Φρανσουά Σιμιάν (1873-1935) |
Στο προηγούμενο βήμα είδαμε ότι η περίφημη αξία όχι μόνο δεν είναι κάποιου είδους «ουσία» του εμπορεύματος, αλλά, όπως διευκρίνησε ο Φουρκέ, είναι μια αξία την οποία πιθανολογεί
κανείς και αναμένει, μια αξία
έχει που υπολογιστεί εκ των προτέρων ως πιθανή
αξία, δηλαδή μια αξία
δυνητική ή πλασματική.
Φτάσαμε έτσι το μαχαίρι στο κόκαλο και μπορούμε τώρα να προχωρήσουμε για να δούμε καθαρότερα ότι το χρήμα, όχι μόνο δεν είναι μέσον ή εργαλείο, αλλά είναι μάλλον ένα είδος μαγικού φυλακτού, ένα τάλισμαν, όπως θα μας εξηγήσει τώρα ο Φρανσουά Σιμιάν.
Οπωσδήποτε είναι πολύ δύσκολο να μεταφερθεί με αποσπάσματα
το πνεύμα ενός τόσο πυκνού κειμένου όπως αυτό που παρουσιάζουμε εδώ. Ωστόσο πρόκειται για μια
μελέτη εντελώς
απαραίτητη, που νομίζουμε
ότι είναι σαφής και δεν χρειάζεται να πούμε κάτι περισσότερο. Σημειώνουμε προς το παρόν τη βαρύτητα που έχει η απόρριψη της ιδέας ότι η χρηματική ανταλλαγή
προήλθε από τον αντιπραγματισμό
σαν δήθεν μια «βολικότερη» μετεξέλιξή του, και γενικότερα της ιδέας ότι ο άνθρωπος κινείται με πηδάλιο το «βολικότερο» και το «ωφέλιμο». Πράγματι, η ιδέα ότι η χρηματική ανταλλαγή αποτελεί απλή εξέλιξη του αντιπραγματισμού προέρχεται από την πλάνη του ωφελιμισμού, που θέλει να βλέπει την ανταλλαγή ως ανταλλαγή «χρήσιμων» πραγμάτων ή, όπως το έλεγαν οι αστοί οικονομολόγοι, «αξιών χρήσης» - απ' όπου και όλες οι ανοησίες περί «διπλής φύσης» του εμπορεύματος («αξία χρήσης» και «ανταλλακτική αξία»).
Σημειώνουμε ότι τα 7 μέρη στα οποία χωρίσαμε το κείμενο του Σιμιάν για να γίνει πιο ευανάγνωστο εδώ, δεν
αντιστοιχούν σε αυτά του πρωτότυπου κειμένου. - Σημ. H.S.
* * *
«Αντίθετα από τα φαινόμενα, μπορούμε να πούμε ότι η οικονομική σκέψη γεννήθηκε και αναπτύχθηκε
σε άμεση σύνδεση με το φαινόμενο του νομίσματος. Ας προσπαθήσουμε όμως να δούμε πού οφείλεται η αμηχανία,
η φλύαρη πολυπλοκότητα, η αντιφατικότητα και η λίγο-πολύ ξεκάθαρη αποτυχία να
κατανοηθεί το φαινόμενο του χρήματος. (...)
Α. Οι θεσμοί, άρα και το χρήμα, δεν φτιάχνονται για λόγους «βολής»
Με πρώτο τον Λοκ, κάθε συγγραφέας με ‘‘κοινό νου’’
ισχυρίζεται ότι το χρήμα εφευρέθηκε επειδή οι άνθρωποι ήθελαν να διευκολύνουν τις
ανταλλαγές τους και θεώρησαν ότι τους βόλευε να βρουν ένα κοινό μέσον και να
συμφωνήσουν ότι αυτό θα έχει στο εξής γενική και αναγνωρισμένη από όλους
ανταλλακτική αξία. Αυτή η άποψη αποτελεί ακριβή αντανάκλαση της ιδέας του ‘‘κοινωνικού
συμβολαίου’’, με την οποία, και πάλι κατά το 18ο αιώνα, θέλησαν να εξηγήσουν
το σχηματισμό ολόκληρης της κοινωνίας των πολιτών. Ωστόσο, ξέρουμε πολύ καλά
ότι αυτή η τεχνητή κατασκευή δεν είχε καμιά σχέση με την ιστορική αλήθεια και
ούτε μπορούσε να εξηγήσει πραγματικά τα κύρια χαρακτηριστικά της κοινωνικής
πραγματικότητάς μας. (…)
Η εξήγηση ενός θεσμού, ενός κοινωνικού κανόνα, με το
σκεπτικό ότι ‘‘βόλευε’’ τους ανθρώπους διαψεύδεται από τα γεγονότα και, σε ό,τι
αφορά το θέμα που πραγματευόμαστε εδώ, δεν στάθηκε ποτέ δυνατό να καταδειχτεί
πού και πότε οι άνθρωποι, οι κοινωνίες, πέρασαν από τον αντιπραγματισμό στην χρηματική ανταλλαγή επειδή το έβρισκαν ‘‘πιο βολικό’' . (…)
Δεν αμφισβητούμε βέβαια ότι σε πάμπολλες και πολύ
διαφορετικές μεταξύ τους κοινωνίες (και όχι κατ’ ανάγκη πρωτόγονες)
πραγματοποιούνταν πλήθος ανταλλαγών χωρίς τη μεσολάβηση του χρήματος. Όμως, τα
ουσιώδη χαρακτηριστικά αυτών των ανταλλαγών δείχνουν ξεκάθαρα ότι επρόκειτο
για ανταλλαγές που δεν διέθεταν κανένα από τα θεμελιακά χαρακτηριστικά της
χρηματικής ανταλλαγής. Επομένως, δεν έχει ακόμα αποδειχτεί στο παραμικρό ότι η
χρηματική ανταλλαγή προήλθε από τον αντιπραγματισμό, δηλαδή ότι περάσαμε από
τον ένα στην άλλη. (…)
Εφόσον, όπως είδαμε, η χρηματική ανταλλαγή δεν μπορεί να
εξηγηθεί με το σκεπτικό ότι οι άνθρωποι προτιμούν κάτι που φαίνεται ‘‘βολικότερο’’
και συνάπτουν ένα ‘‘κοινωνικό συμβόλαιο’’ πάνω σε αυτό, τότε για ποιο λόγο
εξακολουθούμε να θεωρούμε ότι οι πραγματικοί ιστορικοί λόγοι που οδήγησαν στην ‘‘εκλογή’’
των λεγόμενων πολύτιμων μετάλλων (χρυσός ή ασήμι) ως μέσων της χρηματικής
ανταλλαγής, εξηγούνται με ένα τέτοιας λογής σκεπτικό; Γιατί εξακολουθούμε να λέμε δηλαδή ότι
προτιμήθηκαν επειδή τα πολύτιμα μέταλλα έχουν, ως υλικά, ‘‘βολικές’’ για το
σκοπό αυτό ιδιότητες (π.χ. δεν αλλοιώνονται, είναι εύκολο να κοπούν και να τα
κουβαλήσει κανείς πάνω του, κ.ο.κ.);
Β. Τι λένε τα ιστορικά δεδομένα για την εφεύρεση του χρήματος
Ας δούμε τι μας λένε εδώ τα πραγματικά ιστορικά γεγονότα.
Πρώτα-πρώτα, μας λένε ότι ως χρήμα δεν χρησιμοποιήθηκαν γενικώς κάποια ‘‘πολύτιμα
μέταλλα’’, αλλά μόνον εκείνα που συνδεόταν με μια έκφραση ισχύος. Και δεύτερον, μας
λένε ότι ως χρήμα χρησιμοποιήθηκαν και ένα σωρό άλλα πράγματα, συχνά εντελώς
απίθανα, εκτός από τα λεγόμενα πολύτιμα μέταλλα. Επίσης, από τις υποτιθέμενες ‘‘βολικές’’ ιδιότητες των
πολύτιμων μετάλλων, (α) καμιά τους δεν λείπει (πολλές φορές
μάλιστα είναι ανώτερη) από άλλα μέταλλα ή άλλα υλικά∙ και (β) καμιά τους δεν λείπει ούτε από
πολλά άλλα αντικείμενα που χρησιμοποιήθηκαν ως νομίσματα.
Εκείνο όμως που κάνει τη διαφορά στην ‘‘εκλογή’’ ενός
μετάλλου ή οποιουδήποτε άλλου αντικειμένου ως νομίσματος, είναι το αν εκφράζει
κοινωνικό κύρος και διαθέτει κοινωνική βαρύτητα.
[Μεταξύ πολλών παραδειγμάτων αναφέρουμε:]
α) Σε μια εργασία του που πέρασε απαρατήρητη [The Evolution of modern money, 1901),
ο W.W. Carlyle σημείωνε πως όλα τα πολυποίκιλα αντικείμενα
που χρησιμοποιήθηκαν ή εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται ως νομίσματα, υπήρξαν
κυριολεκτικά (ή χρησιμοποιούνταν παράλληλα και σαν) ‘‘στολίδια’’,
σαν κοσμήματα −δηλαδή ως αντικείμενα αποκλειστικά κοινωνικής
αξίας και όχι ως χρηστικά αντικείμενα προορισμένα για την ικανοποίηση
βιολογικών αναγκών του ανθρώπου. (…)
β) Όπως αναφέρει ο Ossendwoski στο Λεξικό της αξιοσημείωτης
εθνογραφικής μονογραφίας του Hommes, bêtes et dieux [Άνθρωποι, κτήνη και θεοί, 1922], η λέξη hatyk αναφέρεται σε ένα κομμάτι από
λευκό ή κίτρινο μετάξι, το οποίο προσφέρεται σαν δώρο στους φιλοξενούμενους, τους
αρχηγούς, τους λάμας και τους θεούς, και σημαίνει
επίσης νόμισμα (αξίας περίπου 2-3 γαλλικών φράγκων). (…)
γ) Ο J.L. Laughlin μάς υπενθυμίζε ότι οι πρώτοι άποικοι
στις μετέπειτα Η.Π.Α. χρησιμοποιούσαν ως νόμισμα στις ανταλλαγές τους με τους
Ινδιάνους ιθαγενείς τα wampum, τα οποία ήταν ζώνες ή κολλιέ από
διάφορα κοχύλια και χρησιμοποιούνταν σαν νόμισμα όχι μόνο επειδή ήταν
κοσμήματα αλλά και επειδή είχαν χρησιμοποιηθεί ως ‘‘ενθύμια’’ για να θυμίζουν
σπουδαία γεγονότα. (…)
δ) Ο Louis Capitan [στο Le travail en Amérique avant et après Colombe∙ Η εργασία στην Αμερική πριν και μετά τον Κολόμβο, 1930] επισημαίνει ότι στο Μεξικό
θεωρούσαν πως ο χρυσός και το ασήμι −που τα χρησιμοποιούσαν και για τα
νομίσματα− είχαν θεϊκές ιδιότητες, γι’ αυτό και όποιος έκλεβε χρυσάφι ή ασήμι
τιμωρούνταν με θάνατο. Πίστευαν μάλιστα ότι οι ιδιότητες αυτές μεταβιβάζονταν
μυστηριωδώς στους χρυσοχόοους, που τα εργάζονταν. (…)
ε) Ο De Groot [στο The religious system of China, 1892] αναφέρει ότι οι αρχαίοι Κινέζοι εβαζαν κομματάκια χρυσάφι (όχι χρυσά νομίσματα) στο
στόμα των νεκρών, επειδή πίστευαν ότι ο χρυσός (αλλά και άλλες ουσίες) εμπόδιζε
την αποσύνθεση. Οι αρχαίοι Έλληνες πάλι, επειδή δεν καταλάβαιναν αυτή την
ιεροτελεστεία, την ερμήνευσαν σαν να ήταν πρώιμοι ‘‘βολταιρικοί’’, θεωρώντας ότι το
χρυσάφι αυτό χρησίμευε στους νεκρούς για να πληρώσουν τον Χάροντα.
Σε τελική ανάλυση, και εμείς οι ίδιοι με τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό
μας όταν τοποθετούμε τάματα από χρυσό ή ασήμι στους ναούς, δεν αναρωτιόμαστε άραγε αν
το κάνουμε επειδή αυτά τα μέταλλα έχουν αξία και ότι γι’ αυτό ταιριάζει να τα
προσφέρουμε στο Θεό, ή ότι έχουν αξία επειδή ήταν πάντοτε υλικά που τα
αφιερώναμε στους θεούς και ότι έτσι κατά κάποιον τρόπο αντανακλούν ή ακόμα και
έχουν μέσα τους κάτι από τη θεϊκή υπόσταση; (…)
Γ. Το χρήμα δεν είναι εμπόρευμα
Αν τώρα, από μια εντελώς διαφορετική πλευρά, εξετάσουμε με
ποιο τρόπο μπορεί να λειτουργήσει ένα αντικείμενο ως νόμισμα στην ανταλλαγή
εμπορευμάτων, θα διαπιστώσουμε ότι δεν μπορεί να είναι ένα εμπόρευμα όπως όλα
τα άλλα.
Απλοποιώντας, ας πάρουμε μια αγορά στην οποία συναντώνται και ανταλλάσσονται πέντε εμπορεύματα, α, β, γ, δ και ε. Για να καθοριστεί ένα σύστημα τιμών σε αυτή την αγορά, θα πρέπει οι σχέσεις ανταλλαγής να εκφραστούν σε ένα αριθμό εξισώσεων ίσο προς το αριθμό των αγνώστων που είναι οι τιμές αυτών των πέντε εμπορευμάτων. Οι σχέσεις ανταλλαγής τους μπορούν να γραφτούν απλά ως εξής:
Απλοποιώντας, ας πάρουμε μια αγορά στην οποία συναντώνται και ανταλλάσσονται πέντε εμπορεύματα, α, β, γ, δ και ε. Για να καθοριστεί ένα σύστημα τιμών σε αυτή την αγορά, θα πρέπει οι σχέσεις ανταλλαγής να εκφραστούν σε ένα αριθμό εξισώσεων ίσο προς το αριθμό των αγνώστων που είναι οι τιμές αυτών των πέντε εμπορευμάτων. Οι σχέσεις ανταλλαγής τους μπορούν να γραφτούν απλά ως εξής:
f(α) = f(β)
f(β) = f(γ)
f(γ) = f(δ)
f (δ)= f(ε)
Όμως, αυτό το σύστημα των πέντε εξισώσεων μπορεί άραγε να
προσδιορίσει, πέρα από τις σχετικές
τιμές αυτών των εμπορεύματων, ένα σύστημα
τιμών τους; Αν υποθέσουμε ότι θέλουμε να προσδιορίσουμε τρία διαφορετικά ύψη,
π.χ. ενός δέντρου, μιας εκκλησίας και ενός καμπαναριού, αρκεί να ξέρουμε ότι το
καμπαναριό έχει διπλάσιο ύψος από το δέντρο και πενταπλάσιο από την εκκλησία;
Δεν αρκεί! Έτσι, ακόμη κι αν γνωρίζουμε τις σχέσεις ανάμεσα στις τιμές των πέντε
εμπορευμάτων μας [π.χ. η τιμή του β είναι διπλάσια από την τιμή του α, η τιμή
του γ είναι τριπλάσια από την τιμή του β, κ.ο.κ.], θα οδηγούμαστε πάντοτε σε
ένα σύστημα τεσσάρων εξισώσεων με πέντε αγνώστους.
Επομένως, για να καθορίσουμε ένα σύστημα τιμών στη συγκεκριμένη αγορά,
χρειαζόμαστε και μια πέμπτη εξίσωση, ανεξάρτητη είτε από
κάποιες από τις προηγούμενες τέσσερεις, είτε από όλες τους.
Για να φτιάξουμε όμως αυτή την πέμπτη εξίσωση, θα πρέπει
να συναρτήσουμε μία από τις σχετικές τιμές αυτών των πέντε εμπορευμάτων με έναν όρο
διαφορετικό
και ανεξάρτητο από τις πέντε σχετικές τιμές. Αυτός ο διαφορετικός και
ανεξάρτητος όρος θα είναι ο νομισματικός
όρος. Ειδάλλως δεν μπορεί να υπάρξει σύστημα τιμών και επομένως αγορά.
Να λοιπόν γιατί είναι
λάθος να θεωρούμε, ότι το νόμισμα είναι και αυτό ένα εμπόρευμα. Ακόμη κι αν, παρ’
όλα αυτά, επιμένουμε να ονομάζουμε εμπόρευμα το χρυσό ή το ασημένιο νόμισμα, θα
πρέπει τουλάχιστον να παραδεχτούμε ότι πρόκειται για ένα μοναδικό, εντελώς
ξεχωριστό εμπόρευμα, ένα εμπόρευμα που διαθέτει μια ιδιαίτερη ιδιότητα, η οποία
όχι μόνο το ξεχωρίζει από τα όλα άλλα, αλλά και το αντιπαραθέτει προς αυτά.
Είναι όμως λογικό να εξακολουθήσουμε να χρησιμοποιούμε το ίδιο όνομα
−εμπόρευμα− για δυο εντελώς διαφορετικές, ακόμα και αντιτιθέμενες μεταξύ τους,
πραγματικότητες; (…)
Δ. Νομίσματα: αντικείμενα με μαγική, θρησκευτική, ηθική αξία
Με βάση όλα όσα είπαμε μέχρι τώρα, προκύπτει άραγε ότι
είναι εντελώς αναγκαίο να αναγνωρίζεται πάντοτε ως νόμισμα το μεταλλικό
νόμισμα, που είναι φτιαγμένο από κάποιο πολύτιμο μέταλλο ή από ένα κράμα με
βάση ένα πολύτιμο μέταλλο; Ασφαλώς όχι! Είδαμε άλλωστε ότι πολλά άλλα
αντικείμενα χρησίμευσαν και χρησιμεύουν ακόμα σαν νομίσματα. Όμως, όπως είδαμε, είχαν όλα τους ένα κοινό
χαρακτηριστικό: ότι μεσα στο κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο
λειτούργησαν ως νομίσματα, ήταν πάντοτε αντικείμενα επενδεδυμένα με μια εξω-οικονομική, μαγική,
θρησκευτική, ηθική αξία.
Ως προς αυτό το χαρακτηριστικό τους λοιπόν, θεωρούμε ότι
τα κάθε λογής νομίσματα ‘‘εκλέχτηκαν’’ για να αναλάβουν τη λειτουργία που
περιγράψαμε πιο πάνω, δηλαδή της μονάδας μέτρησης που είναι ανεξάρτητη από τις σχετικές τιμές των εμπορευμάτων επειδή ακριβώς αντιπροσωπεύει μια
μη-οικονομική αξία.
Ε. Χρήμα, εμπιστοσύνη και δυσπιστία: δεν πρόκειται για υποκειμενικά συναισθήματα
Ασφαλώς, με την ανάπτυξη της σύγχρονης οικονομίας, η
οικονομική αξία έχασε τον θρησκευτικό χαρακτήρα της. Μήπως λοιπόν είναι
υπερβολικό αυτό που προτείνω, δηλαδή να θεωρούμε ως βάση κάθε συστήματος τιμών στις προηγμένες οικονομίες
κάποιο υπόλειμμα μαγικοθρησκευτικής προκατάληψης (ήδη αποξενωμένο μάλιστα από
τα θρησκευτικά πιστεύω και τις θρησκευτικές πρακτικές αυτών των προηγμένων
κοινωνιών), όσο μεγάλο κι αν είναι πράγματι αυτό το υπόλειμμα; Δεν είναι σαν να
θεωρούμε ως αναγκαία και κεντρικά για την άσκηση της σύγχρονης Ιατρικής τα
(οπωσδήποτε διόλου αμελητέα) απομεινάρια από τις δεισιδαιμονίες των μαγικών πρακτικών των πρωτόγονων κοινωνιών; (…)
Ο μόνος τρόπος για να απαντήσουμε σε αυτό το πρόβλημα, είναι να δούμεπρώτα-πρώτα με ποιον τρόπο έχουν λειτουργήσει σε τέτοιου τύπου ‘‘λαϊκές’’ [μη-θρησκευτικές]
οικονομίες νομισματικά συστήματα, που δεν στηρίζονται στα
πολύτιμα μέταλλα. Η λειτουργία τέτοιου τύπου νομισμάτων είναι εξαιρετικά
διδακτική, διότι πρόκειται για νομίσματα διπλής προέλευσης:
α) προέλευσης οικονομικής, όπως π.χ.
τα ‘νομίσματα’ που κυκλοφορούν σε ομάδες νέων που δεν μπορούν να έχουν ικανές
ποσότητες μεταλλικών νομισμάτων αλλά ταυτόχρονα χρειάζονται κάποιου είδους
νόμισμα για να κανονίζουν τις μεταξύ τους συναλλαγές∙ και
β) προέλευσης έξω-οικονομικής, όπως όταν π.χ. σε
περίπτωση εθνικής κρίσης, είτε εσωτερικής είτε λόγω πολέμου, το κράτος έχει άμεση ανάγκη από χρήματα που
δεν μπορούν να καλυφθούν από τους φόρους ή με δανεισμό, οπότε παρατηρείται η
κυκλοφορία νέων νομισματικών μέσων.
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, τόσο η παρούσα όσο και πολύ
περισσότερο η μελλοντική αξία αυτών των νομισμάτων δεν είναι αποτέλεσμα
θετικών, στατιστικών προσδιορισμών, αλλά είναι απλώς και μόνο θέμα εκτίμησης, γνώμης, πεποίθησης, δηλαδή με
δυο λόγια ζήτημα ‘εμπιστοσύνης’ (ή
δυσπιστίας). Μιας εμπιστοσύνης που δεν κάθεται κανείς να την αναλύσει
διεξοδικά για να δει αν στέκει, και που γι’ αυτό το λόγο είναι ίσως ακόμα πιο
ισχυρή −κοντολογής, μιας ολικής εμπιστοσύνης συναισθηματικού τύπου, μιας
πίστης
σε εκείνους που έχουν εκδώσει το συγκεκριμένο νόμισμα, πίστης στο μέλλον
τους ή στο μέλλον της χώρας, αν είναι χώρα αυτή που τα εξέδωσε. (…)
Βέβαια αυτή η πίστη-εμπιστοσύνη δεν είναι ο μοναδικός
παράγοντας εκτίμησης αυτών των νομισμάτων. Με μια πρώτη ματιά, φαίνεται να
παίζει ρόλο −για τον άνθρωπο της πιάτσας τουλάχιστον− και η μάζα αυτών των
νομισματικών μέσων. Όμως και πάλι, αυτό που λογαριάζει ο άνθρωπος της πιάτσας
δεν είναι μόνον η τωρινή μάζα του συγκεκριμένου νομίσματος. Είναι κυρίως η μελλοντική μάζα του όπως την προβλέπουν με
τη βοήθεια εκτιμήσεων, πιθανολογιών, εκτιμώμενων δυνατοτήτων. Αυτός λοιπόν, ας το
υπογραμμίσουμε, θα μπορούσε να είναι και ο τρόπος με τον οποίον καθορίζονται
πάντοτε οι τιμές όλων των εμπορευμάτων −και πραγματικά, η πρόβλεψη για τη
μελλοντική ποσότητα του τάδε εμπορεύματος (σε συνάρτηση και με τη μελλοντική
του ζήτηση) επηρεάζει τη τύχη του στην αγορά εξίσου ή και περισσότερο από την
τωρινή προσφορά και ζήτησή του. (…)
Αυτός ο παράγοντας, που αφορά στη μελλοντική
κατάσταση του συγκεκριμένου νομισματικού μέσου, δεν είναι παράγοντας που
καθορίζεται ή μπορεί να καθοριστεί με την χρήση των μαθηματικών πιθανοτήτων.
Είναι παράγοντας που έχει να κάνει με την εκτίμηση,
η οποία δεν είναι θέμα λογικής
πρόβλεψης αλλά, και πάλι, εμπιστοσύνης (ή δυσπιστίας). (…)
Επομένως, η αξία και αυτών των ‘‘λαϊκών’’ νομισμάτων δεν
θεμελιώνεται σε κάποια φυσικά ή ποσοτικά στοιχεία, τα οποία υποτίθεται πως
συναρτώνται μεταξύ τους με μια μαθηματική σχέση μέτρησης. Απεναντίας, προκύπτει
από εκτιμήσεις, πιθανολογίες, πιστεύω, έκφραση εμπιστοσύνης ή δυσπιστίας. Και αν
αυτή η πίστη, η εμπιστοσύνη ή δυσπιστία επιδρούν πολύ πραγματικά πάνω στα ίδια
τα υλικά στοιχεία της οικονομικής ζωής, αυτό συμβαίνει επειδή δεν
πρόκειται για υποκειμενικά συναισθήματα.
Επομένως, η λογική και συνάμα συναισθηματική παράσταση που λέγεται
νόμισμα, δεν γεννιέται από κάποια νηφάλια και σοφά άτομα (που όπως
είδαμε δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν τις πραγματικές συμπεριφορές του
χρήματος). Γεννιέται από ομάδες, συλλογικότητες, έθνη. Είναι μια παράσταση κοινωνική.
Ο χαρακτήρας και ο ρόλος του νομίσματος
είναι εξόχως αντικειμενικοί, ακριβώς επειδή το χρήμα είναι μια κοινωνική πεποίθηση και πίστη, και επομένως μια κοινωνική
πραγματικότητα.
ΣΤ. Το κύρος του χρήματος είναι έξω-οικονομικό
Μελετώντας την αντικειμενική εξέλιξη του χρήματος, είδαμε ότι ο χρυσός, το ασήμι και άλλα αντικείμενα έγιναν νομίσματα στο
βαθμό που ήταν επενδεδυμένα με μια ανώτερη δύναμη πάνω στους ανθρώπους και στα
πράγματα, σύμφωνα με κάποια κοινωνικά πιστεύω θρησκευτικού και μαγικού
χαρακτήρα. Ακόμα και στις σημερινές κοινωνίες μας, που λέμε πως είναι
οικονομικά ανεπτυγμένες, αυτό το μακρυνό υπόστρωμα δεν είναι καθόλου αμελητέο
και εξακολουθεί να επιδρά πάνω μας, πολύ περισσότερο μάλιστα στο βαθμό που δεν
το συνειδητοποιούμε και αποφεύγουμε να το αναλύσουμε. (…)
Χάρη στο εξω-οικονομικό κύρος τους, τα πολύτιμα μέταλλα και τα αντικείμενα που
χρησιμοποιήθηκαν και χρησιμοποιούνται ως νομίσματα επικράτησαν, επιβλήθηκαν και
επιβάλλονται πάνω στους ανθρώπους ακόμα και στην ίδια την οικονομική σφαίρα.
Σιγά-σιγά, αυτό το μαγικό κύρος μετατέθηκε και συγκεντρώθηκε ως κύρος οικονομικό, ως δύναμη απόκτησης υπηρεσιών και πραγμάτων με αντάλλαγμα το συγκεκριμένο νόμισμα.
Αλλά με ποιον τρόπο έγινε αυτό; Έγινε επειδή ακριβώς ο πωλητής αυτών των υπηρεσιών και πραγμάτων
θεώρησε ότι, έχοντας αποκτήσει το χρήμα, απέκτησε τη δύναμή του πάνω στους
ανθρώπους και στα πράγματα. Και αυτή η δύναμη θεωρήθηκε τέτοια, επειδή την ίδια
στιγμή ήταν δύναμη καθολική, δηλαδή επειδή με το χρήμα είχε κανείς τη δύναμη
πρόσβασης ‘‘in commercio’’ σε όλα τα αγαθά −με άλλα
λόγια, επειδή η δύναμη του χρήματος έχει πέραση σε κάθε κοινωνία που το έχει
υιοθετήσει και επομένως παρουσιάζεται σαν μια δύναμη που εκτείνεται στο άπειρο
μέλλον. (…)
Σε τι άλλο στηρίζεται λοιπόν η πίστη σε αυτό το πράγμα ‘‘που
δεν χρησιμεύει σε τίποτε άλλο πέρα από το ότι έχει τη δύναμη ιδιοποίησης όλων
των πραγμάτων’’, αν όχι στην κοινή γνώμη, στην πεποίθηση ότι αντιπροσωπεύει μια
ανώτερη δύναμη κι αξία, και μάλιστα ότι έτσι συνέβαινε από αρχαιοτάτων χρόνων;
(…)
Ζ. Η πρωταρχικότητα της κριτικής του χρήματος
Πρέπει λοιπόν, αντιστρέφοντας τη λογική που έχει επικρατήσει
μέχρι τώρα, να τονίσουμε ότι αυτό που
συγκαλύπτει τα πραγματικά οικονομικά φαινόμενα, δεν είναι το χρήμα και το νόμισμα, όπως πιστεύεται, αλλά απεναντίας η προσπάθεια να εξετάσουμε
τα φαινόμενα αυτά βάζοντας σε δεύτερη μοίρα ή παραβλέποντας το χρήμα. (…)
Οφείλουμε επιτέλους να πραγματευτούμε το νόμισμα ως ένα γεγονός
(…) το οποίο είναι αυτό που είναι και δρα όπως δρα επειδή είναι μια κοινωνική
πραγματικότητα.»
Φρανσουά Σιμιάν, Το νόμισμα ως κοινωνική πραγματικότητα (1934)