 
 
Είναι λοιπόν το λιγότερο εντυπωσιακό που οι γνωσιακοί επιστήμονες, χωρίς να το συνειδητοποιούν, ανατρέχουν σε ένα τέτοιου τύπου μαγικό ερμηνευτικό σχήμα, το οποίο, ως αναζητητές επιστημονικών εξηγήσεων, είναι οι πρώτοι που απορρίπτουν ασυζητητί! Βέβαια, θα πει κανείς ότι στο δικό τους ερμηνευτικό σχήμα όλα συμβαίνουν εντός του εγκεφάλου. Αλλά τι σημαίνει αυτό; Ότι μια μαγική δράση είναι λιγότερο μαγική επειδή συμβαίνει μόνο μέσα στο κεφάλι μας;

Εξίσου εντυπωσιακό είναι το γεγονός, ότι η δυσκολία των γνωσιακών να επανενώσουν τη σφαίρα των νοητικών δραστηριοτήτων με τη σφαίρα των σωματικών πράξεων, μοιάζει πάρα πολύ με την αντίστοιχη σπαζοκεφαλιά που αντιμετώπισαν οι σπιριτουαλιστές −τους οποίους οι γνωσιακοί δεν σταματάνε να χλευάζουν παρ’ όλα αυτά. Πράγματι, οι σπιριτουαλιστές υποστήριζαν πως οι νοητικές δραστηριότητές μας πρέπει να αποδίδονται σε κάποιο άυλο μέρος του ανθρώπινου προσώπου, την ψυχή. Έτσι, υποστήριζαν ότι υπάρχει πραγματικός, ουσιακός, υποστασιακός δυϊσμός μεταξύ ψυχής και σώματος. Εξαιτίας αυτού του δυϊσμού, τούς ήταν αληθινά πολύ δύσκολο να εξηγήσουν τη δράση της ψυχής πάνω στο σώμα και αντίστροφα. 
 
Οι γνωσιακοί, βέβαια, είναι υλιστές και αρνούνται αυτό το δυϊσμό. Και όμως, απορρίπτουν το δυϊσμό των σπιριτουαλιστών για να υιοθετήσουν την ίδια στιγμή έναν άλλο δυϊσμό, το δυϊσμό ανάμεσα στο νοητικό υποκείμενο και το σωματικό υποκείμενο! Επομένως, η διαφορά μεταξύ σπιριτουαλιστών και γνωσιακών αφορά τη φύση του ανθρώπινου νου και όχι τον τόπο του. 
 
Οι πρώτοι δηλώνουν ότι αυτό που σκέφτεται είναι ένα άυλο μέρος του προσώπου (η ψυχή του), ενώ οι δεύτεροι ότι είναι ένα μέρος υλικό (ο εγκέφαλος). Αλλά και οι δυο αποδέχονται την αποκόλληση του νοητικού (άυλο για τους πρώτους, υλικό για τους δεύτερους) από τον εξωτερικό κόσμο∙ και φυσικά, αμφότεροι σκοντάφτουν πάνω στο δυσεπίλυτο πρόβλημα της διασύνδεσης αυτών των δυο ξέχωρων μερών.

Η παραπλανητική αναλογία με τον υπολογιστή 
 
Για να μας δείξουν ότι, παρ’ όλα αυτά, βρίσκονται στο σωστό δρόμο, οι γνωσιακοί παίζουν το χαρτί της αναλογίας με τον υπολογιστή. Ισχυρίζονται δηλαδή πως το γεγονός ότι μια μηχανή, φτιαγμένη από ηλεκτρονικά στοιχεία, καταφέρνει να χειρίζεται σύμβολα ώστε να εκτελεί μια σειρά από “νοήμονες” διεργασίες, αποδεικνύει πως είναι δυνατόν να παραχθεί σκέψη μέσα σε ένα εγκέφαλο αποκλειστικά και μόνο από υλικά στοιχεία. 
 
Ο εγκέφαλός μας, λένε, δεν είναι παρά κάτι σαν ηλεκτρονικός υπολογιστής και το ανθρώπινο πνεύμα είναι κάτι σαν το ηλεκτρονικό πρόγραμμα. Βέβαια οι υπολογιστές δεν είναι βιολογικά συστήματα όπως οι ανθρώπινοι εγκέφαλοι, όμως αυτό δεν καταρρίπτει την αναλογία μιας και είναι δεδομένο ότι η εκτέλεση ενός προγράμματος δεν εξαρτάται θεμελιωδώς από τα υλικά, από τα οποία είναι φτιαγμένη μια μηχανή: εκείνο που μετράει για τον γνωσιακό είναι μόνον ο τρόπος αλύσσωσης των συμβόλων με βάση τις οδηγίες ενός προγράμματος. (...)

Μπορούμε όμως να στηριχτούμε σε αυτή την αναλογία για να υποστηρίξουμε ότι ο ηλεκτρονικός υπολογιστής σκέφτεται; Και από ποιο επίπεδο πολυπλοκότητάς της κι έπειτα μπορούμε να θεωρήσουμε ότι μια μηχανή διαθέτει πράγματι νοητική δραστηριότητα
 
Για να απαντήσουν σε αυτά τα ερωτήματα, οι γνωσιακοί αναφέρονται συχνά σε μια δοκιμασία που πρότεινε ο Άλαν Τιούρινγκ του 1950. Είναι η εξής: Βάζουμε σε ένα δωμάτιο έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή και σε ένα άλλο δωμάτιο έναν άνθρωπο Α εφοδιασμένο με ένα τερματικό. Στη συνέχεια βάζουμε σε ένα τρίτο δωμάτιο έναν άλλο άνθρωπο Β ο οποίος, χωρίς να γνωρίζει με ποιους είναι συνδεδεμένος, κάνει μια σειρά ερωτήσεων μέσω τερματικού στον υπολογιστή και στον άνθρωπο Α. Εάν ο άνθρωπος Β, από τις απαντήσεις που θα λάβει από τις δυο πλευρές, δεν καταλάβει ότι ο υπολογιστής είναι υπολογιστής και τον περάσει για άνθρωπο, τότε αυτό σημαίνει πως ο υπολογιστής σκέφτεται όπως ένας άνθρωπος. Αν λοιπόν το τεστ του Τούρινγκ ήταν σωστό, τότε οι επιστήμονες της πληροφορικής δεν θα είχαν παρά να φτιάξουν έναν υπολογιστή που θα το πέρναγε με επιτυχία −και τότε θα μπορούσαμε να πούμε, ότι έχουμε πια καταλάβει το μηχανισμό της ανθρώπινης σκέψης, μιας και φτιάξαμε μια μηχανή ικανή να σκέφτεται σαν τον άνθρωπο.

Μόνο που αυτή η ερμηνεία είναι έωλη. Το τεστ του Τιούρινγκ στηρίζεται στην προσομοίωση: ο υπολογιστής πρέπει να καταφέρει να κάνει σαν να σκέφτεται όπως ο άνθρωπος. Αλλά όπως είναι γνωστό σε κάθε παιχνίδι μίμησης, το γεγονός ότι ο μίμος καταφέρνει να πείσει πως είναι κάποιος άλλος, δεν αποδεικνύει καθόλου ότι είναι αυτός ο άλλος. [Παράδειγμα, εδώ.] Επομένως, το τεστ αυτό δεν αποδεικνύει ότι ο υπολογιστής σκέφτεται ανθρώπινα. Αποδεικνύει μόνο ότι ο άνθρωπος μπορεί, ενδεχομένως, να ξεγελαστεί από μια μηχανή.

Άλλωστε, σε ένα τέτοιο τεστ ο υπολογιστής απαντάει απλώς σε ερωτήσεις. Δεν παίρνει ποτέ την πρωτοβουλία στη συζήτηση −επομένως δεν έχουμε ούτε καν προσομοίωση ανθρώπινης συζήτησης. Για να γίνει κάτι τέτοιο, θα έπρεπε ο υπολογιστής να έχει προσωπικά ενδιαφέροντα, γούστα, επιθυμίες και να μπορεί να είναι εύστοχος … χαρακτηριστικά που δεν είναι δυνατόν να αποκτήσει κανείς, όταν δεν μετέχει σε ένα κοινό λόγο, σε μια μορφή ζωής (Βίττγκενσταϊν).

Για την ικανότητα εκτέλεσης υπολογισμών
 
Μήπως όμως θα ήταν πιο πετυχημένη μια σύγκριση μεταξύ υπολογιστή και ανθρώπινου σκέπτεσθαι με βάση την ικανότητα και των δυο να κάνουν υπολογισμούς; Είναι και αυτό ένα χαρτί των γνωσιακών, με το οποίο επιχειρούν να υποβάλουν την ιδέα ότι η σκέψη μας είναι κατά βάση κάτι το μηχανικό. Μόνο που κάτι τέτοιο είναι ακόμα πιο αβάσιμο! Διότι ο υπολογιστής, για να εκτελέσει ένα πολλαπλασιασμό αρκεί να ακολουθήσει μηχανικά τις οδηγίες ενός προγράμματος στηριγμένου στην προπαίδεια που χρησιμοποιούμε κι εμείς, ενώ ο άνθρωπος δεν ακολουθεί μηχανικά τους κανόνες της προπαίδειας. 
 
Γι’ αυτό το λόγο πρέπει να προσέχει διαρκώς αν τους εφαρμόζει σωστά. Αυτό που δείχνει ότι ένας άνθρωπος έχει κατά νου ένα κανόνα δεν είναι το ίδιο, ούτε ισοδυναμεί, με την παρουσία μιας οδηγίας στη μνήμη ενός υπολογιστή.

[Η οδηγία δεν είναι κανόνας. Μπορεί κανείς να ακολουθεί μια οδηγία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ακολουθεί ένα κανόνα. Αλλά τι σημαίνει “ακολουθώ ένα κανόνα”; Ας σκεφτούμε τη διαφορά ανάμεσα στο “απάντησε ακολουθώντας ένα κανόνα” και το “απάντησε από εξαρτημένο αντανακλαστικό”. Η πρώτη περίπτωση, τελείως αντίθετα απ’ ό,τι η δεύτερη, προϋποθέτει ότι ο άνθρωπος που απάντησε έχει κατανοήσει κάτι∙ τον κανόνα. Μια τέτοια απάντηση δεν είναι σαν μια ανακλαστική αντίδραση, διότι απάντηση στηριγμένη σε κατανόηση σημαίνει επίσης κρίση, εκτίμηση, διατύπωση σκεπτικού και αιτιολόγηση της απάντησης, καθώς επίσης δυνατότητα κριτικής αποτίμησης και διόρθωσής της. Πράγμα που αποκλείει την ιδέα, και την περιγραφή, ενός υφιστάμενου μηχανισμού, ακόμη κι αν, για να το σώσουμε, πιάσουμε να αυτοσχεδιάζουμε μιλώντας περί “πάάάρα μα πάάάρα πολύ πολύπλοκου μηχανισμού” −μια ιδέα μεταφορική μάλλον του αισθήματος ασφάλειας και βεβαιότητας, που νιώθουμε όταν εφαρμόζουμε σωστά ένα κανόνα. Από την άλλη, εξίσου, “απαντώ ακολουθώντας ένα κανόνα” δεν σημαίνει απαντώ ακολουθώντας μια διαίσθηση, ή μια έμπνευση, ούτε κι ότι την απάντηση μού “την ενέπνευσε” ο κανόνας −μια ιδέα μεταφορική μάλλον του αισθήματος, ότι εφαρμογή κανόνα χωρίς την κατανόησή του δεν υφίσταται. Διότι κανόνας σημαίνει “κάνω το ίδιο πράγμα”, κάτι που προϋποθέτει τη γνώση μιας κανονικότητας, άρα άσχετο από τη διαίσθηση και την έμπνευση, παρ’ όλο που τέτοιας λογής αισθήματα μπορεί να επεισέρχονται κατά την εφαρμογή ενός κανόνα. Τι σημαίνει λοιπόν “ακολουθώ ένα κανόνα”; Θα κλείσω προς το παρόν την παρένθεση με μια υπόδειξη του Βίττγκενσταϊν: “Αν θέλεις να καταλάβεις τι πάει να πει ακολουθώ ένα κανόνα, θα πρέπει να είσαι ήδη σε θέση να ακολουθήσεις ένα κανόνα”. −σημ. HS]

Σολιψισμός με επιστημονικό μανδύα
 
Επομένως, παρά τη φαινομενική ομοιότητα, είναι πολύ δύσκολο να συμπεράνουμε βάσιμα ότι ο άνθρωπος υπολογίζει με τον ίδιο τρόπο που το κάνει ο ηλεκτρονικός υπολογιστής. Τελικά, η σύγκριση μεταξύ ανθρώπινου πνεύματος και υπολογιστή έχει νόημα μόνον εφόσον θεωρήσει κανείς, ότι το πνεύμα χειρίζεται νοητικές παραστάσεις και όχι φυσικά πράγματα που υπάρχουν έξω από το κεφάλι μας. Όμως αυτή η θέση, σύμφωνα με την οποία το πνεύμα δεν έχει να κάνει παρά με νοητικές εικόνες του εξωτερικού κόσμου, δεν είναι και τόσο αυτονόητη. Όταν λ.χ. κοιτάζετε την εικόνα ενός αντικειμένου, μπορείτε να τη συγκρίνετε με το αντικείμενο και να πείτε αν όντως είναι δική του εικόνα, αν το παριστάνει καλά, κ.ο.κ. Αν όμως το πνεύμα μας δεν διαθέτει παρά μόνο νοητικές παραστάσεις για τον εξωτερικό κόσμο, τότε θα ήταν αδύνατο να συγκρίνουμε αυτές τις “εσωτερικές” εικόνες με αυτό που παριστάνουν.
 
Επιπλέον, όταν λέει κανείς ότι το πνεύμα δεν σχετίζεται ποτέ άμεσα με την εξωτερική πραγματικότητα, όταν δηλαδή λέει ότι σχετίζεται μόνο μέσω της νοητικής της παράστασης, οδηγείται στην υιοθέτηση μιας σολιψιστικής αντίληψης του σκέπτεσθαι, με την έννοια ότι τα νοητικά φαινόμενα ενός ανθρώπου θα μπορούσαν να ήταν τα ίδια ακόμα κι αν αυτός ήταν ο μοναδικός άνθρωπος πάνω στη γη.  
 
[Ή πάλι, ότι είναι ίδια η πνευματική κατάσταση ενός ανθρώπου που βλέπει να του επιτίθεται μια τίγρη κι ενός ανθρώπου που φαντάζεται ότι του επιτίθεται μια τίγρη∙ δηλαδή ότι η κατάσταση του πνεύματος είναι ίδια σε μια περίπτωση διαύγειας και σε μια περίπτωση παραληρήματος!!! −σημ. HS.  

Πιθανή πηγή σύγχυσης μπορεί να είναι και η ίδια η έννοια του συμβόλου. Όταν ο γνωσιακός επιστήμονας λέει πως ο υπολογιστής χειρίζεται σύμβολα, έχει δίκιο. Όταν λέει ότι η αιτιακή επίδρασή τους έχει να κάνει αποκλειστικά με τις φυσικές ιδιότητές τους και όχι με τη σημασία τους, έχει πάλι δίκιο. Απλώς η μηχανή έχει φτιαχτεί έτσι, ώστε οι τελούμενες μεταβολές να συμφωνούν με αυτό που θα έδινε μια νοήμων πράξη, η οποία θα λάβαινε υπόψη της αυτές τις σημασίες. Γι’ αυτό το λόγο ο γνωσιακός θεωρεί ότι έχει δίκιο και όταν συμπεραίνει, πως ο ηλεκτρονικός υπολογιστής όντως σκέφτεται∙ ή, πράγμα που είναι το ίδιο, ότι η νοητική δραστηριότητα δεν είναι παρά μια φυσική διεργασία που συντελείται μέσα στον εγκέφαλο.  

Ο νους ως ικανότητα θέσμισης
 
Όμως εδώ ο γνωσιακός ξεχνάει, πως όταν η μηχανή χειρίζεται σύμβολα, είναι η δική μας ερμηνεία που τα έχει θέσει, δηλαδή θεσμίσει, ως σύμβολα. Η μηχανή δεν διαθέτει την ικανότητα θέσμισης, χάρη στην οποία μπορεί κανείς να πραγματευτεί διάφορα πράγματα, όπως λ.χ. τα σύμβολα, προκειμένου να επικοινωνήσει μια σκέψη πάνω σε ένα άλλο πράγμα. Για να είχε αυτή την ικανότητα, θα έπρεπε να μετέχει στη θέσμιση μέσω της οποίας αυτά τα σύμβολα τίθενται ως σύμβολα. Θα έπρεπε να έχει μια “μορφή ζωής” (κατά Βίττγκενσταϊν), η οποία πραγματώνεται σε ένα κόσμο εξωτερικό από αυτή την ίδια.

Το σύμβολο είναι σύμβολο επειδή παραπέμπει σε κάτι άλλο από τον εαυτό του, επειδή υπάρχει έξω από τον εαυτό του δυνάμει ενός θεσμού. Γι’ αυτό λοιπόν πρέπει να συμπεράνουμε, ότι δεν υπάρχει σκέψη παρά έξω από αυτό που καθιστά απλώς δυνατό το να υπάρχει −είτε αυτό είναι ένας εγκέφαλος, είτε μια μηχανή. Σε τελική ανάλυση, το λάθος των γνωσιακών επιστημόνων είναι ότι νομίζουν πως μελετούν το σκέπτεσθαι ενώ στην πραγματικότητα προσπαθούν απλώς να διερευνήσουν τους όρους που του επιτρέπουν να υπάρχει. 
 
[Δηλαδή: το γεγονός ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να σκεφτεί αν δεν έχει εγκέφαλο, δεν σημαίνει ότι μπορούμε να κατανοήσουμε το σκέπτεσθαι αναλύοντας τον εγκέφαλο∙ όπως ακριβώς και το γεγονός ότι χρειαζόμαστε πόδια για να παίξουμε μπάλα, δεν σημαίνει πως μπορούμε να κατανοήσουμε το ποδόσφαιρο μελετώντας τη φυσιολογία και την κινησιολογία των ποδιών. −σημ. HS.]»

Φεβρουάριος 2000