Σελίδες

09 Νοεμβρίου 2016

Χάκερ vs Νευροεπιστήμονες


P.M.S. Hacker
Το 2003 ο ‘‘βιττγκενσταϊνικός’’ φιλόσοφος P.M.S. Hacker (1939) και ο ειδικευμένος στις συνάψεις νευροεπιστήμονας Μάξγουελ Μπένετ (1939) κυκλοφόρησαν το βιβλίο Philosophical Foundations of Neuroscience, ασκώντας ριζική κριτική στις κυρίαρχες στις νευροεπιστήμες αντιλήψεις για τη νόηση, τη συνείδηση, τη γλώσσα και τον εγκέφαλο. Το Neuroscience and Philosopy, από όπου επίσης παραθέτουμε εδώ, είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα ανταλλαγή επιχειρημάτων μεταξύ των Χάκερ και Μπένετ από τη μια μεριά, και των φιλοσόφων Ντάνιελ Ντένετ και Τζον Σερλ από την άλλη. 
 
Και στα δυο βιβλία ο Χάκερ αναπτύσσει, πέραν των όσων μεταφέραμε εδώ, και μια διεισδυτική κριτική στην πολύ μοδάτη σήμερα ιδέα των «qualia», η οποία αναφέρεται στη ατομικότητα των υποκειμενικών, συνειδητών εμπειριών και στην οποία στηρίζονται πολλοί σύγχρονοι νευροεπιστήμονες θέλοντας να «χαρτογραφήσουν» τον εγκέφαλο. Θα επανέλθουμε κάποια στιγμή σε αυτό. Η μετάφραση των αποσπασμάτων και οι επιμέρους τίτλοι είναι δικοί μας. - Σημ. HS.  
 
*
 
Ο επιστημονισμός ως κυρίαρχη ιδεολογία
 
(...) Σήμερα, το μεγαλύτερο εμπόδιο στο δρόμο για μια καθαρότερη κατανόηση του τρόπου με τον οποίο σκεφτόμαστε τον εαυτό μας και τον κόσμο στον οποίο ζούμε είναι ο επιστημονισμός, ο οποίος διαποτίζει τον τρόπο που σκεφτόμαστε και την κουλτούρα μας. Έχουμε την τάση να σκεφτόμαστε πως εάν ένα πρόβλημα είναι σοβαρό, τότε η επιστήμη θα βρει τη λύση του∙ και πως, αν η επιστήμη δεν βρίσκει τη λύση του, τότε μάλλον το πρόβλημα δεν είναι σοβαρό. Αυτό βέβαια είναι τελείως λάθος.

Η κυριαρχία του επιστημονισμού είναι ολοφάνερη στη λατρεία των μμε για τις νευροεπιστήμες. Όλη την ώρα ακούς εκεί ανθρώπους να λένε για τον εγκέφαλό τους, τι κάνει ή τι δεν κάνει ο εγκέφαλός τους, τι τους βάζει ή τι τους λέει να κάνουν ο εγκέφαλός τους, κ.ο.κ. Έτσι, ένα σωρό παρανοήσεις έχουν πλέον αρχίσει να διαποτίζουν την καθημερινή ομιλία των τηλεθεατών. Αυτό είναι ολέθριο και πάρα πολύ σοβαρό. Διότι οι παρανοήσεις αυτές δεν εκπέμπονται διαθλαστικά απλώς και μόνο από τους δημοσιογράφους, αλλά κατευθείαν από τους ίδιους τους νευροεπιστήμονες. Πράγματι, σε όποιο τομέα κι αν δουλεύουν, θα δούμε ότι θεωρούν πως αυτό που εξηγεί την ανθρώπινη συμπεριφορά, τη σκέψη μας, τις πεποιθήσεις μας, τις ελπίδες μας ή τους φόβους μας, είναι οι εγκεφαλικές διεργασίες. Πιστεύουν δηλαδή στ’ αλήθεια πως αυτός που σκέφτεται, συλλογίζεται, κρίνει, ζυγιάζει, πιστεύει, φοβάται κι ελπίζει είναι ο εγκέφαλος.

Αυτή η ιδέα δεν είναι προϊόν της επιστημονικής έρευνας, αλλά απότοκος εννοιολογικής σύγχυσης, από την οποία οφείλουμε ν’ απαλλαγούμε. Στην αντίρρηση ότι, θέλοντας να παρέμβουμε διορθωτικά στις εννοιολογικές συγχύσεις της επιστήμης, ενδεχομένως ενδιαφερόμαστε να προκαταβάλουμε το σχεδιασμό των νέων πειραμάτων, ξεκαθαρίζουμε δεν μας ενδιαφέρει το όποιο επόμενο πείραμα, αλλά η κατανόηση του προηγούμενου πειράματος. Τα εννοιολογικά ξεκαθαρίσματα συνεισφέρουν κατά πρώτο και κύριο λόγο στην κατανόηση αυτού που ήδη γνωρίζουμε και στη σαφήνεια κατά τη διατύπωση ερωτήσεων που αφορούν αυτά που ήδη ξέρουμε.

Επιστήμες και εννοιολογικό κομφούζιο

Η επιστήμη δεν είναι περισσότερο άτρωτη στα εννοιολογικά σφάλματα απ’ οποιοδήποτε άλλο πεδίο της ανθρώπινης διάνοιας. Η ίδια η ιστορία της επιστήμης είναι διάσπαρτη με τα λείψανα θεωριών, που δεν ήταν απλώς λανθασμένες αλλά εννοιολογικά συγκεχυμένες. Για παράδειγμα, η θεωρία του Γκέοργκ Σταλ (1659-1734) για την ανάφλεξη ήταν εννοιολογικά διάτρητη καθώς σε ορισμένες περιπτώσεις απέδιδε αρνητικό βάρος στο ‘‘φλογιστόν’’ ─μια ιδέα που, μέσα στο πλαίσιο της νευτώνειας Φυσικής όπου ανήκε, δεν έβγαζε νόημα. Ή πάλι, η κριτική που άσκησε ο Αϊνστάιν στην θεωρία του ηλεκτρομαγνητικού αιθέρα (το υποτιθέμενο μέσον δια του οποίου έλεγαν ότι διαδίδεται το φως) δεν στόχευε μόνο τα αποτελέσματα του πειράματος Μάικελσον-Μόρλεϊ (1887), που είχε αποτύχει ν’ αποδείξει το ζητούμενό του, αλλά και την εννοιολογική σύγχυση γύρω από τη σχετική κίνηση της ύλης, από την οποία περίμεναν να αποδείξουν το ρόλο του αιθέρα στην ηλεκτρομαγνητική επαγωγή. (…)

Ερώτημα πρώτο. Μήπως όμως οι εννοιολογικές συγχύσεις είναι αναπόφευκτες; Όχι, δεν είναι. Μπορούμε να τις αποφύγουμε, αλλά κάνοντάς το τα πράγματα αλλάζουν. Για παράδειγμα, ερωτήσεις ενός ορισμένου τύπου παύουν να τίθενται άπαξ και αναγνωρίσουμε ότι βασίζονταν σε παρανοήσεις. Όπως το είχε θέσει ο Χερτζ στη θαυμάσια εισαγωγή του στις Αρχές της Μηχανικής (1899): ‘‘Όταν αρθούν αυτές οι οδυνηρές αντιφάσεις […] τότε το μυαλό μας, έχοντας πάψει να ταλανίζεται με αυτές, σταματά να θέτει άκυρες ερωτήσεις’’. Επίσης, αίρονται κάποια συμπεράσματα, τα οποία αντλούσαμε προηγουμένως από ένα δεδομένο σώμα εμπειρικής έρευνας, μιας και συνειδητοποιούμε ότι είναι άσχετα με το ζήτημα που θέλαμε να φωτίσουμε. (…)
 
Ερώτημα δεύτερο. Εάν υπάρχουν προβληματικές έννοιες στην επιστήμη, μήπως θα μπορούσαν ν’ αντικατασταθούν με άλλες, που θα έχουν την ίδια ερμηνευτική λειτουργία; Φυσικά, ο επιστήμονας είναι πάντοτε ελεύθερος να εισάγει νέες έννοιες εάν βρίσκει ανεπαρκείς ή ακατάλληλες τις υπάρχουσες. Το ζήτημά μας όμως δεν έχει να κάνει με τη χρήση νέων τεχνικών εννοιών. Αυτό που μας απασχολεί είναι η κακή χρήση των παλιών, των ήδη δεδομένων, τεχνικών εννοιών ─εννοιών όπως νους και σώμα, σκέψη και φαντασία, εκούσια κίνηση, συνείδηση και αυτοσυνείδηση. Αυτές οι έννοιες δεν έχουν τίποτα το ακατάλληλο ή το ανεπαρκές αναφορικά με τους σκοπούς που υπηρετούν. Δεν υπάρχει δηλαδή κανένας λόγος να σκεφτούμε ότι χρειάζεται ν’ αντικατασταθούν με νέες έννοιες στα πλαίσια που μας απασχολούν. Προβληματικές δεν είναι αυτές, αλλά η παρερμηνεία και η στρεβλή χρήση τους από τους νευροεπιστήμονες, καθώς και οι παρανοήσεις που προκαλούνται από αυτήν. (…)

Ερώτημα τρίτο. Πώς όμως η φιλοσοφία μπορεί με τόση σιγουριά να κρίνει τη σαφήνεια και τη λογική συνοχή εννοιών που χρησιμοποιούν και όπως τις χρησιμοποιούν τόσοι άξιοι επιστήμονες; Από πού κι ως πού μπορεί η φιλοσοφία να διακηρύσσει, ότι ορισμένοι από τους ισχυρισμούς αυτών των ειδημόνων είναι κενολογίες; Θα απαντήσουμε διεξοδικά σ’ αυτές τις επιφυλάξεις αργότερα. Ξεκαθαρίζουμε όμως εξαρχής πως, ό,τι ρόλο παίζουν το σωστό και το λάθος για την επιστήμη, παίζουν το νόημα και το άνευ νοήματος για τη φιλοσοφία. Τα σφάλματα στην επιστημονική παρατήρηση και θεωρία οδηγούν σε άλλα αντ’ άλλων συμπεράσματα. Τα εννοιολογικά σφάλματα στη φιλοσοφία οδηγούν στην κενολογία.

Κενολογίες  
 
Με ποιο τρόπο μπορούμε να ερευνήσουμε πού τελειώνει αυτό που βγάζει νόημα και πού αρχίζει η αρλούμπα; Μόνο αν εξετάσουμε τη χρήση των λέξεων. Η κενολογία αρχίζει όταν μια έκφραση χρησιμοποιείται αγνοώντας τους κανόνες της χρήσης της. Όταν συμβαίνει αυτό, προκύπτει μια μορφή λέξεων που αποκλείεται από τη γλώσσα. Διότι, είτε δεν μπορεί να καθοριστεί τι σημαίνει αυτή η λέξη στο υπό εξέταση στρεβλό  πλαίσιο, είτε αυτή η μορφή λέξεων αποκλείεται από ένα κανόνα, που προσδιορίζει ότι κάτι τέτοιο είναι ανύπαρκτο… Για παράδειγμα, το ‘‘ανατολικά του Βόρειου πόλου’’ δεν έχει καμιά χρήση, διότι αναφέρεται σε κάτι το ανύπαρκτο.

Κενολογία προκύπτει επίσης, όταν σε μια υπάρχουσα έκφραση δίνουμε μια νέα, τεχνική ή δήθεν τεχνική χρήση, η οποία μπερδεύεται με την παλιά ─λ.χ. όταν από προτάσεις που περιέχουν τη νέα χρήση, εξάγονται συμπεράσματα που στέκουν μόνο σε προτάσεις με την παλιά χρήση αυτής της έκφρασης.

Η απόδοση ψυχολογικών γνωρισμάτων στον εγκέφαλο…

Οι πρωτοπόροι των δυο πρώτων γενεών της σύγχρονης νευροεπιστήμης του εγκεφάλου ήταν ουσιαστικά καρτεσιανιστές. Όπως ο Καρτέσιος, διέκριναν το νου από τον εγκέφαλο και απέδιδαν ψυχολογικά γνωρίσματα στο νου. Κατά συνέπεια, τα γνωρίσματα αυτά αποδίδονταν στα ανθρώπινα όντα μόνο κατά δεύτερο λόγο ─όπως ακριβώς στην καρτεσιανή μεταφυσική.  Ωστόσο, η τρίτη γενιά νευροεπιστημόνων ισχυρίζεται ότι αποκήρυξε το δυϊσμό των δασκάλων της. Θέλοντας να εξηγήσουν τα ψυχολογικά γνωρίσματα των ανθρώπινων όντων, δεν τα απέδωσαν στο νου αλλά στον εγκέφαλο, ή σε τμήματα του εγκεφάλου. Ισχυρίζονται λοιπόν ότι ο εγκέφαλος διαθέτει ένα ευρύτατο φάσμα γνωσιακών, γνωστικών, αντιληπτικών και βουλητικών ικανοτήτων. (…)

Για τον Φράνσις Κρικ, π.χ., ο εγκέφαλος έχει βιώματα, πιστεύει πράγματα, ερμηνεύει ενδείξεις στη βάση πληροφοριών που διαθέτει, και κάνει υποθέσεις (The Astonishing Hypothesis, 1995). Κατά τον Τζέραλντ Έντελμαν ο εγκέφαλος κατηγοριοποιεί ο ίδιος ‘‘τις δραστηριότητές του’’ και χειρίζεται εννοιολογικά κανόνες (Bright Air, Brilliant Fire, 1994). Ο Κόλιν Μπλέικμορ ισχυρίζεται ότι ο εγκέφαλος γνωρίζει πράγματα, σκέφτεται επαγωγικά, κατασκευάζει υποθέσεις στη βάση επιχειρημάτων, και οι νευρώνες του είναι ευφυείς, υπολογίζουν πιθανότητες και στήνουν επιχειρήματα (Mechanics of the Mind, 1977). Για τον Αντόνιο Νταμάζιο, ‘‘οι εγκέφαλοί μας συνήθως αποφασίζουν σωστά, μέσα σε δευτερόλεπτα ή λεπτά, κι αφού το κάνουν αυτό, μπορούν να τα καταφέρουν πολύ καλύτερα από την καθαρή λογική’’ (DescartesErrorEmotion, Reason and the Human Brain, 1996).

Τα ίδια υποστηρίζουν και οι ψυχολόγοι, και οι γνωσιοκρατικοί επιστήμονες. Για τον Τζ. Π. Φρίσμπι (Seeing: Illusion, Brain and Mind, 1980) υπάρχουν σύμβολα στον εγκέφαλο και ο εγκέφαλος χρησιμοποιεί και μάλλον καταλαβαίνει τα σύμβολα, ενώ κατά τον Ντέιβιντ Μαρ ‘‘οι εγκέφαλοί μας είναι με κάποιον τρόπο ικανοί για παραστάσεις και πληροφορίες (…) οπότε η μελέτη της όρασης πρέπει να συμπεριλάβει και μια έρευνα πάνω στη φύση των εσωτερικών παραστάσεων με τις οποίες συλλαμβάνουμε την πληροφόρηση και τη χρησιμοποιούμε ως βάση για αποφάσεις σχετικές με το τι σκεφτόμαστε και πράττουμε’’ (Vision: A Computational Investigation into the Human Representation, 1980).

… είναι προϊόν επιστημονικής ανακάλυψης ή αερολογία;

Ας καθίσουμε όμως λίγο να τα σκεφτούμε αυτά τα πράγματα. Ξέρουμε τι είναι για τα ανθρώπινα όντα να βιώνουν πράγματα, να βλέπουν πράγματα, να γνωρίζουν ή να πιστεύουν πράγματα, ν’ αποφασίζουν, να ερμηνεύουν αμφίρροπα δεδομένα και να κάνουν υποθέσεις. Καταλαβαίνουμε καλά τι είναι για τους ανθρώπους να σκέφτονται επαγωγικά, να ζυγιάζουν πιθανότητες, να επιχειρηματολογούν, να ταξινομούν και να κατηγοριοποιούν αυτά που συναντούν στην εμπειρία τους. Κάνουμε ερωτήσεις και ψάχνουμε γι’ απαντήσεις χρησιμοποιώντας συμβολισμούς, δηλαδή τη γλώσσα μας, μέσα από τους οποίους παριστάνουμε τα πράγματα.

Αυτά τα ξέρουμε. Ξέρουμε όμως τι είναι για έναν εγκέφαλο να βλέπει ή ν’ ακούει, να έχει βιώματα, να γνωρίζει ή να πιστεύει κάτι; Έχουμε μήπως καμιά ιδέα για το τι είναι ένας εγκέφαλος να αποφασίζει; Καταλαβαίνουμε τι είναι για έναν εγκέφαλο να συλλογίζεται (επαγωγικά, παραγωγικά ή απαγωγικά), να ζυγιάζει πιθανότητες, να εκθέτει επιχειρήματα, να ερμηνεύει δεδομένα και να κάνει υποθέσεις στη βάση αυτων των ερμηνειών;

Μπορούμε να παρατηρήσουμε αν ένας άνθρωπος βλέπει κατιτί ή κάτι άλλο: βλέπουμε τη συμπεριφορά του και του κάνουμε ερωτήσεις. Αλλά τι θα ήταν να παρατηρήσουμε αν ένας εγκέφαλος βλέπει κάτι; Προσέξτε: όχι να παρατηρήσουμε τον εγκέφαλο ενός ανθρώπου ο οποίος βλέπει κάτι, αλλά τον εγκέφαλο να βλέπει κάτι. Αναγνωρίζουμε πότε ένας άνθρωπος κάνει μια ερώτηση και πότε ένας άλλος άνθρωπος του απαντάει. Έχουμε όμως την παραμικρή ιδέα για το τι είναι ένας εγκέφαλος να κάνει μια ερώτηση και να απαντάει;

Όλα αυτά (βλέπω, ακούω, γνωρίζω, πιστεύω, αποφασίζω, συλλογίζομαι, ζυγιάζω πιθανότητες, εκθέτω επιχειρήματα, ερμηνεύω δεδομένα, κάνω υποθέσεις, ρωτάω, απαντάω) είναι γνωρίσματα των ανθρώπινων όντων. Είναι άραγε κάποια νέα ανακάλυψη ότι αποτελούν γνωρίσματα του εγκέφαλου; Μήπως είναι κάποια γλωσσική καινοτομία, την οποία έχουν εισάγει οι νευροεπιστήμονες, οι ψυχολόγοι και οι γνωσιοκρατικοί επιστήμονες επεκτείνοντας τη συνηθισμένη χρήση αυτών των ψυχολογικών εκφράσεων για να στηρίξουν καλύτερα τις θεωρίες τους; Ή μήπως δεν είναι, δυστυχώς, παρά καθαρή εννοιολογική σύγχυση; (…)

Το ερώτημα αυτό είναι ερώτημα φιλοσοφικό και όχι επιστημονικό. Απαιτεί εννοιολογική αποσαφήνιση, όχι πειραματική διερεύνηση. Δεν μπορούμε να ερευνήσουμε πειραματικά αν οι εγκέφαλοι σκέφτονται ή όχι, αν πιστεύουν, πιστεύουν, μαντεύουν, κάνουν υποθέσεις, κ.λπ., ή όχι, παρά μόνο αφού πρώτα ξεκαθαρίσουμε τι σημαίνει το να τα κάνει όλα αυτά ένας εγκέφαλος ─δηλαδή μόνο αφού πρώτα αποσαφηνίσουμε το νόημα αυτών των φράσεων και γνωρίζουμε (αν μη τι άλλο) τι εννοούμε όταν λέμε ότι ένας εγκέφαλος τα κάνει όλα αυτά και τι είδους αποδεικτικά στοιχεία στηρίζουν την απόδοση τέτοιας λογής γνωρισμάτων στον εγκέφαλο.

Το ζήτημα είναι λοιπόν το εξής: έχει νόημα να αποδίδουμε τέτοια γνωρίσματα στον εγκέφαλο; Αυτή η απόδοση έχει να κάνει με κάτι το υπαρκτό, ή με κάτι το ανύπαρκτο (σαν το ‘‘ανατολικά του Βόρειου πόλου’’);

Μερολογικές συγχύσεις στη γνωσιοκρατική νευροεπιστήμη

Στις Φιλοσοφικές Έρευνες, ο Βίττγκενσταϊν έκανε μια βαθύτατη παρατήρηση, που αφορά άμεσα αυτό που συζητούμε εδώ:
‘‘Μονάχα για ένα ζωντανό ανθρώπινο ον και για ό,τι του μοιάζει (συμπεριφέρεται με όμοιο τρόπο) μπορεί να πει κανείς ότι έχει αισθήματα, ότι βλέπει, ότι είναι τυφλό, ότι ακούει, ότι είναι κουφό, ότι έχει ή δεν έχει συνείδηση’’ [§281 (βλ. επίσης §§282–4 και 357–61)].
Αυτή η παρατήρηση συνοψίζει αυτό στο οποίο θέλουμε να καταλήξουμε. Η απόδοση ψυχολογικών γνωρισμάτων στον εγκέφαλο δεν είναι προϊόν κάποιας νευροεπιστημονικής ανακάλυψης, η οποία έδειξε ότι, αντίθετα με όσα πιστεύαμε μέχρι εκείνη τη στιγμή, οι εγκέφαλοι τελικά σκέφτονται και κρίνουν λογικά όπως ακριβώς κι εμείς οι άνθρωποι. Οι νευροεπιστήμονες, οι ψυχολόγοι και οι γνωσιοκρατικοί επιστήμονες που υιοθετούν τέτοιες μορφές περιγραφής, δεν το κάνουν επειδή έχει προκύψει ως συμπέρασμα από παρατηρήσεις που δείχνουν ότι πράγματι ο εγκέφαλος σκέφτεται και κρίνει λογικά.

Αλλά τότε, για ποιο λόγο υιοθετούν χωρίς διασταύρωση επιχειρημάτων ή στοχασμό αυτή τη μορφή περιγραφής και τις συνακόλουθες μορφές ερμηνείας που προκύπτουν από αυτήν; Υποψιαζόμαστε ότι αυτό συμβαίνει επειδή και αυτοί, και τα μμε, και πολύς κόσμος γενικότερα, υιοθετούν χωρίς σκέψη μια παραλλαγμένη μορφή καρτεσιανισμού. Ήταν πράγματι ένα χαρακτηριστικό στοιχείο του καρτεσιανικού δυϊσμού η απόδοση ψυχολογικών γνωρισμάτων κατά πρώτιστο λόγο στο νου και μόνο δευτερευόντως στον άνθρωπο.

Όλοι αυτοί έχουν πέσει στη μερολογική πλάνη ─μερολογική με την έννοια ότι σε ένα μέρος του ανθρώπου αποδίδονται τα γνωρίσματα του όλου ανθρώπου. (…)

Επιτρέπεται το ρουά ματ στο ποδόσφαιρο;

Υποστηρίζουμε λοιπόν ότι η συγκεκριμένη, μερολογική απόδοση ψυχολογικών γνωρισμάτων στον εγκέφαλο δεν βγάζει νόημα, είναι πλάνη, καθαρή κενολογία. Προσοχή όμως: δεν υποστηρίζουμε πως ο εγκέφαλος δεν σκέφτεται, δεν πιστεύει, δεν κάνει υποθέσεις, δεν κρίνει, δεν ζυγιάζει, δεν αποφασίζει, δεν βλέπει, δεν ακούει, δεν ρωτάει, δεν απαντάει, κ.λπ. Υποστηρίζουμε ότι είναι κενολογία τόσο η απόδοση όσο και η μη-απόδοση τέτοιων γνωρισμάτων στον εγκέφαλο. Ο εγκέφαλος ούτε βλέπει, ούτε είναι τυφλός. Ούτε ακούει, ούτε είναι κουφός. Ούτε παίρνει αποφάσεις, ούτε είναι αναποφάσιστος. Ούτε έχει, ούτε δεν έχει συνείδηση. Μόνο το ζωντανό ανθρώπινο ον βλέπει ή είναι τυφλό, ακούει ή είναι κουφό, παίρνει αποφάσεις ή είναι αναποφάσιστο, έχει ή δεν έχει συνείδηση. Και μόνο για το ζωντανό ανθρώπινο ον, και για όποιο ον συμπεριφέρεται όπως αυτό, μπορούμε να πούμε κυριολεκτικά και χωρίς να βιάζουμε τη λογική ότι βλέπει, ή είναι τυφλό, παίρνει αποφάσεις, ή είναι αναποφάσιστο, κ.ο.κ. 
[Για να καταλάβουμε αυτό το είδος σύγχυσης και κενολογίας, είναι σαν να έλεγε κανείς ότι ‘‘δεν επιτρέπεται να κάνεις ρουά ματ στο ποδόσφαιρο’’. Στην πραγματικότητα, το ρουά ματ ούτε επιτρέπεται, ούτε και απαγορεύεται στο ποδόσφαιρο. Απλά, δεν υφίσταται καν κάτι τέτοιο στο συγκεκριμένο παιχνίδι και επομένως η φράση ‘‘δεν επιτρέπεται να κάνεις ρουά ματ στο ποδόσφαιρο’’ δεν είναι λάθος, είναι άνευ νοήματος, άχρηστη, κενολογία.]
Ο εγκέφαλος δεν είναι λογικά το κατάλληλο υποκείμενο τέτοιας λογής γνωρισμάτων. Ούτε ο εγκέφαλος, ούτε κάποιο άλλο μέρος του ζωντανού ανθρώπινου όντος ─π.χ. το σώμα του, ή κάποια μέρη του σώματός του, κ.τ.λ. 

Μάλιστα, είναι εξίσου πλάνη και κενολογία να λέμε, εννοώντας το κυριολεκτικά και όχι μεταφορικά, ότι ‘‘το μάτι βλέπει’’ ή ‘‘το αφτί ακούει’’. Δεν βλέπει το μάτι, εμείς βλέπουμε με τα μάτια μας. Δεν ακούει το αφτί μας, εμείς ακούμε με τ’ αφτιά μας.  Και δεν βλέπουμε ούτε ακούμε με τον εγκέφαλό μας, παρ’ όλο που αν ο εγκέφαλός μας δεν λειτουργεί κανονικά σε συνάρτηση με το οπτικό ή το ακουστικό μας σύστημα, δεν θα μπορούμε ούτε να βλέπουμε, ούτε ν’ ακούμε. Είναι άλλο ότι χωρίς εγκέφαλο δεν μπορούμε να σκεφτούμε και άλλο ότι αυτός που σκέφτεται είναι ο εγκέφαλός μας.

Τέτοιου είδους δηλώσεις, όπως ‘‘ο εγκέφαλος σκέφτεται’’, ή ‘‘το μάτι βλέπει, ή ‘‘το αφτί ακούει’’,  δεν είναι λανθασμένες, είναι κενές νοήματος. Διότι για να πούμε ότι κάτι είναι λάθος, πρέπει να έχουμε κάποια ιδέα για το τι είναι εν προκειμένω το σωστό. Θα έπρεπε δηλαδή, στη συζητούμενη περίπτωση, να ξέραμε ή να είχαμε συμφωνήσει τι είναι το να σκέφτεται ο εγκέφαλος, να βλέπει το μάτι ή να ακούει το αφτί, ώστε να έχουν νόημα τέτοιας λογής μορφές λέξεων και φράσεων. (…)

Μήπως δεν το εννοούν κυριολεκτικά;

Επιχειρηματολογώντας υπέρ της ιδέας μιας ‘‘τοπογραφίας του εγκεφάλου’’, ο Μπλέικμορ απορρίπτει την κατηγορία ότι οι νευροεπιστήμονες χρησιμοποιούν κατά κυριολεξία αυτές τις εκφράσεις όταν μιλούν για τον εγκέφαλο. Λέει συγκεκριμένα:
‘‘Η χαρτογράφηση του εγκεφάλου δεν έχει βέβαια ολοκληρωθεί, αλλά οι μέχρι σήμερα επιτυχίες μάς ενισχύουν την πεποίθηση ότι κάθε μέρος του εγκεφάλου (και ιδίως του εγκεφαλικού φλοιού) φαίνεται να είναι οργανωμένο όπως μια χαρτογραφημένη επιφάνεια. (…) Καθώς έχουν μπροστά τους τόσο συντριπτικά στοιχεία για την τοπογραφική οργάνωση της εγκεφαλικής δραστηριότητας, δεν είναι λοιπόν παράξενο που οι νευροφυσιολόγοι και οι νευροανατόμοι λένε ότι ο εγκέφαλος έχει χάρτες, οι οποίοι παίζουν σημαντικό ρόλο στην αναπαράσταση και την ερμηνεία του κόσμου από τον εγκέφαλο όπως οι χάρτες ενός άτλαντα μας βοηθούν για να διαβάσουμε την επιφάνεια της Γης (…) Είναι άραγε επικίνδυνη η μεταφορική χρήση όρων όπως ‘γλώσσα’, ‘γραμματική’ και ‘χάρτες’ για την περιγραφή των ιδιοτήτων του εγκεφάλου; Μου είναι αδύνατο να πιστέψω πως κάποιος νευροφυσιολόγος μπορεί να θεωρεί ότι υπάρχει κάποιος χαρτογράφος-φάντασμα, που φυλλομετρά τον εγκεφαλικό άτλαντα. Ούτε πιστεύω πως είναι γκάφα η χρήση λέξεων της κοινής γλώσσας (όπως χάρτης, παράσταση, κώδικας, πληροφορία, ακόμα και γλώσσα). Πρόκειται απλά για μεταφορικές εικόνες, ένα μείγμα από εμπειρική περιγραφή, ποιητική άδεια και ακατάλληλο λεξιλόγιο’’ (Understanding Images in Brain, 1990). 
Το αν υπάρχει ή δεν υπάρχει τέτοιος κίνδυνος, εξαρτάται από το πόσο καθαρό είναι ότι πρόκειται απλώς για μεταφορική χρήση των όρων και από το κατά πόσο αυτοί που τους χρησιμοποιούν θυμούνται ότι πρόκειται για μεταφορική χρήση και τίποτα παραπάνω. Ασφαλώς οι νευροφυσιολόγοι δεν πιστεύουν πώς υπάρχει κάποιος χαρτογράφος-φάντασμα στον εγκέφαλο, παρ’ όλα αυτά πιστεύουν ότι ο εγκέφαλος χρησιμοποιεί χάρτες. Για παράδειγμα, ο Γιάνγκ υποστηρίζει ότι ο εγκέφαλος κατασκευάζει υποθέσεις στη βάση μιας ‘‘τοπογραφικά οργανωμένης αναπαράστασης’’.

Το ζήτημα είναι το εξής: σε τι συμπεράσματα οδηγούνται από τον ισχυρισμό τους ότι στον εγκέφαλο υπάρχουν χάρτες κι αναπαραστάσεις, ή από την πεποίθησή τους ότι ο εγκέφαλος εμπεριέχει πληροφορίες, ή ‘‘δικές του γλώσσες’’;

Και όμως, κυριολεκτούν!

Το πόσο εύκολη είναι η σύγχυση από τη χρήση των υποτιθέμενα άκακων μεταφορών, είναι φανερό σε αυτά που λέει ο ίδιος ο Μπλέικμορ. Διότι ενώ ισχυρίζεται πώς είναι εντελώς αβλαβές να μιλούν οι νευροεπιστήμονες για ‘‘χάρτες’’ του εγκεφάλου ─δηλαδή για χαρτογράφηση του αντιληπτικού πεδίου κατά τοπογραφικά συνδεδεμένες ομάδες κυττάρων, τα οποία ανταποκρίνονται συστηματικά σε αυτά τα χαρακτηριστικά─, η αλήθεια είναι πως δεν είναι καθόλου αθώο κι αβλαβές το να δηλώνει, την ίδια στιγμή και εντελώς κυριολεκτικά, ότι ‘‘οι χάρτες αυτοί παίζουν σημαντικό ρόλο στην αναπαράσταση και την ερμηνεία του κόσμου από τον εγκέφαλο, όπως οι χάρτες ενός άτλαντα μας βοηθούν για να διαβάσουμε την επιφάνεια της Γης’’.

Σε κάθε περίπτωση, όπως κι αν φανταστούμε αυτό που θέλει να πει ο Μπλέικμορ μιλώντας για ‘‘εγκεφαλικούς χάρτες’’ και για το ρόλο τους στην ‘‘αναπαράσταση κι ερμηνεία του κόσμου’’, αποκλείεται να πρόκειται για χάρτες σαν αυτούς ‘‘ενός άτλαντα (που) μας βοηθούν για να διαβάσουμε την επιφάνεια της Γης’’. Διότι ο χάρτης είναι μια εικονογραφική αναπαράσταση, φτιαγμένη σύμφωνα με ορισμένες συμβάσεις χαρτογράφησης και κανόνες προβολής. Για να διαβάσει κανείς έναν άτλαντα, πρέπει να γνωρίζει και να καταλαβαίνει αυτές τις συμβάσεις. Όμως οι ‘‘χάρτες’’ στον εγκέφαλο δεν είναι καθόλου χάρτες με αυτή την έννοια. Ούτε ο εγκέφαλος είναι κάτι σαν τον περιηγητή που κάθεται να διαβάσει ένα χάρτη. Διότι δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι γνωρίζουμε εικονογραφικές συμβάσεις ή μεθόδους προβολής για την ανάγνωση της τοπογραφίας των κυττάρων. Κι ο λόγος είναι ότι τα κύτταρα δεν οργανώνονται σύμφωνα με συμβάσεις και ότι η σχέση ανάμεσα στην ενεργοποίησή τους και τα χαρακτηριστικά του αντιληπτικού πεδίου είναι σχέση αιτιακή και όχι συμβατική.

Μπορούν λοιπόν οι νευροεπιστήμονες να ισχυρίζονται ότι χρησιμοποιούν διάφορους τέτοιους όρους μεταφορικά, σαν ομώνυμα ή μετωνυμίες. Αλλά όταν λ.χ. ο Κρικ διατείνεται ότι ‘‘αυτό που βλέπετε δεν είναι αυτό που βρίσκεται πραγματικά εκεί, αλλά αυτό που ο εγκέφαλός σας πιστεύει πως είναι εκεί’’, είναι σημαντικό να μας εξηγήσει αν χρησιμοποιεί το ‘‘πιστεύει’’ με κάποια καινούργια κι άγνωστη ως τώρα έννοια, και ποια τελοσπάντων είναι αυτή. Ειδάλλως νομιμοποιούμαστε να θεωρήσουμε ότι τη χρησιμοποιεί όπως τη χρησιμοποιούμε στη συνήθη γλώσσα μας και να του υποδείξουμε, κατά συνέπεια, ότι δεν καινοτομεί αλλά κενολογεί.

Πρέπει επομένως να έχουμε κατά νου το εξής πολύ απλό. Όταν πιάσουμε κάποιον ν’ αραδιάζει κενολογίες, η πρώτη του αντίδραση θα είναι να ισχυριστεί ότι ‘‘δεν το εννοούσε έτσι ακριβώς, αλλά κάπως αλλιώς’’, κ.τλ., κ.τλ. Το θέμα όμως δεν είναι τι ισχυρίζεται αυτός. Απεναντίας, πρέπει να δούμε τι συνεπάγονται αυτά που είπε. Από τις συνεπαγωγές τους θα καταλάβουμε αν τα έλεγε χρησιμοποιώντας τις λέξεις με κάποια καινούργια έννοια, ή αν τις χρησιμοποιούσε στρεβλά και άλλα αντ’ άλλων. Δεν είμαστε δηλαδή εμείς που θα τον κρίνουμε, αλλά τα ίδια του τα λόγια. (…)».

P.M.S Hacker
και από το συλλογικό Neuroscience and Philosopy (2006)




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου