Σελίδες

17 Δεκεμβρίου 2023

Ατομοκεντρισμός εναντίον κοινωνικού ολισμού

J.-P. Dupuy
Από τα πρώτα βήματα της Κυβερνητικής μέχρι τις σημερινές γνωσιακές επιστήμες, ο νεομηχανικισμός του εικοστού αιώνα χρειάστηκε να μάθει προοδευτικά πώς να ελέγχει και να χειρίζεται την έννοια της αυτονομίας. Ονομάζω εδώ νεομηχανικισμό το «μεταφυσικό ερευνητικό πρόγραμμα» (Πόππερ) που στηρίζεται στην αξιωματική αρχή ότι, ικανότητες που θεωρήσαμε ότι χαρακτηρίζουν αποκλειστικά τον ανθρώπινο νου, είναι δυνατόν να πραγματωθούν από μηχανές. (…) 

Με την κατασκευή τέτοιων μηχανών υποτίθεται ότι θα περάσουμε από το βασίλειο των μηχανών που εμείς καθορίζουμε τους σκοπούς τους στο βασίλειο των αυτόνομων μηχανών: των αυτόματων, με την ισχυρή έννοια του όρου [αυτοκινούμενα].

Ωστόσο, την ίδια στιγμή που η ιδέα της αυτονομίας εισέβαλε στα εργαστήρια της κυβερνητικής, στη θεωρία του συστημάτων και στα ερευνητικά κέντρα της τεχνητής νοημοσύνης και των γνωσιακών επιστημών, αποσυρόταν από τα ερευνητικά κέντρα των επιστημών του ανθρώπου. Η αυτονομία του υποκειμένου και η αυτοδυναμία του ανθρώπινου κόσμου αντιμετωπίζονταν πλέον σαν οπισθοφυλακές μιας μεταφυσικής την οποία έπρεπε να «αποδομήσουμε». (…) 

Στο κάτω κάτω, έλεγαν, αν η ιδιότητα της αυτονομίας γίνεται πλέον κατηγόρημα των μηχανών, τι καλύτερη απόδειξη θέλουμε για να δεχτούμε ότι η υποτιθέμενη αυτονομία του ανθρώπινου υποκειμένου δεν έχει τίποτα το ανθρώπινο; Να για ποιο λόγο οι στρουκτουραλιστές συνέχισαν μεν να μιλούν για αυτονομία, αλλά εφαρμόζοντας αυτή την έννοια στις δομές, στο σημαίνον, στο συμβολικό, διευκρινίζοντας ότι «ο συμβολικός κόσμος είναι ο κόσμος της μηχανής» (Λακάν, Le Séminaire, τ. II, 1978).

(…) Η νεωτερικότητα προσπαθεί να σκεφτεί την αυτονομία του ανθρώπου υποκειμένου και την αυτοδυναμία του ανθρώπινου κόσμου, αλλά αποτυχαίνει. Προσπαθεί να τις εφαρμόσει στην πρακτική της, αλλά και εδώ αποτυχαίνει. Οι ίδιοι οι συγγραφείς που συμφωνούν ότι πρέπει να αναγνωριστεί αυτή η αποτυχία, διαφωνούν τελείως σε ό,τι αφορά την φύση της και τον τρόπο με τον οποίον πρέπει να θεωρητικοποιηθεί. Κατεβάζουν στο χαρτί πλήθη από μεταφορές, αλλά επειδή αυτές είναι τις περισσότερες φορές γεωμετρικής, τοπολογικής ή οπτικής τάξεως, καταλήγουν σε παράδοξα και αδιανόητα σχήματα, που μας αφήνουν εντελώς αμήχανους: «εξωτερικότητα του κοινωνικού προς τον εαυτό του», «αδιαφάνεια του εαυτού εις εαυτόν», «ασυνείδητη ανακλαστικότητα», κ.λπ.

Ένα από τα σχήματα [στα οποία εκδηλώνεται το ζήτημα της αποτυχίας, της ανεπάρκειας, της εξωτερικότητας, του ασυνείδητου, που συναντά στο δρόμο του κάθε συλλογισμός πάνω στην αυτονομία του ανθρώπου], είναι το ακόλουθο.

Ατομοκεντρισμός εναντίον κοινωνικού ολισμού

Σύμφωνα με τον ανθρωπολόγο Λουί Ντυμόν, η βασική αλήθεια της κοινωνιολογίας είναι ότι κάθε κοινωνία είναι ουσιωδώς ολιστική και ιεραρχική, ακόμα και όταν όπως συμβαίνει με την νεωτερική κοινωνία διακηρύσσει στο επίπεδο των ιδεών και των αξιών ότι απορρίπτει αυτές τις αρχές, οι οποίες εξακολουθούν παρ’ όλα αυτά να την διαμορφώνουν.

Ο κοινωνικός ολισμός βεβαιώνει τη λογική και οντολογική προτεραιότητα της κοινωνικής ολότητας έναντι των συστατικών μερών της. Απεναντίας, η νεωτερικότητα αποδίδει αυτή την προτεραιότητα στα άτομα, τα οποία υποτίθεται ότι είναι διαχωρισμένα μεταξύ τους, ανεξάρτητα και αυτόνομα επομένως ακρωτηριασμένα από την ιδιότητά τους να είναι ήδη κοινωνικά όντα—, και πάνω σε αυτήν τη βάση εννοεί να ανασυστήσει την κοινωνική ολότητα. Αυτό που απομακρύνθηκε στην αρχή, επιστρέφει στο τέλος της διαδρομής αλλά με τη μορφή μιας έλλειψης, και τα διάφορα συστήματα πολιτικής φιλοσοφίας χρειάστηκαν να κάνουν ένα σωρό θεωρητικές ακροβασίες για να γεμίσουν το κενό. Έτσι, το όλον παρουσιάζεται ως ανώτερο από το άθροισμα των μερών, αλλά αυτό συμβαίνει επειδή αφαιρέθηκε από τα μέρη όλο αυτό που οφείλουν στο όλον.

Η ανασύσταση του κοινωνικού όλου με βάση τα διαχωρισμένα άτομα έλαβε δύο μεγάλες μορφές μέσα στην νεωτερική πολιτική σκέψη.

Η πρώτη μορφή είναι αυτή του κοινωνικού συμβολαίου, η οποία στην πορεία αποκαλύφθηκε ασταθής. Η μορφή αυτή συνδυάζει τον νεωτερικό ατομοκεντρισμό και την τεχνηματική αντίληψη του κοινωνικού με την παραδοσιακή σύλληψη του κοινωνικού ως ένα «συνειδησιακό γεγονός», το οποίο θέλουν ρητά οι κοινωνικοί εταίροι. Είναι πολύ εύκολο να καταδείξει κανείς ότι τα διάφορα μοντέλα κοινωνικού συμβολαίου αναπαράγουν την εξωτερικότητα που ήθελαν να καταργήσουν. Στον Χομπς, ο Λεβιάθαν είναι υπεράνω των νόμων και δεν αποτελεί καν συστατικό μέρος του κοινωνικού συμβολαίου. Όσο για τη γενική βούληση και τον νόμο, στον οποίον αυτή εκφράζεται, ο Ρουσώ θέλει να τους προσδώσει μια ακαμψία σαν αυτήν των νόμων της φύσης και να τους θέσει υπεράνω των ανθρώπων, ενώ υποτίθεται ότι οι άνθρωποι είναι αυτοί που φτιάχνουν τον νόμο και μάλιστα ότι το γνωρίζουν —ένα πρόβλημα που και ο ίδιος το συνέκρινε με τον τετραγωνισμό του κύκλου.

Η άλλη μορφή, η οποία υποσκέλισε αυτήν του συμβολαίου, είναι η μορφή της αγοράς. Η εξωτερικότητα αυτής της μορφής είναι εξίσου προφανής, δεδομένου ότι εδώ ο κοινωνικός δεσμός υφαίνεται έξω από τη βούληση και την συνείδηση των ανθρώπων, σαν μέσα από έναν αυτοματισμό που όλοι βάζουν σε λειτουργία αλλά κανένας δεν σκέφτηκε, ούτε και κατασκεύασε. Το ρήγμα ανάμεσα στο ατομικό επίπεδο και στο συλλογικό υποτίθεται ότι γεφυρώνεται από ένα «αόρατο χέρι».

Ο Ντυμόν βλέπει εδώ, σε αυτή την εξωτερικότητα της αγοράς και την αυτονόμηση του οικονομικού στοιχείου, μια υποβάθμιση του κοινωνικού δεσμού σε ένα «γεγονός φυσικής τάξεως» (βλ. Homo aequalis, 1977). Η κριτική που του απευθύνει πάνω σε αυτό το σημείο ο Μαρσέλ Γκωσέ είναι ενδιαφέρουσα. Λέει σχολιάζοντας το Homo aequalis: χρειαζόταν λοιπόν, κατά ένα παράδοξο τρόπο, η έλευση της ατομοκεντρικής μυθοπλασίας για να συνειδητοποιήσουν οι άνθρωποι την αυτονομία του κοινωνικού σε σχέση με τη συνείδηση και τη βούλησή τους; Έτσι φαίνεται. Η ίδια η ιδέα της κοινωνικής επιστήμης συνδέεται στενά με την ανακάλυψη των αυτό-οργανωτικών ιδιοτήτων του κοινωνικού, δηλαδή με το γεγονός ότι το κοινωνικό δεν είναι ούτε ένα «εξωτερικό πρόγραμμα» (βούληση ενός ριζικά Άλλου), ούτε ένα «εσωτερικό πρόγραμμα» (γενική βούληση, κοινωνικό συμβόλαιο, δραστηριότητα κατασκευής ενός κράτους). 

Όμως, συνεχίζει ο Γκωσέ, αυτή η ανακάλυψη δεν θα μπορούσε να γίνει εκεί όπου η κοινωνική τάξη πραγμάτων είναι «ηθελημένη», «συγγνωστή», εκεί όπου είναι αδιανόητη η ιδέα ενός «ανεπίγνωστου». Η αυτονομία του κοινωνικού σημαίνει εδώ την αντικειμενικότητά του, το γεγονός ότι αντιστέκεται στις προσπάθειες των ανθρώπων να το διαμορφώσουν οι ίδιοι, το γεγονός ότι κινείται με βάση τους δικούς του νόμους. [Επομένως, η μεταφορά που χρησιμοποιεί ο Ντυμόν λέγοντας για υποβάθμιση του κοινωνικού δεσμού σε ένα «γεγονός φυσικής τάξεως», δεν είναι η κατάλληλη για την περιγραφή αυτής της αντικειμενικότητας.]  

Ο Γκωσέ είναι ο πρώτος που αναγνωρίζει ότι μας λείπουν πειστικές μεταφορές για να περιγράψουμε τον μετασχηματισμό σε αντικείμενο αυτού που, εντούτοις, προέρχεται από εμάς τους ίδιους και από τις δικές μας πράξεις.»

Jean-Pierre Dupuy, «L’homme machine et les adorateurs du signifiant. Cybernétique et science de l’homme [Ο άνθρωπος μηχανή και οι λάτρες του σημαίνοντος. Κυβερνητική και επιστήμη του ανθρώπου]», Le Débat, n° 49 (1988).

 

Σημ. HS Συνέχισε την περιπλάνησή σου σε αυτό το θέμα πηγαίνοντας εδώ.

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου