Δεν θα σας απασχολήσω εδώ καθόλου με την ενδιαφέρουσα και χρήσιμη ανίχνευση
των σχέσεων της κριτικής του Σπύρου Κυριαζόπουλου [στο εξής ΣΚ] με την σκέψη άλλων σημαντικών στοχαστών της
Τεχνικής, όπως ο Μάρτιν Χάιντεγκερ, ο Λιούις Μάμφορντ, ο Γκύντερ Άντερς, ή ο επίσης χριστιανός Ζακ Ελλύλ, στον οποίον
άλλωστε παραπέμπει από την πρώτη παράγραφο του βιβλίου του για την καταγωγή του
τεχνικού πνεύματος. Θα παρουσιάσω μόνο, με την απαραίτητη συντομία, τη θέση του
με εφόδιό μου τρία σχετικά βιβλία του: 1. Η Σημερινή Γλώσσα. Η γλωσσολογία
της τεχνικής (1964, στο εξής ΣΓ), 2. Η Καταγωγή του Τεχνικού Πνεύματος
(1965, στο εξής: ΚΤΠ) και 3. Ενώπιον της Τεχνικής. Διαλέξεις και
δοκίμια (1971, στο εξής ΕΤ).
Πραγματευόμενος το ζήτημα της Τεχνικής, ο ΣΚ έρχεται να αναμετρηθεί
πλέον με τον σύγχρονο κόσμο, στον οποίο ζούσε και ζούμε κι εμείς σήμερα. Εδώ, μας καλεί να συνειδητοποιήσουμε ότι, με την προέλαση της
Τεχνικής, βρισκόμαστε μπροστά σε ένα κοσμοϊστορικό γεγονός, το
τέταρτο μετά την εμφάνιση της ανθρώπινης γλώσσας, την νομαδική οργάνωση των
πρώτων κοινωνιών και την λεγόμενη γεωργική επανάσταση. Ένα «κοσμοϊστορικό
γεγονός δια του οποίου ανακατασκευάζεται ο φυσικός και ο ιστορικός κόσμος»[1]
και το οποίο έρχεται να αλλάξει ριζικά και επικίνδυνα, όχι απλώς το περιβάλλον,
ή τις συνθήκες διαβίωσης, αλλά τον ίδιο τον άνθρωπο, όπως άλλωστε κάνει
κάθε κοσμοϊστορικό γεγονός.
Όσα λέει λοιπόν επί του προκειμένου ο ΣΚ, αφορούν στο φλέγον ζήτημα της παρουσίας
του ανθρώπου μέσα στο σύγχρονο κόσμο μας, και ακριβώς κάτω από το πρίσμα αυτής
της μέριμνας θα παρουσιάσω, πιο εστιασμένα, την κριτική που ασκεί στο τεχνικό
πνεύμα.
Τι προσδιορίζει ως Τεχνική και «τεχνικό πνεύμα»
Ευθύς εξαρχής ο ΣΚ αποσαφηνίζει ότι, με τον όρο «Τεχνική», δεν εννοεί ομώνυμους
όρους όπως τα εργαλεία ως επεκτάσεις των ανθρώπινων μελών (άροτρο, ακόντιο),
διάφορα είδη συνεργασίας με τη φύση (υδρόμυλος), ή εκφράσεις ατομικής
δεξιότητας (αθλητική ή μουσική τεχνική). Ούτε εννοεί την Τεχνική ως «μέθοδο
παραγωγής πραγμάτων υπό τον έλεγχο της λογικής, όπως είχε ορίσει ο Αριστοτέλης
την κατασκευαστική δραστηριότητα»,[2]
η οποία εκμεταλλεύεται δυνάμεις της φύσης συνδεδεμένη προς την πηγή τους.
Η σύγχρονη Τεχνική παρουσιάζεται καταρχάς ως ενός είδους «αποσύνδεση»
από τη φύση. Σχετίζεται οπωσδήποτε με τη σύγχρονη τεχνολογία και τις μεθόδους
της, δηλαδή με μια τεχνολογία, η οποία δεν στηρίζεται πλέον στη συνεργασία με
τη φύση και στην «δέσμευση» των δυνάμεών της (όπως λ.χ. έκανε το πανί στου
ιστιοφόρου στη δύναμη του ανέμου), αλλά σε μια επέμβαση στη δομή της και στην
απελευθέρωση και μετάθεση της ενέργειας (έκρηξη, ηλεκτρισμός). Ωστόσο είναι
κάτι πολύ περισσότερο από αυτό. Πρόκειται για μια συγκεκριμένη «στάση
του ανθρώπου μέσα στον κόσμο»,[3]
η οποία καθοδηγείται από το τεχνικό πνεύμα.[4]
Ο ΣΚ απαριθμεί μια σειρά βασικών γνωρισμάτων της Τεχνικής, όπως η
επέμβαση στη δομή του ανόργανου κόσμου, η απώλεια του φυσιολογικού ελέγχου της
πράξης, ο απρόσωπος σύνδεσμος προς την ύλη, η συμμετρική επανάληψη ως
αντικατάσταση του σώματος, η αιτιολογική και μαθηματική σκέψη, ή η μεθοδική
ανωνυμία της κατασκευής. Όμως το πιο θεμελιώδες χαρακτηριστικό του τεχνικού
πνεύματος είναι οπωσδήποτε η έξω-ηθική ιεράρχηση της ανθρώπινης
μέριμνας, όπου πρώτιστο μέλημα καθίσταται η αποδοτικότητα και η αποτελεσματικότητα.
Υπό το κράτος του πνεύματος αυτού δηλαδή, εάν κάτι είναι δυνατόν να το
φτιάξουμε, ή να το πράξουμε, θα το φτιάξουμε ή θα το πράξουμε με αυτό το
κριτήριο, χωρίς να μας απασχολούν παράμετροι ηθικού τύπου, οι οποίοι θεωρείται
μάλιστα ότι επιδρούν ανασταλτικά στην «τεχνική πρόοδο»: «Για πρώτη φορά ο
άνθρωπος είναι δυνατόν να ορίσει την πράξη του χωρίς να υπολογίσει ηθικά
κριτήρια».[5]
Αυτό σημαίνει βέβαια ότι εγκαθιδρύεται για πρώτη φορά μια περιγραφή του
κόσμου (και του ανθρώπου εννοείται) και
μια ιδεολογική θεώρησή του, η οποία δεν βλέπει εντός του παρά μόνο δυνάμεις.
Εάν όμως η δύναμη τεθεί ως η προϋπόθεση των ανθρώπινων επιδιώξεων και αν οι
επιδιώξεις των ανθρώπων παρουσιαστούν ως αναγκαίο ή αναπότρεπτο επακόλουθο της
δύναμης, τότε μόνον «ό,τι θεμελιώνει την δύναμη, ισχύει ως πρώτη αξία».[6]
Και καθώς η ισχύς καθίσταται η υπέρτερη όλων των αξιών, η ίδια η γνώση,
προκειμένου να αναγνωριστεί ως πραγματική γνώση, καλείται να συμπέσει με τη
δύναμη —πράγμα
που πολύ απλά σημαίνει ότι ως πραγματική γνώση γίνεται πλέον αποδεκτή μόνον η
κάθε είδους τεχνογνωσία.
Το τεχνικό πνεύμα ορίζει λοιπόν σήμερα την συμπεριφορά και τη σκέψη, τις
επιδιώξεις και τα κριτήρια, την πράξη και τη θεωρία, και «μεταβάλλει το πνευματικό
περιεχόμενο του ανθρώπου»,[7]
υποδεικνύοντας τον τρόπο δια του οποίου δημιουργούνται τα σύγχρονα προβλήματα
και τη μέθοδο της επίλυσής τους σαν να πρόκειται σε κάθε περίπτωση για τεχνικά
προβλήματα.
Αυτό το πνεύμα έχει σε τέτοιο βαθμό επικρατήσει ώστε, σήμερα, ένα
πρόβλημα δεν θεωρείται σοβαρό και άξιο προσοχής εάν δεν είναι ή δεν μπορεί να
ιδωθεί κάτω από αυτό το τεχνικό πρίσμα. Γι’ αυτό ακριβώς
τον λόγο, λέει ο ΣΚ, πλανώνται οικτρά όσοι θεωρούν την Τεχνική σαν κάτι το
«ουδέτερο» βαστώντας την ιδέα ότι το όλο θέμα εξαρτάται από το πώς θα τη
χρησιμοποιούμε (και ποιοι: οι «καλοί», ή οι «κακοί», «εμείς» ή οι «άλλοι»),
όπως λεγόταν κάποτε για τα εργαλεία ότι «το μαχαίρι μπορεί να σκοτώσει, αλλά
και να κόψει το ψωμί».
Πώς εδραιώθηκε το τεχνικό πνεύμα
Πώς όμως το τεχνικό πνεύμα βρήκε έδαφος μέσα στον άνθρωπο, στις
ανθρώπινες κοινωνίες, ώστε να αναδυθεί και να επικρατήσει; Η απάντηση του ΣΚ
έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και μπορεί να συνεισφέρει, μαζί με τις σχετικές
απαντήσεις των άλλων στοχαστών της Τεχνικής, σε μια διαυγέστερη εικόνα του
ζητήματος.
Είναι δεδομένο βέβαια ότι η Τεχνική, όπως την περιγράψαμε, «υπήρξε
ιστορικό επακόλουθο ενός ορισμένου πολιτιστικού πνεύματος· και
αυτό πρέπει να τονιστεί ιδιαιτέρως, διότι η σημερινή ανακατασκευή του υλικού
και του πνευματικού κόσμου σε οικουμενική κλίμακα είναι αδιανόητη εάν δεν
εξεταστεί αναφορικώς προς τους ιστορικούς όρους, τους οποίους δημιούργησε στην
πνευματική της εξέλιξη η Ευρώπη».[8]
Το τεχνικό πνεύμα, είναι γνωστό, γεννήθηκε στην περιοχή του πλανήτη μας που
ονομάζουμε Ευρώπη, δυτική Ευρώπη ακριβέστερα. Είναι σαφώς γέννημα του λεγόμενου
δυτικού πολιτισμού. Αυτός ήταν το ευνοϊκό υπέδαφός της, το θερμοκήπιο στο οποίο
άνθισε και από το οποίο απλώθηκε στον κόσμο. Με ποιον τρόπο;
Ο ΣΚ καταρχάς συνδέει την προέλαση του τεχνικού πνεύματος με αυτό που
ονομάζει «η ευρωπαϊκή αποπνευμάτωση» του κόσμου, μια ιστορική διαδικασία μέσω
της οποίας «η πράξη απέβαλε τη θρησκευτική της αναφορά».[9]
Διότι, για να επικρατήσει η Τεχνική, «έπρεπε να μεταβληθούν οι πνευματικοί όροι
της σχέσης του ανθρώπου προς την φύση»:[10]
«έπρεπε η φύση να απωλέσει τον ιερό της χαρακτήρα, το βέβηλο και το άγιο να μην
σταθμίζουν πια την συμπεριφορά, η γνώση να συμπέσει προς τη δύναμη, και ο
άνθρωπος να σταθεί ενώπιον αντικειμένων, τα οποία υπάρχουν για να αποδεικνύουν
δεσμευόμενα την υπεροχή του ανθρώπου έναντι της φύσης, δηλαδή ό,τι άλλοι
πολιτισμοί θεώρησαν ως ύβριν».[11]
Βεβαίως ο ΣΚ δεν αρκείται στη διακήρυξη, αλλά εκθέτει βήμα προς βήμα, με
πλήθος παραδειγμάτων και τεκμηρίων (που δανείζεται ακόμα και από τον στενότερα
τεχνικό τομέα) το δεσμό της επικράτησης του τεχνικού πνεύματος με τη περιπέτεια
του ευρωπαϊκού πνεύματος, εντός της οποίας κατέρρευσαν προηγούμενες αναστολές
έναντι της τεχνικής «απελευθέρωσης». Ο κύριος όρος γι’ αυτό, υπήρξε κατ’ αυτόν το
γεγονός ότι στο χώρο της πρώην δυτικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας επικράτησε ένας
Χριστιανισμός, που δεν αναδύθηκε από τα κάτω, σε μια ζωντανή σχέση με
τις υπάρχουσες μορφές ζωής —όπως συνέβη, εξηγεί, στη χριστιανική Ανατολή—, αλλά
επιβλήθηκε από τα πάνω, δια της βίας των ισχυρών, ή για λόγους πολιτικών
σκοπιμοτήτων, μέσω διαταγμάτων. Σε αυτό το θέμα αφιερώνει όλο το δεύτερο και
τρίτο κεφάλαιο του Β’ μέρους του ΚΤΠ και πολλές σελίδες στο ΕΤ (π.χ.
στο άρθρο «Το ανάστημα της εποχής», σσ. 23-43).
Δι’ αυτού του τρόπου, διαπιστώνει, παρατηρήθηκε στον ευρωπαϊκό χώρο ένας
δραματικός διχασμός μεταξύ θρησκείας και ζωής, στον οποίο η Δύση οφείλει
τον ιδιαίτερο ιστορικό χαρακτήρα της και ο οποίος εκφράστηκε με πολυποίκιλους
άλλους διχασμούς, όπως λ.χ. ως ένας διχασμός μεταξύ φυσικού και υπερφυσικού, καθώς
και μεταξύ πραγματικού και υπερβατικού κόσμου, ή επίσης ως διχασμός μεταξύ κλήρου
και λαού, στο βαθμό που «η πνευματική ζωή έλαβε εκεί επαγγελματικό χαρακτήρα,
ώστε να παρουσιαστεί ως ειδίκευση ορισμένων ανθρώπων, της ιεραρχίας του κλήρου».[12]
Αποτέλεσμα αυτού του εσωτερικού διχασμού του δυτικοευρωπαϊκού κόσμου
ήταν ότι:
- «παρουσιάστηκε το περίεργο φαινόμενο, η θεία τάξη να καταλύει όλα όσα η παράδοση [των λαών εκείνων] είχε θεωρήσει ως αναγκαία»· ώστε
- «για να πιστέψει κανείς, έπρεπε να εγκαταλείψει ό,τι γνώριζε χάριν μιας υπόσχεσης, την οποίας η εκπλήρωση δεν ήταν δυνατή επί της γης»[13] και έτσι
- «προέκυψε μεταξύ Θεού και φυσικού κόσμου μια συνεχώς εντεινόμενη αντιδικία»·[14] καθώς
- ο Θεός τοποθετήθηκε εκτός κόσμου, ο δε άνθρωπος ρίχτηκε στην περιοχή του βέβηλου,
- με χαρακτηριστικό σύμπτωμα «ο άνθρωπος να εκτείνεται παντού μεταξύ δυο τάσεων, που η μια αποκλείει την άλλη»,[15]
- με κορυφαία τη δραματική αμφιταλάντευση του δυτικοευρωπαίου μεταξύ Θεού και Διαβόλου, η οποία συγκλόνισε την πνευματική ζωή της Ευρώπης για περισσότερα από 1000 χρόνια, σπέρνοντας εντός της έναν εξαιρετικό δυναμισμό αλλά συνάμα και μια τρομερή αγωνία.
Μέσα από αυτή την ιστορική περιπέτεια,
- η ανθρώπινη ζωή κατέληξε να αποστραφεί μια θρησκευτική ιδέα, η οποία έτεινε να την θέλει απλό παιχνίδι στα χέρια ανελέητων «ανώτερων δυνάμεων»· και
- ο Ευρωπαίος, «κατ’ αντίθεση προς την Ανατολή»μ[16] ήρθε να προσκολληθεί στην πράξη ως εργασία, ως μια «πράξη κατ’ επιταγήν, η οποία ανελάμβανε να στηρίξει πνευματικά τη ζωή του»[17] και στην οποία κλήθηκε να επενδύσει το νόημα της ζωής του και την αυτοπραγμάτωσή του.
Κατ’ αυτό τον τρόπο, η εργασία περιβλήθηκε τον αποτρόπαιο μανδύα μιας
στρεβλής ηθικότητας, που την έβλεπε, για τον μεν απλό λαό τόσο πιο
«ενάρετη» όσο πιο καταναγκαστική, για δε τις ανώτερες τάξεις, τόσο πιο
«θεάρεστη» όσο πιο κερδοφόρα αποδεικνυόταν.
Γράφει χαρακτηριστικά ο ΣΚ :
«Αν όμως τους εκλεκτούς του Θεού χαρακτήριζε η επιτυχία των έργων τους,
το επάγγελμα δεν ήταν πια απλώς η δυνατότητα της διατροφής, αλλά παρουσιαζόταν
αυτομάτως ως ο βασικός τρόπος αποδείξεως του γεγονότος ότι ο άνθρωπος δεν
ανήκει σε όσους μισεί ο Θεός. (…) “Η επαγγελματική επιμέλεια είναι ευεργεσία του Θεού”, γράφει ο Καλβίνος. (…) Η αγωνία ότι δεν
ανήκουν στους ευλογημένους, μια υποψία η οποία δεν ήταν δυνατόν να εξαφανιστεί
αν δεν κατορθώσουν να βελτιώσουν ακόμα περισσότερο την κοινωνική τους θέση,
υποχρέωσε για πρώτη φορά ανθρώπους να γίνουν εθελοντές καταναγκαστικής
εργασίας. (…) Στην Αγγλία ο
Πουριτανισμός τάχθηκε αναφανδόν υπέρ του σχηματισμού κεφαλαίου. (…) “Σου
επιτρέπεται να εργαστείς για να γίνεις πλούσιος προς χάρη του Θεού και όχι να
πλουτίσεις για τη ζωή της σαρκικής ηδονής και αμαρτίας”. Οι
“αυτοδημιούργητοι” πίστεψαν, ότι είχαν σαν σκοπό με το παράδειγμα και την τάξη
τους, την οποία επέβαλαν σε όσους εξαρτιόνταν από αυτούς με συμβάσεις εργασίας,
να οδηγήσουν την κοινωνία στην οδό της ηθικής. (…) Η κατάσταση αυτή, όχι μόνο
δεν ανησύχησε την θρησκευτική συνείδηση, αλλά υπήρξεν ανάλογος της απαιτήσεώς
της να θεωρηθεί η συνεχής εργασία ως κύριος σκοπός του ανθρώπου. (…) Συνέβη
λοιπόν, διευθύνσεις ορφανοτροφείων να ενοικιάζουν ανηλίκους σε ιδιοκτήτες
εργοστασίων ιδίως της αραιοκατοικημένης βόρειας Αγγλίας και να αποστέλλουν
συνεχή φορτώματα δια του σιδηροδρόμου, αλλά και γονείς να νοικιάζουν, υπό την
γενική επιδοκιμασία, τα παιδιά τους για να εργάζονται σε ανθρακωρυχεία ή
κλωστήρια 10 έως 14 ώρες ημερησίως, έστω κι αν δεν είχαν υπερβεί το έβδομο έτος
της ηλικίας τους! (…) Κατ’ αυτό τον
τρόπον, η αξία της εργασίας κατήλθε στο ένα τρίτο της αξίας της περί τα τέλη
του Μεσαίωνα. (…) Και αυτή η πουριτανική αξίωση, μέχρι τα μέσα σχεδόν του 20ου
αιώνα έπειθε ακόμα και τον Χένρι Φορντ, ότι η βιομηχανική δράση του αποτελεί
υπηρεσία στην ανθρωπότητα».[18]
Θα λέγαμε λοιπόν ότι ήταν μοιραία η εξέγερση εναντίον μιας τόσο στρεβλής
ηθικότητας, που ερχόταν να συνδράμει τόση σκληρότητα ντύνοντάς την με θρησκευτικό
προσωπείο. Έτσι, τελικώς, η ανθρώπινη μέριμνα και πράξη οδηγήθηκε στη δυτική
Ευρώπη να χάσει την θρησκευτική της αναφορά και, αποσυνδέοντας τις ανθρώπινες
δυνατότητες από κάθε ηθικό ερώτημα, να αξιολογείται (και να νομιμοποιείται)
απλώς και μόνο στη βάση της τεχνικής δεινότητας και αποτελεσματικότητάς της.
Να πώς γεννήθηκε και εδραιώθηκε το τεχνικό πνεύμα, εφόσον «η εξάντληση
του ανθρώπου σε ό,τι είναι δυνατόν να κατασκευαστεί, αυτή η μεγάλη κατεύθυνση
της ιστορίας μετά την ανατολή του βιομηχανικού αιώνα, έδωσε στην τεχνική
προσδοκία θρησκευτική ένταση».[19]
Πώς το τεχνικό πνεύμα αλλάζει δραματικά τον άνθρωπο
Είδαμε λοιπόν τη σημασία της «αποπνευμάτωσης του κόσμου», την καταφυγή
του ανθρώπου στην «βέβηλη πραγματικότητα», την επακόλουθη επένδυση της «κατ’
επιταγήν εργασίας» με θρησκευτική περιωπή και την τελική αποτίναξη και αυτής
της περιωπής υπέρ της εξύψωσης της Τεχνικής και του τεχνικού πνεύματος στο
βάθρο ενός «μεσσία όλων των δυνατών και των ανομολόγητων οραματισμών υπεράνω
και της προσδοκίας, και της φαντασίας», όπως γράφει ο ΣΚ στο Η Σημερινή
Γλώσσα.
Με ποιον τρόπο η επικράτηση του τεχνικού πνεύματος συνιστά ένα
κοσμοϊστορικό γεγονός, το οποίο αλλάζει δραστικά τον ίδιο τον άνθρωπο, θα το
αντιληφθούμε καλύτερα εξετάζοντας δυο από τα χαρακτηριστικά του τεχνικού
πνεύματος, που αφορούν καταλυτικά στην παρουσία του ανθρώπου στον κόσμο.
α. Αποδιάρθρωση του λόγου και της γλώσσας μέσω της αντιστροφής
μέσων-σκοπών
Το πρώτο είναι η αντιστροφή της σχέσης μέσου-σκοπού, η οποία συντελείται
άπαξ και η τεχνική δυνατότητα εμπεδώνεται ως αξία καθεαυτή. «Στο λυκαυγές του
σύγχρονου δυτικού πολιτισμού», επισημαίνει ο ΣΚ, «τα τεχνικά μέσα αποκτούν μια
δική τους αίγλη, την οποία τους προσδίδει θεωρητικά, εξυμνώντας τα, ο Ρότζερ
Μπέικον (1214-1294 μ.Χ.) μιλώντας περί καθαρώς τεχνικώς εφευρέσεων».[20]
Πράγματι, με τον εγκλωβισμό της πράξης στο αποκλειστικό κριτήριο της
αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότητας, το τεχνικό μεσον «αναλαμβάνει μια
υπηρεσία μεταφυσικού χαρακτήρα»[21]
ακριβώς επειδή ενσαρκώνει την ιδανική, για το τεχνικό πνεύμα, σύμπτωση της
γνώσης με τη δύναμη. Τότε, τα εργαλεία παύουν να έπονται του ανθρώπινου
ενδιαφέροντος, το οποίο έρχονταν ως μέσα να υπηρετήσουν. «Το ερώτημα δεν
είναι αυτή την φορά: πώς θα πετύχω ό,τι θέλω, αλλά: πώς θα προσαρμόσω την
θέλησή μου σε ό,τι πετυχαίνω και είναι δυνατόν να πετύχω. Αντί να ζητώ τα μέσα
για τον παρόντα σκοπό, ζητώ σκοπούς για τα παρόντα μέσα. Ενώ προηγουμένως η
πρόθεση καθόριζε την μέθοδο, η μέθοδος καθορίζει τώρα την πρόθεση».[22]
«Το πρόβλημα της Τεχνικής δεν είναι πώς θα ευρεθεί ό,τι λείπει, αλλά ο
τρόπος της αξιοποίησης του δυνατού».[23]
Κατ’ αυτό τον τρόπο όμως, «αντιστρέφεται η σχέση της εντολής μεταξύ
ανθρώπου και πράγματος».[24]
Αντί ο λόγος να ορίζει την πράξη, η τεχνική πράξη επιβάλλει την πράξη και
ορίζει τον λόγο. Σήμερα, συμβαίνει λοιπόν να «περιαυτολογούν τα πράγματα, αυτά
να υπαγορεύουν τους λόγους και να επιβάλλουν την πράξη των ανθρώπων, κι η
γλώσσα να γίνεται ο τρόπος με τον οποίον ο άνθρωπος παρακάμπτει τον άνθρωπο».[25]
Η υποστολή όμως του λόγου και η αποδιάρθρωση της γλώσσας συνεπάγεται ότι:
- ο ανθρώπινος βίος παρωθείται να κινηθεί στο ελάχιστο διάστημα μεταξύ ερεθίσματος και αντίδρασης, να τεθεί κατά κάποιον τρόπο με τους όρους της «αυτόματης αντίδρασης» (reflex)·
- «τα πράγματα ονομάζουν τον άνθρωπο, τον κατατάσσουν, του υποδεικνύουν τι λείπει και πώς θα συμπληρωθεί, τον επισκευάζουν, τον απλοποιούν, τον διαιρούν, τον πολλαπλασιάζουν και τον συναθροίζουν, του τοποθετούν στο μέτωπο μια ετικέτα»· [26] και έτσι
- η γλώσσα παύει «στην εποχή μας να εκφράζει τον αυθορμητισμό ή την οδηγία της παράδοσης στα θέματα της ζωής και εκφράζει μόνο την διάθεση των τεχνικών αντικειμένων και τους ειδικούς όρους ζωής, που αυτά επιβάλλουν»·[27] οπότε,
- δεν «κατορθώνει σήμερα να συνέχει τον άνθρωπο»,[28] παρά εγκαταλείπεται στο να «υποσημειώνει απλώς τα γεγονότα, τα οποία βασικώς λέγονται χωρίς τη βοήθεια της γλώσσας». [29]
β. Η αποπροσωποποίηση του ανθρώπου
Από εδώ λοιπόν, ερχόμαστε στο δεύτερο θεμελιώδες χαρακτηριστικό του
τεχνικού πνεύματος, που τονίζει ο ΣΚ. Είναι η προελαύνουσα αποπροσωποποίηση του ανθρώπου, που εξηγεί
άλλωστε για ποιο λόγο «ο διαφορισμός της επιφάνειας των τεχνικών πραγμάτων
γιορτάζει τις μεγάλες του στιγμές εκεί όπου ο κοινωνικός βίος δεν κατόρθωσε να
δημιουργήσει το πρόσωπο».[30]
Πράγματι, η περιστολή της ομιλίας στο ρόλο της «υποσημείωσης των
γεγονότων» συνεπάγεται ότι ο άνθρωπος αρχίζει να απουσιάζει από την ύπαρξή
του, δεδομένου ότι «στη γλώσσα εσωτερικεύεται ο άνθρωπος».[31]
Χάνουμε δηλαδή το εσωτερικό μας έρεισμα, αφού δεν μπορούμε να δώσουμε λόγο
δικό μας στην ύπαρξή μας: «Οι λόγοι σήμερα προκύπτουν και θέλουν να διατηρηθούν
ή να επικρατήσουν, χωρίς να χρειάζονται προσωπική υποστήριξη, ούτε την εμπειρία
των άλλων». [32]
Εφόσον όμως χάνεται αυτό που δίνει στους λόγους υπεύθυνο βάθος, μαρτυρία
του προσώπου, μια όψη της προσωπικής του ουσίας, προκύπτει «χάσμα ανάμεσα στα
λόγια και στην ουσία του λόγου». [33]
γ. Κατάλυση του διαλόγου και επιθετική ασυνεννοησία
Αποτέλεσμα, να μαστίζεται ο σημερινός άνθρωπος από ένα «ψυχικό λιμό, στον
οποίο του απαγορεύεται να ενσαρκωθεί στην ύλη ή να συναντήσει τους άλλους ως
πρόσωπα, [και ο οποίος ψυχικός λιμός] δίνει στη γλώσσα ένα ακαταλόγιστο
δυναμισμό, κάνει τον λόγο αιχμηρό και άκαμπτο, σαν να είχε μόνο σκοπό, όταν
πρέπει να εκφραστεί, την εκμηδένιση όσων τολμήσουν να τον κρίνουν».[34]
Πράγματι, δεδομένου ότι «έργο της γλώσσας ήταν και είναι η σύνδεση του
ανθρώπου προς τον άνθρωπο και η δημιουργία χώρων ενανθρωπήσεως»,[35]
με την αποδιάρθρωσή της «οι ερωτήσεις τίθενται κατ’ εντολήν των πραγμάτων, [οι]
ερωτώντες δεν εννοούνται ως εγώ και συ»[36],
δηλαδή ως σχέση μεταξύ προσώπων, και ο ουσιαστικός διάλογος
αντικαθίσταται από την «επιθετική ασυνεννοησία». [37]
Πρόκειται για αδήριτη συνέπεια του γεγονότος ότι ο άνθρωπος αδυνατεί πλέον
«να προσφέρει την εγγύηση της εμπειρίας του, αλλά και να δεχτεί την εγγύηση
μιας άλλης προσωπικής εμπειρίας. Όταν όμως η γλώσσα δεν διαθέτει αντίκρισμα,
τότε τίποτα δεν εμποδίζει τους ανθρώπους να μεγεθύνουν αυθαίρετα την
πραγματικότητα και, όταν συνομιλούν, να εκπροσωπούν μια υπόθεση που δεν είναι
απαραίτητο να συμπίπτει με τις άλλες, παράλληλους διπλασιασμούς του κόσμου».[38]
Στο τέλος, «οι περισσότεροι των τεχνικών ανθρώπων, εάν ήταν δυνατόν, θα
απέφευγαν την ομιλία, έχοντας στη διάθεσή τους πράγματα, τα οποία τους
ενσαρκώνουν καλύτερα απ’ ό,τι θα πετύχαινε η γλώσσα».[39]
Το διακύβευμα των καιρών
Το διακύβευμα επομένως του καιρού μας εμφανίζεται κάτω από τον
εξαιρετικά δύσκολο όρο ότι έχει να κάνει με το ζήτημα της Τεχνικής, που μας
καλεί να εξετάζουμε και να επιλύουμε τα πάντα κάτω από μια τεχνική σκοπιά, ενώ την
ίδια στιγμή το μοναδικό πρόβλημα που δεν επιδέχεται κατά κανένα τρόπο
τεχνική αντιμετώπιση και επίλυση είναι ακριβώς η ίδια η Τεχνική!
Πώς λοιπόν θα μπορούσαμε να σταθούμε απέναντι στο πρόβλημα της Τεχνικής
με τρόπο που να μην ενσωματώνεται σε αυτήν και να μην επαναφομοιώνεται από
αυτήν; Πώς θα μπορούσαμε να την δούμε χωρίς τους δικούς της όρους; Διαθέτουμε
άραγε μια πηγή, από την οποία θα μπορούσαμε να αντλήσουμε τις δυνάμεις που
απαιτούνται για να «απομαγεύσουμε» την Τεχνική και να αναπροσανατολίσουμε τις
προτεραιότητές μας;
Δεν θα απαντήσω εδώ σε αυτό το ερώτημα, στο μπορούμε να συνοψίσουμε τη
μεγάλη πρόκληση των καιρών μας. Αρκούμαι, κλείνοντας, να παραθέσω μερικά λόγια
του ίδιου του ΣΚ, από συνέντευξή του το 1970 με τίτλο «Ο Θεός και η εποχή μας», στα
οποία μπορούμε να ανιχνεύσουμε την δική του απάντηση. Ας τα ακούσουμε κι ο
καθένας ας τα αξιολογήσει:
«Άλλοτε το ηθικό νόημα της αγάπης ήταν να δώσεις τον δεύτερο χιτώνα σου
σε εκείνον, που δεν είχε κανένα. Σήμερα βρισκόμαστε σε μια εποχή αλληλεπίδειξης
και χιτώνων και πολλών πραγμάτων, τα οποία παρουσιάζονται ως προσωπικά μας
γνωρίσματα. (…) Τώρα, η αγάπη οφείλει να σπάσει τις κλειδαριές με τις οποίες ο
άνθρωπος της εποχής μας εμποδίζει πριν απ’ όλα την δική του είσοδο στην ψυχή
του. Αντιλαμβάνομαι την αγάπη ως φιλοσοφική συμπαράσταση, ως πνευματική
προσφορά του ανθρώπου στον άνθρωπο. Αν η αγάπη θα επιζήσει, θα οφείλεται στην
φιλοσοφία. Κι αν η φιλοσοφία θα επιζήσει, θα οφείλεται στην αγάπη. (…) Σήμερα,
το πρόβλημα της ιστορικής συνείδησης, της σχέσης του ανθρώπου προς τον άνθρωπο,
διαδέχεται στη φιλοσοφία την ερώτηση για την ουσία των όντων. Αποστολή της
φιλοσοφίας είναι να παρουσιάσει την αθέατη όψη της ψυχής. Είμαι της γνώμης ότι
για τη θεωρία και την πίστη, ανατέλλει αυτήν την ιστορική ώρα μια εποχή
αδελφικής συμπαράστασης στον άνθρωπο».[40]
Σημ. HS Είναι το κείμενο ομιλίας μου σε αφιέρωμα στον Σπύρο Κυριαζόπουλο από τον φιλοσοφικό κύκλο της ενορίας Αγίου Νικολάου Ραγκαβά, το οποίο εμψυχώνει ο καλό φίλος Γιώργος Κρανιδιώτης. Οι υποσημειώσεις υπάρχουν εδώ.
Πολύ καλός. Καλή και η περίληψη και απλοποίηση διότι πρόκειται για δυσνόητο στοχαστή.
ΑπάντησηΔιαγραφήΧαίρομαι ιδιαίτερα που σου άρεσε!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ Κυριαζόπουλος ήταν σπουδαίος.
Πολύ καλό κείμενο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή