Σελίδες

01 Σεπτεμβρίου 2013

«Για ένα πολιτισμό της αλληλεγγύης και της αντίστασης» | Κρίση 21


Ομιλία στην εκδήλωση του ΠανΔίκτυο/ ΕΚΠΑ

24 Οκτωβρίου 2012

Επιτρέψτε μου να περιοριστώ σε μια σύντομη εισαγωγή στις ψυχικές και στοχαστικές προϋποθέσεις ενός πολιτισμού της αλληλεγγύης και της αντίστασης.

Αν κοιτάξουμε ευρύτερα τον κόσμο μας, θα διαπιστώσουμε πως τα δεινά που ζούμε σήμερα εδώ έχουν να κάνουν με το γεγονός, ότι βρισκόμαστε στη δύση ενός ολόκληρου πολιτισμού∙ του πολιτισμού που εδώ και μερικούς αιώνες κυριάρχησε αρχικά στη δυτική Ευρώπη και στη συνέχεια σε όλο τον πλανήτη.


Τι μπορεί να σημαίνει λοιπόν, σε αυτές τις συνθήκες, το να σκεφτούμε και να πράξουμε προς την κατεύθυνση ενός πολιτισμού της αλληλεγγύης και της αντίστασης; Πέρα από την αίσθηση του κατεπείγοντος ενός τέτοιου στοχασμού, σημαίνει πως η αλληλεγγύη και η αντίσταση, αυτά τα δυο από τα πιο ζωτικά στοιχεία της ανθρώπινης κοινωνίας, δεν μπόρεσαν να ριζώσουν και να βρουν σταθερό τόπο μέσα στον κόσμο του κυρίαρχου πολιτισμού. Και πράγματι, ο πολιτισμός αυτός στηρίχτηκε, απεναντίας, σε δυο ριζικά αντίθετες αρχές: στον ανταγωνισμό και στον κομφορμισμό. Τον ανταγωνισμό μεταξύ των ατόμων και τον κομφορμισμό τους στις επιταγές του απρόσωπου συστήματος, που εκ των πραγμάτων ανέλαβε να διαμεσολαβεί αυτά τα ανταγωνιζόμενα άτομα.

Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι, με όρους αντίθεσης, έχουμε να σκεφτούμε για ένα πολιτισμό της αλληλεγγύης και της αντίστασης μέσα και εναντίον ενός πολιτισμού του ανταγωνισμού και του κομφορμισμού.
 
Ωστόσο, όπως πάντα, τα πράγματα στη ζωή δεν είναι τόσο απλά ώστε να εμπεριέχονται ικανοποιητικά σε συνθηματολογικές διατυπώσεις. Θέλω να πω με αυτό, ότι θα πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί στο γεγονός ότι ο κυρίαρχος πολιτισμός, ναι μεν υψώνεται ως πολιτισμός του ανταγωνισμού και του κομφορμισμού, αλλά δεν εξοβέλισε ολοσχερώς κάθε μορφή αλληλεγγύης και αντίστασης στο εσωτερικό του. Αυτό που κυρίως έκανε, και κάνει, είναι να τις διαστρέψει. Στα πλαίσιά του, δηλαδή, η αλληλεγγύη αναγνωρίζεται, αλλά μόνον ως «συνασπισμός ωφελιμιστικών συμφερόντων»∙ ενώ η αντίσταση, ως «εναντίωση σε ό,τι προσβάλλει το ίδιον (ατομικό ή συλλογικό) συμφέρον».

Οφείλουμε επομένως, αν θέλουμε να πάμε πιο μακριά, να ξεκαθαρίσουμε τι θέλουμε ως αλληλεγγύη και τι εννοούμε ως αντίσταση. Να ξεκαθαρίσουμε, ότι αλληλεγγύη δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι «ωφελιμιστικός συνασπισμός συμφερόντων» και γιατί η αντίσταση δεν πρέπει να εννοείται ως «εναντίωση σε ό,τι προσβάλλει το συμφέρον».



Για να το κάνουμε αυτό, χρειάζεται να επισκεφτούμε τον πυρήνα, την ψυχή αυτών των δυο εννοιών∙ όχι τόσο γλωσσολογικά, όσο στο χώρο τον οποίον καταλαμβάνουν στο συμβολικό πεδίο.

Η αλληλεγγύη μπορεί πράγματι να σημαίνει το να «εγγυάται ο ένας τον άλλον» και με αυτή την έννοια, μέσα από μια σειρά εκπτώσεων, να εκλαμβάνεται ως ωφελιμιστικός συνασπισμός συμφερόντων. Όμως θα πρέπει να προσέξουμε, ότι σε αυτή την προοπτική, εκείνο που από αρχής έως τέλους μετράει είναι οι ιδιότητες κάθε ανθρώπου. Για άλλη μια φορά, δηλαδή, ο κυρίαρχος πολιτισμός δέχεται μόνον ό,τι μπορεί να εκφραστεί ως ιδιότητα, ως ωφελιμιστικού τύπου επαγγελία και δεξιότητα.

Στην προοπτική της αλληλεγγύης όμως, οι ιδιότητες του ανθρώπου δεν μετρούν ούτε στην αρχή, ούτε στο τέλος της διαδρομής∙ απεναντίας, εκείνο που μετράει εδώ, είναι η απογύμνωσή του από κάθε ιδιότητα, η κατάσταση της ένδειας με την ουσιαστικότερη έννοια του όρου.
 
Το έδαφος, επομένως, πάνω στο οποίο ριζώνει η αλληλεγγύη δεν μπορεί να είναι αυτό του συμφέροντος και του ωφελιμισμού, αλλά, απεναντίας,


·        αφ’ ενός της επίγνωσης ότι η ριζική ένδεια παραμονεύει κάθε μας βήμα στον κόσμο, όποιες κι αν είναι οι ιδιότητες μας∙ και

·        αφ’ ετέρου, ταυτόχρονα, της συναίσθησης΄, ή μάλλον της απόφασης, ότι η πτώση ενός ανθρώπου στην ένδεια δεν πρέπει να σημάνει και τον χαμό του.
 
Κοντολογής, το έδαφος στο οποίο ριζώνει η αλληλεγγύη είναι η επίγνωση της τραγικότητας της ανθρώπινης ύπαρξης.
 
Και η αντίσταση; Η αντίσταση μπορεί πράγματι να υποδεικνύει μια εναντίωση και από εκεί, μέσα από μια σειρά εκπτώσεων επίσης, να εκλαμβάνεται ως «εναντίωση σε ό,τι προσβάλλει το συμφέρον». Παρολαυτά, ας προσέξουμε ότι η προάσπιση του ωφελιμιστικού συμφέροντος είναι δυνατόν να έρχεται σε ευθεία αντίθεση και ρήξη με το πιο πυρηνικό στοιχείο της αντίστασης, το οποίο δεν είναι άλλο από το αγωνίζεσθαι υπέρ της ελευθερίας. Όχι απλώς υπέρ μιας ανεξαρτησίας αλλά υπέρ της βαθύτερης, υπαρκτικής ελευθερίας του ανθρώπου, κάθε ανθρώπου. Και τούτη η ελευθερία δεν συμβαδίζει με την ωφελιμιστική ανεξαρτησία αφού,  πράγματι, είναι δυνατόν, όταν να αγωνίζεται κανείς υπέρ του συμφέροντός του, να αγωνίζεται υπέρ της δικής του ελευθερίας σε βάρος της ελευθερίας των άλλων.
 
Βάζοντας λοιπόν την ελευθερία στον πυρήνα της αντίστασης, οφείλουμε να δούμε μια ακόμα έκπτωση που καλλιεργείται από τον κυρίαρχο πολιτισμό: την αποσύνδεση της ελευθερίας από το ηθικό ερώτημα. Πραγματικά, στο πλαίσιο του κυρίαρχου πολιτισμού και ιδίως σήμερα ως ελευθερία νοείται ουσιαστικά το «να μπορεί να επιλέγει κανείς μεταξύ πολλών δυνατοτήτων». Όσο περισσότερων μάλιστα, τόσο καλύτερα. Όσο περισσότερες είναι οι δυνατότητες μεταξύ των οποίων έχει να επιλέξει κανείς, τόσο πιο ελεύθερος υποτίθεται πως είναι. Είναι σαφές, ότι έχουμε να κάνουμε εδώ μ’ έναν ποσοτικό προσδιορισμό της ελευθερίας, απολύτως σύμφωνο προς το τεχνικό πνεύμα του πολιτισμού μας άλλωστε. 

Ωστόσο, ποιοτικά μιλώντας, ελευθερία δεν είναι η επιλογή μεταξύ «πολλών διαφορετικών δυνατοτήτων» αλλά ουσιαστικά η εκλογή μεταξύ καλού και κακού. Ασφαλώς πρόκειται για δυο όρους κι ένα δίλημμα, που θέλησε πάση θυσία να εξοβελίσει ο κυρίαρχος πολιτισμός, βαυκαλιζόμενος ότι τοποθετείται – και τοποθετεί τον άνθρωπο – «πέρα από το καλό και το κακό», δηλαδή μέσα στο ωφελιμιστικό βασίλειο της καθαρής ποσότητας. Παρολαυτά, μόνο όταν θέτει στον εαυτό του το δίλημα αυτό, της εκλογής μεταξύ καλού και κακού, μόνο τότε ο άνθρωπος είναι όντως ελεύθερος. Και επομένως, μόνο τότε μπορεί να προβάλλει μια αντίσταση, η οποία δεν θα περιορίζεται ούτε θα εκπίπτει στην απλή εναντίωση σε ό,τι προσβάλλει το συμφέρον του.
 
Επομένως, η αντίσταση ριζώνει στην ελευθερία και η ελευθερία ριζώνει στο ηθικό δίλημμα μεταξύ καλού και κακού.
 
Όμως τούτο το δίλημμα, έστω και μόνο για να υπάρξει, προϋποθέτει και πάλι μια συναίσθηση της τραγικότητας της ανθρώπινης ύπαρξης∙ δηλαδή −εφόσον μιλάμε εδώ για ένα διαφορετικό πολιτισμό−, τη συναίσθηση του γεγονότος, ότι όλες οι προσπάθειές μας να στήσουμε και να στηρίξουμε ένα καλύτερο κόσμο, κινδυνεύουν πάντοτε από την εισβολή του κακού έστω και μόνον επειδή θα εφησυχαστούμε, νομίζοντας ότι πράξαμε το καθήκον μας, ολοκληρώσαμε τον αγώνα μας και βρήκαμε την τέλεια συνταγή του ευ ζην.
 
Είδαμε, λοιπόν, ότι τόσο η αλληλεγγύη όσο και η αντίσταση δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν εάν δεν ριζώσουν στην επίγνωση της τραγικότητας του ανθρώπου∙ εάν, δηλαδή, τούτη η επίγνωση δεν αποτελεί το κέντρο της ίδιας μας της καθημερινής και αγωνιστικής παιδείας!
 
Εδώ άλλωστε εντοπίζεται ο λόγος, που η αλληλεγγύη και η αντίσταση δεν βρίσκουν τόπο, παρά κατόπιν εκπτώσεων και διαστρεβλώσεων, στον κυρίαρχο πολιτισμό: Στο ότι ο πολιτισμός αυτός μάς συστήθηκε, ευθύς εξαρχής, ως ριζικά αντί-τραγικός.
 
Τούτο δεν διακηρύσσουν όλοι οι «κοινοί τόποι» του; «Ο άνθρωπος είναι καλός»∙ «Η ευτυχία είναι το υπέρτατο αγαθό, ανώτερο και από την ελευθερία»∙ «Η ιστορία κατευθύνεται πάντα προς την επαύξηση της ευτυχίας»∙ «Η υλικοτεχνική πρόοδος αρκεί, διότι διασφαλίζει την ευτυχία και συνάμα εξασφαλίζει την ηθική πρόοδο»∙ «Όχι πια λόγια, μόνον έργα»∙ «Όχι φιλοσοφίες, μόνο πράξεις»∙ «Η άνοδος του βιοτικού επιπέδου είναι αυτή καθαυτή καλή»∙ «Εργασία και ανάπτυξη»∙ «Η μόνη επιλογή που αξίζει τον κόπο είναι ανάμεσα στο πολύ και στο περισσότερο»∙ κ.ο.κ.

Κάθε φορά που αποδεχόμαστε αυτούς τους «κοινούς τόπους», πέφτουμε στην αυτοδικαιωτική προπαγάνδα του κυρίαρχου πολιτισμού. Από εκεί, οδηγούμαστε στην υπερεκτίμηση της ευημερίας ως ασφάλειας, ακόμα και εναντίον της ελευθερίας. Και από εκεί, φτάνουμε να ευτελίσουμε την αλληλεγγύη και την αντίσταση, προβάλλοντάς τις ως «ωφελιμιστικό συνασπισμό συμφερόντων» και «εναντίωση σε ό,τι προσβάλει το συμφέρον μας».

Τότε ο κύκλος κλείνει και ξαναβρισκόμαστε εδώ, μπροστά στον ίδιο εφιάλτη, κομμάτι ενός κόσμου χωρίς αλληλεγγύη και χωρίς αντίσταση, που τον καταπίνει το Μηδέν αφήνοντας χωρίς οξυγόνο και χωρίς ελπίδα όσους εξακολουθούν να στριφογυρνούν μέσα στους ψυχικούς, στοχαστικούς και πνευματικούς ορίζοντές του.


Γιάννης Hollowsky Ιωαννίδης

3 σχόλια:

  1. Γιάννη, εξαιρετικό κείμενο! Ευχαριστούμε!

    Αχ, αυτή η τραγικότητα...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Υπέροχη ανάρτηση.

    Περί της τραγικότητας... εκ του τράγου... ελπίζω πως θα σας ενδιαφέρουν ως σχόλιο, η ανάρτηση και τα σχόλια που βρίσκονται σε εξέλιξη εδώ:

    http://tinker-tinker-tinker.blogspot.gr/2013/09/m.html?showComment=1378487119918#c8805804748583281912

    Ευχαριστώ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Αγαπητοί Ουτόπιε και Anonymous,
    χαίρομαι που εκτιμήσατε την ανάρτηση και σας ευχαριστώ!

    (Anonymous ο σύνδεσμος δεν με βγάζει κάπου, αλλά θα μπω στο blog και θα βρω την άκρη.)

    ΑπάντησηΔιαγραφή