Stéphane Lupasco (1900-1988) |
Σημ. HS. - Για όσους μπήκαν στον κόπο να μελετήσουν το βιβλίο του Άσγκερ Γιόρν Αγριότητα, Βαρβαρότητα και
Πολιτισμός (εκδ. Αλήστου Μνήμης, 2003) και ίσως βρήκαν αξιόλογη την
«τριλεκτική μέθοδο» του, νομίζω ότι έχει ενδιαφέρον μια γνωριμία με την
«τριδιαλεκτική» σκέψη του Γαλλορουμάνου φιλόσοφου της επιστήμης Stéphane Lupasco (1900-1988), που
υπήρξε μια από τις πηγές του θαυμαστού Δανού. Την παρουσιάζω λοιπόν εδώ πολύ
συνοπτικά στηριγμένος κυρίως στο βιβλίο του L’ Univers Psychique. La Fin de la Psychanalyse (Το Ψυχικό Σύμπαν. Το τέλος της ψυχανάλυσης, εκδ.
Denoel/Gonthier, 1978). — Το κείμενο που ακολουθεί πρωτοδημοσιεύτηκε το 2002 στην ιστοσελίδα happyfew.
*
Τα τρία σύμπαντα και η «τριδιαλεκτική» τους
Ο Λουπάσκο
μελέτησε το πρόβλημα της ύλης και της ενέργειας από τη δεκαετία του 1950 και οδηγήθηκε να διακρίνει τρία
«σύμπαντα». Το μακροφυσικό, το μικροφυσικό και το νευροψυχικό.
Κατ’ αυτόν,
η εντροπία και το β΄ θερμοδυναμικό αξίωμα (το κατά κάποιο τρόπο αξίωμα του «θανάτου» κάθε κλειστού συστήματος ενεργείας)
ισχύουν κυρίως στο μακροφυσικό
σύμπαν. Εδώ, λέει, παρατηρούμε την τάση για διαρκή ανταλλαγή και
μετασχηματισμό των μορφών της ενέργειας, μια διαδικασία μες από την οποία κάθε
φορά ένα ορισμένο ποσό ενέργειας εκπίπτει ποιοτικά στην κατάσταση της θερμικής
ενέργειας οδηγώντας προοδευτικά σε μια ενεργειακή
ομοιογένεια, ισοδύναμη με τον «θάνατο».
Ωστόσο στο μικροφυσικό κόσμο, τον κόσμο του ατόμου και των ηλεκτρονίων, ισχύει κυρίως το
αντίθετο αξίωμα. Με εξαίρεση τα φωτόνια, τα ηλεκτρόνια ανθίστανται σθεναρά σε
οποιαδήποτε ενεργειακή ανταλλαγή. Εδώ φαίνεται πράγματι να ισχύει το λεγόμενο
αξίωμα του «αποκλεισμού», ή αξίωμα του Pauli: το
ηλεκτρόνιο (και άλλα ηλεκτρικά σωματίδια όπως το πρωτόνιο) αποκλείει
κάθε άλλο ηλεκτρόνιο από την κβαντική ενεργειακή κατάστασή του μέσα σ’ ένα
πυρήνα. Έτσι, ενώ στο μακροφυσικό σύμπαν οδηγούμαστε σε μια ενεργειακή
ομοιογένεια, στο μικροφυσικό σύμπαν έχουμε μια αντίσταση σ’ αυτήν και μια
εμμονή στην ενεργειακή ετερογένεια, ή
«αντί-εντροπία».
Συνεπώς υπάρχουν,
κατά τον Λουπάσκο, δύο ανταγωνιστικά αξιώματα μέσα στη συστηματοποιό φύση της
ενέργειας: το αξίωμα της ενεργειακής ομοιογενοποίησης
και το αξίωμα της ενεργειακής ετερογενοποίησης.
Γι’ αυτό το λόγο θεωρεί πως οι γενετιστές βιολόγοι ερμηνεύουν
λανθασμένα τους μηχανισμούς εμφάνισης
και γένεσης της ζωής όταν τους θεωρούν ως προϊόντα αποκλειστικά και μόνο ενός
νόμου ομοιογενοποίησης (ανατύπωση και αναπαραγωγή του «ίδιου», δηλαδή της «κλωνικής ταυτότητας»). Όπως εξηγεί, αυτοί οι
επιστήμονες παραμένουν στην κλασική μακροφυσική οπτική νομίζοντας ότι μόνο αυτή
ισχύει για όλα τα φαινόμενα, και γι’ αυτό το λόγο οδηγούνται στο σφάλμα να
αποδίδουν όλη την εκπληκτική ετερογένεια της
ζωντανής ή βιολογικής ύλης σε τυχαίες μεταλλάξεις, ενώ δεν πρόκειται για
«τυχαίο» αλλά για εκδήλωση του ανταγωνισμού που μόλις περιγράψαμε.
Έχουμε
λοιπόν, κατά τον Λουπάσκο, δύο είδη ανταγωνισμών, δύο διαλεκτικές, στο
εσωτερικό της σύνολης ενέργειας: τη μακροφυσική διαλεκτική και τη μικροφυσική
διαλεκτική. Η πρώτη αφορά στο σύνολο των ανταγωνισμών που συγκροτούν το
μακροφυσικό σύμπαν, ενώ η δεύτερη το σύνολο των ανταγωνισμών που συγκροτούν το
μικροφυσικό σύμπαν. Επιπλέον, αυτές οι δυο διαλεκτικές βρίσκονται σε
ανταγωνισμό και μεταξύ τους.
Έτσι, ο Λουπάσκο εντοπίζει και μια τρίτη διαλεκτική. Είναι η αντίθεση
μεταξύ του φυσικού κόσμου και
του βιολογικού κόσμου. Όπως
εξηγεί, στο βιολογικό κόσμο, στον οποίο εκδηλώνεται το φαινόμενο της ζωής, όλοι
οι διαμοριακοί ανταγωνισμοί που συνιστούν τη ζωντανή ύλη των ιστολογικών
συστημάτων και των οργάνων που φτιάχνουν αυτοί οι ιστοί, όπως και επίσης και οι
ηλεκτροχημικοί, ενζυματικοί, γενετικοί, ορμονικοί, κ.λπ. ανταγωνισμοί στους
οποίους στηρίζεται το φαινόμενο της
ζωής, υπακούουν σε ένα βιολογικό σύστημα ετερογενοποίησης —δηλαδή πληθωρικής διαφοροποίησης ή αντί-εντροπίας—, το οποίο αντιτίθεται και αντιστέκεται στη φυσική ομοιογενοποίηση (το «θάνατο» λόγω αύξησης της εντροπίας). Μάλιστα εδώ οφείλονται, κατά τον Λουπάσκο αναφέρει τα χαρακτηριστικά προβλήματα που προκύπτουν κατά τις μεταμοσχεύσεις και τα πορίσματα της ανοσολογίας, τα οποία φαίνεται να τον
επιβεβαιώνουν.
Αυτή η
αντίθεση και διαπάλη μεταξύ βιολογικού και φυσικού κόσμου ορίζει μια κατάσταση
διαρκούς δισυμμετρίας ή σταθερής ανισορροπίας μεταξύ τους όπου, στην πορεία τόσο της
φυλογένεσης όσο και της οντογένεσης, οι δυνάμεις της ετερογενοποίησης οφείλουν
διαρκώς να κυριαρχούν πάνω στις δυνάμεις της ομοιογενοποίησης προκειμένου να
υπάρχει ζωή –ενώ την ίδια στιγμή, το ομοιογενές τείνει να κυριαρχήσει πάνω στο
ετερογενές, οδηγώντας το ζωντανό ον στο θάνατο.
Το νευροψυχικό σύμπαν
Πέρα από
αυτές τις συστημικές αντιθέσεις —στις
οποίες, όπως σημειώνει εμφατικά ασκώντας κριτική στη χεγκελιανή και μαρξιστική
διαλεκτική, «δεν υπάρχει τελική σύνθεση»—, ο
Λουπάσκο πρότεινε ότι μπορούμε να διαπιστώσουμε την ύπαρξη και ενός συστήματος
τρίτου τύπου, δηλαδή μιας τρίτης διαλεκτικής σειράς ανταγωνισμών, η
οποία αναπτύσσεται, εκδηλώνεται και ισχύει στα έμβια είδη και κυρίως στον
άνθρωπο. Αυτή είναι η νευροψυχική διαλεκτική, εντελώς
διάφορη και από τη μακροφυσική και από τη μικροφυσική, και από τη φυσική και
από τη βιολογική, η οποία συνιστά ένα τρίτο κόσμο ή σύμπαν, το νευροψυχικό σύμπαν.
Εδώ πρέπει
να κάνω μια μικρή παράκαμψη. Ο Λουπάσκο υπογραμμίζει ότι αυτή η τρίτη
διαλεκτική διέφυγε της προσοχής όλων των
έως σήμερα διαλεκτικών σκέψεων, από την Αρχαιότητα ίσαμε τους Μοντέρνους
καιρούς και από το ταοϊστικό Γιν-Γιάνγκ έως τη διαλεκτική των Χέγκελ και Μαρξ.
Έτσι, για να προσεγγίσουμε τη σκέψη του εδώ, πρέπει να εξετάσουμε μια επιπλέον
διαλεκτική αντίθεση, πέρα από την αντίθεση μεταξύ ομοιογενοποίησης και
ετερογενοποίησης. Πρόκειται για την, με αριστοτελικούς όρους, αντίθεση μεταξύ
ενεργού πραγματικότητας (actuality) και δυνητικής πραγματικότητας (potentiality ή virtuality), άρα και μεταξύ ενεργοποίησης
(actualisation) και δυνητικοποίησης (potentialisation ή virtualisation).
Το δυνάμει και το ενεργεία (potential, actual)
Ο Λουπάσκο,
ακολουθώντας εδώ τον αριστοτελικό συλλογισμό, διακρίνει λοιπόν μεταξύ δυνητικού
(potentiel ή virtuel) και πιθανού ή δυνατού (possible)[i]. Να ένα απλό παράδειγμα. Ο Α και ο Β, που κατοικούν στην ίδια πόλη,
είναι πιθανόν να συναντηθούν κάποια
στιγμή, ακριβώς επειδή ζουν στην ίδια πόλη. Εάν όμως έχουν κανονίσει να
συναντηθούν μια ορισμένη ώρα σ’ ένα ορισμένο σημείο, τότε η συνάντησή τους δεν
θα είναι πλέον πιθανή αλλά δυνητική. Θα εγγράφεται δηλαδή ως δυνητική πραγματικότητα στη σχέση τους
ήδη πριν συναντηθούν ενεργά, και
μάλιστα ως δυνητική πραγματικότητα θα κατευθύνει την ενεργό πραγματικότητα
καθενός όπως αυτή έχει πριν από το ραντεβού τους (ο καθένας θα έχει την έγνοια
ή συνείδηση αυτής της ορισμένης
συνάντησης). Μόνον εντελώς τυχαίοι ή απρόσμενοι παράγοντες μπορούν να ακυρώσουν
την ενεργοποίηση αυτής της δυνητικής
πραγματικότητας, δηλαδή του ραντεβού.
Επιπλέον, όταν αυτή η δυνητική πραγματικότητα γίνει ενεργή (όταν δηλαδή
συναντηθούν), τότε παύει να είναι δυνητική πραγματικότητα και, σε ό,τι αφορά το
επίπεδο της συνείδησης, περνάει πλέον στη μη-συνείδηση.
Συνείδηση
Πρέπει να
υπογραμμιστεί εδώ, ότι ο Λ. προσέχει να μην χρησιμοποιεί τον όρο «ασυνείδητο».
Ο υπότιτλος άλλωστε το βιβλίου του αυτού είναι Το τέλος της ψυχανάλυσης. Τι
εννοεί;
Ας
ανατρέξουμε στο προηγούμενο παράδειγμα. Σε αυτό είναι φανερό πως αυτό που λέμε «συνείδηση» είναι έγνοια, προαίρεση, πρόθεση και κατά κάποιον
τρόπο οργανωτική αρχή. Έγνοια για κάτι που δεν έχει ακόμα πραγματωθεί
ενεργά, αλλά έχει τεθεί ως δυνάμει πραγματικότητα, δηλαδή ως υπόσχεση (ή
πρόθεση, ή προαίρεση, θα λέγαμε σε άλλο φιλοσοφικό λεξιλόγιο) να πραγματωθεί
ενεργά. Όταν το ραντεβού μεταξύ Α και Β πραγματωθεί ενεργά, τότε παύει να
υφίσταται αυτή η συνείδηση-έγνοια του. Ωστόσο δεν γίνεται κάτι το εντελώς
«ασυνείδητο» με την κλασσική ψυχαναλυτική έννοια του όρου. Αποτελεί μια «γνώση», η οποία φεύγει
μεν από το προσκήνιο της συνείδησης
αλλά μπορεί να ενεργοποιηθεί σε μια επόμενη φορά (εν όψει ενός άλλου ραντεβού
με τον ίδιο ή και με άλλους ανθρώπους).
Ο Άσγκερ
Γιόρν έγραφε το 1964, ότι μπορούμε να θεωρήσουμε το «ασυνείδητο» όχι σαν αυτή
την ά-λογη και ανοργάνωτη φροϋδική «ζούγκλα» των ενορμήσεων, αλλά μάλλον ως τη δεξαμενή έλλογων προσπαθειών και γνώσεων, οι οποίες υπήρξαν
προηγουμένως ως έγνοια του ζωντανού
όντος και έπαψαν να υφίστανται ως έγνοια άπαξ και επιτεύχθηκε (έγινε από
δυνάμει, ενεργεία) ο στόχος εκείνων των προσπαθειών. Π.χ. όταν μαθαίνω να οδηγώ
ποδήλατο, σκέφτομαι μια σειρά κινήσεων που δεν γνωρίζω αλλά οφείλω να μάθω.
Μόλις μάθω, δεν τις ξανασκέφτομαι. Περνούν στο «ασυνείδητο» ή το
«μη-συνειδητό». Αλλά, αν έχω πάμπολλα χρόνια να κάνω ποδήλατο και το έχω κάπως ξεχάσει,
όταν το ξαναεπιχειρήσω τότε θα διαπιστώσω μια ανάσυρση εκείνων των
σκέψεων-προσπαθειών από τη «μη-συνείδηση».
Η σχέση μεταξύ δυνάμει και ενεργεία
πραγματικότητας
Έτσι, η
σχέση αντίθεσης μεταξύ φυσικού και βιολογικού σύμπαντος (όπως και μεταξύ
μακροφυσικού και μικροφυσικού κόσμου), την οποία εντοπίζει ο Λουπάσκο, είναι
τέτοια ώστε η ενεργοποίηση της μίας
πλευράς δυνητικοποιεί την άλλη. Όσο
τείνει να πραγματώνεται π.χ. η αρχή της
ομοιογενοποίησης (του β’ θερμοδυναμικού αξιώματος), τόσο τείνει να περνά
σε κατάσταση δυνητικής πραγματικότητας η αρχή του «αποκλεισμού» ή της αντί-εντροπίας∙ και αντίστροφα.
Είναι
σημαντικό εδώ να προσεχθούν δύο επισημάνσεις του Λουπάσκο:
1. Η ενεργοποίηση της μιας πλευράς δεν μηδενίζει την άλλη, αλλά την κάνει δυνητική.
2. Σε συνάρτηση με αυτό, δεν μπορεί να υπάρξει ποτέ απόλυτη ενεργοποίηση, ούτε απόλυτη δυνητικοποίηση. Εάν λ.χ. η φυσική τάση
ομοιογενοποίησης ενεργοποιούνταν πλήρως, εάν επικρατούσε ολοσχερώς το β’
θερμοδυναμικό αξίωμα, τότε η ενέργεια θα
έπαυε να υφίσταται, και μαζί της το σύμπαν εν γένει. Διότι η ενέργεια,
δηλαδή τα ενεργειακά συμβάντα, υφίσταται μόνον εφόσον υφίστανται
αντιθέσεις, αντιφάσεις, όπως η αντίθεση μεταξύ
ομοιογενοποίησης-ετερογενοποίησης ή μεταξύ ενεργοποίησης-δυνητικοποίησης.
Το νευροψυχικό σύμπαν ως «περιοχή Τ»[ii]
Από όλες
αυτές τις σκέψεις, ο Λουπάσκο οδηγείται στη σύλληψη του νευροψυχικού σύμπαντος ως εξής. Επειδή δεν
μπορεί να υπάρξει ολοσχερής ενεργοποίηση (αλλά μόνο «ημι-ενεργοποίηση») ούτε
ολοσχερής δυνητικοποίηση (αλλά μόνο «ημι-δυνητικοποίηση»), γι’ αυτό το λόγο,
εκτός της διαλεκτικής της ενεργοποίησης και της διαλεκτικής της δυνητικοποίησης
υπάρχει και μια τρίτη διαλεκτική, η οποία εγγράφεται στην ίδια τη λογική
της ενέργειας.
Συγκεκριμένα:
κάθε ενέργεια, κάθε δυναμική διεργασία, περνώντας από την κατάσταση της δυνητικότητας σε αυτήν της ενεργού πραγμάτωσης (και αντίστροφα)
διέρχεται από ένα στάδιο όπου βρίσκεται κατά κάποιον τρόπο «στα μισά του δρόμου». Αυτό το στάδιο προσδιορίζει την
«περιοχή Τ», όπου εκδηλώνεται η διαλεκτική σχέση μεταξύ ημι-ενεργοποίησης και
ημι-δυνητικοποίησης της
ενέργειας —μια ειδική σχέση που χαρακτηρίζει το ίδιο το νευροψυχικό
φαινόμενο.
Δεν μπορώ να μπω εδώ σε
περισσότερες λεπτομέρειες. Ο Λουπάσκο εξετάζει ενδελεχώς τη συγκρότηση του νευροψυχικού μας συστήματος ως «περιοχή Τ».
Εξετάζει το νευρικό κύτταρο με τους
ηλεκτροστατικούς ανταγωνισμούς που το συγκροτούν∙ το νευρικό «ρου»∙ τις
συνάψεις∙ τη διαλεκτική του εισφορητικού
(afferent) και του
αγωγού (efferent) συστήματος, μέσω των οποίων προσλαμβάνουμε
τα ερεθίσματα και κινητοποιούμαι δράσεις∙ και την αντιληπτική και μυοκινητική
διαλεκτική.
Μέσα από αυτή την έρευνα,
οδηγείται στην εξέταση του νευροψυχικού
συστήματος ως συστήματος «ελέγχου» και «διαλεκτικής Τ», και από εκεί στις τρείς
συνειδήσεις και μνήμες, και τις τρείς μη-συνειδήσεις και «αμνημοσύνες» (μία για
την ομοιογένεια, μία για την ετερογένεια και η τρίτη του «ελέγχου» τους), συμπεραίνοντας ότι το
νευροψυχικό σύστημα ή σύμπαν ως «περιοχή Τ» είναι η διαλεκτική που ελέγχει-οργανώνει τις άλλες δύο (μακροφυσική-μικροφυσική) και θεμελιώνει:
1. την ίδια την έννοια του
νοητικού ελέγχου και της νοητικής οργανωτικότητας·
2. την έννοια μιας συνείδησης της συνείδησης (δηλαδή της συνείδησης ότι
συνειδητοποιώ)· και
3. την έννοια μιας γνώσης της γνώσης (της γνώσης ότι γνωρίζω).
Το «νευροψυχικό σύμπαν» ως τόπος ελευθερίας
Ας
προσέξουμε εδώ ότι, ο έλεγχος για τον οποίο μιλά ο Λ., δεν συνταυτίζεται με την
καταστολή της ελευθερίας. Έχει να κάνει με μια παρακολούθηση των ομοιογενοποιητικών και των ετερογενοποιητικών
λειτουργιών, η οποία
«ελέγχει» την πιθανή πτώση του ζώντος είτε προς τη μια είτε προς
την άλλη πλευρά.
Με αυτή την
έννοια, δεν πρόκειται για κάποιον έλεγχο της ελευθερίας, αλλά για ένα είδος επαγρύπνησης, ή νήψης, ή παραφύλαξης με σκοπό την προφύλαξη του ζωντανού από την ανελευθερία που εκπροσωπεί η
πτώση στη μια ή την άλλη πλευρά έναντι τής ζωής. Ίσως θα μπορούσε εδώ να
διαβάσει κανείς, μεταφερμένους στο ανθρώπινο κοινωνικό και ιστορικό πεδίο, τον
όρο «μακροφυσική ομοιογενοποίηση» ως κολεκτιβιστικός όχλος και
τον όρο «μικροφυσική ετερογενοποίηση» ως νεωτερικός ατομικισμός. Ή
πάλι, αντίστοιχα, σαν μια προθυμία για απόλυτη κοινωνική ενσωμάτωση και σαν μια
πλήρη απροθυμία για ουσιαστική κοινωνική συνύπαρξη, όπου και οι δυο είναι
περιοχές ριζικής
ανελευθερίας, παρά τον μεταξύ τους ανταγωνισμό.
Θάνατος και αθανασία
Έχει ενδιαφέρον ότι ο
Λουπάσκο εφαρμόζει αυτή την «τριδιαλεκτική» σύλληψη του και στο φαινόμενο του
θανάτου. Λέει στο L’ Univers Psychique:
(…) Εξαιτίας της ίδιας της λογικής της ενέργειας, ο θάνατος ως ολοσχερής εκμηδένιση ενός συστήματος, μιας αλυσίδας συστημάτων ή και ενός απλού στοιχείου ή συμβάντος, φαίνεται πως είναι αδύνατος. Βέβαια, είναι δύσκολο να φανταστούμε και να πιστέψουμε πως το σύστημα μιας μύγας, μιας πεταλούδας ή ενός απλού βλασταριού παραμένει οπωσδήποτε σε μια κατάσταση δυνητικής πραγματικότητας αφ’ ης στιγμής εξαφανιστεί και περισταλεί σε ορισμένα μόρια, που σύντομα τα καταπίνει η γη και τα φυσικά συστήματά της (…)Φαίνεται ότι το σύστημα του ανθρώπου, όπως κάθε σύστημα, επιστρέφει και αυτό στα φυσικά συστήματα. Αυτό είναι βεβαίως ακριβές, όμως είναι ακριβές μόνο στα πλαίσια της επιστήμης που καθοδηγείται από την κλασσική λογική της αυστηρής μη-αντίφασης, η οποία αποκλείει τις ανταγωνιστικές και αντιφατικές διεργασίες των ενεργοποιήσεων και των δυνητικοποιήσεων.Έτσι, μια ορισμένη συνείδηση της συνείδησης του κεντρικού νευρικού συστήματος του ανθρώπου, αποκάλυψε στον άνθρωπο πως κάτι τι πρέπει να διατηρείται, ότι δεν μπορεί να εξαφανιστεί ολοσχερώς· κάτι τι που δεν παρουσιάζεται ως φυσικό τι, που δεν το βλέπουμε, που το μαντεύουμε ή διαισθανόμαστε πέραν της άμεσης εμπειρίας· κάτι που το ονομάσαμε ‘ψυχή’, ένα είδος άυλης πραγματικότητας, δηλαδή υπερφυσικής και μεταφυσικής πραγματικότητας, η οποία επιβλήθηκε με κάποια δύναμη σε πάμπολλα ανθρώπινα όντα από τους αρχαιότατους έως τους σημερινούς χρόνους, τόσο μέσα στον ατομικό φιλοσοφικό στοχασμό όσο και στις ευρύτατες και πολυποίκιλες θρησκευτικές κοινωνίες.Πρόκειται για ένα είδος μυθικής ενόρασης των δυνατοτήτων δυνητικοποίησης, οι οποίες δεν είναι δυνατόν να εκμηδενιστούν, μια ενόραση την οποία γεννά επακριβώς ο ψυχικός παράγων δια της συνείδησης της συνείδησης και της γνώσης της γνώσης, τις οποίες επιτρέπει και αναπτύσσει. (...)
Η θέση του άλλωστε, ήδη από
το βιβλίο του Les trois matières (Οι τρεις ύλες, 1960), είναι: «H
αντίφαση είναι ο φύλακας της
αιωνιότητας». Εννοεί δηλαδή ότι, φύλακας της αιωνιότητας είναι η τρίτη διαλεκτική,
του νευροψυχικού σύμπαντος, η διαλεκτική
της «περιοχής Τ» μεταξύ ομοιογενούς-ετερογενούς, μακροφυσικού-μικροφυσικού,
φυσικού-βιολογικού, ενεργού-δυνητικού.
Πολιτικές προεκτάσεις
Αξίζει εδώ να επισημάνω ότι
η σκέψη του Λουπάσκο προεκτείνεται και στο ιστορικό και πολιτικό πεδίο, όπου
θεωρεί ότι η αρχαία ελληνική δημοκρατία αποτελεί μια εξαιρετική περίπτωση όπου,
κατά κάποιον τρόπο, υπήρξε κοινωνική υλοποίηση του νευροψυχικού σύμπαντος ή της «περιοχής Τ» που
προανέφερα. Λέει:
(…) Εκεί σχηματίστηκε μια εξαιρετική κοινωνικότητα σαν ένα κεντρικό νευρικό σύστημα και ένας συλλογικός νευροψυχισμός, μέσω ετερογενοποιητικών ενεργοποιήσεων οι οποίες παρακωλύονταν διαρκώς από ομοιογενοποιητικές ενργοποιήσεις τείνοντας έτσι προς την κατάσταση Τ.
Πράγματι, δεν είναι λίγοι οι
μελετητές που θεωρούν ότι το ζήτημα της
«ασταθούς ισορροπίας» μεταξύ Ατόμου (ετερογένεια) και Πόλης
(ομοιογένεια), Ελευθερίας και Νόμου, Θεών και Ανθρώπων, μάς έρχεται από την
αρχαία ελληνική δημοκρατία. Ο Λουπάσκο τελειώνει το
βιβλίο του με τις εξής φράσεις:
(…) Ίδιον του νευροψυχικού σύμπαντος είναι η εσώτατη ψυχική αισθηματικότητα (affectivité), που καταλαμβάνει ταυτόχρονα αυτό που ονομάζουμε «σώμα» και «πνεύμα» δίνοντάς τους, με τη διαύγειά της, το απροϋπόθετό της και της ελευθερίας της «γνώσης της γνώσης», το είναι τους και το οντολογικό τους βάθος.Έτσι λοιπόν δεν είναι καθόλου παράξενο το γεγονός ότι, με κάποιου είδους ανθρωπομορφική θρησκευτική ενόραση, αποδώσαμε στο Θεό την έννοια του προσώπου· και ταυτόχρονα, την έννοια μιας ουσιώδους αγάπης, όσο αναρίθμητες κι αν είναι οι αποχρώσεις της μέσα στη θεμελιώδη ευρύτητά της. Αν η υπόθεση ενός τρίτου σύμπαντος, του ψυχικού σύμπαντος, αποδειχτεί όχι μόνο δυνατή αλλά και πραγματική, τότε αυτό το σύμπαν θα ήταν, μεταξύ των δύο άλλων, το σύμπαν της ίδιας της θεότητας, η οποία τα συνδέει και τα διατάσσει μέσα στο θάλλον και υπερπεπερασμένο (transfini) τριπλό γίγνεσθαί τους, χωρίς ποτέ να σταματά να δημιουργεί.
Γιάννης Δ. Ιωαννίδης
Ιανουάριος 2002
[i] Την οποία είχε επισημάνει το
1964 και ο Άσγκερ Γιόρν (βλ. το άρθρο μου «Η Δύση ως συμπαιγνία…»).
[ii] Ο όρος «Τ» είναι παρμένος από την
κατά Κουρτ Μάλερ (1903-1988) ταξινόμηση των υπερβατικών αριθμών, που ονομάστηκαν
έτσι από τον Όυλερ, διότι «υπερβαίνουν τη δύναμη των αλγεβρικών μεθόδων». Τέτοιος
είναι ο αριθμός «π».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου