Σελίδες

11 Φεβρουαρίου 2006

Η κοινωνία του κορπορατισμού : πώς ο Μουσολίνι κέρδισε τον πόλεμο!



Θα παρουσιάσω εδώ το βιβλίο του Καναδού συγγραφέα John Ralston Soul,  Πολιτισμός χωρίς συνείδηση (Ροές, Απρίλιος 2000).

Πριν από λίγα χρόνια, στην προσπάθειά μου να κατανοήσω βαθύτερα το πρόβλημα που πολύ σχηματικά ονομάζουμε «δυτικός πολιτισμός», έπεσε στα χέρια μου, χάρη στο φίλο μου Υβ Λε Μανάκ, ένα ογκώδες βιβλίο που το όνομα του  συγγραφέα του δεν μού έλεγε τίποτα αλλά ο τίτλος, και κυρίως ο υπότιτλός του, υπόσχονταν πολλά. Τίτλος : Voltaire's bastards (Τα νόθα παιδιά του  Βολταίρου)! Υπότιτλος : The dictatorship of Reason in the West, (Η δικτατορία του  Ορθού Λόγου στη Δύση)!! Πρώτη έκδοση, The Free Press, Νέα Υόρκη, 1992. 

Από την κριτική του ρασιοναλισμού στην κριτική του κορπορατισμού

Παρά τις σχεδόν οκτακόσιες σελίδες του, το διάβασα μονορούφι και από τότε συχνά ανατρέχω σε κάποιο από τα είκοσι δύο κεφάλαιά του. Διότι είχα μπροστά μου μια πολύπλευρη μελέτη πάνω στο δυτικό πολιτισμό, η οποία κάλυπτε μια ευρύτατη ιστορική περίοδο (από το Μεσαίωνα έως τις μέρες μας) χωρίς να ξεπέφτει στον ακαδημαϊσμό, μιας και ο συγγραφέας του ήθελε με αυτήν να φωτίσει το παρόν προκειμένου να απαντήσει σ' ένα συγκεκριμένο φλέγον ερώτημα: γιατί η θεωρούμενη ως κοιτίδα της σύγχρονης Δημοκρατίας, του  Ορθού Λόγου και των Δικαιωμάτων του Πολίτη πάσχει από ένα έλλειμμα πραγματικής δημοκρατίας, το οποίο οξύνεται όλο και περισσότερο καθώς μεγαλώνει η παθητικότητα της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών;

Οπωσδήποτε, το ζήτημα της παθητικότητας των πολιτών είχε ήδη απασχολήσει μια πολύχρονη αναφορά μου, τους καταστασιακούς (situationnistes), και είχε οδηγήσει τον Γκυ Ντεμπόρ να ορίσει τη σύγχρονη κοινωνία ως «κοινωνία του  θεάματος». Ωστόσο, οι κριτικές αναλύσεις του  Ντεμπόρ παρέμεναν εξαιρετικά αφηρημένες και πολύ γενικής χρήσεως καθώς, παρά την αξία τους, δεν κατόρθωναν να αναλύσουν με πολιτικούς όρους τη δραστηριότητα εκείνη που επιδιώκει και δικαιολογεί ιδεολογικά αυτή την παθητικότητα
γεγονός άλλωστε, που οδήγησε προς το τέλος τον ίδιο τον Ντεμπόρ σε μια σχεδόν συνομωσιολογική αντίληψη των πολιτικών ζητημάτων, κάνοντάς τον αναπάντεχα αποδεκτό, ως «θεωρητική αναφορά», ακόμα και από ορισμένους δημοσιογραφικούς, πανεπιστημιακούς και πολιτικούς κύκλους που οπωσδήποτε ο ίδιος αποστρεφόταν βαθύτατα.

Στα Νόθα παιδιά του  Βολταίρου, ο  Σάουλ  θεμελίωνε αριστοτεχνικά και πειστικά τις απαντήσεις του φωτίζοντας ένα ιστορικό-πολιτικό γεγονός, που οπωσδήποτε έχει διαφύγει τόσο από τους καταστασιακούς και τον Ντεμπόρ όσο και από πολλούς ιστορικούς και κοινωνικούς αναλυτές, και ιδιαίτερα από εκείνους που θεώρησαν πως η δημοκρατική διεκδίκηση είναι απολύτως ταυτόσημη με το «Διαφωτισμό». 


Ξεδιαλύνοντας την αχλή των μύθων, επεσήμαινε ότι ο ρασιοναλισμός, δηλαδή η ιδεολογία που θέλει τον «ορθό λόγο» υψηλότερη έκφραση του  ανθρώπινου και πανάκεια για την επίλυση των κοινωνικών προβλημάτων, υπήρξε σημαία και αιχμή του  δόρατος μιας κοινωνικής ομάδας, και συγκεκριμένα των Αυλικών. Τόνιζε λοιπόν, πως η ομάδα αυτή χαρακτηρίζεται κυρίως από την ανεύθυνη έπαρση δεδομένου ότι, μέσω των συμβουλών της, ελέγχει την εξουσία χωρίς ωστόσο να υφίσταται άμεσα τις συνέπειες των αποφάσεων που τη διαμορφώνουν, και από μια βαθύτατη δυσπιστία έως αποστροφή προς το λαϊκό στοιχείο. Κάτι που υπογράμμιζε εκεί ο Σάουλ, ήταν ότι οι Αυλικοί δεν έχουν κανένα ουσιαστικό ενδιαφέρον για τη Δημοκρατία, ούτε και για το ήθος που αυτή προϋποθέτει και απαιτεί, και έδειχνε πως η περίφημη «αστική επανάσταση» ήταν σε μεγάλο βαθμό η πρώτη ιστορική απόπειρα των Αυλικών να καταλάβουν την εξουσία.
Έτσι, με πλήθος παραδειγμάτων, κατέδειξε ότι οι σημερινοί τεχνοκράτες και μάνατζερς, που επίσης ελέγχουν την εξουσία χωρίς να υφίστανται άμεσα τις συνέπειες των αποφάσεων που τη διαμορφώνουν, είναι κατευθείαν απόγονοι των Αυλικών και του  «ορθολογιστικού» και βαθιά αντιδημοκρατικού ήθους τους. Κοντολογίς, έδειξε ότι μια ευθεία γραμμή, μια «κοινότητα παράδοσης», συνδέει λ.χ. τον Νικολό Μακιαβέλι με τον Ρόμπερτ ΜακΝαμάρα, μια κοινή παράδοση που δεν έχει σχέση με το δημοκρατικό αίτημα, το οποίο διαμορφώθηκε από εντελώς άλλα ιστορικά ρεύματα και ανθρώπους, αλλά επιπλέον επιχειρεί να το διαστρέψει όταν δεν μπορεί να το εκμηδενίσει.

Οι δυο άξονες του βιβλίου


Έχοντας λοιπόν μελετήσει και εκτιμήσει Τα Νόθα παιδιά του Βολταίρου, και γνωρίζοντας ότι μάλλον δύσκολα θα έβρισκε εκδότη στη χώρα μας (800 σελίδες ενός άγνωστου συγγραφέα; α-πί-θα-νο!), υποδέχτηκα με ενθουσιασμό την έκδοση στα ελληνικά ενός πιο πρόσφατου βιβλίου του  Τζον Σάουλ, το Πολιτισμός χωρίς συνείδηση (The Unconscious Civilization). Ούτε εδώ με απογοήτευσε ο Καναδός. Αντίθετα! Όπως επισημαίνει στον πολύ χρήσιμο πρόλογό του ο δρ Αστέρης Χουλιάρας του  Χαροκόπειου Πανεπιστημίου, στις 290 σελίδες αυτής της νέας μελέτης του, ο Σάουλ «αναδιατυπώνει και επεκτείνει τα επιχειρήματα που ανέπτυξε στο Voltaire’s Bastards, και παρουσιάζει με συνοπτικό αλλά περιεκτικό και πειστικό τρόπο ενδιαφέρουσες ιδέες για το παρόν και το μέλλον της δημοκρατίας».

Πράγματι, δύο είναι οι βασικοί άξονες που συνθέτουν το Πολιτισμός χωρίς Συνείδηση:
  • Η ανάδειξη, με πλήθος ιστορικών και σύγχρονων παραδειγμάτων και επιχειρημάτων, του  κορπορατισμού, δηλαδή της συντεχνιακής ιδεολογίας, η οποία εμπνέει τα νόθα παιδιά του  Βολταίρου, τους σημερινούς απόγονους των Αυλικών, τους τεχνοκράτες-μάνατζερς, που ευδοκιμούν τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα.
  • Η πρόταση ότι ο  «ατομικισμός» όρος που τον αντιδιαστέλλει προς τον εγωιστικό ατομισμό, μπορεί να αποτελέσει την πηγή έμπνευσης του  ήθους μιας προσωπικά υπεύθυνης στάσης, η οποία ενδιαφέρεται πρωτίστως για το κοινό καλό και  βρίσκεται στη ρίζα της ουσιαστικής δημοκρατικής διεκδίκησης.
Η μετατόπιση της πολιτικής νομιμότητας

Ο  Σάουλ  είναι δραματικά σαφής:
«Πιστεύω ότι, ήδη, στις κοινωνίες της Δύσης βρισκόμαστε πολύ κοντά σε μια μετατόπιση της νομιμότητας. Η αληθινή εξουσία σήμερα ανήκει στο νέο-κορπορατισμό, ο οποίος στην ουσία είναι ο παλιομοδίτικος κορπορατισμός» (σ. 39). «Ζούμε σε μια κορπορατιστική κοινωνία με ελαφρές αξιώσεις δημοκρατίας» (σ. 61), όπου «οι σοβαρές, σημαντικές αποφάσεις δεν λαμβάνονται με δημοκρατικές συζητήσεις ή με τη συμμετοχή του  πολίτη, αλλά μέσα από διαπραγματεύσεις ανάμεσα στις ενδιαφερόμενες ομάδες, όπου κυριαρχεί η καπατσοσύνη, το συμφέρον και η ικανότητα άσκησης εξουσίας» (σ. 60).
Η διαμόρφωση ενός «πολιτισμού χωρίς συνείδηση», ενός πολιτισμού που αποστρέφεται την αυτογνωσία και ταυτόχρονα οδηγεί τον πολίτη στην παθητικότητα, οφείλεται λοιπόν στο σφετερισμό της διακυβέρνησης από τους επαρμένους νέο-Αυλικούς τεχνοκράτες και μάνατζερς, στην επικράτηση της κορπορατιστικής ιδεολογίας που τους εμπνέει και στη συνακόλουθη «μετατόπιση της νομιμότητας στην κοινωνία μας από τον πολίτη στην ομάδα» (σ. 39), ένα γεγονός που μετατρέπει τον υπεύθυνο πολίτη-άτομο σε αγελαίο υπήκοο.

Για το φαινόμενο αυτό ωστόσό δεν ευθύνεται, τονίζει ο Σάουλ, καμία συγκεκριμένη πολιτική παράταξη: 

«Τίποτε από αυτά που περιγράφω δεν αποτελεί μια απλή διαφορά ανάμεσα στην Αριστερά και τη Δεξιά. Ο κορπορατισμός διατρέχει ολόκληρο το πολιτικό φάσμα» (σ. 141). 
Είναι πράγματι χαρακτηριστικό ότι, πέραν των ιστορικών προσώπων που προσμετράει ο ίδιος ο  Σάουλ  μεταξύ των οπαδών του  κορπορατισμού (από τον Χέγκελ έως τον Durkheim), ακόμα και ο καθόλου εγελιανός Πιέρ-Ζοζέφ Προυντόν πίστευε ότι «ο νόμος δεν μπορεί να πηγάζει από καμμία βούληση, ούτε του  λαού, ούτε των εκπροσώπων του, αλλά μόνον από την αναγνώρισητης αλήθειας δια του  ορθού λόγου» (Correspondance, τ.1, σ. 178). 

Όπως επισημαίνει ο Χουλιάρας, ο  Σάουλ  είχε αρχικά επιλέξει ως υπότιτλο για το βιβλίο του τη φράση «Πώς ο Μουσολίνι κέρδισε τον πόλεμο». Διάθεση πρόκλησης; Καθόλου! Ανατρέχοντας στις ρίζες και τις πολιτικές εκφράσεις του  κορπορατιστικού κινήματος, το οποίο «γεννήθηκε το 19ο αιώνα ως εναλλακτική λύση στη δημοκρατία [προτείνοντας] να γίνεται η νομή της εξουσίας από ομάδες και όχι από μεμονωμένους πολίτες» (σ. 37), ο  Σάουλ  δείχνει 
  • αφενός το γεγονός ότι με το Φασισμό «ο κορπορατισμός βρέθηκε για πρώτη φορά στο κέντρο της σύγχρονης εξουσίας» (σ. 54), και 
  • αφετέρου, θυμίζοντάς μου εδώ μια ανάλυση που έκανε ήδη από το 1940 ο Καρλ Κορς, το γεγονός ότι, στη συνέχεια, οι υποτιθέμενοι αντίπαλοι του Ολοκληρωτισμού, το λεγόμενο μέτωπο της δημοκρατίας κατά τον Β' παγκόσμιο πόλεμο, υιοθέτησαν όλο και περισσότερο τις θεμελιώδεις αρχές του  κορπορατισμού.

Τι είναι ο κορπορατισμός


Ο όρος κορπορατισμός αναφέρεται ουσιαστική στην κοσμοθεώρηση και ιδεολογία, που θεωρεί το συμφέρον ως κινητήρια δύναμη του  ανθρώπου, και συνεπώς θεωρεί τον κόσμο ως ένα πεδίο εκδίπλωσης, σύγκρουσης και επιμερισμού συμφερόντων. Εδώ, όπως έχει τονίσει και η λεγόμενη Σχολή της Φρανκφούρτης, ο ορθός λόγος περιστέλλεται ουσιαστικά στην εργαλειακή λογική, μια κοντόθωρη λογική, βάσει της οποίας μπορώ να υπολογίσω και να αποφασίσω «τι με συμφέρει καλύτερα». Η ιδεολογία αυτή εκπορεύεται ασφαλώς από τις συντεχνιακού τύπου ομάδες συμφερόντων, που βρίσκουν σε αυτή την καταλληλότερη έκφραση και δικαιολόγησή τους. Και αν ίσως, κάποτε, ο κορπορατισμός αφορούσε σε πρακτικές που παρέμεναν περιφερειακές ή και περιθωριακές ως προς τη διακυβέρνηση της κοινωνίας, σήμερα, μετά την επιτυχία του  εγχειρήματος των «νόθων παιδιών του  Βολταίρου», την έχει διαποτίσει σε βάθος και από την κορφή έως τα νύχια.

Έτσι, στο ερώτημα «για ποιο λόγο οι κυβερνήσεις αδυνατούν να επιβάλλουν τις μακροπρόθεσμα κατάλληλες νομικές ρυθμίσεις;», η απάντηση του   Σάουλ, αποφεύγοντας τις αφελείς αντεξουσιαστικές γενικότητες, είναι καίρια:  


«Σε μεγάλο βαθμό επειδή ζούμε όντως σε μια κορπορατιστική κοινωνία, όπου η μέριμνα για το κοινό καλό έχει περιοριστεί στο ελάχιστο και οι κυβερνήσεις, μέσω των μάνατζέρ τους, πιστεύεται ότι πρέπει να επικεντρωθούν στο ρόλο του  'διαμεσολαβητή συμφερόντων' για να χρησιμοποιήσουμε τη νέο-κορπορατιστική ορολογία. Δεν υπάρχει περιθώριο για σκέψη σε κανένα επίπεδο, επειδή δεν υπάρχει περιθώριο για ανιδιοτέλεια» (σ. 199).
Γι’ αυτό άλλωστε, «ποτέ άλλοτε δεν υπήρχε τόσο πολύ διαθέσιμο χρήμα, κι όμως δεν διατίθενται χρήματα για το κοινό καλό. Σε ένα κορπορατιστικό σύστημα δεν υπάρχουν ποτέ χρήματα για το κοινό καλό, αφού η κοινωνία έχει υποβαθμιστεί σ' ένα σύνολο συμφερόντων» (σ. 64).

Οι μύθοι που στηρίζουν το σύγχρονο κορπορατισμό


Με γλώσσα συνειδητά ανεπιτήδευτη αλλά καθόλου απλοϊκή, και με επιχειρήματα συγκεκριμένα προκειμένου να απομονώσει και καταδείξει διαυγέστερα το φαινόμενο του κορπορατισμού, ο  Σάουλ  αναδεικνύει το αδιέξοδο μιας σειράς μεθόδων, τις οποίες οι σύγχρονοι μάνατζερς έχουν ανάγει σε θέσφατα (όπως η περικοπή των δαπανών στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, το φόβητρο  του  δημόσιου χρέους, ή η περιστολή της κοινωνικής πρόνοιας), και επιτίθεται συστηματικά στους θεμελιώδεις μύθους στους οποίους στηρίζεται ο κορπορατισμός. Είναι οι εξής:
  • Ο μύθος ότι η ανάπτυξη της Δημοκρατίας οφείλεται στη Βιομηχανική επανάσταση και την «ελεύθερη αγορά», ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για άσχετα μεταξύ τους και εν πολλοίς αλληλοσυγκρουόμενα φαινόμενα (και εδώ είναι αρκετά επίκαιρη η επισήμανσή του ότι η εισαγωγή του  θεσμού των ενόρκων, ήδη από το 12ο αιώνα, συνδέεται με τη δημοκρατική διεκδίκηση και την εμπιστοσύνη στον πολίτη, τη στιγμή που οι σημερινοί πολέμιοί του τον απορρίπτουν επιστρατεύοντας σαφώς κορπορατιστικά επιχειρήματα).
  • Ο (συναφής με τον προηγούμενο) μύθος των «ιδιωτικοποιήσεων», ένας μύθος μέσω του  οποίου αφενός συγκαλύπτεται το γεγονός ότι και οι ιδιωτικές επιχειρήσεις πνίγονται από τη δική τους γραφειοκρατία, και αφετέρου στην ουσία καταργείται οποιαδήποτε έννοια δημοσίου-κοινού καλού.
  • Ο μύθος της τεχνολογίας, ο τεχνολογικός μεσιανισμός, που ευαγγελίζεται την ευημερία ενώ στην πραγματικότητα υποβιβάζει την πρωτοβουλία, τη δημιουργικότητα και την κατανόηση στον απλό χειρισμό δεδομένων άψυχων αντικειμένων.
  • Ο μύθος της παγκοσμιοποίησης, δηλαδή ο μύθος ότι η αύξηση των εμπορικών συναλλαγών θα οδηγήσει τα άτομα σε μεγαλύτερη ευημερία, και ο συναφής μύθος των χρηματαγορών, δυο μύθοι που στην πραγματικότητα δεν ευνοούν την ανάπτυξη, αλλά την κερδοσκοπία.
  • Ο ίδιος ο μύθος της «οικονομικής επιστήμης»: «Ωστόσο, μέσα σε αυτά τα 25 χρόνια η οικονομική επιστήμη απέτυχε παταγωδώς να εφαρμόσει τα μοντέλα και τις θεωρίες της στην πραγματικότητα. Η αποτυχία αυτή δεν οφείλεται στο ότι δεν εισακούστηκαν οι συμβουλές των οικονομολόγων. Ίσα ίσα, οι συμβουλές τους ακολουθήθηκαν με ευλάβεια μέχρι και την παραμικρή λεπτομέρεια! Αν οι οικονομολόγοι ήταν γιατροί, θα είχαν μπλεξίματα σήμερα με μηνύσεις, οι οποίες θα είχαν ασκηθεί εναντίον τους για παράβαση καθήκοντος» (σ. 21)!
  • Και τέλος, ο μύθος ότι η εξειδίκευση ισοδυναμεί με τη γνώση.
Πέραν των προηγουμένων και πολλών άλλων (όπως η κριτική του στην «άμεση δημοκρατία των δημοψηφισμάτων»), στα οποία δεν μπορούμε ν' αναφερθούμε στα πλαίσια αυτής της παρουσίασης, εξαιρετικό ενδιαφέρον έχουν τρία ακόμα σημαντικά κλειδιά της έρευνάς του:
  • Αφ’ ενός οι πάμπολλες αναφορές του Σάουλ στη χειραγώγηση της γλώσσας, την οποία επιχειρεί ο κορπορατισμός μέσα από μια σειρά «γλωσσικών ολισθημάτων» που υποβιβάζουν τη ζωντανή, δημόσια γλώσσα στη ρητορική, την προπαγάνδα και τις εξειδικευμένες διαλέκτους, που καθιστούν τεχνηέντως αδύνατη την κατανόηση οποιασδήποτε πρότασης.
  • Αφ’ ετέρου, η επισήμανση του  ρόλου τον οποίο, εν τέλει, έπαιξε ο Φροϋδισμός στην παθητικοποίηση των ατόμων τοποθετώντας το «ασυνείδητο» σε μια θέση συμμετρική προς το «αόρατο χέρι της αγοράς» των μερκαντιλιστών-κορπορατιστών.
  • Τέλος, η ανάδειξη του  μεριδίου ευθύνης που αναλογεί σε όλους, ανεξαιρέτως κοινωνικής θέσης ή πολιτικών συμπαθειών, για το θρίαμβο του κορπορατισμού ευθύνη που έχει να κάνει με την προθυμία μας να υιοθετούμε μια ιδεολογική στάση απέναντι στη ζωή, αντικαθιστώντας την έρευνα και την ευθύνη με το βόλεμα σε απαντήσεις, γεγονός που χαρακτηρίζει τον ίδιο τον κορπορατισμό και μας οδηγεί σε μια «παιδιάστικη εικόνα της κοινωνίας» και σ' ένα «πολιτισμό χωρίς συνείδηση».

Μια κριτική επιφύλαξη σχετικά με το πολιτικό υποκείμενο

Αν θα μπορούσα να διατυπώσω μια κριτική επιφύλαξη για το αυτό βιβλίο, αυτή δεν αφορά τόσο το ότι, όπως επισημαίνει ο δρ Χουλιάρας, «δεν προσφέρει συγκεκριμένες απαντήσεις στα μεγάλα ζητήματα που απασχολούν την ανθρωπότητα». Άλλωστε, ήδη από Τα νόθα παιδιά του  Βολταίρου ο  Σάουλ  απέρριπτε την ιεροεξεταστικών καταβολών πεποίθηση ότι «για κάθε ερώτηση υπάρχει μόνο μια σωστή απάντηση», υπογραμμίζοντας τη σπουδαιότητα της ίδιας της διερώτησης και την ανάγκη να διαφυλαχτεί η πολλαπλότητα των απαντήσεων.


Η επιφύλαξή μου αφορά μάλλον στο δεύτερο βασικό άξονα της σκέψης του, δηλαδή στην έννοια του  «ατομικισμού» παρ' όλο που ο  Σάουλ  υπογραμμίζει ότι δεν έχει καμία σχέση με τον ιδιοτελή ατομισμό, και παρ' όλο που αντιτίθεται σφοδρά και δικαίως στο ρομαντικό ιδεολόγημα του  «θριαμβεύοντος αδέσμευτου ατόμου».

Αν και, πολύ σωστά, ο κατά Σάουλ «ατομικισμός» δεν πρέπει να συγχέεται με τον εγωκεντρισμό ή τις ρομαντικές παραμυθίες, το ερώτημα είναι: μπορεί το Άτομο, ως τύπος υποκειμένου και ανθρωπολογικό πρότυπο, να αποτελέσει πραγματικά το εφαλτήριο για έναν πολιτισμό ανώτερο και από το σημερινό αλλά και, π.χ., από τον αρχαιοελληνικό δημοκρατικό πολιτισμό;

Ο ίδιος ο  Σάουλ  θέτει με ευκρίνεια το όλο ζήτημα, όταν βεβαιώνει ότι «η μορφή των κοινωνιών εξαρτάται από το πού βρίσκεται η νομιμότητα» (σ. 116), και όταν υποστηρίζει πως η νομιμότητα οφείλει να βρίσκεται από την πλευρά των «ατόμων-πολιτών που ενεργούν ως σύνολο» (σ. 117). 


Το ζήτημα όμως είναι: από πού αντλεί τη νομιμότητά του, τη δικαίωσή του, το ίδιο το Άτομο, έστω και ως «άτομο-πολίτης»; Εάν την αντλεί από τον εαυτό του ως Άτομο, τότε δυσκολεύομαι να δω με ποιες εσωτερικές και εξωτερικές διεργασίες θα τη μετατοπίζει πρόθυμα προς το σύνολο, ιδίως όταν το σύνολο διαφοροποιείται αισθητά από αυτό. Εάν πάλι την αντλεί από τις συμφωνίες του με τα άλλα άτομα-πολίτες, τότε δυσκολεύομαι να δω με ποιους τρόπους η κοινωνία, την οποία θα παράγουν αυτές οι συμφωνίες, θα είναι πραγματικά και ουσιαστικά κάτι διαφορετικό από μια societas-εταιρεία, δηλαδή κάτι ριζικά διάφορο της κορπορατιστικής αντίληψης του  κοινωνείν.

Η ασάφεια πάνω σε αυτό εδώ το ζήτημα  δεν βαραίνει
ασφαλώς μόνο το συγγραφέα του Πολιτισμός χωρίς συνείδηση. Βαραίνει την προβληματική του ίδιου του δυτικού πολιτισμού συνολικά σε ό,τι αφορά το «υποκείμενο». Και οπωσδήποτε, αυτή η ασάφεια δεν μειώνει στο παραμικρό τη σπουδαιότητα των κριτικών αναλύσεων του  Σάουλ. Μακάρι να υπήρχαν πολλοί περισσότεροι διανοητές όπως αυτός, ειδικά σήμερα που, όπως λέει και ο ίδιος, «η διανόηση έχει εγκαταλείψει τον απλό πολίτη».
 
Αν και δεν έχω διαβάσει αυτό το βιβλίο στο πρωτότυπο, η μετάφραση της Ευηνέλλας Αλεξοπούλου και του  Δημήτρη Μπάκουλη είναι στρωτή και, απ' όσο μπορώ να κρίνω από το Voltaire's Bastards, αποδίδει πιστά το ύφος του  συγγραφέα.

Ιανουάριος 2003
Γιάννης Δ. Ιωαννίδης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου